9.5 C
Athens
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ράνια Σχίζα: Θα καταλάβω ότι έχω προχωρήσει, όταν νιώσω πραγματικά μία ησυχία μέσα μου

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Πάθος, ευγένεια, μαθητεία, γνώση, φαντασία, ενσυναίσθηση, μοίρασμα, χαρά, αγκαλιά, προσφορά αστείρευτη, πίστη στο θαύμα, είναι μερικά από τα υλικά που αποτελούν τη Ράνια Σχίζα και την κάνουν ξεχωριστή. Η παρουσία της στο θέατρο μια σταθερή πυξίδα.

Η συνάντησή μας γίνεται το μεσημέρι ενός απρόσμενα θερμού φθινοπώρου.

Ο χρόνος διαλύεται, η κούραση διαχέεται, τα πάντα θολώνουν. Η σχέση με τον χρόνο διαταράσσεται: ο χρόνος ζει, σαν χαρακτήρας, για να δημιουργήσει την κύρια δράση και το νόημά της, δηλαδή να φθείρει και να φθείρεται.

Αναπολώ μια μοναδική παράσταση… Μία μορφή, η Έλλη Ζάχου Ταχτσή, βρίσκεται πάνω στη σκηνή! Μόνη. Καθηλωμένη κι αυτή σε μια καρέκλα, όπως κι εγώ, με σταυρωμένα χέρια και βλέμμα ίσως το ίδιο σκεπτικό με το δικό μου… Το ίδιο αινιγματικό… Ίσως κι απελπισμένο… Μα όμως όχι! Δεν είναι αυτός ο ρόλος του θεατή, αλλά του θεαθέντος, όπως θα έλεγε ο μέγας Μπέκετ. Μέσα στα μάτια με κοιτά. Με συνταράσσει. Και νιώθω περιέργως πως… Όμως…Όχι! Δεν είμαι εγώ αυτή η μορφή! Δεν είναι η αντανάκλασή μου σε καθρέφτη. «Κάπου σε ξέρω…». Ψιθυρίζω… Κι αυτή δεν βιάζεται να συστηθεί… Μα όμως σύντομα… το κάνει… ακολουθώντας τον κανόνα που υποβάλλει κάθε θεατρική εξομολόγηση μεταξύ δύο. Κι ας είναι περισσότεροι ανάμεσά μας… Αυτή είναι η Ράνια, που μας μυεί στον κόσμο του θεάματος, της κάθε σκέψης και παρατήρησης, που με αλήθεια χτίζει γκρεμίζοντας… ανθρώπινα κομμάτια εκ των έσω.

Πάνε χιλιάδες ώρες που είναι φθινόπωρο. Η Ράνια Σχίζα απέναντί μου. Μιλά στο catisart.gr. Απλά και παθιασμένα. Κοκάλινη κι υπέρκομψα λευκή. Ρίζα μέσα σε ρίζα. Ελαφριά και διάφανη, κλωστή από αέρα καμωμένη. Ίδια ριπή βροχής. Βουτά με θάρρος στα βασικά συστατικά μιας θραυσματικής υπόστασης που αναβλύζει τέχνη και αγίασμα.

Αμφιθυμία αρχαίας τραγωδίας η φωνή της. Στα μάτια της και στα χέρια της, έκπαγλα επεισόδια θεατρικής ιστορίας. Το λιοπύρι έγινε καταιγίδα σαν το λόγο της. Μαζί περάσαμε το μικρό σπίτι στον Υμηττό με τα περίτεχνα κάγκελα στην πόρτα, που στέκει ακόμα αναλλοίωτο. Προχωρήσαμε και μπήκαμε στο Μαθηματικό, ύστερα στη Δραματική Σχολή Βεάκη. Φτάσαμε στα σταυροδρόμια με τον Λευτέρη Βογιατζή, το Εθνικό Θέατρο, την Ξένια Καλογεροπούλου, τον Γιώργο Καπουτζίδη. Και μιαν αναπνοή μακρύτερα με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες ήρθε «Η μάνα αυτουνού» της Κικής Μαυρίδου, ο μονόλογος που παίζεται τέσσερα χρόνια τώρα ασταμάτητα και γνωρίζει πρωτόγνωρη επιτυχία. «Είναι ρόλος ζωής. Εμένα με γλύκανε σαν άνθρωπο αυτός ο ρόλος», διατείνεται.

Παρ’ όλα αυτά, «Θα καταλάβω ότι έχω προχωρήσει, όταν νιώσω πραγματικά μία ησυχία μέσα μου και όταν πάψω να νιώθω ενοχές για κάποια πράγματα», λέει.

Όταν της ζητώ να μου περιγράψει τον εαυτό της, απαντά: Μου ‘ρχεται μία φράση από τον Διονύσιο Σολωμό, που λέει: «Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».

«γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα να ’τανε βγαλμένη, κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη».

Ράνια, ας αρχίσουμε από τα παιδικά σου χρόνια. Πού γεννήθηκες;

*Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο μαιευτήριο «Έλενα». Καλά το λέω μαμά; (γέλιο) Ένα Σεπτέμβρη.

Ωραία είναι όσα χρόνια ζούμε. Από τη στιγμή που τα ζούμε και είμαστε καλά, να είμαστε ευγνώμονες. Ως μωράκι, με πήρανε και πήγαμε στον Υμηττό, κοντά στην πλατεία Υμηττού. Εκεί ήτανε – και είναι – το σπιτάκι μας στην οδό Βρυούλων. Στην περιοχή που λέγεται Γούβα, Άγιος Αρτέμιος. Οι γονείς μου ζουν και κάθε εβδομάδα πηγαίνω και τους βλέπω. Όταν περνάω από τη Βρυούλων, βλέπω αυτό το σπιτάκι στο οποίο πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και το οποίο είναι ολόιδιο. Ένα διώροφο σπιτάκι. Μέναμε στο ισόγειο. Είναι με το μπαλκονάκι του και τη σιδερένια πόρτα του. Αυτή την ωραία πόρτα με τα περίτεχνα σχέδια στα καγκελάκια. Φύγαμε από εκεί με το που τελείωσα το Δημοτικό. Σκέφτομαι πολλές φορές, αλλά δεν το έχω κάνει, να χτυπήσω το κουδούνι και να πω στους σημερινούς κατοίκους του ότι «εδώ πέρα μεγάλωσα, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και έπαιζα στον κηπάκο που είναι στην πίσω μεριά».

Εκεί στον κηπάκο, στην πίσω αυλή που τα καλοκαίρια, πολλές φορές, κάναμε στρωματσάδα και κοιμόμασταν το βράδυ και μας ξυπνούσε το πρώτο φως του ήλιου.

Ναι, ήθελα να ‘μπαινα να δω αν οι χώροι, η τραπεζαρία, είναι τα ίδια. Το μικρό σαλόνι που είχαμε τη θερμάστρα. Είχαμε τη σόμπα που ψήναμε ψωμάκια το χειμώνα, εκεί όπου βλέπαμε τηλεόραση. Πολλή η συγκίνηση και μου περνάει, αλλά πάντα συγκινούμαι.

Στην ίδια γειτονιά ήταν – και είναι – το Δημοτικό Σχολείο που πήγαινα αλλά και ο φούρνος που δούλευε ο πατέρας μου.

Μετά, στο Γυμνάσιο, φύγαμε και μετακομίσαμε πιο κάτω, στη Γούβα. Άλλαξα σχολείο αλλά παρέμεινα και πολύ καλή μαθήτρια και πολύ δυναμικό παιδί. Πάρα πολύ δυναμικό παιδί.

«Σχίζα σταμάτα γιατί θα φας ντομάτα» μου φωνάζανε τ’ αγόρια. Ήμουνα πολύ έντονη και διεκδικητική και πολλά τέτοια. Και μετά φύγαμε από το σχολείο αυτό, που ήτανε οι συμμαθήτριές μου, οι συμμαθητές μου και οι φίλοι μου.

Πήγα Γυμνάσιο και Λύκειο, στο πρώην 12ο, νυν 36ο, το οποίο συστεγαζόταν με το 6ο Αρρένων, στις οδούς Ζεύξιδος και Πυθέου, στην αρχή της οδού Βουλιαγμένης, στον Νέο Κόσμο. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκα την πρώτη χρονιά, Α’ Γυμνασίου με αγνώστους. Ακόμη τότε ήταν θηλέων. Δηλαδή στη Γ’ Λυκείου άλλαξαν και έγιναν μικτά τα σχολεία.

Λοιπόν δεν ήξερα κανένα παιδί εκεί και τότε συνέβη το εξής: Ενώ όταν ήμουν στο Δημοτικό, ήμουνα παιδί εξωστρεφές, ξαφνικά συμβαίνει ένα «κλαπ» και «κλείνω», γιατί δεν ήξερα κανέναν.

Έγινα λίγο πιο δύσκολη στις κοινωνικές μου συναναστροφές. Όμως δεν άλλαξα στο να έχω πάντα μεγάλη αγάπη στο να διαβάζω και να διαβάζω δυνατά τα κείμενα. Από μικρούλα με βάζανε και διάβαζα, απήγγειλα στο σχολείο και στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού. Το ίδιο συνεχίστηκε και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

Και πάντα, κάπου μέσα μου, πολύ βαθιά ήθελα να γίνω ηθοποιός.

Βέβαια εν τω μεταξύ είχα γίνει και γιατρός και δικηγόρος. Όμως ήμουνα και πολύ καλή στα Μαθηματικά. Πέρασα λοιπόν στο Μαθηματικό αλλά αυτό που με τριβέλιζε ήταν η λέξη ηθοποιός…

Στο Μαθηματικό έζησα το 1ο έτος. Όμως αντί να πηγαίνω στην Πανεπιστημιούπολη, εγώ πήγαινα στο «Πανελλήνιο», το καφενείο, όπου έπαιζα τάβλι, έπινα καφέδες (γέλιο) και γυρνοβόλαγα…

Έχω υπέροχους αλλά αυστηρότατους γονείς οπότε στόχος ζωής ήταν να μπω στο Πανεπιστήμιο για να αποκτήσω την ελευθερία μου. Μπήκα στο Μαθηματικό και κανείς δεν μπορούσε να μου πει «γιατί γυρνάς 1:00 το πρωί ή 2:00»… Τελικά κατάφερα να μην ολοκληρώσω τις σπουδές μου και να μην πάρω το πτυχίο.

Όμως με μία τραγική αφορμή ενός φίλου, πολύ αγαπημένου, μπήκα σε πολύ σκοτεινά μονοπάτια. Κατάφερα να το ξεπεράσω χωρίς υποστήριξη, αν και το σοκ ήταν πολύ ισχυρό.

Είπα τότε:  «Αυτό που θες, θα το κάνεις τώρα». Πήρα ένα βιβλίο που έλεγε «Πώς να γίνετε ηθοποιός» γιατί δεν ήξερα κανέναν. Πήγα σε κάποιες σχολές, πήρα ό,τι βιβλίο είχα, κλείστηκα μέσα στην γκαρσονιέρα που είχαν ο παππούς και η γιαγιά μου, οι Κρητικοί που είχαν γυρίσει στο νησί. Κλείστηκα μέσα με τα παντζούρια σφαλισμένα. Δεν ήξερα αν είναι πρωί, δεν ήξερα αν είναι βράδυ. Η μάνα μου δεν ήξερε αν έτρωγα, αν έπινα, αν… Τέλος πάντων και διάβαζα ό,τι βιβλίο είχα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνη μου δούλευα, με αυτά που χρειάζονταν: τους μονολόγους, τα ποιήματα, για να πάω να δώσω εξετάσεις. Και το ‘κανα. Και τώρα είμαι εδώ.

