18 C
Athens
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

«Πλατεία Ηρώων» (Heldenplatz). Αντέχουμε την αλήθεια του παρελθόντος;

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Την «Πλατεία Ηρώων» (Heldenplatz), ένα έργο σαν περίκλειστο όστρακο, όπως σχεδόν όλα του Τόμας Μπέρνχαρντ, παρακολουθήσαμε, στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής». Ένα έργο που μπορεί να θεωρηθεί και μια θεατρική προειδοποίηση για την εύθραυστη φύση της δημοκρατίας.
Υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Δημήτρη Καραντζά, μας το δίδαξαν οι Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας.
Τα ζητήματα που πραγματεύεται το έργο, είναι η μοναξιά, ο θάνατος, το γήρας, η αρρώστια, η τρέλα, η κοινωνική υποκρισία, η χαμένη αγία οικογένεια, οι ενοχές, η απελπισία. Ο ολοκληρωτισμός, η καταπίεση, ο φόβος. Η παρακμή του δυτικού πολιτισμού και του δυτικού κόσμου. Η πολιτική, πνευματική και ηθική παρακμή της Αυστρίας και η ανικανότητά της να αντιμετωπίσει το παρελθόν, τα τραύματά της και την ιστορία της.

 

 

 

H Ιστορία

Στις 12 Μαρτίου 1938 η 8η Στρατιά της Βέρμαχτ πέρασε τα σύνορα της Αυστρίας (επιχείρηση OTTO), όπου την ανέμενε μια μεγάλη έκπληξη: Αντί να αντιμετωπίσει την αντίσταση του αυστριακού στρατού, έγινε δεκτή με ναζιστικές σημαίες, χιτλερικούς χαιρετισμούς και λουλούδια, επονομάζοντας, έτσι, την εκστρατεία Blumenkrieg (“Πόλεμο των λουλουδιών”).
Το ίδιο απόγευμα ο Χίτλερ μπήκε με το αυτοκίνητό του στην Αυστρία, περνώντας από το Μπράουναου, τη γενέτειρά του, και κατέφθασε το βράδυ στο Λιντς, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Η περιοδεία του στη χώρα κατέληξε σε πορεία θριάμβου, η οποία κλιμακώθηκε με την άφιξή του στη Βιέννη στις 2 Απριλίου: Εκεί ο Χίτλερ, στην Πλατεία Ηρώων (Heldenplatz), διακήρυξε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ μπροστά σε πλήθος περίπου 200.000 ενθουσιασμένων Αυστριακών. Ανάμεσα στα άλλα ανέφερε: “Μερικές ξένες εφημερίδες έκαναν λόγο για επίπτωσή μας στην Αυστρία με βάρβαρες μεθόδους. Μπορώ μόνο να πω ότι ακόμη και νεκροί θα ψεύδονται. Αγωνίστηκα για να κερδίσω την αγάπη του λαού μου, αλλά, όταν διέσχισα τα μέχρι προχτές σύνορα, συνάντησα ένα ρεύμα αγάπης που όμοιό του δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Δεν ήρθαμε ως τύραννοι, αλλά ως απελευθερωτές».
Νομικά, η προσάρτηση έγινε άμεσα, ήδη από τις 13 Μαρτίου, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η οποία υπέκειτο σε επικύρωση με δημοψήφισμα. Η Αυστρία έγινε η επαρχία Όστμαρκ (Ostmark) και ο Ζάις-Ίνκβαρτ κυβερνήτης της. Το δημοψήφισμα έγινε στις 10 Απριλίου και το ποσοστό υπέρ της προσάρτησης ανήλθε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε 99, 73%.
Ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την προσάρτηση, ο ναζισμός επιβλήθηκε πλήρως και σε κάθε έκφανσή του στην Αυστρία. Ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις των αντιναζιστικών στοιχείων της χώρας, ενώ πολλοί Αυστριακοί προσπάθησαν να διαφύγουν από τη χώρα. Από την άλλη, πολλοί Αυστριακοί πολιτικοί συντάχθηκαν με το νέο καθεστώς και εξέφρασαν δημόσια την ικανοποίησή τους τόσο για την προσάρτηση όσο και για το ότι αυτή επιτεύχθηκε αναίμακτα.
Η υπονόµευση της δημοκρατίας δεν είναι ποτέ άμεση. Γίνεται µε μικρά, ύπουλα βήµατα, µε την επίκληση της «βούλησης του λαού», µε τη µεταµφίεση του αυταρχισµού σε πράξεις που υποτίθεται ότι απηχούν το κοινό αίσθημα, αλλά αποδεικνύονται καταλυτικές της ελευθερίας.
Επί πολλές δεκαετίες η Πλατεία Ηρώων παρέμενε, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, στιγματισμένη από τις εικόνες με τα επευφημούντα πλήθη που είχαν συγκεντρώσει οι ναζιστές για την υποδοχή του “φίρερ”.

Πέρυσι με μια μεγάλη υπαίθρια δωρεάν συναυλία της φημισμένης “Συμφωνικής Ορχήστρας της Βιέννης” στην τεράστια Πλατεία των Ηρώων στο κέντρο της Βιέννης, η επίσημη Αυστρία μαζί με χιλιάδες κόσμου γιόρτασαν την 71η επέτειο από την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας και την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από το ναζισμό, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945.

 

 

 

Το έργο

Φέτος, το θεατρικό έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, η «Πλατεία Ηρώων» (Heldenplatz), που αφορά αυτό ακριβώς το γεγονός, παρουσίασε η θεατρική εταιρεία «Λυκόφως» σε σκηνοθεσία του νεότατου και ικανότατου Δημήτρη Καραντζά με μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών μας.
Η «Πλατεία Ηρώων», το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ, δίχασε κοινό και κριτικούς όσο κανένα άλλο έργο της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής στον γερμανόφωνο χώρο. Τον Μάρτιο του 1988, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία, ο Εβραίος καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ αυτοκτονεί πέφτοντας απ’ το παράθυρο του διαμερίσματός του στην Πλατεία Ηρώων.
O Claus Peymann, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Burgtheater, προσεγγίζει τον Μπέρνχαρντ και του ζητά να γράψει το έργο, το οποίο θα ανέβαινε στη σκηνή του το φθινόπωρο του 1988, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων του ιστορικού θεάτρου. Ο Μπέρνχαρντ στην αρχή αρνείται, με την αιτιολογία ότι δεν γράφει ποτέ έργα κατά παραγγελία. Υποκύπτει τελικά στη φορτική πίεση του Πάιμαν και γράφει το «Heldenplatz» (Πλατεία Ηρώων). Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1988.
Κατά τη διάρκειά της ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών εξαιτίας των σχολίων περί αντισημιτισμού των κατοίκων της πόλης και των υπαινιγμών για την προσωπικότητα του Αυστριακού προέδρου.
Από την άλλη όμως αποσπά και τις έντονες επευφημίες ενός μεγάλου μέρους του κοινού, το οποίο είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει με κριτική διάθεση το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν του. Ο χρόνος του έργου είναι η μέρα της κηδείας του καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ και ο τόπος είναι το διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων, από όπου και αυτοκτόνησε ο καθηγητής, πέφτοντας στο κενό.
Πιο επίκαιρο από ποτέ, το έργο προφητεύει, με την απαράμιλλη γοητεία της γραφής του Μπέρνχαρντ, τη σημερινή άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων.
Το «Heldenplatz» είναι σκληρό, περίπλοκο, πρωτόγονο και αποκαλυπτικά διαυγές. Η αριστουργηματική πρώτη του σκηνή παίζει με τις απουσίες και τις παρουσίες, με τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Εστιάζει στο θέμα, το αγγίζει με γνώση, αναδεικνύει τις πτυχές του, τις οριοθετεί, όχι μόνο για να τις καταστήσει σαφείς, αλλά για να ανοίξει τον επόμενο, ευρύτερο κύκλο γεγονότων και πράξεων.
Η ματιά του ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής των πρωταγωνιστών και τον μακρόκοσμο της ανθρώπινης κατάστασης. Τα πρόσωπα του δράματος δεν έχουν ούτε δίκιο ούτε άδικο, οι ζώντες δεν απαντούν για λογαριασμό των νεκρών. Διέξοδος δεν υπάρχει, ούτε λύτρωση και εξιλέωση, η οδύνη μετατρέπεται σε έναν κυνικό και ερμητικό στοχασμό. Ο λεκτικός καταιγισμός υπερβαίνει ακόμη και αυτούς τους χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση έντασης.
Τα πρόσωπα, όργανα της φωνής και της οργής του συγγραφέα, είναι η έκφραση της δυσφορίας του, ο προσωπικός του πόλεμος, η κραυγή του εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού, του καθολικισμού, του “ψευδοσοσιαλισμού”, εναντίον των υπερφίαλων, ακαλλιέργητων πολιτικών και των διεφθαρμένων συνδικαλιστών.

 

 

 

Η υπόθεση

Ο καθηγητής Σούστερ είναι ο μεγάλος απών του έργου αλλά και ο μεγάλος παρών. Παρών ως φάντασμα. Η προσωπικότητά του φωτίζεται μέσα από τις διηγήσεις των οικείων του και φωτίζει με τη σειρά της τον κίνδυνο από την άνοδο του φασισμού, την τυραννική επιβολή του παρελθόντος πάνω στα άτομα και την κωμωδία της ύπαρξης.
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ του καθηγητή και του ίδιου του συγγραφέα. Όπως το γεγονός ότι ήθελε να γνωστοποιηθεί ο θάνατός του μία εβδομάδα αφού θα είχε συμβεί. Εκτός από τη διαθήκη, οι ομοιότητες εντοπίζονται και στον χαρακτήρα τους.
Δεν υπάρχει πρόσωπο μέσα στο έργο που να μην τον αναπαράγει. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μία μέρα, παρακολουθούμε διαφορετικές φάσεις της μέρας της κηδείας του. Αρχικά εμφανίζονται η οικονόμος του και μια νεότερη υπηρέτρια. Ακολουθούν οι δύο κόρες του και ο αδελφός του, ενώ στο δείπνο προσέρχονται η γυναίκα του με τον γιο του, που έχουν αργήσει, κι ένας συνάδελφός του καθηγητής. Πρόκειται για οκτώ πρόσωπα που αναπαράγουν συνεχώς τον Σούστερ. Ως απόλυτος άνθρωπος, έχει επιβάλει σε όλους τις πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής του.
Έπειτα από χρόνια στην Οξφόρδη, επέμεινε για την επιστροφή της οικογένειάς του στη Βιέννη, από όπου είχαν εκδιωχθεί το 1938, όταν η Αυστρία προσαρτήθηκε στο 3ο Ράιχ.
Φημισμένος καθηγητής Μαθηματικών –αν και πάντα έλεγαν ότι είναι πιο πολύ της φιλοσοφίας, όπως και ο πατέρας του, αλλά και ο αδελφός του–, του προτείνεται από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης μια έδρα. Επιστρέφουν οικογενειακώς το 1968. Επιμένει να κατοικήσουν σε ένα σπίτι που κοιτά κατά μέτωπο την Πλατεία Ηρώων. Σε αυτό το σπίτι, η σύζυγος βιώνει μετατραυματικό σοκ, συνεχίζει να ακούει τα πλήθη να ζητωκραυγάζουν. Παρ’ όλα αυτά, ο Σούστερ δεν θέλει να φύγουν από το συγκεκριμένο διαμέρισμα, σαν να επιμένει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να το λύσει.
Τι σημαίνει η επιμονή του να παραμείνουν εκεί με το πρόσχημα ότι είναι κοντά στο πανεπιστήμιο, τη στιγμή που η γυναίκα του παθαίνει κρίσεις, τελικά τη στέλνουν στην επαρχία όπου την πηγαινοφέρνουν διαρκώς σε μια ψυχιατρική κλινική για ηλεκτροσόκ; Το πιο περίεργο είναι ότι ενώ, όπως μαθαίνουμε μέσα από τις διηγήσεις των προσώπων, ο Σούστερ ήταν ιδιαίτερα οξύνους και ευαίσθητος, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν στους οικείους τους ήταν τρομερά βίαιος, απολυταρχικός και συγκεντρωτικός.

 

 

 

Η παράσταση

Κωμωδία του παραλόγου ή δριμεία κριτική κατά της Αυστρίας, το έργο καυτηριάζει τους πάντες και τα πάντα: την πατρίδα, το στείρο πατριωτισμό, τους Αυστριακούς, το θέατρο, τη μουσική, τους θεσμούς, τα αστικά σαλόνια, τις συζυγικές σχέσεις, τις εργοδοτικές σχέσεις, τον ακαδημαϊκό κόσμο, την πολιτική ζωή.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς αξιοποίησε στο έπακρο τη κοινωνικο-πολιτική διάσταση του έργου, την επαναληπτικότητα, τη στατικότητα στην απόδοση των ερμηνειών και μας παρουσίασε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παράσταση με αισθητική ματιά. Ο λόγος του Μπέρνχαρντ είναι άμεσα προφορικός, σαν ποτάμι που ρέει, εκμηδενίζοντας έτσι περίτεχνα την απόσταση συγγραφέα και θεατή. Ο σκηνοθέτης μείωσε έξοχα το διάκενο μεταξύ της αληθινής τέχνης και της ζωής. Οργάνωσε μια παράσταση ακριβείας 140 μοναδικών λεπτών, με πολύ καλή αίσθηση της μουσικότητας του κειμένου, με ενδιαφέρουσες οπτικές και ακουστικές ιδέες.
Με όλη την κούραση και την πικρία, τη γοητεία και την ευφυΐα, την απελπισία και τον τρυφερό σαρκασμό που αρμόζει στο ύφος ενός Μπέρνχαρντ.
Μια παράλογη κωμωδία σαν ένα κομμάτι τοξικής ρητορικής, που χρησιμοποιεί την επανάληψη για να εκφράσει σκληρές αλήθειες. Μια ισχυρή προειδοποίηση σχετικά με τους κινδύνους ενός αναζωπυρωμένου αντισημιτισμού.

Οι συντελεστές

Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη κάνουν κοινωνιολογική ανάλυση και κριτική του έργου με απόλυτη καλαισθησία.
Η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου, η μουσική του Γιώργου Πούλιου, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η διεύθυνση παραγωγής της Κατερίνας Μπερδέκα, έδωσαν δραματουργικά ευφάνταστες, καλλιτεχνικά φορτισμένες και λειτουργικές ιδέες που συνέβαλαν στην επιτυχία της παράστασης.
Το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, εικαστικό, εκφραστικό, ευρηματικό, χειρουργικά λευκό και άσπιλο, αλληγορικό με την τρομακτική ηφαιστειακή ρωγμή στο δάπεδο του δωματίου, εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς του έργου.

Φορτίο κατάρρευσης ενός εδάφους που έχει υποστεί μεγάλες παραμορφώσεις. Το ράγισμα, το σπάσιμο, το θραύσμα, η διάρρηξη. Η απότομη μετατόπιση του καθρέφτη, που προβάλλει τη συμμετοχή των θεατών στη σκηνή. Η παρουσία των ηθοποιών και κατά τη διάρκεια του διαλείμματος στη σκηνή, να παρακολουθούν αυτοί τους θεατές. Η απόλυτη τάξη στην γκαρνταρόμπα του αυτόχειρα, με τα καλογυαλισμένα παπούτσια, τη σιδερώστρα, τις κρεμάστρες, τα ομοιόμορφα ρούχα. Η σκηνή της τραπεζαρίας και του σερβιρίσματος. Εικόνες όλες διαπεραστικές και διορατικές, επινοημένες πάνω στην κόψη των συναισθημάτων, προκαλούν την αγωνία και το δέος του θεατή.

Το δέος προκάλεσε και η καταιγιστική ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, σε ένα θαυμαστό λόγο με κυκλικό συντακτικό και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που έμοιαζαν σαν στρόβιλοι που σε παρασύρουν στη θεατρική δίνη. Για ακόμα μια φορά η σπουδαία μας ηθοποιός απέδειξε την υψηλή της κλάση και την καλλιτεχνική της αφοσίωση.
Το διαβρωτικό χιούμορ και τη σαρκαστική διάσταση του Μπέρνχαρντ ανέδειξε ο Χρήστος Στέργιογλου. Υποδύεται πολυσύνθετα τον Ρόμπερτ, ιδίων πολιτικών πεποιθήσεων με τον αδελφό του Γιόζεφ, αλλά με μια άλλη πιο προσγειωμένη αντίληψη για τη ζωή. Άνθρωπος που έζησε μια ποιοτική ζωή και δεν θεωρεί ότι η αυτοκτονία είναι λύση.
Οι εκφραστικότατες παύσεις, οι καταλυτικές σιωπές, η δωρική εμφάνιση της δεινότατης Σύρμως Κεκέ, η οποία σε κάθε ρόλο της ανεβάζει ψηλότερα τον πήχη, συνέθεσαν μιαν εκπληκτική ερμηνεία.
Με την παθιασμένη ευαισθησία της ξεχωρίζει η Άννα που ενσαρκώνεται υπέροχα από την αγαπημένη ηθοποιό Μαρία Σκουλά. Ερμηνεύει άμεσα, ώριμα και έμπειρα το ρόλο της, με τη δραματικότητα που απαιτείται.
Η Άννα Καλαϊτζίδου, υποδυόμενη την άλλη κόρη του καθηγητή, με τεχνική και έλεγχο έδωσε μια επιτυχή ερμηνεία.
Η Υβόννη Μαλτέζου είναι μία ευαίσθητη κυρία Σούστερ, με το μετατραυματικό σοκ του 1938 να τη συνοδεύει σ’ όλη της τη ζωή μέχρι το τέλος. Η χήρα που έπλασε με την ερμηνεία της είναι ένα τραγικό πρόσωπο το οποίο δεν θα ξεχαστεί. Πεθαίνει την ημέρα της κηδείας στο τραπέζι του δείπνου χωρίς ποτέ να λησμονήσει ό, τι φρικτό έζησε τότε, αντικρίζοντας μάλιστα την αναβίωση του ναζισμού πενήντα χρόνια μετά.
Υποδειγματικοί ο έμπειρος Γιώργος Μπινιάρης στο ρόλο του φίλου καθηγητή και ο νεότατος αλλά πολύ ταλαντούχος Παναγιώτης Εξαρχέας ως γιος.

Επίλογος

Ο λόγος του Μπέρνχαρτ, τόσο αυστριακός και συνάμα τόσο παγκόσμιος, τόσο ιστορικός όσο και διαχρονικός, αναδείχθηκαν περίφημα χάρη στη σε βάθος σύλληψη του κειμένου από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά. Θεατράνθρωπος με ένστικτο, φαντασία και μέτρο καθοδήγησε αριστουργηματικά την παράσταση που αποτελεί βίωμα για το σκεπτόμενο θεατρόφιλο κοινό.
Είναι καλύτερο να αναγνωρίζουμε τα λάθη του παρελθόντος ή να πορευόμαστε με την πεποίθηση ότι είμαστε αλάθητοι και αθώοι του αίματος, ότι όσα συνέβησαν ήταν ευθύνη ξένων κι όχι δική μας; Αντέχουμε την αλήθεια; Η απάντηση καθορίζει εάν παραμένουμε δέσμιοι μιας συγκεκριμένης αντίληψης της Ιστορίας μας ή εάν θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε με τέτοιο τρόπο τη συλλογική μνήμη ώστε να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και ποιες οι δυνάμεις μας ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και τις σημερινές προκλήσεις.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτογραφίες-βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Μια συμπαραγωγή της Λυκόφως με το Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας.

 

Τόμας Μπέρνχαρντ: Λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής. Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1931 στην Ολλανδία από γονείς Αυστριακούς. Γεννιέται στην Ολλανδία γιατί η μητέρα του δεν τολμούσε να γεννήσει στην Αυστρία εκείνης της εποχής παιδί χωρίς νόμιμο πατέρα. Από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς μένει με τον παππού του και τη γιαγιά του, στη Βιέννη. Ο παππούς του ο συγγραφέας Γιοχάνες Φρόιμπιχλερ έγινε το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του. «Ο παππούς μου με έσωσε από την ηλιθιότητα και τη μονότονη δυσοσμία της Αυστρίας». Μαθητής γυμνασίου (1942-47), οικότροφος στο Salzburg της Αυστρίας. Η εθνικοσοσιαλιστική διεύθυνση του σχολείου στην αρχή και αργότερα η καθολική, που τη διαδέχτηκε του προκαλούσε αηδία και μεγάλα προβλήματα.

Έρχεται σε επαφή με τη μουσική. Ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής. Εργάζεται ως βοηθός κηπουρού. Εγκαταλείπει (1947) το σχολείο. Μαθητεύει σε ένα υπόγειο μπακάλικο σε μια φτωχογειτονιά του Salzburg.

Οι συνεχείς μεταφορές τροφίμων μέσα στο κρύο και στις βροχές τον αρρωσταίνουν στην αρχή με πλευρίτιδα που εξελίσσεται σε φυματίωση. Μπαίνει (1949) στο θάλαμο των μελλοθανάτων του Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης. Ζει για τρία χρόνια από σανατόριο σε σανατόριο. Σε όλη του τη ζωή υποφέρει από νοσήματα του θώρακος. Χάνει (1950) και τα δύο πρόσωπα που αγαπά περισσότερο. Τον παππού του και τη μητέρα του. Συνεχίζει τις σπουδές του στη μουσική. Ταξίδι στη Βενετία. Περίοδος ανασυγκρότησης. Παρακολουθεί μαθήματα (1952) θεάτρου και σκηνοθεσίας. Εργάζεται ως ελεύθερος συνεργάτης σε εφημερίδες. Γράφει για δίκες, ταξίδια, θέατρο, κινηματογράφο.

Το 1953 δημοσιεύει το πρώτο του πεζό σε εφημερίδα με τίτλο «Η τρελή Μαγδαληνή». Ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία. Μηνύεται για συκοφαντική δυσφήμηση (1955). Αφορμή ένα άρθρο του που χαρακτήριζε το κρατικό θέατρο, εμποροπανήγυρη. Εκδίδει ποιητικές συλλογές. Μετακομίζει στη Βιέννη. Ταξίδια σε Σικελία, Βοσνία. Στο Λονδίνο (1960-65), εργάζεται στη Βιβλιοθήκη Αυστριακού ιδρύματος. Ταξίδι στην Πολωνία. Εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα «Frost» το 1963 και «Amras» το 1964. Εγκαθίσταται (1965) σε ένα αγρόκτημα στην Άνω Αυστρία. Μέχρι το τέλος της ζωής του ζει αποτραβηγμένος εκεί. Λίγες φορές βγαίνει έξω, για τη Βιέννη και για ταξίδια κυρίως στη Μεσόγειο. Η μεγάλη πορεία της συγγραφικής του δημιουργίας αρχίζει. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα. «Διαταραχή» το 1967, «Στα όρια του δέντρου», «Βάτεν-μια κληρονομιά» (1969), «Το ασβεστοκάμινο» (1970), «Η δύναμη της συνήθειας», «Διόρθωση» (1975), «Η Αιτία» αυτοβιογραφία-1. Δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση από τον ιερέα του Salzburg που αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πρόσωπο του φασίστα Θείου Φραντς της «Αιτίας». «Διάσημοι», «Το Υπόγειο» αυτοβιογραφία-2 (1976), «Άνάσσα» (1978), «Ο Αναμορφωτής του κόσμου» (1979), «Αυτοί που τρώνε φτηνά» (1980), «Το κρύο» αυτοβιογραφία-4 (1981), «Μπετόν» (1982), «Ο Ανιψιός του Βιτγκενστάιν», «Ένα παιδί» αυτοβιογραφία-5 (1982), «Ξύλευση» (1984). Δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση από κάποιον που αναγνωρίζει το εαυτό του στο πρόσωπο του Αουερσμπέργκερ της «Ξύλευσης». Το δικαστήριο απαγορεύει την κυκλοφορία του βιβλίου στην Αυστρία. Αίρεται ύστερα από ένα χρόνο. «Ρίττερ, Ντένε, Φος» θεατρικό (1984), «Παλιός Δάσκαλος» (1985). Το 1985 παρουσιάζεται ο «Θεατροποιός» στο Salzburg, προκαλεί σκάνδαλο. Παρόντες της κυβέρνησης καταδικάζουν το έργο του. «Η εξάλειψη», «Μια αναστάτωση» (1986), «Απλός περίπλοκο» (1986) θεατρικό. Το 1988 παρουσιάζεται στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης η «Πλατεία Ηρώων» το έργο που προκαλεί πολιτικό σάλο, αφού πραγματεύεται τον ναζισμό και την αναβίωσή του στην Αυστρία. Ο Thomas Bernhard πεθαίνει στις 12 Φεβρουαρίου 1989, στο αγρόκτημά του. Στη διαθήκη του, απαγορεύει στο αυστριακό κράτος να εκμεταλλευτεί το έργο του, απαγορεύει το ανέβασμα έργων του στην Αυστρία και δεν επιτρέπει σε κανέναν να δημοσιεύσει ούτε λέξη από τα λογοτεχνικά του κατάλοιπα στα οποία συμπεριλαμβάνει επιστολές, σημειώσεις, ημερολόγια.

Δέκα χρόνια μετά, το 1999, το Δ.Σ. του Ιδρύματος Τόμας Μπέρνχαρντ αποφασίζει να παρακάμψει τη διαθήκη του συγγραφέα. Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί (και σε πολύ καλές μεταφράσεις) τα περισσότερα μυθιστορήματά του και έχουν ανεβαστεί, και συνεχίζουν να ανεβάζονται, αρκετά θεατρικά του έργα.

* Ο Τόμας Μπέρνχαρντ κατατάσσεται στους κορυφαίους συγγραφείς της σύγχρονης λογοτεχνίας, μαζί με τον Σάμουελ Μπέκετ και τον Τζέιμς Τζόις. Το έργο του έχει χαρακτηριστεί ως «το μεγαλύτερο επίτευγμα στη λογοτεχνία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά». Ο ίδιος το έχει ονομάσει «ένα ολοκληρωμένο κωμικο-φιλοσοφικό πρόγραμμα». Είναι ο συγγραφέας που έκανε τη γερμανική γλώσσα, την «επιτηδευμένη και αδέξια», όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος, να ακουστεί όπως ποτέ στο παρελθόν, προσδίδοντάς της έναν ρυθμό αμιγώς μουσικό και «νεκρώνοντας, από την αρχή κιόλας, τις ολοκληρωμένες προτάσεις που θα ήταν ενδεχομένως δυνατόν να σχηματιστούν».

 

Μικρά αποσπάσματα από την «Πλατεία ηρώων»
(Μετάφραση Έρι Κύργια)

«Ολόκληρη η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο
από μια διαρκής πρόκληση πόνου
ένας πόνος και μόνο είναι η ζωή – «
«Είναι μέρες που βλέπω μόνο ευτυχισμένους ανθρώπους γύρω μου
είναι αλήθεια είχε πει
όλοι είν’ ευτυχισμένοι δείχνουν όλοι ευτυχισμένοι
και δεν απατώμαι
σε όλους και στους πιο φτωχούς τους πιο κατατρεγμένους
υπάρχει ευτυχία
κι έπειτα βλέπω πάλι
ότι όλοι στο σύνολό τους είναι δυστυχείς μέχρι θανάτου – «
» δεν υπάρχει τίποτα πια μου είχε πει
δεν πάει άλλο είχε πει
τελικά τα υπολόγισα λάθος
προφανώς τα υπολόγισα με βάση τη μεγαλομανία μου είχε πει
δεν καταλαβαίνω τα σημεία των καιρών πια – «
«θέλουμε όλοι να ζούμε μόνο στο παρελθόν
το ‘χουμε τακτοποιήσει τόσο καλά το παρελθόν
όπως θέλουμε
όλοι όμως πρέπει να βαδίσουμε προς το μέλλον
εκεί που είναι μόνο ψυχρά και εχθρικά «
» Αν πας ένα κοστούμι γεμάτο αίμα
στο καθαριστήριο
πρέπει να δώσεις και μιάν εξήγηση «
«Τον πνευματικό άνθρωπο δεν τον καταλαβαίνουν ποτέ
έλεγε ο Καθηγητής
ο πνευματικός άνθρωπος ποτέ δεν βρίσκει κατανόηση
μόνος του τελείως πορεύεται ο μοναχικός άνθρωπος
σ’ όλη του τη ζωή – «

Πληροφορίες

Τόμας Μπέρνχαρντ
Πλατεία Ηρώων
(Heldenplatz)
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη | τηλ. 210 8217877

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -