Του Παναγιώτη Μήλα
-Αν κλείσεις τα μάτια, μπορείς να θυμηθείς έναν αγαπημένο σου στίχο;
-Αυτή την ερώτηση έκανε στην Ντίνα Εξάρχου η Ειρήνη Αϊβαλιώτου σε συνέντευξη για το catisart.
Και ιδού η απάντηση:
* «Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνση κ’ επιτυχία να σε αρνείται»…
Είναι ένας στίχος του Κ.Π. Καβάφη, από τη «Σατραπεία». Η Ντίνα λέει πως είναι ο αγαπημένος της ποιητής. Όμως στην πραγματικότητα ο αγαπημένος της είναι άλλος. Είναι ο Θεός της δημοσιογραφίας. Αυτός ο διαβολικός Θεός που την κάνει να μετατρέπεται από μια τρυφερή ψυχή που είναι σε ένα άγριο θηρίο.
Ένα θηρίο που δεν άφηνε – και δεν αφήνει – τίποτα να μείνει στο σκοτάδι.
Με την Ντίνα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στην «Αυγή». Στη συνέχεια στις εφημερίδες: «Ριζοσπάστης», «Έθνος» και στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Εικόνες».
Εργάστηκε επίσης στην εφημερίδα: «Ελεύθερος Τύπος» και στα περιοδικά: «Επίκαιρα», «Γυναίκα» και «Αγρότης του 2000». Όμως δεν της έλειψε και η ηλεκτρονική εμπειρία στο ρεπορτάζ του δελτίου ειδήσεων του Mega Channel αλλά και σήμερα – πάντα μάχιμη – όπου συνεργάζεται, ως αρθρογράφος, με την ηλεκτρονική εφημερίδα της Σοφίας Βούλτεψη «Ελεύθερη Ζώνη».
Η Εξάρχου είναι μια δημοσιογράφος μοναδικής ποιότητας με αληθινό επαγγελματικό ανάστημα και πλείστες πρωτοσέλιδες επιτυχίες και αποκλειστικότητες.
Δεν χαρίζεται σε κανένα, δεν συμβιβάζεται, δεν υποκύπτει, δεν κάνει δεύτερες σκέψεις, δεν αφήνει κανέναν παραβατικό να πάρει ανάσα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται.
Έχει μια συμπεριφορά που εμπνέει. Ξεχωρίζει ως αξιαγάπητο άτομο. Είναι επαναστάτρια αλλά πολύ ζεστή, αξιοπρεπής και απέραντα αυθεντική. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι η φωτεινότητα, η έντονη παρουσία και η αναμφισβήτητη ευφυΐα της.
Τα τελευταία χρόνια γράφει βιβλία. Έχει φθάσει τα πέντε που ήδη έχουν κερδίσει τους αναγνώστες. Με γραφή αξιοθαύμαστα λιτή, ιδιαιτέρως εύστοχη και κομψά αυστηρή η Ντίνα απελευθερώνει συνεχώς το εντυπωσιακό και γοητευτικό ταλέντο της. Γράφει ιστορίες και να μας εμπιστεύεται το πνεύμα που περιπλανιέται μέσα της, τώρα μάλιστα που βρίσκεται στο απόγειο της δημιουργικότητάς της.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει:
– Τη συλλογή διηγημάτων, «Με φιλήσανε οι τσούλες», το 1999.
-Το μυθιστόρημα, «Τραγικό παιχνίδι», το 2006.
-Το μυθιστόρημα, «Έρχεται ο σινεμάς», το 2012 και
-Τη συλλογή διηγημάτων, «Θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα», το 2015.
-Όμως την αρχή την έκανε σε χρόνια δύσκολα, το 1970, με το έργο της «Τα ποιήματά μου».
Με εκείνο το βιβλίο έκανε τα πρώτα της βήματα στον χώρο της ποίησης και το συνεχίζει σήμερα με το έκτο της βιβλίο, την «Κλεμμένη δόξα». Όμως πάντα, από τότε μέχρι και τώρα, ακολουθούσε την ίδια συνταγή, χρησιμοποιούσε τη δημοσιογραφική γλώσσα και τη δημοσιογραφική μέθοδο.
Πάντα είχε ως πρωταγωνιστή τον άνθρωπο. Έγραφε «δια των προσώπων», έτσι ακριβώς όπως ζητούσαν πάντα οι διευθυντές στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στην τηλεόραση.
Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να ήταν κάποιοι κακοί πολιτικοί, κάποιοι επιλήσμονες δημόσιο λειτουργοί, ίσως η μητέρα της «που δεν άντεξε φυλακισμένη στο παλάτι της».
***
ΜΑΝΑ ΑΥΤΟΧΕΙΡ
Η Κλυταιμνήστρα μου αυτοκτόνησε.
Δεν άντεξε φυλακισμένη στο παλάτι της
μονάχη
δίχως τον Αίγισθο
και δίχως υπηρέτες
με το μαστίγιο της εξουσίας της
να δέρνει τοίχους και πατώματα.
‘Έδεσε το μαστίγιο θηλιά
κι από τον πολυέλαιο κρεμάστηκε
στην αίθουσα του θρόνου της.
Η Κλυταιμνήστρα μου δεν καταδέχτηκε
να φύγει από τη ζωή
με το κουζινομάχαιρο της θυγατέρας της.
Κι αφού Ορέστη δεν απέκτησε
για να τη θανατώσει με τσεκούρι
άλλο δεν της απέμεινε απ’ το μαστίγιο.
Η Κλυταιμνήστρα μου αυτοκτόνησε.
Καλά έκανε.
Με απάλλαξε από την παρουσία της.
Η Κλυταιμνήστρα μου
έπραξε καλά.
Με γλίτωσε απ’ τα ισόβια
και τις τύψεις.
Τότε, γιατί την κλαίω;
***
-Όπως λέει η ίδια, στη συνέντευξή της: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αθηναϊκό προάστιο. Στο Μαρούσι. Εκεί κατοικώ ακόμα. Αναμνήσεις; Επαρχιώτικες! Το Μαρούσι στα παιδικά μου χρόνια ήταν ένα όμορφο χωριό, δώδεκα χιλιόμετρα από την Αθήνα! Μέναμε στο κέντρο του χωριού, σε ένα σπιτάκι με πηγάδι, με γεράνια, με αγριοτριανταφυλλιές, με αγιοκλήματα, με κοτέτσι γεμάτο κότες. Κουβαλούσαμε το πόσιμο νερό με στάμνες από την κάτω πλατεία του Αμαρουσίου την πλατεία με τα λιονταράκια, τραπεζώναμε κάθε Κυριακή όλο το σόι, γλεντούσαμε στις γιορτές μας με ένα προπολεμικό πικάπ, πηγαίναμε βόλτα τα απογεύματα στο νυφοπάζαρο της Ερμού, τρώγαμε λουκουμάδες στο ζαχαροπλαστείο του Καραμανλάκη του σπιτονοικοκύρη μας, τρώγαμε μπακλαβάδες και κανταΐφια στο καφενείο του Δημητρούλια στην πάνω πλατεία παρακολουθώντας τις παραστάσεις του Αγκόπ, απογειωνόμαστε μαζί με τα πυροτεχνήματα στο φημισμένο μαρουσιώτικο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Είχα ένα περβαζάκι δίπλα στο κρεβάτι μου, ένα περβαζάκι παλιού χτισμένου παράθυρου. Εκεί ακουμπούσα τα τσιμπιδάκια και τα κοκαλάκια μου προτού κοιμηθώ».
***
-Με τι λογοτεχνικά ερεθίσματα μεγάλωσες; Ποια ήταν τα εφηβικά σου αναγνώσματα;
* «Ανεμοδαρμένα ύψη», «Μαγεμένη ψυχή», «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», «Όσα παίρνει ο άνεμος», «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», «Πόλεμος και ειρήνη», «Έγκλημα και τιμωρία».
-Ως παιδί αγαπούσες το γράψιμο; Πότε συνειδητοποίησες ότι κάποτε θα έγραφες βιβλία;
* Από μαθήτρια του δημοτικού σχολείου το λάτρευα το γράψιμο, αλλά μεγάλη, όταν μπήκα στη δημοσιογραφία, το συνειδητοποίησα ότι κάποτε θα έγραφα βιβλία.
Γι αυτό πολλές φορές στα κείμενα της Ντίνας συναντούσαμε απλούς ανθρώπους του λαού θύματα κακών συγκυριών, κάποιους ταλαντούχους νέους επιστήμονες που έδιναν τον αγώνα τους για την επιβίωση. Από τα χειρόγραφά της δεν έλειπε ούτε η αδελφή της που της χάριζε «την τυροπιτούλα» κρατώντας για λογαριασμό της «το μπαγιάτικο ψωμί».
***
ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ
Πού πας αδερφούλα;
Πού πας βιαστική;
«Πίσω απ’ τον ήλιο πάω.
Αν έχω καλή τύχη
και ξαναγυρίσω
τι να σου φέρω από κει»;
Τον ερχομό σου μόνο
να μου φέρεις
Ο ερχομός σου μού αρκεί.
Να ‘ρθεις πηδώντας το σχοινάκι
σαν τότε που ήσουν μικρή.
Να ‘ρθεις με τη λατρεία
που μου χάριζες
τότε που ήμουνα κι εγώ παιδί
τότε που ξόδευες το χαρτζιλίκι σου
να τρώω εγώ τυροπιτούλα
κι εσύ μπαγιάτικο ψωμί.
Αν έρθεις πίσω αδερφούλα
θα φας εσύ με το δικό μου χαρτζιλίκι
την τυροπιτούλα
κι εγώ θα φάω
Το μπαγιάτικο ψωμί.
***
-Τελευταία παρατήρησες κάποιο περιστατικό στην πόλη που σε εξέπληξε ή και να αποτέλεσε πηγή έμπνευσης;
* Κάθε μέρα ζω και μια έκπληξη.
-Τι είναι εφήμερο και τι παντοτινό, κατά τη γνώμη σου;
* Εφήμερος είναι ο έρωτας. Παντοτινή είναι η αγάπη.
-Έχεις καταστρέψει ή έχεις αφήσει μισοτελειωμένα κείμενά σου γιατί δεν σου άρεσαν;
* Τα έχω καταστρέψει. Ποτέ δεν αφήνω κάτι μισοτελειωμένο. Άμα δεν μου αρέσει κάτι, το πετάω.
-Γράφεις ανάλογα με την έμπνευση και τη συναισθηματική φόρτιση; Ή έχεις αυστηρό καθημερινό ωράριο εργασίας;
* Γράφω ανάλογα με την έμπνευση και τη συναισθηματική φόρτιση. Ποτέ με ωράριο εργασίας.
***
Μπορεί λοιπόν στα ρεπορτάζ και στα ποιήματα της να έδιναν το «παρών» και κάποια αγόρια και κορίτσια της γειτονιάς ή του χωριού της. Δεν έλειπαν από τα κείμενα της και διάσημοι ξένοι που πρωταγωνιστούσαν στον τομέα τους, όπως δεν έλειπε και δεν λείπει από τα γραπτά της ένας άντρας που πρωταγωνιστεί στη ζωή της κρατώντας το τιμόνι της οικογενειακής τους ευτυχίας: Ο Γιάννης, που μόνο Τσιγκούνης δεν είναι, αφού καθημερινά της δίνει απλόχερα την αγάπη του. Ο άνθρωπος που έπαιζε με τα κύματα στον Κόλπο Λεόνε, άκουσε που τον φώναζε και ήρθε κοντά της.
***
ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ;
Στον θάλαμο ανανήψεως
Εκείνου του γερμανικού νοσοκομείου.
Εκεί γεννήθηκες.
Ξυπνούσα από τη νάρκωση
κι έβλεπα το πλεχτό το κόκκινο
που σου είχα κάνει δώρο
στη γιορτή σου.
Κόκκινο της φωτιάς
να γίνεται σαν βύσσινο
κι ύστερα πάλι κόκκινο.
Ξυπνούσα από τη νάρκωση
κι η νοσοκόμα σε κοιτούσε επίμονα.
ξύπνησα από τη νάρκωση
και μου ψιθύρισες:
«Είμαι εγώ ο γιός σου τώρα».
«Που ήσουν τόσο καιρό;»
«Έπαιζα με τα κύματα
στον Κόλπο Λεόνε.
Άκουσα που με φώναζες
Και ήρθα».
***
-Ντίνα, για πες μου, είσαι αγχωμένη ή ψύχραιμη με τη σημερινή κατάσταση;
* Αγχωμένη και θυμωμένη.
-Πιστεύεις ότι το ελληνικό κοινό αγαπάει και στηρίζει το βιβλίο;
* Το ελληνικό κοινό δεν αγαπάει το βιβλίο που ανοίγει τα μάτια του αναγνώστη, αλλά εκείνο που τον παραμυθιάζει. Το «γιατί» δεν είναι άσπρο – μαύρο. Θέλει μεγάλη συζήτηση.
-Τι σε εμψυχώνει;
* Η αγάπη των απλών ανθρώπων.
-Τι είναι η δημιουργία; Χαρά, ικανοποίηση;
* Χαρά, ικανοποίηση, αγαλλίαση!
-Κρατάς φιλίες χρόνια;
* Εξαρτάται από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, αλλά και από τα δικά μου πολλά και ποικίλα ελαττώματα.
-Με τι γελάς και τι μπορεί να σε κάνει να δακρύσεις;
* Γελάω με τα έξυπνα ανέκδοτα. Δακρύζω από χαρά, όταν είμαι ανάμεσα σε αγαπημένους ανθρώπους.
***
ΟΣΟ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Μια πασχαλιά πεντάμορφη
άνθιζε μες στον κήπο μου
και μοσχοβόλαγε
εξήντα χρόνια ολόκληρα.
Μα ούτε εγώ την έβλεπα
ούτε οσφραινόμουν το άρωμά της
εξήντα χρόνια ολόκληρα.
Τώρα, που αρρώστησα βαριά
έγιναν πόδια ρίζες της
βγήκε από το χώμα
μπήκε στο σπίτι
έγειρε πλάι μου
θηρίο δέντρο
κι όλο μου τραγουδάει:
«Μη σκιάζεσαι.
Όσο είμαι εγώ κοντά σου
δεν πεθαίνεις».
***
* H Ντίνα Εξάρχου δεν έχει ανάγκη από καμιά «Κλεμμένη δόξα» μιας και είναι ένα αυτόφωτο αστέρι της πένας… Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Ηπειρώτες. Μεγάλωσε στο Μαρούσι. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι παντρεμένη με τον Λάκωνα αξιωματικό του Εμπορικού Ναυτικού Γιάννη Τσιγκούνη. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) από το 1985. Από το 1999 ως το 2003 ήταν και μέλος του Μικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ. Στην 43χρονη δημοσιογραφική σταδιοδρομία της έχει γράψει πάνω από δέκα χιλιάδες ρεπορτάζ, άρθρα, έρευνες και ανταποκρίσεις από δημοσιογραφικές αποστολές εντός και εκτός Ελλάδος. Έχει εκδώσει έξι βιβλία: Δύο συλλογές ποιημάτων, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.