Μόνη. Μόνη εντελώς. Βέβαια είχα θεατές, γιατί έβαζα απέναντι τη μαμά μου, την αδελφή μου, τους φίλους μου. Όχι τον μπαμπά μου… Τους έβαζα απέναντι και τους έπαιζα.

Ήθελα να έχω μια πρώτη επαφή. Να εκτεθώ. Όπως θα έκανα απέναντι σε μία επιτροπή. Έκανα το ίδιο όπως τότε στα θεατρικά του σχολείου. Όλα αυτά μου ανέβαζαν πολύ την αυτοπεποίθηση.

Έτσι στη συνέχεια βρέθηκα στη Σχολή «Βεάκη». Μια πολύ ωραία χρονιά με πολύ ωραίο υλικό συμμαθητών και συμμαθητριών και με πολύ ωραίους δασκάλους. Είχα τη Λυδία  Κονιόρδου, από το 1ο έτος μέχρι και το 3ο, τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Γιάννη Μαργαρίτη, τον Γιώργο Γεωγλερή.

Πολλά μαθήματα μάς έκανε και η Πάγια Βεάκη, θεωρητικά, κινησιολογία, τα πάντα…

Μόλις τελείωσα το 2ο έτος της Δραματικής Σχολής, τότε μαθαίνουμε ότι μία οντισιόν έκανε ο Λευτέρης Βογιατζής, τον οποίο πρέπει να σου πω ότι τον είχα δει πριν δώσω, όντας μαθήτρια δηλαδή, στη Γ’ Λυκείου.

Είχα δει τους «Αγροίκους» του Γκολντόνι και θυμάμαι ήμουν με μία φίλη μου και της είχα πει:

«Φαντάσου να παίζεις σε μια τέτοια παράσταση και μ’ έναν τέτοιο σκηνοθέτη». Είχα «τρελαθεί» μιλάμε. Και μετά είχα καθίσει έξω και περίμενα να βγει, αλλά είχα ντραπεί να του μιλήσω… Άργησε πολύ να βγει. Ανέβηκε στη μηχανή του και έφυγε…

Έπειτα από λίγο καιρό ο Βογιατζής έκανε οντισιόν για την «Αντιγόνη» τότε, για το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος. Όχι για την Επίδαυρο αλλά για κλειστό χώρο. Πήγα, πέρασε πολύς κόσμος και τελικά ο Βογιατζής με πήρε στην ομάδα του. Οπότε στον 3ο χρόνο ήμουνα και στη Σχολή και στο Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος και μάλιστα για τον ρόλο της Αντιγόνης.

Αυτό ήταν. Μεγάλη εμπειρία. Αυτό επί της ουσίας ήταν το βάπτισμά μου στο θέατρο.

Ακολούθησαν οι «Νεφέλες» σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα, για το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, στον χορό, πάλι ύστερα από οντισιόν. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιξα «Αντιγόνη» στη Νέα Σκηνή πλέον, στην οδό Κυκλάδων, με πολύ ωραίους συναδέλφους. Ήτανε μία πολύ μεγάλη σπουδή αυτή, στο Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος. Στα θεωρητικά μαθήματα είχαμε τον Μιχάλη Κοπιδάκη, τον Ιακώβου, τον Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Νίκο Χουρμουζιάδη. Τι να σου πω τώρα; Τη Ζουζού Νικολούδη στην κίνηση. Τον Σπύρο Σακκά στη φωνητική. Τον υψίφωνο Θάνο Πετράκη.

Πολλή δουλειά και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη «Αντιγόνη» του 1992. Και πήγαμε στο εξωτερικό. Λονδίνο, Βενετία, Φράιμπουργκ.

Στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ του Βύρωνα. Αυτό ήταν το βάπτισμά μου με τον Βογιατζή. Ακολούθησε η κωμωδία του Γεώργιου Χορτάτση, «Κατσούρμπος».

Έξοχη δουλειά με ωραία σκηνικά που είχε κάνει ο Νίκος Αλεξίου, ο οποίος χάθηκε και πολύ νωρίς. Και, από ‘κει και πέρα, πολλά ακολούθησαν. Η τηλεόραση άργησε να έρθει.

Η τηλεόραση άργησε να έρθει, όπως λες. Παρόλα αυτά ήσουνα και στην τηλεόραση πολύ πετυχημένη. Οι «Σαββατογεννημένες» είναι από τις τηλεοπτικές σειρές που έχουν αφήσει εποχή.

*Βέβαια μέχρι τότε είχα ωραίους σταθμούς στη ζωή μου. Ένας από αυτούς ήταν η Ξένια Καλογεροπούλου.

Με το «Σκλαβί»…

*Ναι. «Το σκλαβί» και πιο πριν, το πρώτο πρώτο ήταν η «Οικογένεια Νώε». Μάλιστα τότε, είχα την Κατερινούλα μου, το πρώτο μου κορίτσι, όμως με αυτήν την παράσταση μπορούσα να έχω ελεύθερα τα βράδια με το παιδί μου, γιατί -όπως ξέρεις- η δουλειά μας δεν ευνοεί και ιδιαίτερα τη μητρότητα.

Πραγματικά η «Οικογένεια Νώε» ήτανε η οικογένειά μου στη «Μικρή Πόρτα» και η μαμά, φυσικά, γιατί έτσι είναι πάντα, ήταν η Ξένια, ένας σπουδαίος άνθρωπος. Την αγαπώ πολύ αυτή τη γυναίκα.

Μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο…

*Με τον Θωμά επίσης έχουμε γελάσει όσο δεν έχω γελάσει ποτέ στη ζωή μου σ’ αυτή την «Οικογένεια Νώε», με τις πρόβες που κάναμε. Ένας πολύ ευφυής άνθρωπος ο Θωμάς. Έχουμε περάσει πολύ ωραία.

Όταν είχαμε τελειώσει «Το σκλαβί» – για το δύσκολο παιδικό κοινό – και το παρουσιάζαμε τότε σε βραδινή παράσταση και για τους μεγάλους, ήρθε η πρόταση για την τηλεόραση και έτσι μπόρεσα να ανταποκριθώ.

Και μετά, το 2003, στο Εθνικό, στην Πειραματική Σκηνή, ένα πολύ ωραίο έργο που είχα αγαπήσει. Το «Ενός πουλιού μόνο η φωνή» που έγραψε ο Γιάννης Παπαδόπουλος.

Αργότερα το κάναμε και στου Γιώργου Αρμένη. Στη συνέχεια ήρθε η στιγμή που είπα: «Δεν μου ‘ρχεται μία τηλεόραση;».

Έτσι κι έγινε. Ήρθε η τηλεόραση από εκεί που δεν το περίμενα. Φωτογραφία σε στούντιο δεν είχα βγάλει ποτέ. Ούτε τη λέξη στούντιο δεν ήξερα. Λόγω του τρόπου που μπήκα στο θέατρο, ήμουν πιστά και βαθιά αφοσιωμένη. Στο «Κυκλάδων», βρισκόμουν άπειρες ώρες. Μόνο που δεν κοιμόμουνα εκεί.

Είχαν ζητήσει από την Ξένια Καλογεροπούλου να τους προτείνει κάποια ηθοποιό. Στο «Πόρτα» η Ελένη Ράντου με είχε δει στο «Σκλαβί». Βέβαια είχαν τον ενδοιασμό αν δεχτώ επειδή ήμουν «Βογιατζοθρεμμένη»…

Μου τηλεφώνησε ο Βαγγελάκης ο Χατζηνικολάου, ο οποίος συνεργαζόταν τότε με τη Ράντου και μου είπε: «Πρόσεξε κακομοίρα μου, θα σε πάρουνε τώρα από το Στούντιο ΑΤΑ, θέλουνε να σου δώσω να διαβάσεις ένα έργο. Πρόσεξε, είναι ρολάρα, είναι εργάρα».

Πράγματι μου τηλεφώνησαν και μετά μου έστειλαν το κείμενο.

Το διάβασα και «τρελάθηκα», έκλαιγα απ’ τα γέλια, το ‘βρισκα εξαιρετικό και πήγα και έκανα μαζί με την Κατιάνα και την Ελένη ένα δοκιμαστικό.

Στη συνέχεια η παραγωγός, η Φρόσω Ράλλη, μου είπε: «Θα σας απαντήσουμε»…

Κάνουμε μια μεγάλη αγκαλιά με την Ελένη, μια μεγάλη αγκαλιά και με την Κατιάνα και γυρίζω στο σπίτι.

Δεν πρόλαβα να μπω μέσα, χτύπησε το τηλέφωνο.

Ήταν η διευθύντρια παραγωγής η Ελένη Αργυρού, μία εξαιρετική τύπισσα, που μου είπε:  «Κυρία Σχίζα, ελπίζω να μην τα χαλάσουμε στα οικονομικά».

Έτσι ξεκίνησε αυτό το μαγικό ταξίδι.

Μου δείξανε πολύ σεβασμό σε σχέση με τα οικονομικά και έτσι μπήκα σε κάτι εντελώς ξένο για μένα, στην τηλεόραση.

Από τα πρώτα γυρίσματα ένιωθα σαν να ήμουν πρωτοετής της Σχολής. Σαν να έδινα ξανά εξετάσεις για τη Δραματική.

Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή μου και με παραξένεψε.

Ήταν ένα σοκ για μένα, όμως δέσαμε υπέροχα όλοι. Ήταν πραγματικά μια δουλειά συνόλου. Κυριολεκτώ γιατί για ‘μένα αυτό είναι η δουλειά μας.

Πώς θα χαρακτήριζες τη συνεργασία με τον Γιώργο Καπουτζίδη;

*Ο Γιώργος είναι ο άνθρωπος της καρδιάς μου, το ‘χω ξαναπεί. Κι αυτουνού ήτανε η πρώτη δουλειά. Είχε πολλή πλάκα. Κι η πρώτη μέρα υπέροχη.

Από τότε είναι ένας άνθρωπος δικός μου ο Γιώργος και αυτό δεν μπορεί να μου το χαλάσει τίποτα.

Νομίζω ότι αυτό φαινόταν, ότι υπήρχε ένα αόρατο νήμα που σας συνέδεε.

*Με ρωτάνε πολλές φορές: «Πώς και σε διάλεξε ο Καπουτζίδης;». Και τους απαντώ: «Ποιος Καπουτζίδης να με διαλέξει; Αυτός πάλευε τότε για να πάρει το ρόλο που είχε γράψει για τον εαυτό του»!

Τότε δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου τηλεόραση. Γύριζα στο σπίτι το ξημέρωμα, λόγω δουλειάς.  Εκείνη την εποχή είχα επιλέξει να γράφω στο βίντεο τις «Σαββατογεννημένες». Ήσουν, ειλικρινά, μία έκπληξη. Ήταν ένα βάλσαμο να γυρίζεις στο σπίτι και να απολαμβάνεις κάτι τέτοιο.

*Το ίδιο έκανα κι εγώ τότε. Εκείνη τη χρονιά είχα επιλέξει να μην κάνω θέατρο. Δεν είναι εύκολο είδος η τηλεόραση γι’ αυτό «ήθελα να είμαι εκεί» για να διορθώνω τα λάθη μου.

Τότε βέβαια ήτανε πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Δηλαδή δινόταν χρόνος πραγματικός για τα γυρίσματα. Όλοι οι χώροι του σίριαλ ήταν φτιαγμένοι στο Στούντιο ΑΤΑ και για κάθε επεισόδιο ο χρόνος ήταν μία εβδομάδα.

Είχες το χρόνο να διαφωνήσεις και να διορθώσεις. Τώρα, με όλη αυτή τη φοβερή ταχύτητα ακόμα και με δύσκολα γυρίσματα ένα επεισόδιο τελειώνει σε 3, 4 μέρες.

Πάντως στις «Σαββατογεννημένες» είχατε μια γόνιμη συνενοχή.

*Γόνιμη συνενοχή είχα και σε άλλες δουλειές που έκανα. Έχω κάνει πολύ ωραίες δουλειές στην τηλεόραση και καλές συνεργασίες. Γενικά δεν έχω κανένα παράπονο.

Το γεγονός ότι σπούδασες Μαθηματικά, σου έδωσε μία μεθοδολογία για να πλησιάσεις το ρόλο;

*Τα Μαθηματικά είναι η αρχή της φιλοσοφίας και πράγματι η μεθοδολογία βοηθάει πολύ. Θυμάμαι τώρα πως όταν έδινα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή Βεάκη, με ρώτησαν πώς άλλαξα δρόμο και από το Μαθηματικό πήγα στο θέατρο.

Την ίδια ερώτηση δέχτηκα στις εξετάσεις που έδωσα στη συνέχεια και στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Ανάμεσα στους εξεταστές ήτανε κι ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Διάβασε το όνομά μου και είπε: «Τι βλέπω εδώ; Μαθηματικός» και συνεχίζει: «Ξέρετε, Ουρανία, πόση σχέση έχουν τα μαθηματικά με το θέατρο;».

Χωρίς δισταγμό του απάντησα: «Κύριε Μιχαλακόπουλε έχουν σχέση. Όπως στα μαθηματικά έτσι και στο θέατρο δεν αρκεί το ταλέντο. Και στα δύο χρειάζεται απίστευτη πειθαρχία, ανάλυση, σύνθεση, συνεπαγωγή, λογική, όχι εκλογίκευση, σκέψη, εμβάθυνση, φαντασία».

Με αυτή την απάντηση πήρα το «ναι».

Θυμάμαι τώρα τον Λευτέρη Βογιατζή που έλεγε το εξής: «Ένας ηθοποιός πρέπει να ‘ναι έξυπνος. Πρέπει να ακονίζει συνέχεια το νου. Η δουλειά μας έχει να κάνει πάρα πολύ μ’ αυτό. Δεν περιμένεις να σου ‘ρθει το συναίσθημα, πρέπει να ξέρεις πού πηγαίνεις. Πρέπει να αναλύεις το ρόλο, να πηγαίνεις προς σ’ αυτόν, να τον φέρνεις κοντά σου, να γίνεται κλειδί ο ρόλος σ’ εσένα. Είναι ολόκληρη ιστορία η δημιουργία. Είναι μαστοριά».

Πάντως πολύ θα ήθελα να σε δω στους «Βρικόλακες» του Ibsen.

*Μου είχε γίνει μια σχετική πρόταση όμως επειδή πάω για 4η σεζόν με τη «Μάνα του Ταχτσή», δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να εξαργυρώσω μια επιτυχία.

Ποιες λέξεις θα χρησιμοποιούσες για να περιγράψεις τον εαυτό σου;

*Δεν θέλω να περιγράψω τον εαυτό μου. Είμαι σε αναζήτηση ακόμα. Νομίζω δεν τελειώνει αυτό. Όμως αυτή τη στιγμή μου ‘ρχεται μία φράση από τον Διονύσιο Σολωμό, που λέει: «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», αυτό. Αυτό θα ‘βαζα, με τα καλά του και τα άσχημά του. Σίγουρα επιθυμία μου είναι η ηρεμία. Θα καταλάβω ότι έχω προχωρήσει, όταν νιώσω πραγματικά μία ησυχία μέσα μου και όταν πάψω να νιώθω ενοχές για κάποια πράγματα.

Νιώθεις ενοχές;

*Ναι, είμαι ενοχικό άτομο. Αν και δεν έχω πρόβλημα να δείχνω πόσο ευάλωτη είμαι. Φαίνεται στη σκηνή άλλωστε αυτό. Γι’ αυτό θέλω κάποια στιγμή να μπορώ να είμαι ήσυχη και να πω: «Ράνια κοίτα, αυτό είσαι». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εξελισσόμαστε. Το ν’ αποδεχτούμε αυτό που είμαστε δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε. Θέλω να φτάσω στη στιγμή που θα σεβαστώ τον εαυτό μου στο έπακρο.

Οι ρόλοι σε επηρεάζουν;

*Ναι, επηρεάζομαι. Όλοι είμαστε εν δυνάμει τα πάντα. Οι ρόλοι για μένα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα νυστεράκι, ένα κλειδάκι, που ανοίγει πορτούλες μέσα μου. Οπότε έτσι δημιουργείται αυτόματα μία αμφίδρομη σχέση, γιατί ο ρόλος πρέπει ν’ ακουμπήσει πάνω μου και να βρει τη θέση του μέσα μου.

Βέβαια, η διαδικασία αυτή μ’ έχει σώσει από την ψυχανάλυση ή από την …υχοθεραπεία τη συγκεκριμένη στιγμή. (γέλιο). Φυσικά δεν τη χρειάζομαι. Ήδη έχω χαρίσει αυτό το δώρο στον εαυτό μου.

Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή ποια είναι;

*Όλοι ξέρουμε τι γυναίκα ήταν. Ήμουν τυχερή που γνώρισα και την εγγονή της, την Έλλη. Γνώρισα και τον θείο της. Μάλιστα η μικρή Έλλη μου έλεγε πόσο λάτρευε τη γιαγιά της και πόσο γενναιόδωρη, σκληρή και ευάλωτη γυναίκα ήταν.

Η μικρή Έλλη μου είχε γράψει σε μια καρτούλα: «Με την ευχή της οικογένειας και της γιαγιάς», όταν μου ‘χε στείλει τα λουλούδια για την πρεμιέρα. Αργότερα σε μία άλλη κάρτα όταν είχε έρθει να δει την παράσταση, έλεγε: «Ευχαριστώ για τη δικαιοσύνη». Αυτό με είχε συγκλονίσει…

Σκεφτόμουν πως αυτή η γυναίκα είχε φερθεί τόσο σκληρά στο παιδί της, όμως πραγματικά την έχω αγαπήσει και την έχω πονέσει γιατί έχει φωτίσει και έχει ανασύρει μνήμες δικές μου.

Φυσικά το κείμενο της Κικής Μαυρίδου με αιφνιδίασε αλλά ενώ δεν έχω κοινά στοιχεία με τη γιαγιά Έλλη κάθε βράδυ όταν κάθομαι στο μπαούλο τη νιώθω δίπλα μου και πλάι μου να μου χαϊδεύει την πλάτη. Έχω μια άλλη σχέση πια μαζί της.

Είναι ένας δικός σου άνθρωπος.

*Αυτή η γυναίκα κάθε βράδυ έρχεται για να εκθέσει τον εαυτό της απέναντι σε ενόρκους και να ζητήσει συγχώρεση, ξέροντας ότι δεν θα την πάρει ποτέ. Είναι πολύ σημαντικό ότι αυτός ο μονόλογος δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε αγγίξει συναισθηματικά, ασχέτως βιωμάτων.

Τον μονόλογο αυτόν το κατατάσσω ανάμεσα στα  2 – 3 κορυφαία κείμενα που έχω δει τα τελευταία 40 χρόνια. Σίγουρα το βάζω δίπλα σε μια άλλη Έλλη, τη Λαμπέτη και τη δική της «Μαργαρίτα». Εσύ και η Κική έχετε κάνει σπουδαία δουλειά.

*Είναι ρόλος ζωής. Εμένα με γλύκανε σαν άνθρωπο αυτός ο ρόλος. Μέσα σ’ αυτά τα λίγα τετραγωνικά και την απόλυτη απλότητα βρίσκεται κάπου η ψυχούλα της και το χαίρεται. Μάλιστα όταν δέχτηκα την πρόταση για τον ρόλο από τον Δημήτρη Καρατζιά τρόμαξα λίγο. Όμως όταν κάτι με τρομάζει… τότε το θέλω. Σκέφτηκα ότι θα …ξεβολευτώ. Όμως δεν μου αρέσουν τα εύκολα. Θέλω να μου βάζω τρικλοποδιές.

Από τα δύσκολα μαθαίνει κανείς…

*Αυτός είναι ο τρόπος που έχω γαλουχηθεί θεατρικά από τον Λευτέρη Βογιατζή. Είμαι λίγο maniac με τη δουλειά μου, με τον τρόπο που δουλεύω. Δεν δουλεύω ακατάπαυστα. Θέλω τα κενά μου, θέλω τα καλοκαίρια μου, θέλω να ‘χω την πολυτέλεια του να μπορώ. Θέλω να παίρνω τις ανάσες μου, γιατί με τον τρόπο που παθιάζομαι νομίζω ότι …δεν θα ζούσα τώρα. Ή θα ‘πρεπε να μην έχω κανέναν άνθρωπο δίπλα μου και να με είχαν παρατήσει όλοι.

Τώρα όμως έχω βρει μία ισορροπία, να είμαι με το ένα πόδι στη ζωή και με το άλλο στην τέχνη. Αλλά καλά όμως. Και με τα δύο πόδια να πατούν γερά.

Θέλω να μου πεις αν τώρα αισθάνεσαι την ίδια περιέργεια και τον ενθουσιασμό με τον πρώτο καιρό στη δουλειά σου…

*Νιώθω το ίδιο αλλά με άλλο τρόπο. Πάντα όμως έχω πολύ ενθουσιασμό όταν ξεκινάω κάτι καινούργιο. Όπως τώρα, που είμαστε σε κάτι καινούργιο με τους συναδέλφους μου.

Οπότε το καινούργιο είναι ένα επτασφράγιστο μυστικό;

*Έτσι ακριβώς. Ετοιμαζόμαστε για τη νέα χρονιά πάλι με τον Δημήτρη Καρατζιά.

Ωραία. Περιμένουμε να το δούμε. Με εξιτάρεις τώρα. Συνεχίζω με μια ερώτηση που σίγουρα θα μπορέσεις να μου απαντήσεις… Αν έρθει ένας νέος άνθρωπος και σου πει ότι θέλει να γίνει κι αυτός ηθοποιός, τι συμβουλή θα του δώσεις;

*Από τη στιγμή που το θέλει, να το κάνει. Αρκεί να το θέλει πολύ. Τώρα, το πολύ μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό για τον καθένα. Είναι πολύ σημαντικό να είσαι εκεί που θες. Όταν είσαι εκεί που θες και παλεύεις για κάτι που θες, τότε ξεπερνάς όλες τις αντιξοότητες. Δεν τους δίνεις τόσο μεγάλη σημασία. Για τη δουλειά μας είμαστε εμείς. Να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Αν λοιπόν έρθει κάποιος και μου πει: «Θέλω να κάνω αυτό» και θέλει να κάνει αυτό, φυσικά και θα το κάνει. Δεν πρέπει να του μείνει απωθημένο. Τα απωθημένα είναι πολύ κακό πράγμα και ειδικά σε κάτι τέτοιο που έχει να κάνει με τη ζωή σου.

Γιατί αλλιώς γίνεσαι δυστυχισμένος άνθρωπος και κατόπιν αυτό έχει επιπτώσεις.

*Βέβαια η δουλειά μας δεν είναι από τις …trendy. Δεν λες ότι «σίγουρα θα μου αποφέρουν» κ.λπ. Έχει πάρα πολλά προβλήματα ο κλάδος και όπως όλες οι δουλειές έχει και τις σκοτεινές πλευρές του κυρίως επειδή είναι ένας χώρος ο οποίος βρίσκεται μέσα στα φώτα. Πίσω από κλειστές πόρτες πολλά γίνονται.

Όμως όλα τα λύνει η Παιδεία. Από κάθε κακοτοπιά σε προστατεύει η Παιδεία. Πρέπει τα παιδιά να γνωρίζουν ποιες είναι οι δεξιότητές τους ώστε στη συνέχεια να κάνουν αυτό που θέλουν. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Δεν πρέπει να τα αποθαρρύνουμε. Έχω ακούσει πολλούς να λένε ότι είναι τόσοι πολλοί οι ηθοποιοί και ότι έχουμε γεμίσει από θέατρα.

Όμως ο άνθρωπος έχει το όνειρό του κι εσύ δεν μπορείς να του πεις: «Κλείσαμε γιατί πια είστε πολλοί και δεν χωράμε». Αφού αυτό θέλει να κάνει ένας άνθρωπος, αυτό θα κάνει.

Πάντως εγώ θέλω να είμαι αισιόδοξη. Θέλω να είμαι θετική όσο μπορώ αν και τα πράγματα είναι δύσκολα.

Γι’ αυτό πιστεύω πως λύση σε όλα τα προβλήματα μπορεί να δώσει η Παιδεία.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ρόλος; Τι ονειρεύεσαι να παίξεις;

*Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα όλους τους ρόλους των έργων του Τενεσί Ουίλιαμς. «Λεωφορείο ο πόθος», «Λυσσασμένη γάτα» κ.λπ. Αργότερα σκεπτόμουν την Κλυταιμνήστρα κ.λπ. Τώρα δεν ονειρεύομαι. Θέλω μόνο όμορφα πράγματα να έρχονται. Όμορφες συνεργασίες. Να μη βιάζομαι, να μην αγχώνομαι όσο μπορώ. Να έχουμε την υγειά μας. Αυτό είναι το πρώτιστο. Δεν θέλω να κάνω μακρόχρονα σχέδια. Θέλω να μάθω να ζω το τώρα. Να απολαμβάνω κάθε στιγμή. Θέλω να χαίρομαι αυτή την ησυχία. Αυτή την ωριμότητα. Δεν έχω μακρόπνοα σχέδια. Δεν θέλω να κάνω.

Απ’ όσους ρόλους έχεις κάνει, ποιος είναι ο αγαπημένος σου;

*Τους έχω αγαπήσει σχεδόν όλους πολύ. Πιο πολύ όμως την «Έλλη» γιατί πάλεψα μαζί της. Όμως έχω αγαπήσει άλλον έναν μονόλογο που έχω κάνει, το «Μια κανονική μέρα» της Κατερίνας Γιαννάκου, σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Πολύ δυνατό έργο. Πολύ γήινο.

Έχω αγαπήσει βέβαια και την «Αντιγόνη», τον πρώτο μου ρόλο αλλά και τη «Μοντ» στο έργο του Stephen Sachs «Σημάδια στην ομίχλη», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου.

Φυσικά έχω λατρέψει και τους τηλεοπτικούς ρόλους. Όλους τους αγαπάω. Με όλους δένομαι. Όλοι έχουνε κάτι από μένα και έχω κι εγώ κάτι απ’ αυτούς. Καθρέφτης είναι. Δεν έχουμε και μεγάλες διαφορές. Δεν μας χωρίζουνε και πολλά πράγματα.

Όταν ξεκίνησες είχες φανταστεί ότι θα ‘κανες αυτή την καριέρα; Ότι θ’ αγαπηθείς; Ότι θα κάνεις μεγάλους θεατρικούς και τηλεοπτικούς ρόλους;

*Όταν έβλεπα τις τελετές απονομής των Όσκαρ, έλεγα «Αχ Παναγία μου να ‘παιρνα κι εγώ ένα». Αλλά ναι. Έχω αυτή την πορεία. Χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι καλά και που είμαι ενεργή μέσα στο χώρο. Βέβαια δεν είναι εύκολο αλλά αυτά τα σταριλίκια δεν είναι μέσα στο δικό μου κεφάλι. Τι σταρ δηλαδή; Μια μικρή Ελλάδα είμαστε…

Είμαι πολύ ικανοποιημένη. Είμαι χαρούμενη. Χαίρομαι που μου ήρθανε τα πράγματα πολύ όμορφα. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου, χωρίς να μου ‘χουν χαριστεί. Όμως μου δόθηκαν οι ευκαιρίες…

Τις είδες και τις άρπαξες.

*Ήτανε η συγκυρία. Ήμουνα τυχερός άνθρωπος. Βασικά είμαι τυχερός άνθρωπος γιατί αυτό θέλω μόνο, να ‘ναι καλά οι άνθρωποί μου.

Με τον ανταγωνισμό πώς τα πας;

*Αναπόφευκτος είναι αυτός, στα πάντα, αλλά εγώ φροντίζω να «κάνω τη δουλειά μου και να φεύγω». Έχω φίλους απ’ το χώρο, αλλά έχω και πάρα πολλούς φίλους εκτός χώρου. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κάνεις φιλίες μέσα στο χώρο. Μια φιλία μέσα στο χώρο σου δοκιμάζεται ακόμη περισσότερο, επειδή ο ανταγωνισμός είναι έντονος. Υπάρχουν πολύ καλοί ηθοποιοί. Οπότε, εκ των πραγμάτων, είναι εύκολο να αναπτυχθούν δυσαρέσκειες. Δηλαδή το δικαιολογώ κι αυτό. Είναι πολύ εύκολο. Πολύ ανθρώπινο…

 Αλήθεια είδες τώρα τελευταία κάποια παράσταση που να σ’ ενθουσίασε;

 *Μία παράσταση που μου άρεσε πολύ ήταν το «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Πολύ ωραία δουλειά.

Είδα επίσης τη δουλειά που έκανε ο Δημήτρης Καρατζιάς, με τη Λένα Ουζουνίδου, την «Τουρκομερίτισσα». Πολύ ωραία. Τη χάρηκα. Ήταν εξαιρετική. Υπέροχη. Χαίρομαι να βλέπω ωραίες ερμηνείες, ωραίες δουλειές, ωραίους συναδέλφους, ωραίες σκηνοθεσίες.

Χαίρομαι και θέλω να δουλεύω με συναδέλφους που μου αρέσουν και που αισθάνομαι ότι κοιτάμε στο ίδιο σημείο.  Έτσι μόνο προχωράς. Όπως στον στίβο που με τον ανταγωνισμό σπάνε τα ρεκόρ. Είναι αυτό που συχνά λέμε ότι «ο μαθητής ξεπέρασε τον  δάσκαλο».

Αυτό δηλαδή που έγινε στο άλμα επί κοντώ όπου ο Σουηδός Άρμαντ Ντουμπλάντις είπε πως «εγώ χρωστάω στον Μανόλο Καραλή όλα όσα έχω κάνει»…

*Ακριβώς έτσι έγινε. Το έζησα λόγω της κόρης μου, της Κατερίνας, η οποία ήταν συναθλήτρια με τον Μανωλάκη. Τότε ο Μανόλο στην κατηγορία Κ16, στα 16 του χρόνια είχε κάνει πρώτος το ρεκόρ και είχε νικήσει τον Σουηδό. Με τον συναγωνισμό όμως των δύο παιδιών ο Ντουμπλάντις προχώρησε πιο γρήγορα και ξεπέρασε τον Μανόλο και πέρασε σε άλλο επίπεδο. Αυτό πετυχαίνει ο υγιής συναγωνισμός. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο όταν υπάρχουν καλές και έντιμες συνεργασίες.

Πιστεύω ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί και όλοι ταλαντούχοι. Απλώς κάποιοι έχουμε και τη δυνατότητα να το εξελίξουμε κιόλας.

Ράνια, υπάρχει κάποιο βιβλίο που διαβάζεις τώρα;

Για να είμαι ειλικρινής όταν ήμουν μικρότερη διάβαζα πολύ περισσότερο. Τώρα όχι τόσο όσο θα ήθελα. Διαβάζω θέατρο αλλά και τα παραμύθια του Χόρχε Μπουκάι. Μάλιστα χτες διάβαζα την «Αόρατη στολή του αυτοκράτορα». Ένα απίστευτο παραμύθι.

Υπάρχει κάποιο ανάγνωσμα που θα πρότεινες;

*Τον Μ. Καραγάτση σίγουρα. Τον λατρεύω. Όμως και το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Επίσης τον Τάσο Λειβαδίτη αλλά και τον Αλεχάντρο Παλόμας, τον Ισπανό συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο «Ένας γιος». Πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλίο, το οποίο αγγίζει πολλά θέματα. Γενικά το να διαβάζει κανείς είναι πολύ σημαντικό. Να διαβάζει όμως από χαρτί, από βιβλίο και όχι από …τάμπλετ. Το βιβλίο έχει τη μυρωδιά του χαρτιού που σε μαγεύει. Η αφή και η μυρωδιά, έχουν σημασία. Σε κερδίζουν για πάντα…

Κλείνω με μία ερώτηση κοινότοπη. Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα. Τι θέση έχουν στη ζωή σου τα κατοικίδια;

*Είμαι γατομάνα. Αγαπώ πολύ τις γάτες. Έχω τρεις. Μένω σε μονοκατοικία οπότε έρχονται κι όλες οι γάτες της γειτονιάς για φαγητό… Στο σπίτι έχω τη Φρου-Φρου, τη Θαλασσινή  και τον Αγαπούλη. Όλα τα λατρεύω και τα αγαπώ. Τα χαϊδεύω και μου προσφέρουν την ηρεμία έπειτα από μια μέρα γεμάτη άγχος. Είναι μεγάλο δώρο αυτό που μας χαρίζουν…

Ράνια μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ.

*Κι εγώ σε ευχαριστώ.

***

«Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή»: Μια ερμηνεία άξια να γραφτεί στη θεατρική μας ιστορία

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -