Το ανέκδοτο διήγημά της «Οι κρατούμενοι» παραχώρησε η Χαριτίνη Ξύδη για δημοσίευση στο catisart.gr. Την ευχαριστούμε θερμά.
Η καταξιωμένη συγγραφέας με σκηνικό τις κυριακάτικες λειτουργίες και τα Χριστούγεννα στο χωριό της γιαγιάς της αφηγείται με πάθος και αθωότητα, που δεν μπορεί παρά να συγκινούν με την αυθεντικότητα και την έντασή τους, γεγονότα που υποβάλλουν ένα κλίμα αγιότητας, τεκταινόμενα σε μια διάσταση μυστηριώδη, σχεδόν μεταφυσική.
Αν και το διήγημα γράφτηκε από τη Χαριτίνη Ξύδη στην εφηβεία της, ο παλλόμενα μεστός λόγος του και η ζεστή ατμόσφαιρα, το χαρμόσυνο της κυριακάτικης ιεροτελεστίας, οι εικόνες της υπαίθρου, το κάλεσμα της καμπάνας, η ευωδιά των φαγητών, η παρατήρηση των φυλακισμένων στη λειτουργία, η χαρά των γιορτών, το διάχυτο κλίμα ελπίδας, συνθέτουν την αίσθηση της απόδρασης, της μοναδικής στιγμής, που δικαιούται μια φορά το χρόνο ο αναγνώστης να απολαύσει. Συνθέτουν τη δύναμη που γεννά την αισιοδοξία, το κάλεσμα των Χριστουγέννων.
***
Διαβάστε το:
Τις Κυριακές, η γιαγιά μου μ΄ έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε στην παλιά εκκλησία του χωριού. Mια όμορφη εκκλησία, πέτρινη και χαμηλή, κτισμένη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δίπλα της, περνούσε το μικρό ποτάμι. Το νερό του κυλούσε πάντοτε ήρεμο και χαρούμενο. Κάποτε, ο φλοίσβος του ανακατευόταν με τις ψαλμωδίες. Τότε, μ’ έβγαζε από την πραγματικότητα και με μετέφερε σ’ ένα όνειρο με αγγέλους, αγίους και παραδείσους σαν λούνα-παρκ. Η γιαγιά μου ήταν πολύ θρήσκα. Πίστευε στο Θεό πολύ δυνατά και σε μερικούς αγίους ακόμη πιο βαθιά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άγιος Χαράλαμπος, τον οποίο ισχυριζόταν ότι έβλεπε συχνά, με λευκό μανδύα και ολοζώντανο μέσα στον ιερό ναό του. Ειδικά, κάποια απογεύματα που πήγαινε ν’ ανάψει το καντηλάκι στον τάφο του παππού μου, της μιλούσε και την καλησπέριζε ευγενικά. Γενικώς, τα λέγανε οι δυο τους για ανέμους και ύδατα.
Οι Κυριακές για μένα είχαν μια πολύ ειδική προετοιμασία, σχεδόν ιεροτελεστική. Ξυπνούσα, με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας, και περίμενα να με ετοιμάσει η γιαγιά μου. Να μου πλύνει το πρόσωπο, να μου πλέξει τα μαλλιά, να μου φορέσει τα μαύρα λουστρίνια και να μου βάλει το κολλαριστό φόρεμα με τους λευκούς, δαντελένιους γιακάδες, περνώντας από το λαιμό μου τον βαφτιστικό μου ολόχρυσο σταυρό. Εκείνη ξύπναγε πολύ νωρίτερα, από τις πέντε παρά, αχάραγα. Το ’χε τάμα να μην κάνει καμιά δουλειά την Κυριακή, παρά μόνο σηκωνόταν νωρίς και ζύμωνε τα καθιερωμένα σμυρνέικα κεφτεδάκια της, τα μυρωδάτα, με δυόσμο που έκοβε κατευθείαν από τον κήπο και μοσχοβολούσε ολόκληρη. (Τηγάνιζε μετά τη Θεία Λειτουργία και μυροβολούσε όλη η γειτονιά, γιατί η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του χωριού και ολόκληρου του κόσμου). Μετά πλενόταν, έδενε σε κότσο τα μακριά λευκά μαλλιά της και φόραγε την καλή της φορεσιά.
Γαντζωνόμουν από το ζεστό της χέρι και την ανάσα της που μύριζαν και τα δύο δυόσμο, και παίρναμε τον κυριακάτικο δρόμο μας, για την εκκλησία. Πιο πολύ το έκανα για να την ευχαριστήσω -καμάρωνε που βαδίζαμε οι δυο μας πιασμένες απ’ το χέρι- αλλά, και για να τέρψω κάποιες από τις δικές μου αισθήσεις, όπως εκείνη, που περιέγραψα πριν, με το γλυκό τραγούδισμα του ποταμού, των ψαλτών και του θροΐσματος των φύλλων των πλατανιών. Και για κάτι ακόμα. Για τη στιγμή που ο ιερέας θα έβγαινε με το μύρο και θα ράντιζε τους πιστούς. Ορκίζομαι πως αυτό το μύρο, γλύκαινε και γαλήνευε τόσο πολύ την ψυχή μου, όσο το γλυκό τριαντάφυλλο που έφτιαχνε η γιαγιά μου κάθε Απρίλιο από τις εκατόφυλλες και πιο φουντωμένες τριανταφυλλιές της. Ίσως και λίγο περισσότερο. Περίμενα και τη στιγμή του αντίδωρου. Ο επίτροπος, έπαιρνε περισσότερα αντίδωρα, και μου τα έβαζε κρυφά στις τσέπες, άλλα στη χούφτα, γιατί με συμπαθούσε.
Μόνο μια σκιά βάρυνε αυτή την κατάνυξη: οι φυλακισμένοι. Το χωριό μου είχε αγροτικές φυλακές. Κάθε Κυριακή, οι τρόφιμοι της φυλακής, εκκλησιάζονταν σ’ αυτή, τη μοναδική εκκλησία του χωριού, ντυμένοι με γκρίζες στολές εργασίας και παρατεταγμένοι σε σειρές, στο πίσω μέρος του ναού, το πιο υπερυψωμένο, που τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας λειτουργούσε ως γυναικωνίτης. Έμεναν εκεί, ακίνητοι, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά, για όση ώρα διαρκούσε η Κυριακάτικη Λειτουργία. Στέκονταν τόσο ακίνητοι, τόσο ασάλευτοι, σαν μαρμαρωμένοι βασιλιάδες. Πολλές φορές μάλιστα νόμιζα ότι δεν ανοιγόκλειναν ούτε τα βλέφαρά τους. Σαν κάποιος να τους τα έραβε πρωί πρωί, πολύ κοντά στα φρύδια. Ή σαν να είχαν πάρει κάποια διαταγή που, αν την παρέβαιναν, θα επέσυρε βαριά τιμωρία. Κι άλλες φορές, μου φαινόταν πως είχαν κλάψει τόσο πολύ όλο το βράδυ, αφού τα μάτια τους ήταν κουρασμένα και βαθιά, με μαύρους κύκλους, κατακόκκινα όπως των βρικολάκων, έτοιμα να στάξουν σταγόνες το αίμα τους. Όσες Κυριακές κοινωνούσαν, παρατάσσονταν ο ένας πίσω από τον άλλον, ξέχωρα από τους υπόλοιπους πιστούς, κι έφτιαχναν μια μακριά γραμμή, σαν ουρά δεινοσαύρου, μέχρι να φτάσουν στο κόκκινο πανί και στο χέρι του ιερέα και να γευτούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνουν «καλύτεροι άνθρωποι».
Ποτέ μου δεν το πίστεψα αυτό. Μου φαινόταν απάτη και υποκρισία πως κάποιος γίνεται καλύτερος άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή θα καταπιεί μια γουλιά μαυροδάφνης και ένα ψίχουλο πρόσφορου. Μακάρι, εδώ που τα λέμε, να ήταν τόσο απλή κι εύκολη αυτή η διαδικασία. Αυτά τα πράγματα όμως, έχω την εντύπωση, ότι δε γίνονται ούτε τόσο εύκολα, ούτε τόσο ανώδυνα. Δεν μπορείς με μια εξομολόγηση και μια μεταλαβιά, να κερδίσεις την εξαίσια βασιλεία των ουρανών και να αναληφθείς κάποτε εκεί. Σίγουρα είναι κάτι πιο δύσκολο, πιο περίπλοκο και πιο χρονοβόρο αυτό. Όσο κι αν αγαπούσα την Κυριακή στην εκκλησία, δεν μπόρεσα ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, να συμφιλιωθώ μ’ αυτήν την εικόνα των κρατουμένων. Όχι γιατί φοβόμουν. Ιδίως, γιατί με πλάκωνε ένα βάρος στο στήθος, από την υποσυνείδητη αίσθηση του εγκλεισμού τους. Αυτή δε συμβάδιζε στο ελάχιστο με την άλλη αίσθησή μου, την ευδαιμονική και ήμερη. Ήταν δε, τόσο μεγάλη αυτή η αντίθεση, αυτή η διάσταση των δύο αισθήσεων, που όσο κι αν προσπαθούσα, με το παιδικό μου μυαλό, να τις φέρω κοντά, οι προσπάθειές μου αποτύγχαναν και εντός μου άπλωνε και διογκωνόταν αυτή η αντίθεση. Μ’ έκανε να νιώθω άβολα και ίσως μου προξενούσε και μια απροσδιόριστη ενοχή.
Οι κρατούμενοι έμοιαζαν πάντα σαν ξεφλουδισμένοι. Κάθε Κυριακή, ακόμα πιο ξεφλουδισμένοι. Σαν να τους έλειπαν κομμάτια δέρματος και σάρκας, σε άλλους, σαν να έλειπαν δόντια, σε άλλους μαλλιά, σε άλλους τα μάτια. Και τα χέρια τους, κρεμασμένα, ασάλευτα κι αυτά, σαν καρφωμένα σίδερα. Τα χείλια τους, σφιγμένα και σφραγισμένα σαν κλειστά ψαλίδια. Όσο η ώρα προχωρούσε, γύριζα και τους έριχνα κλεφτές ματιές, κυρίως τη στιγμή που η γιαγιά μου γονάτιζε για τις μετάνοιες. Είχα πάρει σαφέστατες και ρητές οδηγίες από εκείνη, να μην τους παρατηρώ, γιατί είναι αδιάκριτο και δεν είναι καθόλου σωστό. Την «έκλεψα» πολλές φορές τη γιαγιά μου, σ’ αυτό το «παιχνίδι». Κι εκείνη το καταλάβαινε, ήμουν σίγουρη, αλλά ποτέ δεν με μάλωνε. Γύριζα λοιπόν και τους κοίταζα, όχι τόσο από περιέργεια, όσο από διάφορες απορίες που κάθε τόσο επωάζονταν στο παιδικό μου κεφάλι. Υπήρχαν στιγμές, που όλο το γκρίζο από τις πανομοιότυπες στολές τους, απ’ τα χνώτα τους μπορεί, μαζευόταν, μαζευόταν, και γινόταν ένα πράγμα, ένα γκρίζο, μια μάζα, μια μεγάλη και σκοτεινή και φαιή σπηλιά, ένα τεράστιο στόμιο, που ρούφαγε και τον παφλασμό του ποταμού και τις ψαλμωδίες και τον ήχο από τις καμπάνες, τα ρούφαγε όλα, ρούφαγε και το «κακό και το δαιμονισμένο» και το ξέρναγε σαν φωτιά και χιόνι μαζί και σαν λάβα και σαν χειρότερο κακό. Τότε πραγματικά φοβόμουν, έτρεμα κι έσφιγγα πιο πολύ το χέρι της γιαγιάς μου. Η παλάμη μου ίδρωνε, κι εκείνη έβγαζε από την τσέπη της το λευκό κεντημένο μαντιλάκι και σκούπιζε τον ιδρώτα μου στο πρόσωπο και στα χέρια, και μου έδινε κι ένα φιλί στο μέτωπο. Όταν συνέβαινε αυτό, ποτέ δεν γύριζα ξανά το βλέμμα μου πίσω. Αντίθετα, κοιτούσα ίσια μπροστά και δίπλα από τον ιερέα που στεκόταν αγέρωχος στην Ωραία Πύλη, και κάρφωνα τα μάτια μου, στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους. Κρυφά τον ικέτευα, να σταματήσει αυτό το μαρτύριο της παραίσθησής μου. Και σταματούσε. Από τότε πίστευα κι εγώ περισσότερο σ’ αυτή τη δυναμική αγιοσύνη και μεγαλοψυχία του συγκεκριμένου αγίου.
Ποτέ δεν αντιπάθησα, ούτε μίσησα, κανέναν από τους κρατούμενους. Μόνο που το πρόσωπό τους, κάποτε, φάνταζε περισσότερο σκούρο από το κανονικό. Περισσότερο μαύρο. Σαν να είχαν τρίψει σ’ αυτό κάρβουνο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι αν κοίταζα τα πόδια τους -κάτι που ποτέ παρά την παρακινδυνευμένη τόλμη και την παιδική μου αφέλεια, δεν κατάφερα να πράξω- θα ήταν δεμένοι με βαριές αλυσίδες κάτεργων και από κει θα έσερναν σιδερένιες μπάλες. Αυτό το είχα διαβάσει στις Μεγάλες Προσδοκίες, και στους Άθλιους. Το είχα δει και στο σινεμά. Περίμενα, λοιπόν, με λαχτάρα, τη στιγμή που ο παπάς θα έβγαινε με το μπακιρένιο μπουκαλάκι του μύρου και θα μας ράντιζε. Και στάλα στάλα, τριαντάφυλλο, γιασεμί, φρέζες και γαζίες, θα έπεφταν λίγο λίγο και στη δική μου καρδιά, να τη μαλακώσουν. Να ευφράνουν την ψυχή μου. Τότε, έστρεφα το κεφάλι μου ολόκληρο και καθόλου διστακτικά και τους χαμογελούσα και μου χαμογελούσαν κι αυτοί. Κι ένιωθα τόσο μεγάλη ανακούφιση, ικανοποίηση και περηφάνια από αυτή τη μυστική μας συνεννόηση! Σαν να είχαμε βρει μεταξύ μας έναν κρυφό κώδικα επικοινωνίας που δεν χρειάζονταν ούτε λόγια ούτε χειρονομίες παρά μόνο αυτά τα βλέμματα τα ραντισμένα από τις μαγικές και εξιλαστήριες σταγόνες του «αγιασμένου μύρου». Αυτό, κρίμα, δεν κρατούσε πολύ, γιατί έπρεπε να περιμένω την επόμενη Κυριακή για να καταλαγιάσει το εσωτερικό τρέμουλο που ένιωθα, να πάψει να με ταλανίζει η αίσθηση, για να αρχίσω να χαμογελώ, απαλλαγμένη από την παράξενη αυτή θηλιά. Μερικές Κυριακές, τόσο δεν άντεχα να περιμένω την ώρα του μύρου, που προφασιζόμουν πονόκοιλο, δεν σηκωνόμουν από το κρεβάτι, κι έτσι η γιαγιά μου ξεκινούσε μόνη της για τον ναό.
Εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ και πάντα το ανασύρω σαν ανάμνηση με την ίδια ένταση, στα αισθήματα και στις λεπτομέρειές του, είναι η ημέρα των Χριστουγέννων. Πώς έκαναν τότε, Θεούλη μου, οι κρατούμενοι! Όταν άκουγαν τις καμπάνες να χτυπάνε για τη Γέννηση, δυνατά και χαρμόσυνα. Αγκαλιάζονταν, έδιναν σταυρωτά φιλιά και γελούσαν, γελούσαν σαν μικρά παιδιά. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν, γίνονταν φωτεινά, σχεδόν διάφανα! Τα μάτια τους ήταν πεντακάθαρα και ξάστερα και αστραποβολούσαν σαν να τα είχε ξεπλύνει μια πολύ δυνατή βροχή. Ποτέ δεν τους έβλεπα τόσο ευτυχισμένους, ποτέ ποτέ, καμιά Κυριακή του χρόνου, παρά μόνο το πρωινό των Χριστουγέννων. Γελούσαν, γελούσαν δυνατά και μετέδιδαν αυτό το γέλιο σε όλους τους πιστούς και τότε γελούσαμε όλοι μαζί, με την πιο μεγάλη χαρά του κόσμου και την πιο αισιόδοξη ελπίδα, πως όλοι κάποτε θα ξαναγεννηθούμε, πως όλοι κάποτε θα ζήσουμε ελεύθεροι, χωρίς δεσμά, χωρίς πολέμους και εγκλήματα, χωρίς σύνορα και διακρίσεις, ζυγούς και τυραννίες, που κρατούν την ψυχή και το μυαλό μας φυλακισμένα και δέσμια, και δεν τ’ αφήνουν να πετάξουν. Και όλους μας ένωνε αυτή η καινούρια ζωή, σαν σπίθα, σαν φλόγα που ανάβλυζε από τον εσωτερικό ουρανό μας. Ανέβαινε πιο ψηλά και πιο ψηλά, μέχρι που έφτανε σε κάποιο θεό, που μας συγχωρούσε κρίματα και αμαρτίες και μικρότητες, και μας παρέδιδε εξαγνισμένους και καθαρούς στον πιο παιδικό του παράδεισο.
Η Χαριτίνη Ξύδη γεννήθηκε στον Βόλο και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2005 με το μυθιστόρημα «C-Minor» (Ιωλκός), το οποίο ακολούθησαν επτά ποιητικές συλλογές, ένα διήγημα και μία συλλογή μικρών κειμένων. Τον Δεκέμβριο του 2007 διακρίθηκαν με έπαινο από την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, στο Η’ Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης, τρία ποιήματά της, τα οποία εμπεριέχονται στη συλλογή “Τα όνειρα καπνίζουν”. Τον ίδιο χρόνο, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για τη νουβέλα “Η Ίρμα των δαιμονίων” (ανέκδοτο). Τον Ιανουάριο του 2008 διακρίθηκε με Α’ έπαινο από την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, στο 9ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα “Ο Δρόμος”, στα Λογοτεχνικά Περιοδικά: “η λέξη”, “Σοδειά”, “Τριφυλλιακή Εστία”, στα ηλεκτρονικά Περιοδικά: “Λογοτεχνικό Μπιστρό”, “e-poema”, “24 γράμματα” και κατά καιρούς έχουν φιλοξενηθεί σε επιλεγμένους ιστότοπους.
- Διαβάστε εδώ παλαιότερη συνέντευξη της συγγραφέως στο catisart.gr:
Χαριτίνη Ξύδη, η ποίηση σε περιμένει στη γωνία