Γράφει ο Μάνος Λαμπράκης
Κάθε φορά που μαγειρεύουμε στο σπίτι και το φαγητό περισσεύει, δεν περισσεύει μονάχα ύλη. Περισσεύει νόημα. Και ίσως αυτή να είναι η πιο υπόγεια, σιωπηλή, αλλά ριζοσπαστική πολιτική πράξη που έχουμε σήμερα ανάγκη: να αρχίσουμε να μοιραζόμαστε ξανά το φαγητό μας.
Όχι μόνο στους φτωχούς. Αλλά στους φίλους μας. Στους μοναχικούς. Στον άρρωστο της πολυκατοικίας. Σε εκείνον που δεν θα ζητήσει ποτέ βοήθεια, αλλά που θα δακρύσει μόλις δει το καθαρό τάπερ με φαγητό στο κατώφλι του.
Το φαγητό είναι πολιτισμός. Είναι ο τρόπος που οι κοινωνίες αναγνωρίζουν η μία την άλλη. Είναι η αρχαία μορφή φιλίας, πριν υπάρξουν οι λέξεις. Ο Σιμωνίδης έλεγε: «Ἡ τροφὴ μνήμην τίκτει». Το φαγητό γεννά μνήμη. Όποιος σου δίνει ψωμί, δεν σου δίνει απλώς ζωή — σου δίνει ιστορία.
Αλλά είναι και κάτι άλλο, βαθύτερο: είναι θεολογία. Ο Χριστός δεν άφησε μια θεωρία. Άφησε ένα τραπέζι. Η Εκκλησία γεννήθηκε στο Μυστικό Δείπνο, με λίγο ψωμί και κρασί μοιρασμένα, όχι ως μεταφορά αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα φωνάξει:
«Θέλεις να τιμήσεις το Σώμα του Χριστού; Μην το αγνοείς στους φτωχούς που πεινάνε!» (PG 63, 477).
Σ’ έναν κόσμο όπου όλα ιδιωτεύονται — η στέγη, το σώμα, η οθόνη, η ψυχή — η κουζίνα είναι ο τελευταίος τόπος κοινοκτημοσύνης. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από κει. Από ένα φαγητό που δεν καταναλώνεται, αλλά προσφέρεται. Όχι για να σώσουμε τον κόσμο. Αλλά για να τον θυμηθούμε.
Να θυμηθούμε ότι κανείς δεν σώζεται μόνος του. Ότι η πολιτική αρχίζει εκεί όπου δυο άνθρωποι τρώνε μαζί. Ότι η φτώχεια δεν θεραπεύεται από συστήματα, αλλά από κοινούς φούρνους και κοινά χέρια. Ότι ο κόσμος δεν αλλάζει με νόμους, αλλά με γεύση.
Κι αν κάποτε ξαναγεννηθεί μια επανάσταση, δεν θα ξεκινήσει με πανό — αλλά με ένα ταψί γεμιστά που αλλάζει χέρια, σιωπηλά.