Mέσα από μια καθαρτική διαδικασία, μέσα από σκέψη και βίωση η Ρούλα Πατεράκη μας παρουσίασε ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, ιστορικό έργο, τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» του Θουκυδίδη. Αναμετρήθηκε μαζί του με θάρρος, σεμνότητα κι αξιοπρέπεια. Χρόνια τώρα η σκηνοθέτις επιθυμούσε να δουλέψει πάνω στον Θουκυδίδη. Τον διάβαζε, τον ονειρευόταν, τον μελετούσε. Η παράσταση δεν είχε τη μορφή κανονικού θεάτρου, ο τρόπος παρουσίασης όμως είχε το πνεύμα και τη μυρωδιά του πολέμου. Φιλόδοξο σχέδιο, σχέδιο προσωπικό. Πάνω στην τέχνη του πολέμου, τη γοητεία του πολέμου αλλά και την αναπόφευκτη και αναπότρεπτη φρίκη του. Ένας πόλεμος σαν το Πελοποννησιακό αξίζει το μόχθο ενός ανθρώπου που έχει πολεμήσει στη ζωή του πολλές φορές.
Η Ρούλα Πατεράκη το προσπάθησε δυναμικά, εστίασε στον πόλεμο και στον τρόπο που τον προσεγγίζει ο Θουκυδίδης. Ο λόγος του αρχαίου συγγραφέα είναι περίεργα ασύνταχτος, με μια ισχυρή προφορικότητα, και -ναι, γιατί όχι;- θεατρικότητα.
Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που συνέγραψε ιστορία της εποχής του και στήριξε την έρευνά του επί αυστηρών επιστημονικών βάσεων, αναλύοντας και αξιολογώντας τα γεγονότα και παραμερίζοντας προσωπικές συμπάθειες και ιδιοτέλειες στο ιστορικό του έργο, ώστε η αλήθεια να προβάλλει καθαρή και ακλόνητη. Εξιστορεί σε οκτώ βιβλία τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, την πιο ολέθρια διαμάχη του Ελληνισμού της κλασικής εποχής, από την έναρξή του (431 π.Χ.) έως το 411 π.Χ., καλύπτοντας ιστορικώς τα είκοσι έτη εκ του 27ετούς Πελοποννησιακού Πολέμου, του οποίου την εξιστόρηση συνεχίζει και αποπερατώνει ο Ξενοφών στα “Ελληνικά” του.
Εκείνο που κυρίως προκαλεί εντύπωση είναι η προσωπικότητά του. Είχε μια ματιά αποστασιοποιημένη, ψύχραιμη, ακατάταχτη, αδιατάραχτη, σαν η διαμάχη αυτή να μην τον αφορούσε. H όσφρησή του ήταν δημοσιογραφική, η σκέψη του διερευνητική. Επιπλέον η γραφή του είναι χαοτική, παράξενη, μυστηριώδης. Δίχως αρχή, μέση και τέλος. Δεν γνωρίζουμε πότε σταμάτησε η γραφή του έργου ή γιατί σταμάτησε. Αν το όγδοο βιβλίο το έγραψε ο ίδιος ή η κόρη του. Όπως επίσης δεν ξέρουμε θετικά πόσο διάστημα διήρκεσε η εξορία του, αν ήταν αυτοεξορία ή μετά την ήττα του τον εξόρισαν οι Αθηναίοι. Ο Θουκυδίδης μάθαμε ότι απέτυχε να προβλέψει τις κινήσεις του Σπαρτιάτη Βρασίδα και έχασε την Αμφίπολη, ως εκ τούτου και την πολιτική του σταδιοδρομία. Έχασε τη μάχη με τη ζωντανή ιστορία, ωστόσο με τη συγγραφή του πραγμάτωσε μια νίκη τεράστια σε βάθος χρόνου που ακυρώνει τη λήθη των γεγονότων.
Ο Θουκυδίδης τόλμησε να εξορύξει τα γεγονότα από την αχλύ του μυστηρίου στο φως του ήλιου όχι απλώς για να τα θαυμάσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε με επιστημονικότητα και να τα αντιμετωπίσουμε με ενάργεια. Τόλμημα βεβαίως, καθόσον ο μέγας αυτός ιστορικός είναι αξιοθαύμαστο πώς καταλήγει στα συμπεράσματά του με τα τόσο φτωχά μέσα της εποχής του. Με την άμεμπτη μεθοδολογία του, εν τούτοις, το τόλμημα γίνεται κατορθωτό. Το σοβαρό, με αρχές και κανόνες, σύστημά του θα ζήλευαν οι σύγχρονοι ιστορικοί που βοηθούνται από τα πλούσια τεχνολογικά μέσα.
Με την ποιητικότητα του λόγου του συγγράφει ένα έργο ισοδύναμο και ισάξιο τραγωδίας. Με την έρευνά του καθιστά την ιστοριογραφία ό, τι θα έπρεπε να είναι σήμερα: Το δράμα της Ιστορίας και των Ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, και η Ρούλα Πατεράκη έχει τη μεθοδολογία της, καθόλα ερευνητική, που της απαίτησε πολύ καιρό, χρόνια ίσως. Για μεγάλο διάστημα, υποψιάζομαι, πρέπει να είχε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως μοναδική της ασχολία.
Το πρώτο μέρος έχει τον υπότιτλο “Περικλής: η νεύρωση της ηγεμονίας”. Καταπιάνεται περισσότερο με την ηγεμονία της Αθήνας και με τη διακυβέρνηση του Περικλή. Ο Περικλής δεν σκιαγραφείται ως μια προσωπικότητα ευθύγραμμη και ευθέως ανάλογη με το ελληνικό μεγαλείο και κλέος. Ο Περικλής της παράστασης έχει την ανδροπρεπή παρουσία ενός νέου άνδρα της εποχής μας, του ηθοποιού Γιώργου Παπαπαύλου. Ο οποίος εκφωνεί απλά, έντιμα και συγκινητικά τον πρώτο και τον τελευταίο του λόγο. Εμφανίζεται επίσης, πριν από το τέλος, ο ηθοποιός Δημήτρης Λιγνάδης, που ως άνθρωπος της διπλανής πόρτας, δίχως στόμφο και ρητορικότητα, διακόπτοντας για μια γουλιά νερό, με πνεύμα σύγχρονο, με φυσικότητα, αρθρώνει τον “Επιτάφιο” του Περικλή. Με σημασία στο “Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας”. Με έναν κόμπο συγκρατημένης συγκίνησης στο “ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος”. Ο “Επιτάφιος” δεν ξέρουμε τελικά αν ήταν λόγος του Περικλή ή λόγος του Θουκυδίδη. Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Η δουλειά της Ρούλας Πατεράκη δεν επιχείρησε το εύκολο συναίσθημα, την αρχαιολατρία ή την προγονολατρία. Ούτε επιδίωξε να δώσει τροφή στο πατριωτικό μας αίσθημα. Δεν θέλησε να γονατίσει στην αίγλη του Θουκυδίδη. Ούτε καν να υποκλιθεί στη δόξα του Περικλή. Η Πατεράκη προσπάθησε με τις δικές της ευαίσθητες αντένες να αναγνώσει το έργο. Και αφέθηκε ή, πιο σωστά, εκτέθηκε ώστε να την κρίνει η Ιστορία, αφού γράφει Ιστορία. Εργάστηκε αυστηρά επιστημονικά δίχως να επικαλεστεί δέος, ούτε καμιά αυθεντία και απέδειξε ότι ο Θουκυδίδης μπορεί να γίνει θέατρο.
Ο κλασικός λόγος του οξυδερκούς ιστορικού συνάντησε το σημερινό θεατή μέσα από μια σύγχρονη σκηνική αναφορά στο μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Έναν πόλεμο ο οποίος δίχασε τους Έλληνες της αρχαιότητας. Άλλωστε πάντοτε διχασμένοι δεν είναι οι Έλληνες;
Η παράσταση θα ολοκληρωθεί σε τρία έτη. Ο γενικός τίτλος της τριετίας είναι «Το Μανιφέστο του Πολέμου». Πρώτο μέρος: «Περικλής: Η Νεύρωση της Ηγεμονίας» (θέρος 2014), δεύτερο: «Το Σύνδρομο Αλκιβιάδης» (θέρος 2015), τρίτο: «Άρατε Πύλας» (θέρος 2016).
Η φετινή παράσταση πραγματεύεται τα γεγονότα με άξονα την Αθηναϊκή Δημοκρατία και επίκεντρο τη μορφή του Περικλή και με αποκορύφωμα τον Επιτάφιο, τον οποίο εκφώνησε ο μεγάλος πολιτικός σε μια Αθήνα που μαστιζόταν από τον ζόφο του λοιμού και τις ταραχές. Την παρακολούθησα την Παρασκευή 25 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.
Το φιλολογικό μέρος της παράστασης αλλά και το ύφος της παρουσίαζε μια σπάνια εκφραστική δύναμη, που εντυπωσίασε με τη νηφαλιότητα, με τη φερεγγυότητα αλλά και με το δραματικό στοιχείο κατά την αφήγηση. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, πρότυπο ποιητικής και θεατρικής δράσης ιδίως κατά την περίφημη περιγραφή του λοιμού των Αθηνών. Η Ρούλα Πατεράκη απέδωσε στην εντέλεια την τραγικότητα, τη δυστυχία, τον αβάσταχτο πόνο των ανθρώπων στην Ιστορία. Υπήρχε μια ευγενική ρητορική δεινότητα, ιδιαίτερα καλλιτεχνική, βασισμένη στους διαλόγους και στη μουσική. Καμία μονοτονία στην παρουσίαση των πολεμικών γεγονότων, καθότι οι αναλυτικές σκηνοθετικές οδηγίες και λύσεις έδωσαν την πραγματική ερμηνεία ενός ιστορικού περιβάλλοντος, όπου άμαχοι και τραυματίες βιώνουν τη θλιβερή πραγματικότητα ενός αιματηρού πολέμου.
Μέσα από την παράσταση αυτή μίλησαν τα χαρίσματά μας, τα ελλείμματα, τα συμπλέγματα και τα τραύματά μας. Ανά πάσα στιγμή νέα δεδομένα καραδοκούν να κλονίσουν τις εδραιωμένες βεβαιότητες. Εδώ η ευτυχής διαίσθηση και η ριζωμένη καλλιέργεια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Το δε αισθητικό κριτήριο ήταν κυριαρχικό. Η Ιστορία έγινε υλικό, η θεατρική προσέγγιση κάλυψε τη ρωγμή μεταξύ επιστήμης και τέχνης. Η καταγραφή της αναμέτρησης δύο διαφορετικών κόσμων παρουσιάστηκε δίκαια και αξιοκρατικά, όπως ο ίδιος ο χρόνος -αν είχε μνήμη- ακριβοδίκαια θα έπραττε.
Είδαμε την απελπισία του πολέμου από τη μια και την επιδημία από την άλλη πλευρά να πλήττουν πρώτα το σώμα των πολιτών και μετά το ήθος τους, αλλά και ευρύτερα της πόλης. Ωμή βία, ατιμωτικοί και βασανιστικοί θάνατοι, ποταπότητα, αξίες που καταρρέουν. Κακός, βάρβαρος δάσκαλος ο πόλεμος. Παράλληλα διακρίναμε και την αμφιλογία ή την αμφισημία, χαρακτηριστικά του θεατρικού λόγου.
Άνθρωποι που μπλέχτηκαν στα δίχτυα της μοίρας, οι ηθοποιοί, άνδρες και γυναίκες, δούλοι και αριστοκράτες, ρακένδυτοι, παράξενοι, ξεπεσμένοι, ασυγκράτητοι νέοι και γέροντες σοφοί, ευθυτενείς και σκυφτοί, όλοι σημαδεμένοι από τη ζωή, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια των θεατών με ένα ρεαλισμό που αναστατώνει. Όλοι ήρωες και όλοι ταπεινοί, σώματα σε κίνηση, πληγωμένα, μουντζουρωμένα από τις μάχες, λασπωμένα από το βιαστικό φευγιό, ενέργειες που αναβλύζουν, ταυτίζονται και συγκρούονται πάνω στις αρχαίες πέτρες, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Επιδαύρου, με το ακούραστο αγκομαχητό των κυμάτων από την παραλία να παντρεύεται με την ιδανική αίσθηση του μουσικού περιβάλλοντος που έφτιαξε ο Λάμπρος Πηγούνης. Ενσωματωμένη μουσική του Θεοδωράκη, μπλουζ, Sailor Moon και το απίστευτα ταιριαστό σατιρικό “Γιούπι για-για”. Σκηνικό μαύρης άμμου, καμένης γης και προσφυγιάς στα μετόπισθεν του πολέμου δημιούργησε η Μάρω Μιχαλακάκου. Πινάκια με τα ονόματα των πόλεων αφημένα ατάκτως στη σκηνή. Πολυχρησιμοποιημένα, βασανισμένα, με μνήμες τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη και της Άσης Δημητρολοπούλου. Μπλε σχολικές ποδιές με κάτασπρους γιακάδες, στολές μιας αλλοτινής εφηβείας για κατάληξη, σύμβολα εποχής μάθησης αυστηρής και πειθαρχημένης. Χέρια που τρέμουν να γυμνώνουν σώματα ολισθηρά, να αλλάζουν ένδυμα, ταραγμένα να ενδύονται άλλο δέρμα, πένθους και αντοχής. Δεν θέλω να ξεχωρίσω τους ηθοποιούς, διότι όλοι ήταν αξιέπαινοι, και οι πενήντα. Και αυτοί που ερμήνευαν με λόγια και όσοι είχαν βουβό ρόλο, όλοι ικανότατοι και αντάξιοι της τιμής που τους δόθηκε.
Επίπονες οι διαστάσεις της αλήθειας, η Ιστορία μένει «κτήμα ες αεί», χρωματίζει την πορεία της ανθρωπότητας και μια λαμπρή παράσταση, όπως αυτή της Ρούλας Πατεράκη, μας επιτρέπει να συνεχίζουμε να θαυμάζουμε!
Συντελεστές
Μετάφραση
Γιάννης Λιγνάδης
Δραματουργία, Διασκευή, Σκηνοθεσία
Ρούλα Πατεράκη
Σύμβουλος Δραματουργίας
Μάνος Λαμπράκης
Σκηνικός Χώρος
Μάρω Μιχαλακάκου
Κοστούμια
Άγγελος Μέντης
Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός
Λάμπρος Πηγούνης
Κίνηση
Μπέττυ Δραμιτσιώτη
Φωτισμοί
Ζαφείρης Επαμεινώντας
Βοηθοί Σκηνοθέτη
Αναστασία Σοφιανίδου
Χρήστος Τζιούκαλιας
Οργάνωση Παραγωγής
Γιάννης Γκουντάρας
Βοηθός Οργάνωσης Παραγωγής
Φωτεινή Τσαρδούνη
Διανομή
Δημήτρης Λιγνάδης
Ελένη Ερήμου
Σπύρος Σαρτζετάκης
Διώνη Κουρτάκη
Αναστασία Σοφιανίδου
Δώρα Στυλιανέση
Γιώργος Γιαννακάκος
Βαγγέλης Ρόκκος
Μαριάνθη Σοντάκη
Μυρτώ Ρήγου
Ευτυχία Γιομελά
Ευανθία Κουρμούλη
Σπύρος Χατζηαγγελάκης
Τζεφ Μαρράουι
Ιλισάντερ Ντέμα
Ζαφειρία Δημητροπούλου Δελάνχελ
Άννα Μενενάκου
Ίρις Χατζηαντωνίου
Γιώργος Παπαπαύλου
Νίκος Παντελίδης
Ανδρέας Αντωνιάδης
Νίκος Μαυράκης
Νάνα Παπαδάκη
Γεράσιμος Σοφιανός
Αχιλλέας Σκεύης
Νεκτάριος Φαρμάκης
Δημήτρης Μυλωνάς
Άννα Ελεφάντη
Μαρία Λεγάκη
Καλλιρρόη Μυργιάγκου
Επίσης Συμμετείχαν
Ιωάννα Γαϊτάνου
Φωτεινή Τσαρδούνη
Ειρήνη Πατεράκη
Δέσποινα Σολκίδου
Δώρα Μονογυιού
Φωτεινή Σουλεϊμάνη
Δήμητρα Λαγκαδινού
Ειρήνη Τσώλη
Μαρία Γκολιομύτη
Ασημένη Τούντα
Αριάννα Χατζηγαλανού
Αρετή Μαρασλή
Αλεξία Σαραντοπούλου
Αθηνά Δημητρακοπούλου
Κυβέλη Δραγούμη
Χριστίνα Κοττώρη
Εβίτα Μούντριχα
Άννα Μιμίκου
Κατερίνα Γκίκα
Η «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου»
Το έργο «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» είναι η εξιστόρηση της σύγκρουσης μεταξύ Αθήνας – Αθηναϊκής Συμμαχίας και της Σπάρτης-Πελοποννησιακής Συμμαχίας η οποία άρχισε το 431 π.Χ. Συγγραφέας του ήταν ο Αθηναίος πολιτικός Θουκυδίδης. Είναι ευρύτερα αποδεκτό ως ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κείμενα, και με την αρτιότητα και νηφαλιότητα συγγραφής του θεωρείται ως η πρώτη επιστημονικά γραμμένη ιστορική μελέτη.
Το έργο ξεκινά με το κλασικό προοίμιο, για να ακολουθήσει η «Αρχαιολογία». Αυτή είναι μια επιτομή της προγενέστερης ελληνικής ιστορίας, στηριγμένη πιο πολύ σε ενδείξεις, που έχει σκοπό να δείξει πόσο σημαντικότερος ήταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος από τις προγενέστερες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων των Μηδικών. Στη συνέχεια, ο Θουκυδίδης εκθέτει τις μεθοδολογικές του αρχές για την εξακρίβωση της αλήθειας και διαχωρίζει την πραγματική αιτία του πολέμου, δηλαδή το φόβο της Σπάρτης μπροστά στην αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, από τις αφορμές του (Κερκυραϊκά, Ποτειδεατικά επεισόδια). Μετά την αφήγηση των αφορμών του πολέμου, εξιστορείται η ταχύτατη πορεία ανόδου της ισχύος της Αθήνας στο διάστημα μεταξύ του τέλους των Μηδικών και της αρχής του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με τις τελευταίες πολιτικές ενέργειες των αντιπάλων, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, κλείνει το πρώτο βιβλίο του έργου.
Από το δεύτερο βιβλίο ξεκινά η περιγραφή του πολέμου, οργανωμένη σε καλοκαίρια και χειμώνες, έως τη νίκη των Αθηναίων στο Κυνός Σήμα και την ανακατάληψη της Κυζίκου το 411 π.Χ. Με ένα δεύτερο προοίμιο, συμπληρώνει τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία και εξηγεί γιατί θεωρεί όλες τις επιμέρους εχθροπραξίες ως μέρη ενός ενιαίου πολέμου. Σποραδικά, και για ειδικούς λόγους, ο Θουκυδίδης καταφεύγει σε παρεμβολές για να περιγράψει τη συνοπτική ιστορία ξένων κρατών, παλαιότερα ιστορικά γεγονότα, χαρακτηρίζει πολιτικά πρόσωπα. Σε άλλες παρεκβάσεις περιγράφονται ο φοβερός λοιμός (επιδημία) του 430 π.Χ. και οι συνέπειες των εμφυλίων πολέμων στην ανθρώπινη ηθική.
Αν και φαίνεται πως ο Θουκυδίδης εργάστηκε για το έργο του σε όλο το διάστημα από την έναρξη του πολέμου έως το 399 π.Χ., δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την αφήγησή του η οποία σταματά απότομα μετά τα γεγονότα του 411 π.Χ.
Πηγές του Θουκυδίδη
Μιας και ο πόλεμος ήταν σύγχρονος του Θουκυδίδη, η κύρια πηγή του ήταν οι πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος από αξιόπιστα πρόσωπα και οι λίγες επίσημες συνθήκες μεταξύ των πόλεων – κρατών. Για το διάστημα 424 – 404 π.Χ., οπότε ήταν εξόριστος από την Αθήνα, ήταν αναγκασμένος να πληροφορείται τα της πατρίδας του από έμμεσες πηγές. Προφανώς μπορούσε να παίρνει εύκολα πληροφορίες από γνωστούς του γιατί η απουσία του δεν φαίνεται να επηρέασε τη γνώση του για τα τεκταινόμενα στην πατρίδα του. Επίσης, η εξορία του θα του έδινε τη δυνατότητα να παίρνει πιο εύκολα στοιχεία από την πελοποννησιακή πλευρά.
* Ο Θουκυδίδης (περίπου 460-περίπου 398 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται με τεκμηριωμένο τρόπο τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.), μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης έζησε ως το τέλος του πολέμου, όπως λέει ο ίδιος στο Ε 26 της Ιστορίας, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή σε ιστορικούς και μελετάται ως σήμερα από πολιτικούς επιστήμονες, καθώς θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού ως προσέγγισης στη μελέτη των διεθνών σχέσεων.
Η ζωή του
Οι πληροφορίες που σώζονται για τη ζωή και τη δράση του είναι πενιχρές και προέρχονται είτε από αναφορές του ίδιου του συγγραφέα μέσα στο έργο του είτε από άλλες, μεταγενέστερες πηγές, ιδιαίτερα από τους λεγόμενους Βίους (κυρίως από αυτόν που έγραψε ο Αμμιανός Μαρκελλίνος) και από το λήμμα στο λεξικό της Σούδας. Πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή της Θράκης απέναντι από τη Θάσο. Γεννημένος στον δήμο Αλιμούντα, το σημερινό Άλιμο, ο Θουκυδίδης είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και το γιο του Κίμωνα.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.). Αρρώστησε και ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. εξοντώνοντας το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον Περικλή.
Το 424 π.Χ. εκλέχθηκε στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση επτά πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα λόγω των διασυνδέσεών του στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας επιτέθηκε στην Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, στρατηγικής σημασίας για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της Αμφίπολης ζήτησε βοήθεια από τον Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος βοήθεια από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους στους κατοίκους της Αμφίπολης για παράδοση, τους οποίους και δέχτηκαν. Έτσι όταν ο Θουκυδίδης έφτασε στην Αμφίπολη, η πόλη ήταν ήδη υπό σπαρτιατικό έλεγχο.
Τα νέα για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Αθήνα. Σχετικά με την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει: «Μου συνέβη να εξοριστώ από την πόλη μου επί είκοσι χρόνια μετά τη στρατηγία μου στην Αμφίπολη και, έχοντας επαφή με τα πράγματα των δύο πλευρών, και ιδίως, λόγω της εξορίας μου, με τα πράγματα των Πελοποννήσιων, είχα τη δυνατότητα να τα προσεγγίσω απερίσπαστος και να τα κατανοήσω καλύτερα» (Ε 26, μτφρ. Σκουτερόπουλου). Πιθανόν ο Θουκυδίδης ταξίδεψε και στη Σικελία κατά την εκστρατεία στη Σικελία, καθώς υπάρχουν παραδείγματα βαθιάς γνώσης των τοπικών συνθηκών.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος με το όνομα Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να γυρίσει στην Αθήνα, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας συνεχίζει λέγοντας ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ.
Πάντως, όποια από τις δύο απόψεις και αν ισχύει, το σίγουρο είναι ότι, παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η αφήγησή του τελειώνει απότομα στο μέσο του 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση αναφέρεται ότι το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην Αθήνα και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Το έργο του Θουκυδίδη
Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο αυτό, ούτε το διαίρεσε σε βιβλία. Η διαίρεσή του σε οκτώ βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλεται στους αρχαίους γραμματικούς.
Στο Α΄ βιβλίο, μετά το προοίμιο, ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού Πολέμου και των προηγουμένων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας. Κατόπιν, ύστερα από ορισμένες μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ερευνώνται οι άμεσες αιτίες του πολέμου, με μια αναδρομή στις πρώτες αρχές και στη εξέλιξη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Το Β΄ βιβλίο ξεκινά την εξιστόρηση του πολέμου, την οποία συνεχίζει με χρονολογική σειρά, διαιρώντας κάθε χρόνο σε καλοκαίρι και χειμώνα. Σημαντικότερα μέρη του είναι εκείνα που αναφέρονται στις δύο επιδρομές των Λακεδαιμονίων στη Αττική και στον Επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου με τον οποίο ο ιστορικός εξιδανικεύει την πόλη των Αθηνών, και στο φοβερό λοιμό που εξουθένουσε την Αθήνα.
Στο Γ΄ βιβλίο εκτίθενται οι ωμότητες των τριών επόμενων χρόνων και παρεμβάλλονται οι δημηγορίες του Κλέωνα και του συνετού Διόδοτου για την αποστασία και την τιμωρία των Μυτιληναίων. Σημαντική επίσης είναι η περιγραφία της παθολογίας του εμφυλίου πολέμου με αφορμή κάποια γεγονότα στην Κέρκυρα (Γ 82-83).
Στο Δ΄ βιβλίο (7ο, 8ο και 9ο έτος του πολέμου) ο Θουκυδίδης πραγματεύεται την κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Λακεδαιμονίου στρατηγού Βρασίδα στη Χαλκιδική.
Σημαντικό μέρος του Ε΄ βιβλίου αναφέρεται στην επιχείρηση των Αθηναίων κατά της Μήλου, όπου δίνεται ανάγλυφη παράσταση της επεκτατικής πολιτικής ης Αθήνας.
Στα βιβλία ΣΤ΄και Ζ΄εξιστορεί την εκστρατεία στη Σικελία των Αθηναίων (415-413).
Τέλος, στο Η΄ βιβλίο περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια του Δεκελεικού πολέμου, την παρέμβαση των Περσών στις ελληνικές υποθέσεις και την αποστασία πολλών συμμάχων από τους Αθηναίους.
Χαρακτήρας και επιρροές
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας. Έχει επηρεαστεί, ακόμη, από την τραγωδία πράγμα που φαίνεται από το διάλογο των Αθηναίων – Μηλίων, ο οποίος είναι γραμμένος σε μορφή ερώτησης – απάντησης (στιχομυθία). Επίσης συχνά αντιδιαστέλλει τη γνώμη με την τύχη, επηρεασμένος και πάλι από την τραγωδία.
Σε ό, τι αφορά τα πολιτικά, ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που αποστρεφόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον διαδέχτηκαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Άλλη επιρροή του Θουκυδίδη ήταν ο Ιπποκράτης. Στο τμήμα του έργου που περιγράφει το λοιμό που έπληξε την Αθήνα (Β 47-54) η ανάλυση του πάνω στα χαρακτηριστικά της ασθένειας αυτής είναι πολύ λεπτομερής και δείχνει άμεσα την επιρροή του από τον Ιπποκράτη.
Ο ιστορικός Θουκυδίδης
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος, υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία. Αντίθετα με τον προγενέστερό του Ηρόδοτο, τον αποκαλούμενο από τον Κικέρωνα «πατέρα της Ιστορίας», ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στη μυθολογία και στους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε (Α 20).
Ίσως η επιτομή της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου να είναι ο Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων (Ε 84-114). Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο απόσπασμα, καθώς είναι γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο. Σ’ αυτό αναδεικνύεται καθαρά ο ιμπεριαλιστικός κυνισμός των Αθηναίων, οι οποίοι αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ή της ουδετερότητας στους Μηλίους. Πρόκειται για ένα έμμεσο αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στη λογική και όχι στη δύναμη, προκειμένου κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσουν οι πόλεμοι και η ανθρώπινη εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, ως πραγματική αιτία του πολέμου παρουσιάζεται η άρνηση των Αθηναίων να χρησιμοποιήσουν τη λογική στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και η επιμονή τους να επεκτείνουν συνεχώς την ηγεμονία τους βασιζόμενοι στη στρατιωτική και οικονομική δύναμή τους, πράγμα το οποίο οι Πελοποννήσιοι (το αντίπαλο δέος) φυσικά δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό, τι θεωρούσε πως σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο. Επίσης άξιο προσοχής αποτελεί τ’ ότι είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
“Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται”.
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον. (Α 22, μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου).
Επιτάφιος (αρχαίο κείμενο)
[34 ] ᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι ᾿Αθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, ο῏ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν. ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν. ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ, ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως, ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ’ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα· μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. ὧδε μὲν θάπτουσιν· καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο τῷ νόμῳ. ἐπὶ δ’ οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε.
[35 ] ‘Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ’ ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.
[36 ] ‘῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι’ ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ’ αὐτὰ καὶ μεθ’ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας
πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.
[37 ] ‘Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ’ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι’ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ’ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.
[38 ] ‘Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
[39 ] ‘Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ’ ἑαυτούς, μεθ’ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ’ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις.
[40 ] ‘Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ’ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι’ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.
[41 ] ‘Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ’ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ’ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ’ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ’ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ’ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ’ ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ’ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.
[42 ] ‘Δι’ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ’ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν ῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ’ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ ]
ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.
[43 ] ‘Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ’ ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ’ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ {[ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.
[44 ] ‘Δι’ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ’ εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ’ οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ο῏ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ’ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. [45 ]
παισὶ δ’ αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ’ ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ’ ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.
[46 ] ‘Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε.’
[47] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ·