Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]
Το χρώμα πάντα εντυπωσιάζει τα μικρά παιδιά. Αυτό ένιωσα κι εγώ όταν βρέθηκα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε ένα ισόγειο της οδού Σταδίου, στον αριθμο 5. Η ταμπέλα έγραφε «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά». Τότε, φυσικά, δεν καταλάβαινα πως οι… μεγάλοι συζητούσαν για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Αυτό που με είχε θαμπώσει ήταν το χρώμα στους οίχους. Ήταν όλοι στολισμένοι με πολύχρωμες ρεκλάμες, πολύχρωμα μικρά “πανό” που διαφήμιζαν τα προϊόντα μεγάλων οίκων του εξωτερικού. Σπάνιες αφίσες για κονιάκ, τυρί έμενταλ, σοκολάτες υγείας. Παλιάτσοι διαφήμιζαν ηδύποτα, κάποιες μαϊμούδες έπαιζαν μπροστά σε μπουκάλια της σαμπάνιας, γάλατα, οβομαλτίνες, καραμέλες και μπισκότα. Τα ράφια του ήταν γεμάτα λιχουδιές, γλυκές και αλμυρές, απ’ όλη την Ελλάδα, με προεξάρχουσα τη μαστίχα Χίου. Το μικρό μπακάλικο πρόσφερε τους ιστορικούς γκαζοκεφτέδες, λακέρδα, πικάντικα σαγανάκια, ένα ιδιαίτερο τυρί και ούζο με αποτέλεσμα όλα τα προβλήματα της χώρας να λύνονται σε χρόνο μηδέν από τους “κάνε με πρωθυπουργό για μια μέρα”.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο “Απότσος” μεταφέρθηκε πιο πάνω. Στην Πανεπιστημίου. Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχα την τύχη να γνωρίσω και να απολαύσω ένα «Μεσημέρι στου Απότσου». Εργαζόμουν εκείνη την εποχή στην εφημερίδα “Μεσημβρινή” και έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που με συναδέλφους λύναμε εκεί τα παγκόσμια προβλήματα. Βέβαια τότε ελάχιστα γνώριζα για την ιστορία που είχε γράψει στη ζωή της Αθήνας ο Βασίλης Απότσος και αργότερα ο γιος του Νίκος.
Όλα όσα δεν έμαθα τότε τα διάβασα στο βιβλίο της δημοσιογράφου Εμμανουέλας Νικολαϊδου «Μεσημέρι στου Απότσου». Στο βιβλίο αυτό η Εμμανουέλα Νικολαϊδου “ζωγραφίζει” την εποχή, φωτίζει τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτει άγνωστες ιστορίες. Εκεί είδα με ησυχία εκείνες τις χάρτινες αφίσες, τις πινακίδες εμαγέ και τις μεταλλικές διαφημίσεις που με είχαν μαγέψει στο αρχικό μπακάλικο, του Βασίλη Απότσου, τις οποίες διέσωσε η εγγονή του, Λιλέτα Απότσου – Θανοπούλου, και μάλιστα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, όταν αναγκάστηκε να κλείσει το ιστορικό ουζερί.
Στο βιβλίο αυτό διάβασα πως οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν οι “χρυσές” δεκαετίες του. Με τη μεταπολίτευση, νέα ήθη και μια αλλαγή. Το κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Πανεπιστημίου 10, εντός της στοάς, ενώ είχε προηγηθεί μια σύντομη παρένθεση στην οδό Βουκουρεστίου. Στο βιβλίο αναφέρονται κατά «φυλές» οι θαμώνες του «Απότσου»: πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες και άλλοι. Ο «Απότσος», που λειτουργούσε σαν μικρή Βουλή για χιλιάδες γνωστούς και αγνώστους, είδε δημοσιεύματα στους «Times» της Νέας Υόρκης, στο «Paris Match» αλλά και σε ξένα περιοδικά γεύσης και πολιτισμού.
Είδε όμως και ένα άδοξο τέλος. Το 1997 ήρθε μήνυμα από την πλευρά της ιδιοκτησίας του καταστήματος ότι τυχόν ανανέωση του συμβολαίου θα προϋπέθετε πολλαπλασιασμό του μισθώματος, κάτι που η επιχείρηση δεν μπορούσε να αντέξει. Έτσι το κατάστημα κατέβασε οριστικά ρολά διότι, παρά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας, δεν βρέθηκε ο κατάλληλος χώρος με το κατάλληλο τίμημα για να μπουν ξανά τα περίφημα κεφτεδάκια στο τηγάνι του «Απότσου», οι «γκαζοκεφτέδες», όπως τους είχε βγει το όνομα – από το πετρογκάζ.
Η Εμμανουέλα Νικολαϊδου, όπως πάντα, σε ρόλο σκηνοθέτη μας παρουσιάζει με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο αυτό το πολύχρωμο και μυρωδάτο “Μεσημέρι”. Μαζί της, ένα παλικάρι από τη Χίο: ο Βασίλης Απότσος και φυσικά, οι διάδοχοί του: ο γιος του, Νίκος Απότσος με τη γυναίκα του, Μαργαρίτα και την κόρη τους Λιλέτα…
Το “όνειρο” που έγινε μπακάλικο, στέκι για ουζάκι και μεζέ, τραγούδι, θρύλος, και τώρα βιβλίο από την Εμμανουέλα Νικολαΐδου, κυκλοφορεί από τις “Εκδόσεις Πατάκη”.
* Στην κεντρική φωτογραφία, η εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα του “Απότσου” την εποχή της δόξας του.
,