25.2 C
Athens
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

“Στο άλογό μου”. Ο φιλόζωος Καββαδίας

Μια μελαγχολική εξομολόγηση, μια τρυφερής καρδιάς αποστροφή, είναι το κείμενο “Στο άλογό μου”, του λογοτέχνη μας Νίκου Καββαδία για το αφοσιωμένο άτι που τον συνόδευε ως στρατιώτη και τον συντρόφευε στον πόλεμο της Αλβανίας. Όταν το πρωτοδιάβασα κόμπιασα, δάκρυσα, οι λέξεις έτρεμαν μπροστά στα μάτια μου και κάπου μετά τη μέση δυσκολεύτηκα να συνεχίσω την ανάγνωση. Πίστεψα ότι κι εγώ δεν θα καταφέρω να φτάσω στο τέλος,  όπως κι ο Καββαδίας λέει: “Για τούτο φοβάμαι. Δεν θα τα καταφέρω”. Κι αυτό γιατί το κείμενο είναι τόσο συγκινητικό και δυνατό που ίσως από κάποιους να μην αντέχεται συναισθηματικά. Εν τούτοις, τώρα πια το έχω διαβάσει αρκετές φορές και αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου νεοελληνικά διηγήματα. Γι’ αυτό σας το προτείνω.

“Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δεν θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα “θυμάσαι” δεν θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δεν μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα και οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο Θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δεν συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δεν σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει ‘κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δεν φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από τον θάνατο. Μα φαντάζομαι…
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!..”.

Κούδεσι, Μάρτης 1941

* Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Έλληνες (Κεφαλονίτες). Όταν ήταν πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα. Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τέλειωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο. Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό. Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο. Ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.

* Του πολέμου. Στο άλογό μου / Νίκος Καββαδίας. Αθήνα: Άγρα, 2002.
Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι, ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) μας χαρίζει δύο κείμενα εμπνευσμένα από τις εμπειρίες του στο Αλβανικό Μέτωπο, όπου υπηρέτησε κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το 1940 – 1941.
Του πολέμου. Γράφτηκε το 1969 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Αυγή” στις 26 Οκτ. 1975. Ο συγγραφέας περιγράφει ένα περιστατικό κατά το οποίο χάθηκε στο αλβανικό μέτωπο και ζήτησε προστασία σε ένα εχθρικό αλβανικό σπίτι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν ταχθεί με τους Ιταλούς.
Στο άλογό μου. Γράφτηκε το 1941 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον τόμο «Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα. Αθήνα, 1945, σσ. 136-137. Το κείμενο ουσιαστικά απευθύνεται προς το νεκρό άλογο του συγγραφέα το οποίο έχασε εν ώρα υπηρεσίας.
Στο τέλος του βιβλίο υπάρχει ένα βιογραφικό σημείωμα το οποίο υπογράφει η αδελφή του συγγραφέα, Έλγκα Καββαδία, μέσα στο οποίο δίνονται πληροφορίες για τη ζωή του Νίκου Καββαδία και της οικογένειάς του.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -