Ο Φερνάν Λεζέ (Joseph Fernand Henri Léger) ήταν Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, σχεδιαστής, σκηνογράφος και παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών. Ξεκίνησε από τον κυβισμό, ωστόσο προχώρησε σε πιο εικονικές και εύληπτες παραστάσεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται πρόδρομος της Ποπ Αρτ.
Ο Φερνάν Λεζέ γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1881 στη Νορμανδία. Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος και ζωέμπορος. «Ο πατέρας μου», θα πει αργότερα ο ζωγράφος, «ήταν ένα υπέροχο ζώο. Αν ζούσε λίγα χρόνια παραπάνω θα γινόμουν και εγώ ζωέμπορος όπως και αυτός».
Ο πίνακας «Οι διασκεδάσεις» είναι από τα τελευταία χρόνια του Φερνάν Λεζέ, όπου με μεγάλους πίνακες προσπάθησε να εκφράσει μια ανθρώπινη μυθολογία. Η σχεδόν πρωτόγονη και περισσότερο τονισμένη μνημειακή μορφή των προσώπων, υπογραμμίζει την ικανότητα δράσεως και μας δίνει την εικόνα μια ρωμαλέας ζωτικότητας.
Η χαρά ή η κούραση έχουν ένα βάρος, μπορούν να κινηθούν, έχουν κάποια δύναμη: «λειτουργούν» όπως έλεγε και ο ίδιος. Στον πίνακα αυτό ο Λεζέ με καθαρά και άμεσα σχήματα, υμνεί τη ζωή που αγαπούσε τόσο, την αλήθεια και την αξιοπρέπεια της δουλειάς και της χαράς.
Με την τέχνη του έδωσε την πιο ολοκληρωμένη έκφραση του μηχανοκρατικού περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα έκανε μια απόπειρα εξανθρωπισμού του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού. Γεννήθηκε στη Νορμανδία αλλά έζησε και μεγαλούργησε στη Γαλλική Ριβιέρα.
Γύρω στο 1900 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, πρώτα αρχιτεκτονική και ύστερα ζωγραφική, χωρίς ωστόσο να ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών.
Στην πρώτη περίοδο της διαμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα ακολούθησε την τεχνοτροπία του Σεζάν και του κυβισμού και συνδέθηκε με τον Απολινέρ, τον Μπρακ, τον Πικάσο και τον Ρουσό. Το 1913 ανέπτυξε δική του κυβιστική τεχνοτροπία, ενσωματώνοντας τυποποιημένες μορφές οι οποίες υποδήλωναν μηχανική κίνηση. Ωστόσο, μετά τη συμμετοχή του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αποστρατεύτηκε το 1917 λόγω τοξικής προσβολής από τα χημικά αέρια) έγινε μέλος της ομάδας του Νέου Πνεύματος (Ésprit Nouveau) του αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ.
Η επαφή του με τον Οζανφάν και τον Λε Κορμπιζιέ τον οδήγησε στην έξαρση των λογικών στοιχείων της κυβιστικής του διατύπωσης και σε μια ανήσυχη και ισχυρή πλαστική έκφραση του κόσμου της μηχανής (μηχανική περίοδος) την οποία αργότερα περιόρισε και μεταμόρφωσε, οργανώνοντάς την με αυστηρά διακοσμητικό πνεύμα. Αποκρυστάλλωσε τους όγκους και τα χρώματά του και χρησιμοποίησε από κοινού ανθρώπινες μορφές και μηχανήματα, ως στοιχεία που αλληλεπιδρούν στον ίδιο πίνακα. Τα πιο χαρακτηριστικά έργα του εκείνης της περιόδου είναι Το μηχανικό (1920) και Οι τρεις γυναίκες (1921). Στο έργο του Η πόλη (1919) απεικονίζεται ένα ελεγχόμενο τοπίο στο οποίο αναπαριστώνται τα καθαρά γεωμετρικά σχήματα των σύγχρονων μηχανημάτων, αντιπροσωπεύοντας μια μηχανιστική ουτοπία.
Ο Fernand Léger υπήρξε και εξαίρετος σχεδιαστής ψηφιδωτών και ταπισερί, καθώς και σκηνογράφος. Το 1923 σκηνοθέτησε την πρώτη πειραματική ταινία του, με τίτλο Μηχανικό μπαλέτο, η οποία επικεντρώνεται σε απλά μηχανικά αντικείμενα που κινούνται ρυθμικά.
Το 1931 επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη και διακόσμησε το διαμέρισμα του μεγιστάνα Νέλσον Ροκφέλερ.
Την περίοδο 1940-46 έζησε στις ΗΠΑ, διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο Γέιλ και στο κολέγιο Μιλς της Καλιφόρνια, ζωγραφίζοντας παράλληλα σε μουσαμά εμπνευσμένος από ακροβάτες και ισορροπιστές ποδηλάτες.
Πέθανε στο Ζιφ, Σεν-ε-Ουάζ, στις 17 Αυγούστου 1955.