23.5 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

“Ορέστεια” του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο / “Χοηφόροι” σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Σεβάσου, παιδί μου, το μαστό που πάνω του κοιμήθηκες και θήλασες της μάνας σου το γάλα».
Λίγο πριν από τη μητροκτονία, ο Ορέστης στις «Χοηφόρους», λιποψυχά μπροστά στη θέα του λευκού μητρικού στήθους που η μητέρα βασίλισσα Κλυταιμνήστρα προβάλλει, και διστάζει να διαπράξει το φόνο.
Κι αν δεν ήταν ο Πυλάδης, τη μοναδική φορά που ανοίγει το στόμα του σ’ ολόκληρο το έργο, να του υπενθυμίσει τις χρησμωδικές επιταγές του Απόλλωνα, άραγε θα είχε προχωρήσει στη μητροκτονία;
Το φίδι που την προηγούμενη νύχτα η Κλυταιμνήστρα είδε στο όνειρό της να θηλάζει αίμα, ήταν ο Ορέστης.
Ενώ στον «Αγαμέμνονα», το πρώτο μέρος της τριλογίας της «Ορέστειας» του Αισχύλου, η δράση εκτυλίσσεται σε ένα σύμπαν μητριαρχικό, εδώ γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιστροφής. Περιθωριοποιείται σταδιακά η γυναίκα και οδηγείται στο επίκεντρο ο άνδρας. Άλλωστε άνδρας είναι και ο θεός που έδωσε το χρησμό –ο Απόλλων.

Στον μύθο της Ορέστειας καταγράφεται συμβολικά η πάλη ανάμεσα στο μητριαρχικό και το πατριαρχικό δίκαιο, η μετεξέλιξη δηλαδή της κοινωνικής θέσης του άνδρα και της γυναίκας μετά την πτώση της Τροίας και μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεγόμενης ηρωικής εποχής. O Ελβετός εθνολόγος Γιόχαν Γιάκομπ Μπαχόφεν ήδη από το 1861 στο έργο του «Μητρικό Δίκαιο» παρουσιάζει την “Ορέστεια” του Αισχύλου ως «τη δραματική περιγραφή του αγώνα ανάμεσα στο μητρικό δίκαιο που έδυε και στο πατρικό δίκαιο που στην ηρωική εκείνη εποχή ανέτελλε και νικούσε».

Έργο εκδίκησης

Η τραγωδία «Χοηφόροι» ή «Χοηφόρες» (από το «φέρω χοές», δηλαδή τιμές στον νεκρό, στον τάφο του -λάδι, κρασί, μέλι, σπόροι βρασμένοι κ.λπ.) του Αισχύλου αποτελεί το δεύτερο μέρος της Ορέστειας, την οποία παρακολουθήσαμε στην Επίδαυρο, της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Αρχίζει με τον «Αγαμέμνονα» (σκηνοθεσία Ιώ Βουλγαράκη) και τελειώνει με τις «Ευμενίδες» (σκηνοθεσία Γεωργία Μαυραγάνη). Αποτελείται από 1.076 στίχους.

Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε ξανά, ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μοναδική σωζόμενη τριλογία του Αρχαίου Δράματος.

Στον κόσμο των αόρατων χθόνιων δυνάμεων συνδεδεμένων με τη λατρεία των νεκρών αλλά και στον κόσμο της εκδίκησης κινείται η τραγωδία “Χοηφόροι”, που είδαμε σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ. Σχεδόν ολόκληρη είναι ένα μοιρολόι, μια επίκληση στον κάτω κόσμο. Εδώ βλέπουμε την επεξεργασία του ίδιου πάθους. Είναι το έργο, κυρίως, έμμονο και οι Χοηφόροι είναι εμμανείς· μέχρι τα άκρα.

Στους αρχαίους Έλληνες η λατρεία των νεκρών όριζε καθήκοντα και υποχρεώσεις στους ζώντες. Ο νεκρός βρίσκεται σε τακτική συναναστροφή με τους ζωντανούς και δείχνει εύνοια αν τον τιμούν, αλλιώς τιμωρεί. Οι νεκροί κυβερνούν τους ζωντανούς και ρυθμίζουν την τύχη τους, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Οι χοές και οι ευχές προς τους νεκρούς είναι απαραίτητες.

