Απόσπασμα από την αρχή του μυθιστορήματος
Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγόνων μου. Άμαρτημά μου
εσύ, ψυχή μου. Λο – λί – τα: η ακρούλα της γλώσσας να έρπει τρεις
φορές, τρία βήματα στον ουρανίσκο πριν ραπίσει, τρις, τους
κοπτήρες. Λο. Λί. Τα.
Λο, σκέτη Λο, τα πρωινά, ένα σαράντα εφτά και με χαμένη τη μια
κάλτσα. Λόλα με το παντελονάκι. Ντόλυ στο σχολείο. Ντολόρες στο
χαρτί, στη διακεκομμένη γραμμούλα. Μα στην αγκαλιά μου πάντοτε
Λολίτα.
Είχε άραγε προάγγελο; Και βέβαια, και βέβαια είχε. Μπορεί δε
κάλλιστα να πεις πως ίσως να μην είχε υπάρξει αυτή η Λολίτα αν
πρώτα εγώ δεν είχα αγαπήσει, ένα καλοκαίρι, μια κάποιαν αρχική
παιδίσκη. Σ’ ένα βασίλειο στην ακτή. Μα πότε, πότε; Σε χρόνια τόσα
προτού η Λολίτα γεννηθεί όσο ήμουν ο ίδιος το καλοκαίρι εκείνο.
Μπορείς να ελπίζεις πάντα από χέρι δολοφόνου μιαν εκζήτηση στο
ύφος της αφήγησης.
Αξιότιμοι κύριοι ένορκοι, τεκμήριο πρώτο, αυτό που τα σφαλερά,
ουράνια σεραφείμ, τα απλοϊκά, τα ευγενή κι ολόφτερα σεραφείμ,
φθονήσανε. Ενώπιόν σας ένα ακάνθινο κουβάρι.”
Μίλησε, Μνήμη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ πάνω από άβυσσο και η κοινή νοημοσύνη λέει ότι η
ύπαρξή μας δεν είναι παρά αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο
αιωνιότητες ερέβους· γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια, κι όμως ο
άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’
ό,τι την άλλη, προς την οποία οδεύει (τρέχοντας με τεσσερισήμισι χιλιάδες
παλμούς την ώρα περίπου). Γνωρίζω, ωστόσο, και την περίπτωση νεαρού
χρονοφοβικού, ο οποίος ένιωσε κάτι σαν πανικό όταν είδε για πρώτη φορά
οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες εβδομάδες πριν τη γέννησή του. Είδε
έναν κόσμο κατά βάσιν απαράλλαχτο – ίδιο σπίτι, ίδιοι άνθρωποι – και
κατάλαβε μετά ότι εκείνος δεν υπήρχε πουθενά, ενώ κανένας δεν πενθούσε
την απουσία του. Σ’ ένα παράθυρο του επάνω ορόφου φάνηκε η μητέρα
του να κουνάει το χέρι της – κι αυτή η ασυνήθιστη χειρονομία τον
αναστάτωσε σαν να ήταν αποχαιρετισμός ακατάληπτος. Aλλά το θέαμα
που τον κατατρόμαξε ήταν ένα ολοκαίνουργιο καρότσι που στεκόταν εκεί,
στη βεράντα της εισόδου, με την καταχρηστική αυταρέσκεια του φέρετρου·
και μάλιστα φέρετρου άδειου, λες και, στην ανάστροφη πορεία των
γεγονότων, ως και τα κόκαλά του είχαν εξαλειφθεί.
Tέτοια διανοήματα αρμόζουν στο νεαρό της ηλικίας. Με άλλα λόγια, τα
πρώτα και τα έσχατα παίρνουν συχνά έναν τόνο μάλλον εφηβικό – εκτός
και αν συμβαίνει να ελέγχονται από το επιβάλλον και την αυστηρότητα
κάποιας θρησκείας. Η φύση θέλει τον ώριμο άνθρωπο να αποδέχεται τα
δυο μαύρα κενά, στην πρώρα και στην πρύμνη του, με την αταραξία που
αποδέχεται τα όσα προβάλλουν ενδιάμεσα. Πρέπει η φαντασία, εξέχουσα
απόλαυση του αθάνατου και του ανώριμου, να έχει τα όριά της. Για να
χαρούμε τη ζωή, δεν κάνει να την παραχαιρόμαστε.
Σε τέτοια δεδομένα αντιστέκομαι. Θέλω να σηκωθώ να διαδηλώσω
δημόσια ενάντια στη φύση. Ο νους μου έχει καταβάλει κολοσσιαίες
προσπάθειες, αλλεπάλληλες, γυρεύοντας να διακρίνει ψήγματα, έστω,
προσωπικής ανταύγειας, στα απρόσωπα ερέβη που περιβάλλουν τη ζωή
μου. Ευχαρίστως ασπάζομαι κι εγώ, μαζί με τον κάθε φτιασιδωμένο
πρωτόγονο, την πεποίθηση ότι έρεβος είναι, απλούστατα, το αποτέλεσμα
του τείχους που ορθώνει ο χρόνος και χωρίζει εμένα και τις μωλωπισμένες
μου γροθιές από τον ελεύθερο κόσμο της αχρονίας. Ταξίδεψα προς τα
πίσω στη σκέψη – και η σκέψη, όσο περισσότερο προχωρούσα, έσβηνε
αμετάκλητα – ίσαμε τόπους απόμακρους, όπου ψαχούλεψα να βρω
μυστική δίοδο· κι έφτασα να καταλάβω, εντέλει, ότι η φυλακή του χρόνου
είναι σφαιρική, δίχως εξόδους. Εκτός της αυτοκτονίας, δοκίμασα τα πάντα.
Έβαλα την ταυτότητά μου κατά μέρος, να γίνω στοιχειό να τρυπώσω σε
κόσμους που υπήρξαν πριν καν συλληφθώ. Υποβλήθηκα νοητικά στην
ποταπή δοκιμασία του συγχρωτισμού με βικτωριανές μυθιστοριογράφους
και απόστρατους στρατηγούς, όλο αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές
τους, τότε που ήταν σκλάβοι αγγελιαφόροι και διέσχιζαν ρωμαϊκούς
δρόμους ή σοφοί γέροντες και κάθονταν κάτω από ιτιές στη Λάσσα. Tα πιο
παλιά μου όνειρα έφερα άνω κάτω, ψάχνοντας για ίχνη και νήματα – αν
και, ας το ξεκαθαρίσω ευθύς αμέσως, απορρίπτω αναφανδόν τον
τετριμμένο, ευτελή, βαθύτατα μεσαιωνικό κόσμο του Φρόυντ, με το μανιακό
κυνήγι των αφροδισιακών του συμβόλων (σαν να γυρεύει ο αναγνώστης
βακωνικές ακροστιχίδες σε κείμενα του Σαίξπηρ) και τα κακεντρεχή έμβρυά
του που κατασκοπεύουν, κρυμμένα στη φυσική τους κόγχη, την ερωτική
ζωή των γονιών τους.
Στην αρχή δεν είχα σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ο χρόνος, τόσο
απέραντος εκ πρώτης όψεως, ήταν φυλακή. Αναδιφώντας τα παιδικά μου
χρόνια (το πλησιέστερο πράγμα στην αναδίφηση της αιωνιότητας) βλέπω
το ξύπνημα της συνείδησης σαν
σειρά διαδοχικών σπιθισμάτων: τα διαστήματα μεταξύ τους μικραίνουν
βαθμιαία, ώσπου σχηματίζονται φωτεινές δέσμες αντίληψης που παρέχουν
στη μνήμη ακροσφαλή στηρίγματα. Να μετρώ και να μιλώ έμαθα πολύ
νωρίς και περίπου συγχρόνως, πλην όμως η ενδόμυχη γνώση του ότι εγώ
ήμουν εγώ και οι γονείς μου ήταν οι γονείς μου, φαίνεται ότι δεν
καταστάλαξε παρά αργότερα, συνειρμικά με την ανακάλυψη της ηλικίας
τους σε σχέση με τη δική μου. αν κρίνω από τον έντονο ήλιο ο οποίος, όταν
σκέφτομαι αυτή την αποκάλυψη, πλημμυρίζει αυτοστιγμεί τη μνήμη μου με
λοβιώδεις κηλίδες που λάμπουν μέσα από διαπλεκόμενους σχηματισμούς
φυλλωμάτων, η αφορμή πρέπει να δόθηκε στα γενέθλια της μητέρας μου,
προχωρημένο καλοκαίρι, εξοχή· έθεσα ερωτήματα, ζύγιασα απαντήσεις.
Όλα συμφωνούν με τη θεωρία της ανακεφαλαίωσης· οι απαρχές της
συνείδησης του στοχαζόμενου εαυτού, στο μυαλό των απώτατων
προγόνων μας, θα συνέπεσαν, ασφαλώς, με την ανάφανση της αίσθησης
του χρόνου.
Όταν λοιπόν ο πρωτοφανέρωτος, φρέσκος και δροσερός αριθμητικός
τύπος της ηλικίας μου, το «τέσσερα», βρέθηκε αντιμέτωπος με τους
γονεϊκούς τύπους των τριάντα τριών και των είκοσι επτά, κάτι μου συνέβη.
Δέχτηκα έναν αφάνταστα τονωτικό κλονισμό. Λες και αναβαπτίστηκα με
τρόπο ιερότερο από την ελληνοκαθολική εκείνη κατάβρεξη την οποία, πριν
από πενήντα μήνες είχε υποστεί ουρλιάζοντας, μισο-πνιγμένος ο μισοβίκτωρ (η μητέρα μου, πίσω από τη μισόκλειστη πόρτα, όπου το παλιό
έθιμο ήθελε τους γονείς να αποσύρονται, κατάφερε πάντως να ελέγξει
κάπως την αδεξιότητα του πρωτοπρεσβύτερου πατέρα Kονσταντίν
Βετβενίτσκι): ένιωσα να βυθίζομαι απότομα σε ένα υλικό ακτινοβόλο και
κινούμενο που δεν ήταν, βεβαίως, παρά το καθαρό στοιχείο του χρόνου.
Το μοιραζόμουν αυτό το στοιχείο, όπως ακριβώς ο αναζωογονημένος
λουόμενος μοιράζεται το λαμπερό νερό της θάλασσας με όντα που δεν
είναι ο εαυτός του, αλλά συνδέονται μαζί του στην κοινή ροή του χρόνου –
σε περιβάλλον, δηλαδή, σαφώς διαφορετικό από εκείνο του χώρου, το
οποίο αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος όπως και ο πίθηκος κι η πεταλούδα.
Εκείνη τη στιγμή ήταν που συνειδητοποίησα, έκθαμβος, ότι το πλάσμα των
είκοσι επτά ετών, ντυμένο στο απαλό λευκό και στο ρόδινο, που κρατούσε
το αριστερό μου χέρι, ήταν η μητέρα μου· και ότι το πλάσμα των τριάντα
τριών ετών, ντυμένο στο τραχύ λευκό και στο χρυσό, που κρατούσε το δεξί
μου χέρι, ήταν ο πατέρας μου. Προχωρούσαν αρμονικά και, ανάμεσά τους,
βάδιζα κι εγώ καμαρωτός καμαρωτός από φωτοκηλίδα σε φωτοκηλίδα, στη
μέση ακριβώς, σε ένα μονοπάτι που σήμερα αναγνωρίζω καθαρά: είναι μία
αλέα που κοσμούν βαλανιδιές, στο άλσος της εξοχικής μας έπαυλης,
ονόματι Βύρα, πρώην επαρχία Αγίας Πετρούπολης, Ρωσία. Κι από το
κορφοβούνι του απόμακρου και μοναχικού, σχεδόν ακατοίκητου χρόνου
του παρόντος μου, βλέπω σήμερα τον μικρότατό μου εαυτό να γιορτάζει,
εκείνη τη μέρα του Αυγούστου του 1903, τη γένεση της αισθητήριας ζωής.
Μπορεί οι βαστάζοντες από τα δεξιά και τα αριστερά μου να ήταν, και οι
δύο, ήδη παρόντες στον νηπιακό μου κόσμο, αλλά μόνο με το προσωπείο
μιας τρυφερής ανωνυμίας· τώρα είχε πλέον ανατείλει σαν ήλιος η περιβολή
του πατέρα μου, η περίλαμπρη στολή της Φρουράς Ιππικού, με το απαλό
μαλαματένιο απαύγασμα του θώρακα που πύρωνε στήθος και πλάτη – κι
εγώ κράτησα, για κάμποσα χρόνια, έντονο το ενδιαφέρον για την ηλικία των
γονιών μου, να ενημερώνομαι ανελλιπώς, σαν ανήσυχος επιβάτης που
ρωτά την ώρα ελέγχοντας το καινούργιο του ρολόι.
Ας σημειωθεί ότι ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
αρκετά χρόνια πριν γεννηθώ· υποθέτω λοιπόν ότι, κατά πάσα βεβαιότητα,
τη μέρα εκείνη είχε φορέσει τα γιορτινά σειρήτια του παλαιού του
συντάγματος αστεϊζόμενος. Άρα σε αστεϊσμό χρωστάω την πρώτη μου
αναλαμπή ολοκληρωμένης συνείδησης – πράγμα που συνεπιφέρει και
πάλι ανακεφαλαιώσεις, καθότι τα πλάσματα που πρώτα στη γη απόκτησαν
την αίσθηση του χρόνου ήταν και τα πρώτα που χαμογέλασαν.
Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος
Αναδημοσίευση από «popaganda.gr/milise-mnimi-vladimir-nabokov/»
- Φωτογραφία: James Mason και Sue Lyon στην ταινία Lolita του Stanley Kubrick, 1962.