10.2 C
Athens
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου: “Έσκυβα και φιλούσα το χώμα της Επιδαύρου πριν το πατήσω…”

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Στα μάτια της γράμματα και σύμβολα, κώδικες, όνειρα, τέχνη και μυστήριο. Την κοιτώ και βλέπω δομημένα συναισθήματα, ελπίδα, θαλπωρή, αφοσίωση. Η αγάπη της όμως για το θέατρο είναι βαθύτερη από το συναίσθημα, ειλικρινής αγάπη, ασυναίσθητη, αδυσώπητη, ανόθευτη, δυνατή, που αναδύεται ορμητικά και με ξαφνιάζει. Έχω παρακολουθήσει την Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου ήδη σε τέσσερις σημαντικές παραστάσεις, από τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων χρόνων, παραστάσεις που καταθέτουν πρόταση και άποψη, «Το τρελό αίμα», «4.48 Ψύχωση», «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» και «Βάκχες» (αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου), όλες σε σκηνοθεσία της σπουδαίας δασκάλας της, Άντζελας Μπρούσκου. Μοιάζει να κουβαλάει μαζί της φυλαχτά, όχι για να τα επιδεικνύει, αλλά για να της δίνουν εκείνη τη μοναδική ποιότητα ενέργειας, από την οποία αναπτύσσεται προοδευτικά ένα δεύτερο νευρικό σύστημα. Η μνήμη, η μνήμη του σώματος. Η σωματικότητά της είναι μια παρτιτούρα κωδικοποιημένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Από την άλλη είναι ο χαρακτήρας της, καθαρός και ακέραιος, αυθόρμητος και δυνατός. Χαρακτήρας που ακολούθησε μια κοινωνική και ιστορική διαδικασία, σμιλεύτηκε μέσα από τη συμμετοχή της σε συλλογικές δραστηριότητες, πλάστηκε από το πνεύμα της εποχής, διαμορφώθηκε από τις επιλογές της. Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου συνοψίζει προσπάθειες ατομικής αυτο-δημιουργίας, σε ένα συλλογικό πλαίσιο αναφοράς. Προδιαγράφει μια τάση συμπεριφοράς, στην οποία εκδηλώνονται αρετές και ιδέες, αξίες και αισθήματα. Η πιο πρόσφατη παράσταση στην οποία θαύμασα αυτό το νέο ταλέντο, αυτό το νέο αίμα, ήταν η «Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου (Εθνικό Θέατρο – Νέο Ρεξ, σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου) στο ρόλο της «Κ». Μια συγκλονιστική παράσταση που αποπειράται να ανιχνεύσει αυτό που ο σύγχρονος πολιτισμός δεν μπόρεσε να απωθήσει: την ακαταμάχητη ανθρώπινη έπαρση, την ηδονή της βίας, τη ρητορική της κυριαρχίας και του μίσους και ό, τι άλλο χαρακτηρίζει το «ριζικό κακό», που κυριεύει το ανθρώπινο φαντασιακό και ανιχνεύεται μέσα στους ίδιους τους εαυτούς μας, χωρίς να γνωρίζει φυλές και έθνη. Η Κωνσταντίνα στη σκηνή είναι ηλεκτροπληξία. Μια ηλεκτροπληξία που μοιάζει με την ποίηση. Αληθινός κεραυνός. Σε χτυπά και σου αφήνει σημάδι. Δεν την ξεχνάς. Η ερμηνεία της να καρφώνεται, το ωμό νεύρο να πάλλεται, η ειρωνεία να ανατρέπει τα πάντα. Εκλεκτική καλλιτέχνιδα, ανήσυχη, μυαλό με υψηλά γράδα και απρόοπτα πετάγματα, δουλεύει με ερευνητική λεπτολογία. Ηθοποιός που γνωρίζει τη σημασία του ορατού και του αόρατου, που ανακατασκευάζει την πολυπλοκότητα του συναισθήματος. Καλλιτέχνιδα που η απέραντη σεμνότητά της, η σοβαρότητα και ο σεβασμός της την κάνουν να σκύβει και να φιλά το χώμα στην ορχήστρα της Επιδαύρου πριν το πατήσει. Μεγάλωσε με μουσική, τσέχικο κινηματογράφο, παραμύθια και αξίες. Πλάσμα τρυφερό και λεπταίσθητο, είναι ένας χορός αντιθέσεων, που ομολογεί συλλαβές ανερμήνευτης ομορφιάς. Μπορεί και να πιστεύει πως οι στίχοι αναβλύζουν από τους τοίχους, τις γειτονιές και τα παρτέρια. Η ίδια όμως είναι η ποίηση που κυκλοφορεί στους δρόμους…

Διαβάστε τη συνέντευξη.

* Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, οι γονείς μου γεννήθηκαν έξω, η μητέρα μου στην Τσεχία και ο πατέρας μου στην Ουγγαρία. Η καταγωγή των δύο οικογενειών είναι από Καστοριά – Ήπειρο – Κιλκίς, αν και πάντα ζούσαμε Θεσσαλονίκη. Αυτό που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία είναι ότι πρόλαβα και χόρτασα παιχνίδι έξω ως αργά, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία και φόβος. Τότε τα σπίτια είχαν πάνω στην πόρτα τα κλειδιά. Άνοιγες και έμπαινες.

Στο γυμναστήριο

* Θυμάμαι επίσης τον πατέρα μου να μας πηγαίνει, μαζί με τις αδερφές μου, στο γυμναστήριο όπου προπονούμασταν στην ενόργανη γυμναστική και γυρνούσαμε γεμάτες ιδέες. Χορογραφούσαμε κάθε τραγούδι που μας άρεσε φορώντας τα ρούχα της μαμάς μου και ειλικρινά μου φαίνεται απίστευτο όταν καμιά φορά θυμάμαι τις σωματικές μου ικανότητες.

– Με τι καλλιτεχνικά ερεθίσματα μεγάλωσες;

* Τα καλλιτεχνικά μου ερεθίσματα ήταν αρκετά. Καταρχήν λόγω της μητέρας μου μεγάλωσα με τσέχικο κινηματογράφο και παραμύθια. Πολύς πλούτος για τα μάτια και τ’ αυτιά μου, μιας και ήταν όλα τόσο καλογυρισμένα! Ακόμη και τώρα κάθομαι άνετα και τα ξαναβλέπω και απορώ πόσο μπροστά για την εποχή τους εξακολουθούν και είναι! Παίζουν, όλοι όμως, από ένα επίπεδο και πάνω. Έπειτα τα κοστούμια τους είναι υπέροχα, έχουν πολύ καλές φωνές αφού το τραγούδι υπάρχει πολύ, σαν στοιχείο, στις ταινίες τους. Τα εξωτερικά γυρίσματα μέσα σε πλούσια φύση και με τους περισσότερους ηθοποιούς να γνωρίζουν από ιππασία, σκι, καλλιτεχνικό πατινάζ κι άλλες, πολλές δεξιότητες. Η μητέρα μου τραγούδαγε υπέροχα, κάτι που σαν χάρισμα κληρονόμησα, γενικά στο σπίτι ακούγαμε πολλή μουσική σαν οικογένεια. Ο πατέρας μου παίζει ακόμη κλασική κιθάρα. Όποτε επισκέπτομαι το πατρικό μου πάντα θέλει κάτι καινούριο να μου παίξει. Στην Ουγγαρία, το 80% του πληθυσμού γνωρίζει να διαβάζει και να παίζει μουσική, ασχέτως αν κανείς επιλέγει να την ακολουθήσει και επαγγελματικά. Είναι κάπως υποχρεωτικό, ένας επιπλέον κώδικας επικοινωνίας μεταξύ τους.

Το σχέδιο και οι κατασκευές

* Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν φοίτησα για πρώτη φορά σε Θεατρικό Εργαστήρι στη Θεσσαλονίκη και ήμουν μόλις 16 χρονών, είναι ότι καταρχήν ήμουν η μικρότερη, και ότι οι περισσότεροι έκαναν μαθήματα θεάτρου κρυφά από τις οικογένειές τους. Οι γονείς μου ποτέ δεν προσπάθησαν να με αποτρέψουν από τις Τέχνες, ούτε και με αντιμετώπισαν ως αργόσχολη. Αυτό πιο πολύ το ένιωσα έξω από το σπίτι. Τελείωσα την ειδικότητα της Σχεδιάστριας Εσωτερικών Χώρων ή… δεν την τελείωσα; Πάντως το σχέδιο και οι κατασκευές ήταν αγαπημένη μου ασχολία και καταφύγιο. Θυμάμαι να ξεθάβω από συρτάρια και ντουλάπια ό, τι δεν χρησιμοποιούσαν γιαγιά και μαμά και να τους δίνω νέα ζωή, σε καινούριο σύμπαν. Επίσης πάντα θυμάμαι να λαμβάνω μέρος ως τραγουδίστρια σε όποιες πολιτιστικές – μουσικές εκδηλώσεις έπαιρνε μέρος το σχολείο μου. Κατάφερα -τότε- με τη βοήθεια του καθηγητή της μουσικής και των φιλολόγων, να υπάρχει συμμετοχή όλων των μαθητών σ’ αυτές και να μην είναι μια μέρα καθιερωμένης κοπάνας από το σχολείο. Ήμουν για 2-3 χρόνια και σε μια μικρή μπάντα που προέκυψε από το σχολείο μου.

– Ποια ήταν η πρώτη παράσταση που παρακολούθησες στη ζωή σου;

* Η πρώτη παράσταση που θυμάμαι σαν παιδί είναι «Ο Λαβύρινθος Του Μινώταυρου», έτσι λεγόταν, ήταν Χριστούγεννα και μετά την παράσταση θα μοίραζαν δώρα σε όλα τα παιδιά. Ήμουν το πολύ 6-7 χρονών και μου αποτυπώθηκε ένα τραγούδι που χρησιμοποίησαν στην παράσταση και που διασκεύασαν οι «Dead can dance». Λεγόταν «saltarello»(*). Aργότερα, στην εφηβεία μου, κάποιος έφερε δώρο στον πατέρα μου αυτό το cd, όταν έπαιξε ξανά αυτό το μουσικό κομμάτι στα αυτιά μου με διαπέρασε κάτι πολύ δυνατό, παρόλο από την παράσταση αυτή θυμάμαι μόνο το κομμάτι αυτό και το σκηνικό, θυμάμαι και συνειδητοποιώ όμως πως αυτό το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε προφανώς τόσο εύστοχα στην παράσταση ώστε μέχρι σήμερα με κάνει να σκέφτομαι πως υπάρχει κάτι μυστικιστικό, κάτι πολύ μαγικό στο θέατρο. Ενδεχομένως αυτό το κομμάτι, αν απλώς το είχα ακούσει σε εκείνη την ηλικία, να μη μου είχε κάνει τόσο ιδιαίτερη εντύπωση και ίσως και να μην το θυμόμουν. Όμως συνέδεσε για μένα όλο το μυστήριο της παράστασης, στα παιδικά μου μάτια.

– Ποια ήταν η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξες;

* Η πρώτη παράσταση που συμμετείχα λεγόταν «Ιστορίες των βράχων» του Μίνωα Μαρκάκη σε σκηνοθεσία Μαγδαληνής Μπεκρή στο studio των Νέων Μορφών στη Θεσσαλονίκη, όπου και φοιτούσα. Ένιωθα πολύ μεγάλη χαρά και τιμή που η Μαγδαληνή Μπεκρή και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος μας έδιναν την ευκαιρία, σε μένα και σε κάποιους άλλους αγαπημένους συμφοιτητές μου (Θωμάς Βογιατζής, Ανδρέας Γαλανός, Γιάννης Κλίνης, Άννα Σωτηρούδη), να παίξουμε σε μια παράστασή τους (από 4 – 26 Μαρτίου 2000). Και οι δύο ήταν καθηγητές Υποκριτικής και ιδρυτικά μέλη των «Νέων Μορφών».

– Ποιους από τους δασκάλους σου θυμάσαι με ευγνωμοσύνη για τη διδασκαλία τους και τις συμβουλές τους;

* Ειλικρινά, όσοι υπήρξαν δάσκαλοί μου, όλοι κάτι μου έδωσαν και απ’ όλους κάτι πήρα, ακόμη κι όταν διαφωνούσα ή αμφέβαλα, το έβαζα στην άκρη και έλεγα «δοκίμασέ το πριν το απορρίψεις». Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να παρακολουθήσω μάθημα χωρίς να πάρω κάτι.
Εκτιμώ πολύ τον Γιάννη Παρασκευόπουλο που σε μια πολύ κρίσιμη φάση της ζωής μου όταν αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα και να ακολουθήσω τον δρόμο του θεάτρου, μου είπε: Πήγαινε και βρες την Άντζελα Μπρούσκου, δες παραστάσεις της και ζήτησέ της να σε διδάξει…

Αστείρευτη πηγή

* Η Άντζελα Μπρούσκου για μένα, είναι η σημαντικότερη δασκάλα που είχα και έχω, γιατί πήγα και τη βρήκα συνειδητά, και λίγο πιο ώριμα, εξακολουθώ συνειδητά να συνεργάζομαι μαζί της και συνεχίζω να διδάσκομαι από αυτήν. Είναι μια αστείρευτη πηγή για μένα, όλα αυτά τα χρόνια. Το ίδιο και η Παρθενόπη Μπουζούρη. Πάντα θα με συμβουλέψουν και θα με βοηθήσουν να πάω παρακάτω, να γίνω καλύτερη. Ευγνωμονώ τον Δημήτρη Ήμελλο, την Ελένη Σκότη, τον Θοδωρή Αμπαζή, τον Θωμά Μοσχόπουλο και όλους τους δασκάλους που είχα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Μου έδωσαν εργαλεία, πολύ χρήσιμα και πολύτιμα. Ευγνωμονώ ακόμα και εκείνους που δεν ήταν δάσκαλοί μου ακριβώς, αλλά άνθρωποι που είχα την τύχη και τη χαρά να συνεργαστώ και να μάθω παρατηρώντας τους πολύ προσεκτικά. Πάντα παρατηρώ τον τρόπο που δουλεύουν άνθρωποι που μου δίνεται η ευκαιρία να συνεργαστώ και πάντα κάτι διδάσκομαι.

– Σε δελέασε ποτέ κάποια επιστήμη, κάποιο άλλο επάγγελμα ή άλλη τέχνη;

* Ναι… Η Αρχιτεκτονική, τα Μαθηματικά, η Κβαντική Φυσική, η Αστροφυσική, η Αρχαιολογία, η Φιλοσοφία, η Ενόργανη Γυμναστική, η Μουσική, ο Κινηματογράφος, τα Ακροβατικά… Αν είχα άλλες δέκα ζωές να αφιερώσω μία σε κάθε από τα παραπάνω, θα ήμουν πιστή σε όλα!

– Πώς προέκυψε το θέατρο στη ζωή σου;

* Θα σας πω, όχι πώς προέκυψε, αλλά πώς εξακολουθεί να προκύπτει: Το θέατρο μού «επιτρέπει» να καλλιεργούμαι με τέτοιον τρόπο και να μπορώ αυτό να το μοιράζομαι. Να δίνω και να παίρνω. Η δυνατότητα αυτή, στο τέλος της όποιας διαδρομής είναι τόσο λυτρωτική και πάντα για μένα ανθοφόρα. Όλη η συναναστροφή μου, με τα πάντα, είναι διαφορετική και αποκαλυπτική.

– Μίλησέ μου για το Θέατρο του Δωματίου. Το επέλεξες ή σε επέλεξε;

* Όταν πήρα την απόφαση να έρθω στην Αθήνα, ζήτησα, όπως σας ανέφερα και πριν, από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο να κάνω μια συζήτηση μαζί του ώστε να με καθοδηγήσει στο πού μπορώ να απευθυνθώ, γιατί είχε καταλάβει περίπου πώς με ενδιέφερε να κινηθώ, μετά τη δουλειά που είχα κάνει μαζί τους στις Νέες Μορφές. Αφού είδα αρκετό θέατρο τα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, είχα σοκαριστεί από το ανέβασμα της παράστασης «Ναι» (το 2001) της Μαργαρίτας Καραπάνου και «Βόιτσεκ» (το 2002) του Γκέοργκ Μπύχνερ σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου. Ήθελα πάρα πολύ να μάθω από αυτήν. Ήθελα πάρα πολύ να δω πώς δουλεύουν και ήθελα πάρα πολύ κάποτε και να συνεργαστώ μαζί τους. Και της το ζήτησα. Με δέχτηκε στο εργαστήριό της και ξεκίνησα να παρακολουθώ ανελλιπώς τα μαθήματα. Έπειτα μου επέτρεψε να παρακολουθήσω πρόβες τους. Έγινα βοηθός της σε παραστάσεις και για πρώτη φορά το 2005 με εμπιστεύτηκε να συμμετάσχω στο «Περιμένοντας… (κάτι για την πείνα)», με αφορμή το γνωστό έργο του Σάμουελ Μπέκετ (2005). Οπότε, το Θέατρο Δωματίου το επέλεξα από την αρχή και στη συνέχεια με επέλεξε και αυτό.

Το μυστήριο χαμόγελο

* Δεν θα ξεχάσω που με ρώτησε η Άντζελα, «γιατί θέλεις να κάνεις θέατρο; Τι ακριβώς θέλεις να κάνεις;» και της είπα: «Θέλω να δουλέψω ομαδικά, με ενδιαφέρει να δουλεύω στο πλαίσιο μιας ομάδας». Διέκρινα ένα μυστήριο χαμόγελο στο πρόσωπό της, δεν μου είπε εκείνη τη στιγμή, πώς δεν με πιστεύει. Πέρασαν κάποια χρόνια και κάποια στιγμή μου είπε: ξέρεις, τότε δεν σε πίστεψα, αλλά τελικά το εννοούσες, παρότι ήσουν πολύ μικρή, για να το εννοείς.

– Τι ακόμα θα ήθελες να πεις για τη δασκάλα και σκηνοθέτιδα Άντζελα Μπρούσκου;

* Δεν μπορείς να πεις εύκολα κάποια πράγματα γι’ αυτήν. Νιώθω πως κάνοντάς το, είναι σαν να κοιτάζω την Τζοκόντα και να προσπαθώ να την ερμηνεύσω. Είναι μεγάλη καλλιτεχνική μορφή και είναι και πολύ σπάνια μορφή η Άντζελα. Πολλές φορές έχω απορήσει και εξακολουθώ να απορώ με τα αποθέματα δύναμης που έχει μέσα της. Με το τι έχει μέσα της. Τη διαύγεια και την καθαρότητα των προθέσεών της όταν αρχίζει να δίνει μορφή στη δουλειά, σε ό, τι καταπιάνεται. Με το πόσο πολυτάλαντη είναι, πόσο αινιγματική και ταυτόχρονα αποκαλυπτική. Πάντα δουλεύει πιο πολύ απ’ όλους μέσα στην πρόβα και έξω απ’ αυτήν. Έχει πολύ έξυπνο και εύστοχο χιούμορ. Ακόμη γελάω μαζί της για πράγματα που έχει πει ή που έχουν συμβεί πριν από χρόνια… Είναι τρομερά ευφυής άνθρωπος.

Στο καράβι…

* Την πιστεύω τη δουλειά της και δεν το λέω απλώς επειδή συνεργάζομαι μαζί της, ειλικρινά μπαίνω στο καράβι και εμπιστεύομαι να το οδηγήσει πάντα, όπου και αν πάμε όπως κι αν είναι οι συνθήκες του ταξιδιού και το καράβι, γιατί αν αναλάβει να οδηγήσει, θα ταξιδέψεις μαζί της, είτε σαν συνεργάτης, είτε σαν θεατής και έπειτα θα ανοίξουν χώροι μέσα σου. Επίσης κάτι που μπορώ να πω για την Άντζελα και που τη χαρακτηρίζει, και τη θαυμάζω γι’ αυτό, είναι πως αυτό που έχει να σου πει, θα στο πει.

– Ποια είναι η αίσθηση που έχεις όταν βρίσκεσαι στη σκηνή με την Άντζελα Μπρούσκου αλλά και με την Παρθενόπη Μπουζούρη, καλλιτέχνιδες σημαντικές και πολυσύνθετες;

* Είμαι σε εγρήγορση καθότι και οι δυο τους είναι πολύ ανοιχτές σαν κανάλια. Παράλληλα όμως, αν μπορώ να το πω, αισθάνομαι πια σαν μια μεγάλη οικογενειακή μηχανή που δουλεύει συντονισμένα και πυκνά διότι υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη αλλά και ένας κοινός κώδικας δουλειάς. Μου αρέσει πολύ να είμαι μαζί τους στη σκηνή. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται τόσο με λόγια. Σίγουρα με τα χρόνια γίνομαι καλύτερη δίπλα τους. Το καταλαβαίνω και το εισπράττω αυτό.

– Κρατούσες ένα βασικό ρόλο στο έργο «Μάγκντα Γκαίμπελς». Πώς εξηγείς αυτή την ηδονή της βίας που παρασύρει προς το φασισμό και ποιοι είναι οι άνθρωποι που ελκύονται από αυτήν;

* Αυτή την ηδονή μπορώ να την εξηγήσω μόνο με φόβο. Οι άνθρωποι που ελκύονται από τον φασισμό, νομίζω πως στην πλειονότητά τους είναι άνθρωποι που φοβούνται πως κάτι χάνουν. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές στρέφονται σε αυτόν που θεωρούν πιο αδύναμο και πιο τρωτό από αυτούς. Δύσκολα τα βάζει κανείς με αυτόν που έχει την «όποια εξουσία» παραπάνω από τα κυβικά του. Εκεί αρχίζει ο κανιβαλισμός. Η Κλυταιμνήστρα, στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου λέει κάποια στιγμή: «Αυτόν που πέφτει αυτόν χτυπάνε περισσότερο». Χτυπάνε λοιπόν όποιον μπορεί να βρίσκεται ή να βρεθεί σε μια τέτοια θέση. Από την άλλη σίγουρα ο άνθρωπος έχει κάποια ένστικτα μέσα του. Αυτά της επιβίωσης, είναι κάτι που πολύ συχνά ακούγεται σε δύσκολους καιρούς όπως τώρα ας πούμε. Όμως έχει και τα μέσα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα όντα, να καλλιεργηθεί. Αυτό απαιτεί βέβαια έναν κόπο παραπάνω.

– Ποιοι είναι οι θεοί και οι δαίμονες που καταδυναστεύουν τις ζωές μας;

* Οι φόβοι και οι επιθυμίες μας.

– Η θρησκευτική εμπειρία της βακχείας εξελίσσεται σε τελετουργικό σπαραγμό και ωμοφαγία, παραπέμποντας στον κύκλο του θανάτου και της ανανέωσης. Πώς σχολιάζεις τη συμμετοχή σου στις «Βάκχες», το 2014, και τι ένιωσες πατώντας για πρώτη φορά στην ορχήστρα της Επιδαύρου;

* Η συμμετοχή μου στις «Βάκχες» ήταν θείο δώρο. Με δυνάμωσε πάρα πολύ. Αυτό που ένιωσα ήταν ευγνωμοσύνη, σε τέτοιο βαθμό που ένιωθα την ανάγκη να το εκφράζω. Έτσι κάθε φορά που ανεβαίναμε για πρόβα, έσκυβα και φιλούσα κάτω το χώμα της ορχήστρας πριν το πατήσω. Ειλικρινά έτσι ένιωθα. Όλοι όσοι τύχαινε να με δουν μου χαμογελούσαν, όχι κοροϊδευτικά, αλλά επειδή καταλάβαιναν πως το αισθανόμουν πέρα για πέρα. Κάθε φορά, ένιωθα ευγνωμοσύνη, χαρά, δέος και μεγάλη ευθύνη για το ότι βρισκόμουν σ’ αυτόν τον τόπο. Αλλά και για τη δουλειά που είχαμε να κάνουμε. Νομίζω πως αν ποτέ μου ξαναδοθεί η ευκαιρία -και το εύχομαι με όλη μου τη δύναμη -πάντα έτσι θα νιώθω και πάντα έτσι θα κάνω σε αυτό τον τόπο: Θα τον ευγνωμονώ.

– Υποδύθηκες την κόρη της Πέτρα φον Καντ. Διακρίνεις να υπάρχει στην εποχή μας μία τάση που αποθεώνει και ανταμείβει όσους ξέρουν να προσαρμόζονται, ενώ καταστρέφει -μαζί με τα κοινωνικά συστήματα που τους δημιούργησαν- αυτούς που αποδυναμώνονται από τις εκάστοτε αιφνίδιες μεταβολές;

* Δεν το διακρίνω απλώς, πιστεύω πως είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας. Τα ταχυδακτυλουργικά. Εξαφανίζονται άνθρωποι στη στιγμή. Επίσης τις περισσότερες φορές, δεν το θεωρώ εξυπνάδα αλλά κυρίως αδυναμία και πονηριά, το να μπορεί κανείς σήμερα να «προσαρμόζεται».
Και όποιος αντέξει. Δεν μπορώ και δεν θέλω να πιστέψω όμως πως είναι μονόδρομος και πως για να επιβιώσει κανείς το μόνο που έχει να κάνει είναι να προσαρμοστεί σε ό, τι εντός εισαγωγικών «του επιβάλλεται». Καλό είναι να αντιδράμε και να διεκδικούμε τα αυτονόητα σε όλο αυτό που ζούμε, εκτός από το να παρακολουθούμε μουδιασμένοι και άβουλοι τις εξελίξεις. Ή διοχετεύοντας ενέργεια μόνο στο πώς να κατασπαράξουμε κάποιον και να πατήσουμε επί πτωμάτων. Η φύση μου, μου απαγορεύει να τα βλέπω μόνο μαύρα ή αδιέξοδα τα πράγματα. Δεν το δέχομαι. Σαφώς είναι κάτι που με θλίβει και που πολλές φορές με θυμώνει, με κουράζει και με ρίχνει. Γιατί γίνεται όλο και πιο έντονα ασφυκτική η κατάσταση, όμως όποιος δεν θέλει κάτι να του συμβεί μπορεί να βρει και τον τρόπο να μην το επιτρέψει. Μπορεί να βρει τρόπους «να διεκδικήσει» τον χώρο για να υπάρξει.

– Έπαιξες στην «Ψύχωση». Γιατί η Σάρα Κέιν είναι διαχρονική;

* Η Σάρα Κέιν καταφέρνει μέσα από τα έργα της να μιλήσει για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα και όλη του τη βία, όλη του την ασθενικότητα, την επιθυμία και πού οδηγείται με τρόπο όμορφο και όχι απλός ωραίο. Τόσο πυκνά και ξεκάθαρα, τόσο in yer face theater, δηλαδή το θέατρο που σε αρπάζει από τα μούτρα μέχρι να πάρεις το μήνυμα. Το «καταγράφει», καταγράφει μια ολόκληρη εποχή και καταφέρνει να την καταγράψει «ποιητικά». Αυτό κάνει στο σύνολο τα έργα της και την ίδια τόσο ευφυή και διαχρονική. Μάλλον αυτό…

– Θεωρείς αναγκαίο ή όχι να συνδέουμε σήμερα το θέατρο με την ακραία πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά;

* Ναι, το θεωρώ αναγκαίο. Μακάρι όμως να το καταλαβαίνει έτσι κι ο καθένας. Η εποχή που ζούμε είναι δύσκολη. Η πληροφορία που δεχόμαστε είναι υπερβολική και το μεγαλύτερο μέρος της άχρηστο και τοξικό. Όπως πολύ καλά το θέσατε, ζούμε σε μια ακραία πραγματικότητα. Θα ήθελα το Θέατρο να είναι τόπος εμπλοκής μας, κάθαρσης και διεύρυνσής μας από όλο αυτό, να είναι μια συνάντηση και ένας διάλογος από κοινού. Δεν ξέρω πόσοι μπορούν και το καταφέρνουν στο Θέατρο, σίγουρα κάποιοι επιβιώνουν ή γεννιούνται ακόμη σε πείσμα των καιρών. Ζούμε σε μια πόλη που ανεβαίνουν τόσες πολλές παραστάσεις. Σίγουρα υπάρχει κάπου και αυτό το θέατρο για το οποίο αναφέρομαι ότι θα ήθελα για το οποίο με ρωτάτε και ξέρω πως υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Αυτό που δεν ξέρω όμως, για το κοινό, είναι πόσο εύκολο του είναι να το βρει και πόσο διατεθειμένο είναι να το ψάξει και να το υποστηρίξει. Πόσο εφικτό είναι πρακτικά να επιβιώσουν καλλιτέχνες και κοινό χωρίς να φιμωθούν όλοι μαζί. Διότι υπάρχει πόλεμος και υπάρχουν πολλές σειρήνες που μας υπνωτίζουν απέναντι σε ό, τι μπορεί να μας ξυπνάει.

– Πώς ξεκινάς με το ρόλο;

* Διαβάζοντας πολύ προσεκτικά την κάθε λέξη όλου του έργου.

– Τι θεωρείς επικίνδυνο για ένα νέο καλλιτέχνη που έχει ταλέντο;

* Το να συνειδητοποιεί και να επαναπαύεται στις ευκολίες του.

– Κοινό με ταλέντο υπάρχει;

* Εξαρτάται τι θεωρούμε ταλέντο γενικώς. Σίγουρα υπάρχει ανοιχτό (για όποιον λόγο) αλλά και (κλειστό για όποιον λόγο) κοινό. Σ’ αυτό παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο. Όπως επίσης υπάρχει πιο μυημένο και λιγότερο μυημένο κοινό. Άνθρωποι καλλιεργημένοι και λιγότερο.
Η λέξη ταλέντο παγιδεύει λίγο τις σκέψεις μου, ώστε να μπορέσω να απαντήσω με ένα απλό «ναι» ή «όχι». Το θέμα είναι να μη χάσεις τον αρχικό στόχο, να επικοινωνήσεις αυτό για το οποίο έχεις δουλέψει και να το προσφέρεις στο κοινό που, όπως και να ’χει, ήρθε μέχρι εκεί.

– Η τέχνη είναι και καταφύγιο για τον άνθρωπο;

* Ναι, οφείλει να είναι.

– Για ποιο πράγμα που έχεις κατορθώσει ως τώρα αισθάνεσαι υπερήφανη;

* Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά δεν είναι και ένα μόνο πράγμα. Αισθάνομαι όμως υπερήφανη κάθε φορά που νικάω τους φόβους μου και κάθε φορά που ξανασηκώνομαι έπειτα από διαστήματα που έχω πιάσει πάτο.

– Ποιους θεωρείς τους ωραιότερους γυναικείους χαρακτήρες στο θέατρο; Και ποιους από αυτούς θα ήθελες να υποδυθείς;

* Δεν θεωρώ κάποιους ωραιότερους ή πιο αγαπημένους ρόλους. Και πάντα πιστεύω πως σημασία έχει το πώς θα κάνεις κάτι όταν σου δοθεί η ευκαιρία. Καθετί που μου δίνεται, το κάνω με πολλή αγάπη, ενδιαφέρον και χαρά και με προβληματισμό μεγάλο στο πώς. Ο Δημήτρης Ήμελλος στη Σχολή μάς έβαζε να τραβήξουμε κλήρο για να μη χρειαστεί να κάνει διανομή και μας έλεγε το εξής: Αν σας δοθεί η ευκαιρία να διαλέξετε ξανά ρόλο από το ίδιο έργο καλό θα ήταν να θέλετε να ξαναδουλέψετε αυτό που σας είχε κληρώσει για να το ξαναδείτε αλλιώς και για να ξαναδείτε πως δεν έχει τελειώσει το ψάξιμο.

Κάτι μικρό με διάσταση

Βέβαια σημασία δεν έχει να παίξεις κάτι που είναι μεγάλο. Μπορεί να κάνεις κάτι μικρό και ο τρόπος που θα το κάνεις να του δώσει πολύ μεγάλη διάσταση. Κυριολεκτικά απολαμβάνω πάντα όλη τη διαδικασία. Καθετί που μου έχει δοθεί, δεν το έχω μετρήσει ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά, ούτε με άλλη μονάδα μέτρησης. Κάθε φορά έχω δοθεί με όλη μου την προσοχή και την ευθύνη. Δεν έχω απωθημένο να παίξω κάτι συγκεκριμένο. Τουλάχιστον όχι ακόμη.

– Μπορείς να πεις ένα στίχο που θυμάσαι;

* «Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό».
Από το “Μονόγραμμα” του Οδυσσέα Ελύτη (1971).

– Τι αγαπάς περισσότερο στη ζωή;

* Τη ζωή, τη δύναμή της. Το ότι μπορεί δίπλα σε μια πέτρα να ανθίσει κάτι.

– Τι απεχθάνεσαι και τι σε συγκινεί;

* Απεχθάνομαι το ψέμα, όταν με υποτιμούν, και όλες τις μορφές βίας. Με συγκινούν πάντα οι άνθρωποι που προσπαθούν, αυτοί που δεν τα παρατάνε, που υπερβαίνουν τα όριά τους. Με συγκινεί η καλοσύνη, ναι και η ευγένεια, η αγνότητα των ζώων, η προσφορά και η αλληλεγγύη όταν βασιλεύει η ειρήνη.

– Τι θαυμάζεις;

* Θαυμάζω την τέλεια τάξη στο σύμπαν, τη δύναμη της φύσης. Τη μητέρα μου, τον σύντροφό μου και τη γιαγιά μου που δυστυχώς έφυγε.

– Με τι διασκεδάζεις;

* Δεν περίμενα να με δυσκολέψει τόσο πολύ αυτή η ερώτηση. Δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω τη λέξη «διασκέδαση» και την έννοιά της, αν ήμουν 16 δεν θα υπήρχε μάλλον πρόβλημα. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, αλλά υπάρχουν αρκετές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορώ να το διασκεδάσω. Για παράδειγμα, να ταξιδεύω με καλή παρέα, να έχω πιει και να είμαι με καλή παρέα, ακόμη και κάτω από πολλή πίεση θυμάμαι να το διασκεδάζω επειδή η παρέα που είχα ήταν καλή. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι μόνη μου παρόλο που συχνά μου αρέσει και η μοναξιά αλλά δεν μου ταιριάζει με τη διασκέδαση. Με τους ανθρώπους που έχουν καλό και έξυπνο χιούμορ και πάντα μαζί με…

– Τι σε έχει κάνει (κάποτε) να… ντραπείς;

* Ο έρωτας…

– Ποιους θαυμάζεις στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο αλλά και στο θέατρο;

* Θαυμάζω πάρα πολλούς είναι πολύ μεγάλη η λίστα. Και αν αρχίζω να γράφω, θα γράφω και θα σβήνω γιατί θα πρέπει να συμπεριλάβω μόνο κάποιους. Μόνο σε μια κατηγορία μπορώ να είμαι σύντομη στους ποιους ξεχωρίζω με διαφορά σε σχέση με τεράστιες κατηγορίες ανθρώπων που είναι τεράστια κεφάλαια στον τομέα τους. Ξένοι άνδρες ηθοποιοί: Τσάπλιν, Ντε Νίρο, Άντριεν Μπρόουντι, Αλ Πατσίνο, Γκάρι Όλντμαν…

– Τι θα ήθελες να πεις για το www.catisart.gr;

* Είστε πολύ ζεστή και ευγενική παρέα. Χαίρομαι πολύ που υπάρχετε. Σας θαυμάζω και σας ζηλεύω που βλέπετε τόσο πολύ θέατρο και που γενικά παρακολουθείτε και μας ενημερώνετε για τις Τέχνες αλλά και ο τρόπος που το κάνετε είναι τόσο πραγματικά ευγενικός.

– Αγαπάς τα ζώα; Ποια είναι η σχέση σου μαζί τους; Έχεις κατοικίδιο;

* Αγαπώ πολύ τα ζώα, τα θαυμάζω. Η σχέση μου μαζί τους είναι να τα βοηθάω όσο μπορώ και με όποιο τρόπο μπορώ όταν βλέπω ότι υπάρχει άμεση ανάγκη. Αν και δεν μου αρέσει να λέω τι κάνω για αυτά, σκέφτομαι να πω κάποια πράγματα επειδή μπορεί να επηρεαστεί, να ευαισθητοποιηθεί κι άλλος κόσμος. Κι εγώ κάποιους άλλους είδα και μετά είδα πιο προσεκτικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκεί έξω τα ζώα. Γιατί είμαστε πολυάσχολοι οι άνθρωποι και παρατηρούμe όλο και λιγότερο ό, τι κινείται έξω από μας. Αφήνω νερό και τροφή έξω. Ιδίως τα καλοκαίρια φροντίζω να μην το ξεχνάω, δεν πετάω ποτέ φαΐ που περισσεύει, έχω φιλοξενήσει σπίτι μου αρκετές φορές γάτες και σκυλιά, μέχρι να βρεθεί ένα πιο μόνιμο σπίτι. Τα έχω πάει σε γιατρούς και όταν κάποιο χρειάστηκε βοήθεια δεν έκανα τα στραβά μάτια. Επίσης τους μιλάω, κάτι που δεν συνηθίζω να κάνω με αγνώστους και περαστικούς, με τα ζώα όμως το κάνω, ακόμη και με αυτά που δεν γνωρίζω. Τους απευθύνομαι κανονικά και αν μου το επιτρέψουν ανταλλάσσω και χάδια. Έχω δύο σκυλιά, είμαστε φοβερή παρέα και γελάμε πολύ.

– Ευχαριστώ πολύ Κωνσταντίνα!

* Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Είναι η πρώτη που δίνω και είναι στο cat is art και αυτό μ’ αρέσει πολύ.

(*) Το Saltarello με τους Dead can dance

* Οι φωτογραφίες είναι του catisart.gr

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -