Το ποίημα είναι απόσπασμα από τον «Πρόλογο» της ποιητικής σύνθεσης του Βάρναλη “Το φως που καίει”. Το έργο αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, διακρίνεται για τον αγωνιστικό παλμό του και το κοινωνικό περιεχόμενο των ιδεών του. Ο ποιητής, μάλιστα, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά* σου τα πολλά.
Να ‘ναι χινοπωριάτικον* απομεσημερ’, όντας*
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χιμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά* γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ*.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά* κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
* μαλάματα (το μάλαμα): τα χρυσάφια, τα χρυσαφένια χρώματα * χινοπωριάτικον: φθινοπωρινό * όντας: όταν * θαμπωτικά: με τρόπο εκθαμβωτικό * μαντύ: μανδύας * (η) συνοδιά: συνοδεία
- Πίνακας: Ιωάννης Αλταμούρας – Θαλασσογραφία