Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» δεν συμπεριλαμβάνεται στα πιο γνωστά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921-2011), του πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου.
Είναι όμως χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο επιτυχημένα. Μια καυστική σάτιρα του πολέμου και όσων τον καπηλεύονται. Για τον Καμπανέλλη ο πόλεμος είναι ο πατέρας κάθε ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κάθε ανθρώπινης παράνοιας, πάνω από όλα της μεγαλομανίας και της καπηλείας των ιδανικών.
Όπως επεσήμανε σωστά ο Ζαν Ζιρωντού «η ειρήνη είναι το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο πολέμων». Αυτό που κινεί τα νήματα της ιστορίας, φαίνεται να είναι το χρήμα, ο πλούτος.
Το έργο
Πρόκειται για μια πολυπρόσωπη κωμωδία εμπνευσμένη από το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το 305 π.Χ., με την οποία ο Καμπανέλλης σατιρίζει σύγχρονα ήθη και πάθη. Είναι απίθανο πόσο σύγχρονο φαντάζει αυτό το έργο το 2024.
Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό και φιλοσοφικό. Η τοποθέτηση του έργου τη χρονιά της μακεδονικής εισβολής στη μέχρι τότε ουδέτερη Ρόδο, είναι βεβαίως απλά η πρόφαση, για να σχολιαστεί η μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα.
«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» πρωτογράφεται στα 1952 συνεπώς η άμεση αφετηρία του είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά κυρίως οι άμεσες μεταπολεμικές εξελίξεις — τα πρώτα συμπτώματα του Ψυχρού Πολέμου — και η υποκρισία των συμμάχων, που καταλήγουν να εξομοιωθούν με το κακό που πολέμησαν, σα να είχαν μολυνθεί από αυτό και έγιναν και νικητές και διάδοχοί του.
Η παράσταση
Οι ηθοποιοί είναι υπέροχοι και πράγματι είναι αεικίνητοι πάνω στη σκηνή. Οι ρόλοι είναι πολλοί στο έργο και η επιτυχημένη διασκευή απαιτεί από τον καθένα να κάνει παραπάνω από έναν ρόλο. Έχουν ρυθμό, έκφραση, μουσική, δυναμική.
Όλοι (Ελισσαίος Βλάχος, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Αγγελική Μαρίνου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Χαρά Δημητριάδη, Βάλια Τζιτζικάκη, Μαριάννα Ντίρου) υπηρετούν άψογα τους ρόλους εκπληρώνοντας τις προθέσεις του συγγραφέα.
Όλος ο θίασος τουρίστες, πανευτυχείς σε έναν δικό τους κόσμο. Η Ρόδος είναι μια νησίδα ασφάλειας, δεν πτοείται από τίποτα. Ακόμα κι αν ο πόλεμος μαίνεται γύρω τριγύρω η Ρόδος είναι αυστηρά ουδέτερη. Εξάλλου δεν διαθέτει στρατό.
Υποδοχή στο κράτος, κάτι σαν ξενοδόχος, ο Φιλόξενος (Ελισσαίος Βλάχος), ο οποίος ζει σε μια νιρβάνα, παρέχει υπηρεσίες στους τουρίστες και όλοι οι Ροδίτες τους κάνουν τεμενάδες για να μη χάσουν τους πελάτες και τα χρήματα.
Το θέμα είναι η καπηλεία κάθε λογής: η καπηλεία κάθε μορφής αρχών και αξιών, ιερών και οσίων και εν συνεχεία η καπηλεία του πολέμου, η καπηλεία του πατριωτισμού.
Ο ξέφρενος τουρισμός, είναι σαν επέλαση βαρβάρων. Ρυπαίνουν το περιβάλλον, κακοποιούν τα μνημεία, μεθούν και ασχημονούν. Όπως οι πολεμοχαρείς, που δεν αναγνωρίζουν την ομορφιά γύρω τους, τους βρωμούν οι τριανταφυλλιές και μόνο το εμπόριο των όπλων και τα κέρδη τους μετρούν. Όλοι έμποροι! Καθώς η απειλή του πολέμου γίνεται φανερή, το εμπόριο του τουρισμού μεταλλάσσεται σε εμπόριο όπλων. Οι Ρόδιοι αντιγράφουν τις πρακτικές των πολεμοχαρών για να αισχροκερδήσουν.
«Όλοι είναι έμποροι», διακηρύσσει ο Φιλόξενος με περηφάνια στην αρχή του έργου. Ο ίδιος άλλωστε διέταξε τη μετατροπή των ναών σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, το ξήλωμα του στρατού, αλλά και την εκπόρνευση μιας νεαρής, αυθόρμητης και χαριτωμένης κοπέλας, της Ουρανίας (Μαριάννα Ντίρου) για να παρασύρει τον Δημήτριο προς όφελος των Ροδίων.
Επίσης ο Χάρης ο Λίνδιος, Ροδίτης γλύπτης (Δημήτρης Τσιγκριμάνης) θα κολακέψει τη ματαιοδοξία του Δημήτριου φιλοτεχνώντας το άγαλμά του. Όλα στο βωμό του κέρδους.
Στην ίδια αποστολή επιστρατεύεται και ο Μάγειρας, ο Μέντης (Γιώργος Σύρμας) ώστε δια της γαστρονομικής απολαύσεως να πείσει τον Δημήτριο, ότι το σημαντικό στη ζωή είναι «ό,τι φας, ό,τι πιείς και ό,τι χέσεις».
Ο «ειρηνιστής» μεγαλοξενοδόχος επιχειρεί να διατηρήσει – προς ίδιον όφελος – την ουδετερότητά του, όμως μέσα του υποβόσκει ένας μιλιταριστής τύραννος, που με την πρώτη ευκαιρία αφυπνίζεται μουγκρίζοντας. Δεν άργησε η αντιστροφή των ρόλων.
Ο γλύπτης στο τέλος και αφού έχει προσπαθήσει να αποδώσει ανεπιτυχώς πολλές φορές το άγαλμα του Δημήτριου, τελικά του δείχνει τη βαθιά του φύση.
Όλα συμβαίνουν σε ένα πολύχρωμο σκηνικό (Βίκυ Πάντζιου) με υπέροχα κοστούμια (Ματίνα Μέγκλα).
Αξίζει να σημειωθεί η κινησιολογία του Ηλία Χατζηγεωργίου. Από τη μια οι παραθεριστές και από την άλλοι οι στρατηγοί του Δημήτριου με τον περίπλοκο, αστείο χαιρετισμό. Υπάρχει πάντα η απειλή ενός πολέμου, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Πτολεμαίο, που μεταφέρεται στη θάλασσα και αυτό θα επηρεάσει τον τουρισμό.
Η σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου μετρημένη, ευφάνταστη, ουσιαστική, εμπνευσμένη.
Μια κωμωδία καταστάσεων με αλλεπάλληλες ανατροπές που χαρίζει στους θεατές μια απολαυστική ώρα ψυχικής ανάτασης και ευφορίας, μέσα από πολυχρωμία, αισθητική απόλαυση, λεπτό χιούμορ και αλληγορίες.
***
ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ “ΚΛΙΚ”
«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο θέατρο Olvio από τους «Πτωχαλαζόνες»