Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Βλέποντας το έργο του Ζαν Πολ Λίλιενφελντ «Η μέρα της φούστας», στο θέατρο «Δίπυλον», σκέφτηκα ότι οι ταινίες ή τα έργα για τις σχέσεις μεταξύ δασκάλων και μαθητών είναι πάντα ελκυστικές και αποτελούν πηγή πρόκλησης για πολλούς δημιουργούς απ’ όλο τον κόσμο.
Η προσοχή επικεντρώνεται στο πώς ένας χαρισματικός δάσκαλος εμπνέει τους μαθητές του, που αντιμετωπίζουν προβληματικές καταστάσεις και τους βοηθά να πιστέψουν στους εαυτούς τους και να αναδείξουν τις ικανότητές τους και τα ταλέντα τους και τελικά, να συμμετάσχουν στη διαδικασία της μάθησης και της κοινωνικοποίησης με όλη τους την ψυχή.
Στην ταινία του 1967, που σκηνοθέτησε ο Τζέιμς Κλαβέλ «Στον κύριό μας με αγάπη» με τον Σίντνεϊ Πουατιέ, πάλι έχουμε να κάνουμε με έναν δάσκαλο με ισχυρή θέληση και δυνατό πνεύμα, με εξαιρετικά ατίθασους μαθητές, που φωνάζουν, του αντιμιλούν, προκαλούν ακόμη και υλικές καταστροφές.
Σε κάθε περίπτωση επικυρώνεται η γνωστή φράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου «στους γονείς οφείλομεν το ζην, στους δε διδασκάλους το ευ ζην».
Η κρίση του καπιταλισμού έχει μετατραπεί σε κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ζωή των ανθρώπων είναι γεμάτη αντιφάσεις που γεννούν βία στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης ευημερίας. H ψαλίδα άνοιξε επικίνδυνα μέσα στην κοινωνία και αυτό είχε πάρει ακραίες κοινωνικές διαστάσεις, που εκτονώνονται μέσα από τη βία. Καθρέφτης του όλου αυτού δεινού σε μικρή κλίμακα, το σχολείο.
Η Σόνια, καθηγήτρια λογοτεχνίας σε ένα δημόσιο λύκειο με παραβατικούς μαθητές, στοχοποιείται γιατί δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του Διευθυντή προς τις καθηγήτριες και τις μαθήτριες να μην προσέρχονται στο σχολείο φορώντας φούστα.
Ένα πρωί κατά τη διάρκεια του μαθήματος και ενώ από την πρώτη στιγμή αντιμετωπίζει την εχθρότητα και την αδιαφορία των μαθητών της, επιμένει να τους διδάσκει θέατρο με σκοπό να τους αλλάξει και μοιραία να αλλάξει και την κοινωνία, που προκαλεί την αδιαφορία, έως και τη φασιστική απώθηση της γνώσης.
Από την αρχή η σκηνοθέτις Ζωή Χατζηαντωνίου έχει διδάξει τους ηθοποιούς της να βγαίνουν στη σκηνή με μια έντονη παρουσία, πολύ επιδραστική προς τους θεατές, ενώ η καθηγήτριά στους δεν έχει ακόμα εισέλθει στην τάξη.
Κοιτούν το κοινό επιθετικά, κάνουν χειρονομίες, βρίζουν χυδαία, προκαλούν. Σίγουρα επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα να αισθανθούν άβολα οι θεατές και έτσι να προσεγγίσουν τη θέση της βαλλόμενης καθηγήτριας.
Με συστολή μπαίνει αρχικά η Σόνια (Θεοδώρα Τζήμου) και προσπαθεί να μιλήσει στους μαθητές της για τον Σίλλερ και το κίνημα «Θύελλα και Οργή», ένα κίνημα που μεταξύ άλλων έφερνε τη γλώσσα των νέων στη σκηνή.
Τους περιγράφει τους «Ληστές» του Σίλλερ, έργο που θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν.
Αντιμετωπίζοντας το απόλυτο κενό και τη βίαιη αδιαφορία, ουρλιάζει για να σταματήσουν. Τους επιτίθεται λέγοντας ότι στοιχηματίζει πως οι γονείς τους είναι τρομοκράτες. Προσπαθεί να τους βάλει όρια. Επικρατεί πανικός και εκείνη προσπαθεί να συνεχίσει το μάθημά της. Έχει κουραστεί να της γράφουν πρωτόγονες βρισιές στο γραφείο της και να σπάνε τα λάστιχα του αυτοκινήτου της.
Σε κομβικές στιγμές, όπου η ένταση έχει κορυφωθεί, παρεμβάλλεται τραγούδι από όλη την ομάδα σχετικό με ό,τι εκτυλίσσεται επί σκηνής. Μια μπρεχτική τεχνική αποσυμφόρησης και απομάκρυνσης, ώστε να υπάρχει μια ορθότερη εποπτεία του προβλήματος.
Πώς μπορεί ο άνθρωπος να διαχειριστεί την ελευθερία του; Μέσα από τον Σίλλερ, παίζοντας, διαμορφώνουν τον εαυτό τους. Πρέπει κάποιος να αναζητά το ιδεώδες της ομορφιάς. Αν δεν τα μάθουν αυτά θα είναι «παλιοπιθήκια».
Τους επαναφέρει για να παίξουν το κείμενο. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μόνο όταν παίζει, όταν μπαίνει δηλαδή στη θέση ενός άλλου. Εκείνη γνωρίζει πολύ καλά όλο το θεατρικό που τους διδάσκει και πώς μπορεί να κινητοποιήσει τον καθένα μέσα από τον ρόλο του.
Θα τους μάθει με το ζόρι. Τους απειλεί. Τους επιβάλλεται, έχει ένα όραμα.
«Λήστες και δολοφόνοι δίχως πατέρα και δίχως αγάπη, αυτό είστε!».
Τους επιτίθεται, χρησιμοποιεί τα δικά τους μέσα για να επικοινωνήσουν. Διδάσκει με απειλή όπλου, που από λάθος εμφανίστηκε στην τάξη της. Η Μαριάμ είναι διαβασμένη, αλλά όπως και οι άλλοι λειτουργούν σαν μέλη μιας συμμορίας, αφομοιώνεται από τους πολλούς.
Ο Χοακίμ τη βρίζει άσχημα. Το μίσος, λόγω διαφορετικής κουλτούρας και φύλου, εκδηλώνεται. Η δασκάλα φτάνει στο δικό τους επίπεδο και «γαβγίζει» με τον δικό τους τρόπο για να επιβληθεί.
«Όπου ακούς μεγάλη πούτσα κράτα μικρή καπότα». Τους προσκαλεί αυτούς τους δύο, τη Μάριαμ και τον Χοακίμ, να παίξουν τη σκηνή με τον Φερντινέντ και τη Λουΐζα, από το έργο «Έρωτας και Ραδιουργία» του Σίλλερ.
Με ακραίο και δραστικό τρόπο φέρνει τον Χοακίμ σε δυσάρεστη θέση, ώστε να φοβηθεί, για να ικετεύσει με αλήθεια, να παίξει τη σκηνή αυθεντικά. Να μπει στη θέση κάποιου που δέχεται βία και υποτίμηση.
Η δασκάλα συγκινείται. Τους διδάσκει τις σχέσεις των ανθρώπων. Αποκαλύπτοντας έναν ρόλο, ξεδιπλώνουν τη δική τους ανεπάρκεια και την αντιμετωπίζουν. Σε αυτούς που δεν θέλουν να αγγιχτούν, τους τονίζει πόσα πράγματα κάνουν οι άνθρωποι μέσα στη ζωή καθώς ζουν με φυσικό τρόπο.
«Αν δεν πάρουν σοβαρά αυτοί τον εαυτό τους, πως περιμένουν να τους πάρουν οι άλλοι».
Η Θεοδώρα Τζήμου, ως Σόνια, είναι απλά υπέροχη. Προσπαθεί να τους διδάξει με τη βία, γιατί μόνο αυτή ξέρουν. Διαφωνεί με πολλούς, όμως θα υπερασπιστεί και με τη ζωή της το δικαίωμά τους να εκφράζουν τη διαφωνία τους. Τους το λέει και τους αγγίζει αυτό.
Η Μαριάμ φορά τη μαντίλα και δεν θέλει να τη βγάλει. Όλοι έχουν τις αγκυλώσεις τους. Τους λέει ότι είναι «ανεγκέφαλοι καταπιεστές με ψωλές». Επιλέγει τους ρόλους ανάλογα με τον καθένα. Εκείνη είναι ντυμένη με μια φανελένια μίντι συντηρητική φούστα και πουκάμισο, ενώ οι μαθητές της έχουν την εμφάνιση των νέων σε μια συνοικία στα δυτικά προάστια στο Παρίσι. Η απόκλιση είναι τεράστια, αλλά την υπερβαίνει μέσα από ψαγμένες τεχνικές και ρόλους ειδικά επιλεγμένους για την ανάγκη του καθένα.
Παίζοντας τη σκηνή με τον Φραντς και την Αμαλία, η Μαριάμ μέσα απ’ τον ρόλο της θα μάθει την επανάσταση. Η δασκάλα της, της λέει ότι θέλει να βλέπει τον τρόμο στα μάτια της. Το θύμα γίνεται θύτης. Οι μαθητές της απελευθερώνονται. Τη χρειάζονται τώρα για να διαχειριστούν ό, τι τους συμβαίνει, ό,τι τους έχει αποκαλυφθεί.
Η σκηνή θυμίζει «Τα Παιδιά της χορωδίας» του Κριστόφ Μπαρατιέ ή «Το κύμα» του 2008. Ταινία του Ντένις Γκάνζελ, που πραγματευόταν ένα κοινωνικό πείραμα με μαθητές.
Η ποιότητα του Κλεμάντ, στα παιδιά της Χορωδίας, ως δασκάλου, αποτελεί τον σίγουρο δρόμο για την κοινωνικοποίηση και τη μάθηση για τα παιδιά του «πάτου της …γούρνας», όπως και αυτή της Σόνιας στη «Μέρα της φούστας». Η τάξη αλλάζει, η δασκάλα είναι περήφανη και συγκινημένη. Τους έχει μεταμορφώσει. Η βία δεν είναι λύση. Μπαίνουν στα ρούχα της, στη θέση της, επαναλαμβάνουν τα λόγια της.
Ο Λούκας, το παιδί που έχει κακοποιηθεί από το περιβάλλον του και τους συμμαθητές του, θα υψώσει το ανάστημά του και όπως θα δηλώσει, θα γίνει κύριος του εαυτού του μόνο όταν αποκτήσει με τη βία ό,τι του έχουν αρνηθεί με την καλοσύνη. Θα δώσει το δικό του τέλος και κανείς δεν θα μπορεί να επέμβει. Μια σκηνή που φτάνει στα άκρα.
Όλοι οι ηθοποιοί – Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Γιάννης Σανιδάς, Πάνος Χατσατριάν – παίζουν αυθεντικά και ρεαλιστικά. Θα μπορούσαν να είναι μαθητές σε ένα οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο, μαθητές πρόσφυγες και μετανάστες από την Αλβανία, τα Βαλκάνια αλλά και από μουσουλμανικές χώρες.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική παράσταση που θέτει ερωτήματα πάνω στη βία και κατά πόσο αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον Λόγο, με την Τέχνη ή μόνο με βία.
Η κίνηση των ηθοποιών και η ερμηνεία τους καθηλώνουν τον θεατή.
Ακριβώς το ίδιο καθηλωτική είναι σε κάθε της λεπτομέρεια και η σκηνοθετική ματιά της Ζωής Χατζηαντωνίου.
***
«Η μέρα της φούστας» του Ζαν Πολ Λίλιενφελντ με την Θεοδώρα Τζήμου, από την Ζωή Χατζηαντωνίου