Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
«Μέχρι πού θα έφτανες για να αποκτήσεις το σπίτι των ονείρων σου»; Αυτό το ερώτημα πλανάται στο ΠΛΥΦΑ στη μαύρη κωμωδία του Philip Ridley «Λαμπρά παράσιτα» σε σκηνοθεσία του Θανάση Ραφτόπουλου.
Το έργο που είδα αναφέρεται στο κυνήγι μιας στέγης, στην απόκτηση ενός σπιτιού την εποχή της οικονομικής κρίσης.
Τα «Λαμπρά παράσιτα» (“Radiant Vermin”, 2015) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του in-yer-face Theatre, του θεάτρου που σε αρπάζει κυριολεκτικά́ «από τα μούτρα», με σκοπό να παρουσιάσει ατόφια και ωμά τη σκληρή πραγματικότητα.
Μέσα από μικρές, κλειστές σκηνές για άμεση επαφή με το κοινό έχει στόχο να προκαλέσει έντονη συναισθηματική αντίδραση του κοινού.
Το έργο
Η απόκτηση του ιδανικού σπιτιού, σημείο ευμάρειας, που έχει γίνει στόχος του ζευγαριού καθορίζει τη ζωή τους και τις επιλογές τους, ενώ η κοινωνία τους έχει εγκλωβίσει σε έναν ξέφρενο καταναλωτισμό.
Η Τζιλ και ο Όλι αποκτούν το σπίτι των ονείρων τους. Έλαβαν μια επιστολή με την οποία τους παραχωρείται ένα σπίτι σε μια περιοχή σχεδόν ακατοίκητη, ώστε να ξεκινήσουν εκείνοι να την κατοικούν και έτσι να αρχίσουν να έρχονται σιγά σιγά και άλλοι άνθρωποι.
Δέχτηκαν, και ό,τι κάνουν από εδώ και πέρα το κάνουν πρωτίστως για το μωρό τους τον Μπέντζι, ώστε να έχει ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή η δικαιολογία είναι η κάλυψη της απληστίας τους.
Το σπίτι, τούς το πλασάρει η Μις Ντι, που δείχνει να ξέρει πολλά για αυτούς και πώς να τους χειριστεί, ώστε να υποκύπτουν κάθε φορά στον επόμενο πειρασμό για την απόκτηση μιας νέας πολυτέλειας, ενός νέου απαστράπτοντος αποκτήματος, που όμως με τρόπο γλυκό θα αποκτηθεί μέσα από μια σκοτεινή διαδρομή, που θα τους επιβαρύνει ηθικά και ψυχολογικά. Ο υλισμός, η κοινωνική άνοδος, η απληστία δεν έχουν τέλος.
Η παράσταση
Σε ένα λιτό σκηνικό που επιμελήθηκε η Μαρίνα Κωνσταντινίδου γίνεται υπαινιγμός για το επιθυμητό σπίτι και οι τρεις ηθοποιοί κατορθώνουν να δημιουργήσουν μιαν ατμόσφαιρα με σασπένς ή καλύτερα να δομήσουν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Το σκηνικό αφήνει τον χώρο που χρειάζεται για να αναδειχθούν οι ερμηνείες των ηθοποιών και να ακουστεί ο λόγος του συγγραφέα.
Το σπίτι των ονείρων έχει οδυνηρό κόστος. Ο καπιταλισμός έχει δεσμεύσει ηθικά τον άνθρωπο και με εκφυλιστικό τρόπο το ζευγάρι οργανώνει εγκλήματα, που τους αποδίδουν πλουτισμό και ευημερία.
Η Μις Ντι (Θεοδώρα Γεωργακοπούλου) που μπορεί να σημαίνει και θάνατος από το αγγλικό Death, υποδηλώνει τον θάνατο των αξιών, του ήθους, της ανθρωπιάς, της ενσυνείδησης. Με αυστηρότητα, όμως σαγηνευτικά πάνω στη σκηνή οδηγεί τα θύματά της στον έκπτωτο βίο.
Δυστυχώς είναι μια πραγματικότητα. Ο θάνατος ανθρώπων σημαίνει τον πλουτισμό για άλλους και εκφράζει μια σκληρή, αλλά ρεαλιστική αλήθεια.
Η ανθρώπινη ζωή ζυγίζεται με όρους αξίας και απόδοσης. Σε πολλές περιπτώσεις, ο θάνατος κάποιων ανθρώπων μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία πλουτισμού για άλλους.
Στον πόλεμο ο θάνατος γίνεται κυριολεκτικά πηγή κέρδους. Οι εταιρείες που παράγουν όπλα, στρατιωτικό εξοπλισμό ή παρέχουν υπηρεσίες σε εμπόλεμες ζώνες, συχνά επωφελούνται οικονομικά από πολεμικές συγκρούσεις.
Θλιβερά γεγονότα, όπως φυσικές καταστροφές, τρομοκρατικές επιθέσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αυξάνουν την τηλεθέαση και οδηγούν σε τεράστια κέρδη.
Ο ανθρώπινος πόνος γίνεται κεφάλαιο. Αυτός μάλλον είναι ο στόχος του συγγραφέα, αλλά η καταγγελία του γίνεται με τρόπο όχι εμφανή, αντιθέτως διαμέσου ενός σαρδόνιου γέλιου, που πονά πολύ.
Το ζευγάρι Τζιλ (Ζηνοβία Ανανιάδου – Κόκκοτα) και Όλι (Ιωάννης Μυστακίδης) έχουν μιαν ωραία χημεία, συντονισμένη κίνηση και γίνονται τα κοντινά μας, γνώριμα θύματα του καπιταλισμού. Κατορθώνουν να δημιουργήσουν μόνο με την κίνηση έντονες σκηνές.
Η εκφορά του λόγου, η απόλυτη ταύτισή τους με τους νέους, που ξεκινούν γεμάτοι με πολλές επιθυμίες για ένα ονειρικό μέλλον και γίνονται σαρκοβόρα τέρατα, δολοφόνοι είναι ορατή. Κάθε επίσκεψή τους στο διάσημο πολυκατάστημα του Μάντσεστερ είναι ένα ακόμη σκαλοπάτι στην κάθοδό τους στην άβυσσο της απανθρωπιάς.
Για την ευημερία τους έχουν επιχείρημα «εμείς μοχθούμε, αν δεν μοχθούσαμε θα ζούσαμε στον Μεσαίωνα».
Τρομερές οι αιχμές του συγγραφέα. Το ζευγάρι διαθέτει «επαναφορτιζόμενο ψυγείο» και δεν σκέφτεται να διακόψει τις ανακαινίσεις στο σπίτι, που του παρέδωσαν.
Θα σκοτώνουν «τους κηφήνες, τα παράσιτα για να έχουν όμορφο σπίτι». Δεν σταματούν ποτέ οι φιλοδοξίες τους, δεν χορταίνουν ποτέ.
Η σκηνοθεσία του Θανάση Ραφτόπουλου είναι απολύτως λειτουργική. Έχει επιπλέον μεταφράσει και επεξεργαστεί δραματουργικά το έργο μαζί με τον Μιχάλη Σιώνα και έχει μπορέσει να αποδώσει απολύτως την πρόθεση του συγγραφέα. Η μουσική του Φώτη Σιώτα επενδύει σωστά την παράσταση. Οι ηθοποιοί Ζηνοβία Ανανιάδου – Κόκκοτα, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου και Ιωάννης Μυστακίδης στηρίζουν το σκηνοθετικό όραμα.
Το τέλος μένει ανοιχτό με ερώτηση στο κοινό. Μέχρι πού θα έφτανε κάποιος για να αποκτήσει το σπίτι των ονείρων του;
Ένα κείμενο που κινεί προβληματισμούς και κάνει τον θεατή να αναρωτιέται για τον εαυτό του. Η θέαση και μόνο των εγκλημάτων, χωρίς αντίδραση κάνει τον θεατή συνένοχο του εγκληματία.
Ανοιχτό τέλος, με ανοιχτά ερωτήματα.
***
Τα «Λαμπρά Παράσιτα» του Philip Ridley από τον Θανάση Ραφτόπουλο στο ΠΛΥΦΑ