«Πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα κεφάλαιο για την ηθική ιστορία της χώρας μου και διάλεξα το Δουβλίνο για σκηνικό, διότι έμοιαζε να είναι το κέντρο της παράλυσης»
Οι Νεκροί γράφτηκαν τη χρονιά 1906-1907. Είναι το τελευταίο διήγημα των Δουβλινέζων, της συλλογής των δεκαπέντε διηγημάτων που ο James Joyce άρχισε να γράφει το 1904, σε ηλικία είκοσι δύο ετών, και δεν εκδόθηκε παρά το 1914, ύστερα από πολλές δυσκολίες κι αφού πέρασε διαδοχικά από τα χέρια τριών εκδοτών. Με τους Δουβλινέζους ο Τζόις θέλησε, καθώς ο ίδιος εξήγησε, να συνθέσει ένα κεφάλαιο της ηθικής ιστορίας της χώρας του, και διάλεξε το Δουβλίνο ως τόπο όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες του, γιατί πίστευε πώς η πόλη αυτή ήταν το κέντρο μιας ηθικής παράλυσης – κι όταν λέει παράλυση, δεν εννοεί χαλάρωση των ηθών, αλλά την απώλεια βουλητικών προβολών, την απουσία νευροψυχικού τόνου, τον εν ζωή θάνατο. Οι ήρωες των διηγημάτων αυτών, οι Δουβλινέζοι, συνειδητοποιούν στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας πως είναι θύματα αυτής της παράλυσης, και η συνειδητοποίηση αυτή συνιστά γι’ αυτούς μια αποκάλυψη. Αυτά τα δύο μοτίβα (παράλυση-αποκάλυψη) διατρέχουν όλα τα διηγήματα των Δουβλινέζων και κορυφώνονται στους Νεκρούς, με τη συντριπτική αποκάλυψη και αυτεπίγνωση του Γκάμπριελ Κονρόυ, μες από αναρίθμητες νύξεις, τροπές και τεχνάσματα της γραφής πού προετοιμάζουν και παραπέμπουν στην τελική, αριστοτεχνική έκβαση.
***
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο διήγημα της συλλογής, Ο Νεκρός, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη.
***
Η ψυχρή ατμόσφαιρα της κάμαρας πάγωνε τους ώμους του. Τεντώθηκε με προσοχή και ξάπλωσε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, πλάι στη γυναίκα του. Όλα, ένα ένα, γίνονταν σκιές. Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου μεγάλου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γεράματα. Σκέφτηκε πως είχε κλείσει μέσα στην καρδιά της τόσα χρόνια, η γυναίκα που κοιμόταν πλάι του, την εικόνα των ματιών του αγαπημένου της, όταν της είχε πει πως δεν ήθελε να ζήσει.
Μεγαλόψυχα δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι για καμιά γυναίκα, αλλά καταλάβαινε πως αυτό ήταν η πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν πιο πυκνά στα μάτια του, και μέσα στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως έβλεπε τη μορφή ενός νέου να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε.
Άλλες μορφές ήταν εκεί κοντά. Η ψυχή του είχε πλησιάσει σε εκείνη την περιοχή που κατοικούν τα πλήθη των νεκρών. Αντιλαμβανόταν τη δύστροπη, τρεμουλιαστή ύπαρξη τους, αλλά δεν μπορούσε να την κατανοήσει. Η ίδια του η οντότητα ξεθώριαζε μέσα σ’ έναν γκρίζο άυλο κόσμο: ακόμη κι ο στέρεος κόσμος που αυτοί οι νεκροί είχαν κάποτε οικοδομήσει κι είχαν ζήσει μέσα του, διαλυόταν και χάνονταν.
Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ξανάρχιζε να χιονίζει. Κοιτούσε νυσταγμένος τις νιφάδες, ασημιές και θαμπές, να πέφτουν λοξά στο φως του φαναριού. Είχε έρθει γι’ αυτόν ο καιρός να ξεκινήσει για το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντού, σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία. Έπεφτε σε κάθε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λόφους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ οβ Άλεν, κι ακόμα πιο πέρα δυτικά, έπεφτε μαλακά στα θολά, ανταριασμένα κύματα του Σάνον. Έπεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πάνω στο λόφο, εκεί που κειτόταν θαμμένος ο Μάικλ Φάρεϋ. Στοιβαζόταν πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπετρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκάθια. Το είναι του ατονούσε σιγά σιγά, όσο άκουγε το χιόνι να πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του οριστικού τέλους πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.