Του Αριστείδη Χατζή
– Ω Γη, είσαι τόσο θαυμαστή που κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει. Καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ποτέ, νιώθουν οι άνθρωποι ποτέ, πέρα ως πέρα, τη ζωή όσο τη ζούνε, κάθε λεφτό, κάθε στιγμή;
Είχε η μητέρα μου στη βιβλιοθήκη της ένα μικρό βιβλιαράκι με δύο Αμερικανικά θεατρικά έργα του τέλους της δεκαετίας του 1930, μεταφρασμένα στα ελληνικά. Το ένα ήταν η «Ζωή με τον πατέρα» (Life with Father, 1939) των Howard Lindsay και Russel Crouse. Mια χαριτωμένη οικογενειακή κωμωδιούλα που έσπασε κάθε ρεκόρ στο Μπρόντγουει καθώς παιζόταν σχεδόν 8 χρόνια ασταμάτητα. Αργότερα την είδα και στην ταινία με την 15χρονη Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Το άλλο ήταν «Η μικρή μας πόλη» (Our Town, 1938) του Thornton Wilder. Αυτό, το δεύτερο έργο, δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Η μητέρα μου με είχε προετοιμάσει ότι θα διαβάσω ένα μεγάλο αριστούργημα, ένα έργο που σου αλλάζει τη ζωή, ένα έργο που δεν πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ γιατί δεν μπορεί παρά να σε σημαδέψει για πάντα.
Ήμουν πολύ μικρούλης όταν το πρωτοδιάβασα και δεν μπορώ πια να θυμηθώ πόσα κατάλαβα σ’ εκείνο το πρώτο διάβασμα αλλά θυμάμαι ακόμα το μεγάλο σοκ – ήμουν πολύ μικρός για να αντιμετωπίσω τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής αλλά αρκετά ώριμος για να καταλάβω ότι ποτέ δεν είναι αρκετά νωρίς. Ταράχτηκα πολύ και για ένα διάστημα δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ.
Δεν γνώριζα τότε, βέβαια, τι είναι ένα μεταδράμα (metadrama) και έτσι η επίδραση στο ανώριμο μυαλό μου ήταν τόσο καθοριστική που δεν μπόρεσα ποτέ να το ξεπεράσω, όπως συνέβη με τα περισσότερα πράγματα που διάβαζα τότε και που σταδιακά απομυθοποίησα ή και απέρριψα. Το έργο, όμως, αυτό συνεχίζει να μου δημιουργεί τον ίδιο κόμπο στο στομάχι, το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά, όπως και την πρώτη φορά που το διάβασα αλλά και την πρώτη φορά που το είδα σε παράσταση, είναι αδύνατο να θυμηθώ πότε.
Το διάβασα και το ξαναδιάβασα πολλές φορές αλλά δεν άλλαζε τίποτα με κάθε νέο διάβασμα. Η μεγαλύτερη ηλικία, οι περισσότερες εμπειρίες, οι γνώσεις, οι αναμνήσεις, τίποτα δεν μπορούσε να το διαμεσολαβήσει. Δεν είναι τυχαίο. Αυτό το έργο αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξής σου. Το κάνει συστηματικά και με έναν τέτοιο χειρουργικό τρόπο που παρακολουθείς ενεός την πληγή που άνοιξε, να χάσκει. Αυτό το έργο που παρουσιάζει τις ζωές ανθρώπων που έζησαν στις αρχές του 20ου αιώνα σε μια μικρή πόλη του Νιου Χαμπσάιρ είναι τόσο συνδεδεμένο με κάθε θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας που δεν μπορεί παρά να σε συγκλονίσει.
Η επίδραση σε μένα ήταν τόσο μεγάλη που μου ήταν πάντα ορατή ακόμα και στις αισθητικές προτιμήσεις. Δεν θα μπορούσα, μετά από αυτό το έργο, παρά να οδηγηθώ γραμμή στον Πιραντέλλο και βέβαια αργότερα στον Μπρεχτ. Και επειδή αυτοί οι τρεις (Γουάιλντερ, Πιραντέλλο, Μπρεχτ) παραμένουν αξεπέραστοι στην αυθεντική ενδογενή σκηνική τους καινοτομία, δεν είμαι καθόλου ανεκτικός όταν ανόητοι σκηνοθετίσκοι τους κατακρεουργούν ενώ αντίθετα ενθουσιάζομαι όταν πέφτουν στα χέρια σκηνοθέτιδων όπως η Κατερίνα Ευαγγελάτου (αν θυμάστε τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν» στη Στέγη).
Όπως ήδη σας είπα, το έργο του Γουάιλντερ το διάβασα από τότε αμέτρητες φορές, πρώτα ελληνικά και μετά και στα αγγλικά. Είναι αυτό που γνωρίζω καλύτερα μαζί με τον Οιδίποδα Τύραννο, τους Αχαρνείς και το Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Το είδα πολλές φορές, κυρίως στην Αμερικανική τηλεόραση. Δεν θα ξεχάσω τον γερασμένο Paul Newman ως τον State Manager/Αφηγητή στην τηλεπαράσταση του 2003.
Γιατί το θυμήθηκα σήμερα; Γιατί ανακάλυψα μια ελληνική παράσταση του 1978 με τον Νίκο Χατζίσκο στον ρόλο του αφηγητή. Τη βρήκα στο αρχείο της ΕΡΤ γιατί ήταν ένα από αυτά τα πολύτιμα Θέατρα της Δευτέρας που παλιά τα υποτιμούσα γιατί πίστευα ότι το τηλεοπτικοποιημένο Θέατρο χάνει όλη την ουσία του. Μεγάλο λάθος και το διορθώνω τώρα. Και καλά, ο Χατζίσκος είναι πάντα υπέροχος. Οι νεότεροι δεν τον θυμούνται γιατί άφησε ελάχιστα δείγματα της δουλειάς του στον κινηματογράφο και στη τηλεόραση αλλά μην τον χάσετε στα «Τέσσερα Σκαλοπάτια», την πρωτότυπη χαριτωμένη κομεντί του 1951 (δίπλα στην Ζινέτ Λακάζ) και βέβαια ως παπα-Φώτη στην τηλεοπτική μεταφορά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη – που ευτυχώς έχει σωθεί ολόκληρη (σκ. Βασίλης Γεωργιάδης, 1975).
Μαζί με τον Χατζίσκο μερικοί πολύ καλοί καρατερίστες. Η Μαρία Μαρτίκα και η Εκάλη Σώκου στους ρόλους της Julia Gibbs και της Myrtle Webb (οι δύο μητέρες). Οι δύο πατεράδες είναι ο Βασίλης Παπανίκας στον ρόλο του γιατρού Frank Gibbs και ο τόσο καλός Χρήστος Δαχτυλίδης στον ρόλο του Charles Webb, του εκδότη της εφημερίδας της πόλης. Ο Δαχτυλίδης ήταν ένας από του αγαπημένους ηθοποιούς του Νίκου Φώσκολου. Είχε, έτσι, την τύχη να παίξει μικρούς ρόλους σε πολλές ταινίες της Finos Films. Γι’ αυτό και το πρόσωπό του δεν θα ξεχαστεί ποτέ, θα τον αναγνωρίσετε αμέσως. Άλλωστε κλέβει την παράσταση από την πρώτη στιγμή.
Το πρωταγωνιστικό νεαρό ζευγάρι είναι ο συμπαθής Ντίνος Αυγουστίδης και η γλυκιά Πίτσα Μπουρνόζου που χάσαμε τόσο νωρίς. Τους βλέπετε στις φωτογραφίες. Αναρωτιέμαι πώς θα μου φαίνονταν η Έλλη Λαμπέτη και ο Νίκος Κούρκουλος στην παράσταση του 1962.
Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί ή αν θα γραφτεί ποτέ το Great American Novel αλλά αυτό είναι οπωσδήποτε το Great American Play. Αλλά δεν είναι απλώς αυτό. Ακόμα και τώρα που το έχω διαβάσει και έχω δει στα αγγλικά, είδα την ελληνική παράσταση του 1978 σαν κάτι πολύ πιο οικείο, σαν κάτι που έφτανε στις ρίζες της ανάμνησής μου. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα κάτι να μου σφίγγει με δύναμη την καρδιά όπως και στην πρώτη ανάγνωση. Γιατί με το έργο αυτό έχω πάθει και κάτι ακόμα πιο περίεργο. Όταν το διαβάζω ή το βλέπω στα αγγλικά μου φαίνεται απόμακρο.
Oh, earth, you’re too wonderful for anybody to realize you. Do any human beings ever realize life while they live it…every, every minute?
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε αλλά δεν μπορώ να το πω καλύτερα. Όταν το πρωτοδιάβασα (δεν θυμάμαι σε ποια μετάφραση, χάσαμε το βιβλίο), με το μυαλό μου τοποθέτησα το Grover’s Corners κάπου δίπλα μου στον χρόνο και τον τόπο. Όταν επανατοποθετείται στη Νέα Αγγλία από την ίδια του τη γλώσσα και την εκφορά του λόγου, μεταλλάσσεται σε κάτι μακρινό, σ’ ένα καλό θεατρικό έργο ενός Αμερικανού συγγραφέα. Όμως το έργο αυτό δεν είναι Αμερικάνικο, το έργο είναι παναθρώπινο. Πρέπει να το ακούσεις στη δική σου γλώσσα για να το νιώσεις καλύτερα και η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη λειτουργεί καλά. Διότι όσα θυμάμαι εγώ είναι κομμάτι της δικής μου εμπειρίας που έχει δεθεί για πάντα με τη ζωή και τον θάνατο του Τζορτζ και της Έμιλυ.
Πηγή: Facebook
***
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
«Η μικρή μας πόλη»
Του Θόρντον Γουάιλντερ
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Παίζουν με τη σειρά που εμφανίζονται:
Νίκος Χατζίσκος
Βασίλης Παπανίκας
Μαρία Μαρτίκα
Νικήτας Αστρινάκης
Χάρης Νάζος
Εκάλη Σώκου
Ντίνος Αυγουστίδης
Μάλαμα Αργυροπούλου
Νίκος Ηλιόπουλος
Πίτσα Μπουρνόζου
Τρύφων Καρατζάς
Χρήστος Δαχτυλίδης
Γιώργος Μπάρτης
Αντιγόνη Γλυκοφρύδη
Ντίνος Δουλγεράκης
Ισίδωρος Σιδέρης
Ηλίας Ασπρούδης
Μιχάλης Μαραγκάκης
Μαρία Αναστασίου
Νίκος Γαλιάτσος
Φλώρα Κωστοπούλου
Κική Ρέππα
Γιάννης Μαυρογένης
Θανάσης Μπενετάτος
Χρήστος Τσιλογιάννης
Κώστας Τσάκωνας
Μίξη εικόνας: Μ. Χατζίρη, Γ. Μιχαλόπουλος
Ρύθμιση ήχου: Σ. Παυλόπουλος, Χ. Βρατόλης
Μπούμαν: Μ. Δαλέζιος
Μαγνητική εγγραφή: Σ. Τσιγγούνης, Κ. Φιλιούσης
Βίντεο μοντάζ: Ε. Σκιάνης, Χ, Αντωνόπουλος
Κεντρικός έλεγχος: Α. Βρακατσέλης
Τεχνικός προϊστάμενος: Δ. Κοταράς
Μακιγιάζ: Τ. Αθανασοπούλου, Α. Πολυταρίδου
Φωτισμός: Γ. Μακρινός
Βοηθοί: Δ. Βασιλείου, Α. Μάρκου
Κάμερες: Κ. Ατζαράς, Π. Καμενίδης, Ι. Γρηγορίου, Η. Πάνου
Ρύθμιση εικόνας: Σ. Δρογγίτης, Γ. Νασιάκου
Συντονισμός σκηνής: Τ. Τσικνής
Μακέττες: Ε. Κοσμοπούλου, Μ. Ζαχαριουδάκη, Ν. Δρακάκη
Κατασκευή σκηνικών: Γ. Βαρθάλης, Μ. Παναγιώτου, Α. Χωριανόπουλος, Κ. Λεγάκης, Λ. Σταθόπουλος
Ζωγραφική σκηνικών: Θ. Μπεγνής, Γ. Τσικογιαννόπουλος, Β. Τσιρογιάννης, Α. Γεωργακόπουλος
Φροντιστήριο: Κίτσα Παναγοπούλου
Σκηνικά κοστούμια: Μαρία Κόκκου
Μουσική επένδυση: Αιμιλία Ρόδη
Διεύθυνση παραγωγής: Στέλιος Αντωνιάδης
Παραγωγή: Ελένη Μαβίλη – Μέξη
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Χονδρογιάννης
Παραγωγή της ΕΡΤ το 1978
[Ακολουθεί μικρό απόσπασμα]