Μεσημέρι στην εξοχή
Ποιό γνώρισαν της άνοιξης οι κάμποι λουλούδι σαν και σε ζωντανεμένο; σαν ποιά μορφή στον κόσμο τόσο λάμπει, ω άστρο συ στη γη κατεβασμένο;
Λάκκα καμιά που δεν τον ασχημίζει αφρόπηχτος λαιμός καθάριου κύκνου ξυπνά χιλιάδες πόθους και κοιμίζει, ω λεία μυριοζήλευτη του ύπνου! Η μέρα, οι μυρουδιές του μάγου θύμου πεθαίνουνε αργά ολόγυρά σου μαζί με τους καημούς σου. Ω κοίμου, κοίμου! Γίνεται το χορτάρι σα μετάξι στο σώμα σου αποκάτου, τα όνειρά σου μην τύχει, ω μην τύχει και ταράξει! |