Είναι επίσης η εποχή που τα γένη και οι φατρίες ρυθμίζουν την αγωγή του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Το άτομο εξαρτάται από το γένος του και είναι υπόλογο για τη συμπεριφορά του απέναντι στον αρχηγό της οικογένειας καθώς και στους νεκρούς του γένους του.

 

 

Υπόθεση

Ο Ορέστης επιστρέφει στο Άργος από τη χώρα της Φωκίδας, όπου τον είχαν στείλει από μικρό κοντά στον θείο του Στρόφιο, με αυστηρές εντολές του Απόλλωνα να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του.
Τον συνοδεύει ο ξάδελφος και φίλος του Πυλάδης, πρόσωπο βουβό σε όλο το έργο, εκτός από μια σημαντική εξαίρεση. Το πρώτο πράγμα που κάνει ο Ορέστης είναι να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του, αφήνοντας πάνω του μια μπούκλα από τα μαλλιά του, σε ένδειξη πένθους.
Σε λίγο, εμφανίζεται μια ομάδα μαυροντυμένων γυναικών: είναι η Ηλέκτρα με τον χορό των Θεραπαινίδων αιχμαλώτων από την Τροία. Οι δύο άντρες κρύβονται μόλις βλέπουν τις γυναίκες, αλλά η Ηλέκτρα υποψιάζεται την παρουσία του αδελφού της από την μπούκλα που άφησε στον τάφο του πατέρα τους. Ο Ορέστης αποκαλύπτει την ταυτότητά του και τα δυο αδέλφια σμίγουν με άγρια χαρά.

Αμέσως, θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του, έχοντας τη συμπαράσταση της αδελφής του και του Χορού. Ζητά φιλοξενία στο ανάκτορο του πατέρα του, προσποιούμενος τον ξένο, και αναγγέλλει αρχικά τον δήθεν θάνατο του Ορέστη.

Ο Χορός

Διόλου τυχαία ο Χορός αποτελείται από αιχμάλωτες γυναίκες Τροίας. Ταυτισμένες με τη μοίρα του βασιλικού οίκου των Μυκηνών, που στάθηκε φορέας καταστροφής της δικής τους πατρίδας, κινούν με τον τρόπο τους τη δράση, με δυναμική προσωπικότητα, σχολιάζουν και επεκτείνουν το ρόλο που πρώτη ξεκίνησε η Ηλέκτρα. Συνοψίζουν δε με μια αξιοσημείωτη συμμετρία ένα μύθο που έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά και μια υπόθεση που ξετυλίγεται μπροστά στην ψύχραιμη ματιά τους.
Ο Χορός με μια ολοφάνερη ανησυχία αφήνει να διαφανεί ότι κάτι κακό συμβαίνει ή θα συμβεί, ότι υπάρχει ένας γενικός φόβος και κάποια αναταραχή του ρυθμού της ζωής. Δίνει τη γνώμη του τονίζοντας ότι η ευτυχία είναι σπάνια στον κόσμο και ότι η θεϊκή Δίκη δεν αφήνει, γοργά ή αργά, τίποτε χωρίς να επιβάλει το δικό της ρυθμό στην αρρυθμία του ανθρώπινου βίου. Με ρεαλισμό και διπλωματία επιλέγει, εξαιτίας της θέσης του, να κρύψει το μίσος που φωλιάζει μέσα του και με θεατρική συμβατικότητα δείχνει να έχει συναισθηματική προσήλωση στη μνήμη του νεκρού Αγαμέμνονα.

Στις “Χοηφόρους” ο Χορός παίζει τον πρωταρχικό ρόλο. Όταν η Ηλέκτρα είναι απελπισμένη, ο Χορός υπαγορεύει μια ευχή για εκδίκηση. Όταν ο Ορέστης ύστερα από χρόνων απουσία αγκαλιάζει την αδελφή του, ο Χορός υπενθυμίζει την πατρική κληρονομιά του. Όταν ο Ορέστης και η Ηλέκτρα μοιρολογούν δίπλα στον τάφο του πατέρα τους, ο Χορός φωνάζει απαιτώντας αίμα. Όταν αυτοί στρέφονται προς μια ανελέητη εκδίκηση, ο Χορός θρηνεί για την κατάρα του Ατρέα… Και στην τελευταία σκηνή απ’ όλες, όταν η νίκη σβήνεται μέσα στον τρόμο και την απελπισία, ο Χορός πέφτει από τη χαρά στο φόβο, από το φόβο στην αμφίβολη βεβαιότητα και την απελπισμένη παρηγοριά.

Η αιμάτινη καρδιά

Τα πρόσωπα του δράματος είναι ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, ο φίλος του Πυλάδης, ο χορός των γυναικών της Τροίας, η Ηλέκτρα, αδελφή του Ορέστη, ένας ικέτης, η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, η τροφός-παραμάνα του Ορέστη και ο εραστής της Κλυταιμνήστρας, Αίγισθος.

Το δεύτερο μέρος της Ορέστειας, τοποθετείται χρονικά 10 χρόνια περίπου μετά το τέλος του Αγαμέμνονα. «Εδώ χτυπά η αιμάτινη καρδιά της τριλογίας», μας επισημαίνει η σκηνοθέτις Λίλλυ Μελεμέ. Το έδαφος είναι ήδη στρωμένο για την έλευση του νεαρού Ορέστη, του γιου εκδικητή που οφείλει να ανταποκριθεί στον πανάρχαιο νόμο του καθήκοντος και να ανταποδώσει το αίμα με αίμα.
Ο νεκρός πατέρας του Ορέστη και της Ηλέκτρας ζητά εκδίκηση και η παρουσία του στο έργο είναι εξίσου ισχυρή, όπως και στο πρώτο μέρος της τριλογίας, τον «Αγαμέμνονα».

Ο δολοφονημένος Αγαμέμνων απαιτεί εκδίκηση. Ζητά από τον Ορέστη να σκοτώσει τη μητέρα του, φονιά του πατέρα του. Αυτό το πανάρχαιο έθος της αυτοδικίας – εκδίκησης είναι ένας από τους άγραφους νόμους του παλαιού δικαίου. Μέσα σε αυτή την παλαιά Δίκη, θεμελιωμένη στη λατρεία και στον σεβασμό στους νεκρούς κινούνται οι “Χοηφόροι”. Ο Αισχύλος την ανασυνθέτει με τα πιο μελανά χρώματα, για να τη φέρει σε αντίθεση με τη νέα Δίκη, που θα παρουσιάσει στις Ευμενίδες.

 

 

Ζοφερό τοπίο

Το τοπίο στις “Χοηφόρους” είναι ζοφερό, αδιέξοδο και απειλητικό. Ο κόσμος των νεκρών, των φαντασμάτων, των πνευμάτων που ζητούν εκδίκηση ρίχνει τη βαριά σκιά του στο έργο.

Ένα νέο κράτος υπό το καθεστώς βίας, τρομοκρατίας και φοβικής σιωπής επικρατεί. Όλα είναι πνιγηρά. Το κλίμα απαισιόδοξο.
Το ζευγάρι των παράνομων εραστών, που έχει σφετεριστεί με δόλο την εξουσία από τον νόμιμο βασιλιά, έχει βάψει τα χέρια του με αίμα κι έχει βυθίσει τη χώρα στο σκοτάδι και το χάος, στην οπισθοδρόμηση.

Πολύ ωραία η Λίλλυ Μελεμέ επιλέγει να παρουσιάζει την Κλυταιμνήστρα να προσέρχεται στην ορχήστρα με μακριά πολυτελή πέπλα ως απολυταρχική ηγεμόνας πάνω στους ώμους του εραστή της. Η σκηνή θυμίζει μυθικά έπη.

Ο παλαιός κόσμος έχει φτάσει σε τραγικό αδιέξοδο και έχει χρεοκοπήσει, ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά. Οι καινούργιοι εκδικητές είναι πολύ διαφορετικοί από τους παλιούς.
Η αποτρόπαιη πράξη που θα διαπράξει ο Ορέστης είναι επιβεβλημένη από τους θεούς και το ίδιο το σύμπαν. Η βία επιζητεί τη βία και η Ερινύα του πατέρα παραμονεύει.
Ο νόμος της Δίκης είναι αιώνιος και το λαμπρό φως της θα συμφιλιώσει τον παλαιό με τον καινούργιο κόσμο που ανατέλλει. Η γυναικεία μοιχεία είναι κοινωνική απειλή.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Η επανάληψη της αποτρόπαιης βίας γίνεται τελετουργία εξαγνισμού μιας ολόκληρης κοινωνίας η οποία θα μεταβεί απ’ το σκοτάδι στο φως. Ο Ορέστης επικυρώνει τους πατριαρχικούς κώδικες.

Στον “Αγαμέμνονα” και στις “Χοηφόρους” επικρατεί η λογική της ανταπόδοσης, της εκδίκησης και της αυτοδικίας. Η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον άντρα της στον “Αγαμέμνονα” εκδικούμενη για τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας, ο Ορέστης στις “Χοηφόρους” σκοτώνει τη μητέρα του εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του.

Ο Αισχύλος είναι ένας μεγάλος ποιητής που βρίσκεται στην αρχή της μορφοποίησης της αρχαίας ελληνικής δραματικής ποίησης. Στα έργα του θίγονται ποικίλα θέματα: κοινωνικά, ποιητικά, μεταφυσικά.

Σκηνές

Εκτός από τη σκηνή της αναγνώρισης, θαυμάσαμε το αγκάλιασμα του Ορέστη και της Κλυταιμνήστρας, το παιχνίδισμα των σκιών, τις εντυπωσιακές αντιθέσεις λευκού – μαύρου, τη θέα της βασίλισσας – θεάς. Εξαίσια ήταν επίσης η εικόνα που αντικρίσαμε μετά το φόνο, όταν ο Ορέστης βγαίνει μέσα σε έναν καταιγισμό νερού από το παλάτι – ξύλινο πύργο, ο λευκός μουσαμάς σκίζεται σαν πανί ιστιοφόρου σε τρομερή ξαφνική καταιγίδα.  Σαν υδατοστεγή ημιδιαφανή μεμβράνη που περικλείει το αμνιακό υγρό, που χύνεται για να ξεκινήσει η διαδικασία της άλλης δημιουργίας.

Νεκροζώντανος πια ο Ορέστης, βλέπει της μάνας του τις “λυσσασμένες σκύλες” να τον πλησιάζουν. Ο Χορός τυλίγεται με τις ολόμαυρες κάπες του. Ο μητροκτόνος παλεύει με το μαύρο νήμα. Ο θίασος αργά αποχωρεί. Πλησιάζει το εκκύκλημα, η τροχήλατη σκηνική εξέδρα της αρχαίας τραγωδίας, που φέρει τη σκευή των “Ευμενίδων”…

Ερμηνείες

Στην παράσταση της Λίλλυς Μελεμέ οι γυναίκες του Χορού είναι καλλίγραμμες και καλλίφωνες, με πλούσια μακριά μαλλιά και υπηρετούν με δυναμικότητα το έργο.
Αποτελείται από τις θαυμάσιες Νατάσα Εξηνταβελώνη, Σοφία Κουλέρα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαίρη Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Αρετή Τίλη, Ιώβη Φραγκάτου, Χριστίνα Χριστοδούλου. Φωνές εξαίσιες και συγκλονιστικές παρουσίες.

Ωραίες στιγμές και επίτευγμα των υποκριτών οι αποδόσεις των χαρακτήρων της τραγωδίας.

Η Ηλέκτρα είναι ένα θηρίο ασυγκράτητο, ένα αγοροκόριτσο γεμάτο πάθος, ένα καταπιεσμένο πλάσμα με ραγισμένη φωνή. Μια οργισμένη Εστιάδα του πόνου και της εκδίκησης. Η Μαρία Κίτσου δίνει την ψυχή της στην παράσταση. Άλλωστε αυτό κάνει πάντα σε κάθε ρόλο που παίζει.
Σε έναν άκρως απαιτητικό ρόλο με ανατροπές και ατέρμονο φάσμα συναισθημάτων, που καταπιάνεται με τις έννοιες της τιμής, της εκδίκησης, της ανδρείας, της εξουσίας η σπουδαία ηθοποιός μάς παρουσιάζει μια υπέροχη ηρωίδα με έναν σκληρό αλλά άκρως λυρικό τρόπο. Η εμφάνισή της θύμιζε τον “Οδοιπόρο” του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, υπογραμμίζοντας την ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στη θεία Δίκη. Ένα σύμβολο της βαθιάς αίσθησης μοναξιάς του ανθρώπου.

Μια αγορίστικη πάλη γίνεται η σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών και σκορπά διάχυτη συγκίνηση.

Ο Γιάννης Νιάρρος ως Ορέστης έπλασε ένα σπουδαίο ρόλο. Ρόλο ζωής. Πλημμύρισε την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου με τόλμη, νεανική θλίψη και τρυφερότητα πληγωμένου παιδιού.

Στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας η δεξιοτέχνης της σκηνής Φιλαρέτη Κομνηνού, δέσμια του φανατισμού και της παρόρμησης, του αισθησιασμού και της πυρετικής μανίας, χάρισε στο κοινό μια αξιοθαύμαστη ερμηνεία, δείχνοντας το υποκριτικό της μεγαλείο. Με το δραματικό βάθος που τη διακρίνει έδωσε μια ηρωίδα με κύρος και βαρύτητα.

Ως Αίγισθος ο Γιώργος Χρυσοστόμου τόνισε ορθά την αλαζονικότητα του χαρακτήρα. Ένας κούφιος άρχοντας δίχως οντότητα, ένας ματαιόδοξος που προσπαθεί μάταια να διώξει το φόβο του. Παρά το σύντομο πέρασμά του ο ηθοποιός επέβαλε τη σημασία του ρόλου στη δράση της τραγωδίας.

Η Τροφός της Αγορίτσας Οικονόμου πιστεύω ότι ως δημιουργία θα μείνει στην Ιστορία. Ένα κράμα στοργής, ελπίδας και οδύνης. Συνταρακτική!

Ο Ικέτης από τον σπουδαίο μας ηθοποιό Βασίλη Καραμπούλα ήταν αφαιρετικός, σαφής και εκφραστικότατος.

Άκρας λιτότητας ο εξαίρετος Πυλάδης του Γιώργου Στάμου. Σε μια ερμηνεία με νεανικότητα και σύνεση, υπήρξε ο ζεστός φίλος και συμπαραστάτης του Ορέστη.

Η ενδυματολόγος Βασιλική Σύρμα έκανε μια δουλειά με καλλιτεχνική ευαισθησία, αισθητικό κριτήριο και δημιουργική φαντασία. Ενεργά τα κοστούμια της, πανέμορφα, εξαντλητικά μελετημένα.

Καθάρια, εμπνευσμένη αγνή η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, υπήρξε ένα αληθινό μουσικό έργο.

Με άποψη αλλά και ενισχυτική της σκηνοθεσίας η χορογραφία και ο σχεδιασμός κίνησης της Μόνικας Έλενας Κολοκοτρώνη.

Σημαντικότατη η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου.

Σκηνικά και φωτισμοί αξιώσεων από τον Πάρη Μέξη και τον Λευτέρη Παυλόπουλο, αντίστοιχα.

Η Λίλλυ Μελεμέ είναι μια σπουδαία δασκάλα και σκηνοθέτις για το ελληνικό θέατρο. Έχει ερευνητικό στοχασμό, ευρηματικότητα και νηφαλιότητα στις προτάσεις της.

Το εκθαμβωτικό στυλ, η μαγνητική σκηνοθεσία της στις “Χοηφόρους” οδηγεί σ’ ένα μονοπάτι αιματηρής βίας και σε παρασύρει σε ένα εθιστικό αίνιγμα που μοιάζει αναπόδραστο. Της εκδίκησης ανθίζουν όλα τα κόκκινα λουλούδια της σφαγής. Περιτυλίγονται, μεγαλώνουν, ευωδιάζουν.
Ακόμα και το μίσος, η οργή, δεν είναι εδώ παρά μια αλυσιδωτή αντίδραση και σίγουρα μία μόνο πτυχή του περίπλοκου δράματος. Ενός δράματος ολόπλευρου και υποβλητικού. Η εκδίκηση μοιάζει νομοτελειακή, δονεί την ανθρώπινη κατάσταση, πριν επιστρέψει στην κρυψώνα της και εγκλωβίσει τα πάντα εντός της.

Άψογο συνταίριασμα σκηνοθετικής κομψότητας και σύγκλισης των αντίρροπων δυνάμεων που συνθέτουν το ανθρώπινο “είναι”. Ένα “είναι” άλλοτε ταπεινό και απάνθρωπο και άλλοτε μεγαλειώδες και αγγελικό.

***

Ο Αισχύλος, ο αρχαιότερος των τριών τραγικών, γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 π.Χ. Πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους, στον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές. Το 484 π.Χ. κέρδισε το πρώτο έπαθλο σε θεατρικούς αγώνες, για να ακολουθήσουν 12 ακόμα νίκες του. Το 465 π.Χ. ηττήθηκε από τον νεότερό του Σοφοκλή και πικραμένος έφυγε στη Σικελία, όπου πέθανε το 456 π.Χ. Η παράδοση τού αποδίδει περισσότερα από 70 έργα, από τα οποία σώζονται 7 πλήρη (και αποσπάσματα από άλλα). Ο μεγαλοπρεπής λόγος του, γεμάτος από μεγαλοφάνταστες εικόνες, εμπνέει το αίσθημα του δέους και του υψηλού, ενώ η εισαγωγή του δευτεραγωνιστού, ο σχηματισμός των διαλογικών μερών και η επιμέλεια του όλου σκηνικού μέρους από τον ποιητή συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της τραγωδίας σε θεατρικό είδος, ώστε δίκαια ο Αισχύλος θεωρείται ο πρώτος δραματουργός.

Όλα τα έργα του δίνονται με στέρεη δομή και με λυρικές εξάρσεις. Από το πλούσιο έργο του μας σώζονται επτά τραγωδίες: Πέρσαι, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθεύς δεσμώτης, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμένιδες – τα τρία τελευταία (με κοινό τίτλο Ορέστεια) αποτελούν τη μόνη σωζόμενη τριλογία δραματικών έργων.

*
Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης
Σκηνικά: Πάρις Μέξης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

***

Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Χορογραφία – Σχεδιασμός κίνησης: Μόνικα Έλενα Κολοκοτρώνη
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Κόρπη
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριτίνα Αστρά
Διανομή
Κλυταιμνήστρα: Φιλαρέτη Κομνηνού
Αίγισθος: Γιώργος Χρυσοστόμου
Ηλέκτρα: Μαρία Κίτσου
Τροφός: Αγορίτσα Οικονόμου
Ικέτης: Βασίλης Καραμπούλας
Ορέστης: Γιάννης Νιάρρος
Πυλάδης: Γιώργος Στάμος
Χορός γυναικών
Νατάσα Εξηνταβελώνη, Σοφία Κουλέρα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαίρη Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Αρετή Τίλη, Ιώβη Φραγκάτου, Χριστίνα Χριστοδούλου

 

  • Διαβάστε επίσης:

“Ορέστεια” του Εθνικού Θεάτρου / “Αγαμέμνων” σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη

“Ορέστεια” του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο / «Ευμενίδες» σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη

Η μνημειώδης τριλογία της “Ορέστειας” παρουσιάζεται σε επιλεγμένους σταθμούς ανά την Ελλάδα

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -