Matisse. Comme un roman (Σαν μυθιστόρημα): Ήταν μία από τις πολυαναμενόμενες εκθέσεις του 2020, αλλά ως ζωντανή εμπειρία έμεινε λίγο καιρό ανοιχτή για το κοινό. Οργανώθηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 150 χρόνων από τη γέννηση του Ανρί Ματίς (1869-1954), ένας φόρος τιμής στον καλλιτέχνη που μας έμαθε να ξαναβλέπουμε το φως και το χρώμα.
Η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 230 έργα του και πλούσιο υλικό αρχείου. Αφηγείται σε 9 κεφάλαια, που ακολουθούν με χρονολογική σειρά τη ζωή του, από τα πρώτα του βήματα ως νεαρός καλλιτέχνης –ξεκίνησε μάλλον αργά να ζωγραφίζει, το 1890– μέχρι την πλήρη απελευθέρωση της γραμμής και του χρώματος, έτσι όπως συνέβη πλέον κοντά στο τέλος του βίου του.
Η ψηφιακή παρουσίαση της έκθεσης είναι τρίγλωσση (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά) και περιλαμβάνει podcasts (ένα για κάθε αίθουσα), φωτογραφικό υλικό και βίντεο με τους επιμελητές που μας ξεναγούν στα εκθέματα. Είναι προγραμματισμένη να διαρκέσει έως 22.2.2021. (www.centrepompidou.fr)
- ΠΑΡΙΣΙ / Centre Pompidou
Ο Henri-Émile-Benoît Matisse (31 Δεκεμβρίου 1869 – 3 Νοεμβρίου 1954) γεννήθηκε στη Γαλλία, στην επαρχία Λε Σατό – Καμπρεζί.
Σπούδασε νομικά στο Παρίσι αλλά την ίδια εποχή που πήρε το πτυχίο του ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, όταν η μητέρα του, τού έκανε δώρο είδη ζωγραφικής σε μια εποχή που έπρεπε να μείνει περιορισμένος στο σπίτι λόγω ασθενείας.
Τότε ανακάλυψε «ένα είδος παραδείσου», όπως είπε ο ίδιος, και αποφάσισε ότι αυτό που επιθυμούσε να κάνει ήταν να γίνει ζωγράφος, κάτι που προκάλεσε την απογοήτευση του πατέρα του.
Το 1891 επέστρεψε στο Παρίσι, για να σπουδάσει ζωγραφική στην Académie Julian, ως μαθητής των William-Adolphe Bouguereau και Gustave Moreau. Αρχικά ζωγράφιζε κυρίως νεκρές φύσεις με το τυπικό φλαμανδικό στυλ.
Ο Jean-Baptiste Chardin ήταν από τους αγαπημένους του ζωγράφους, τέσσερα έργα του οποίου αντέγραψε ως μαθητής (σήμερα αυτά τα έργα βρίσκονται στο μουσείο του Λούβρου).
Το 1896 εξέθεσε, για πρώτη φορά, 5 έργα του στην Société Nationale des Beaux-Arts, όπου το γαλλικό κράτος αγόρασε δύο από τα έργα. Τα δυο επόμενα χρόνια επισκέφτηκε επανειλημμένα τον Αυστραλό ιμπρεσιονιστή ζωγράφο John Peter Russell, ο οποίος του γνώρισε τον ιμπρεσιονισμό και το έργο του προσωπικού του φίλου αλλά ακόμα άγνωστου Ολλανδού Vincent van Gogh.
Ως συνέπεια, το προσωπικό στυλ του Matisse άλλαξε δραματικά, και ο ίδιος αργότερα θα πει: «Ο Russell ήταν ο δάσκαλός μου και ο Russell μου εξήγησε τη θεωρία των χρωμάτων».
Ο Matisse επηρεάστηκε επίσης από τους Nicolas Poussin, Antoine Watteau, Edouard Manet, Cézanne, Gauguin, Signac, καθώς επίσης και από τον Auguste Rodin, και την ιαπωνική τέχνη. Μελέτησε με πάθος τα έργα των ζωγράφων και μάλιστα χρεώθηκε για να αγοράσει έργα των αγαπημένων του ζωγράφων.
Μεταξύ των έργων που είχε σπίτι του ήταν μια γύψινη προτομή του Rodin, ένας πίνακας του Gauguin, ένα σχέδιο του van Gogh, αλλά και το υπέροχο έργο του Cézanne, με τις Τρεις Λουόμενες. Στο έργο του Cezanne, o Matisse βρήκε την κύρια πηγή έμπνευσής του.
Το 1898 επισκέφτηκε το Λονδίνο για να μελετήσει τα έργα του J. M. W. Turner. Η πρώτη του προσωπική έκθεση έγινε στην γκαλερί Vollard’s το 1904 (χρονιά με την οποία γνωρίστηκε με τον κατά 12 χρόνια νεότερό του Pablo Picasso), χωρίς να σημειώσει σημαντική επιτυχία.
Ακολούθησαν ομαδικές εκθέσεις, σκληρές κριτικές αλλά και έπαινοι. Το ζεύγος των Gertrude και Leo Stein αγόρασε το έργο του «Γυναίκα με καπέλο», κάτι που είχε σημαντική ψυχολογική επίδραση στον καλλιτέχνη που βασανιζόταν από την κακή υποδοχή των έργων του.
Ο Matisse είχε μακρά σχέση με τον Ρώσο συλλέκτη Sergei Shchukin, για τον οποίο δημιούργησε ένα από τα διασημότερα έργα του, το «La Danse». Το 1941, ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, ο ζωγράφος άρχισε να χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο, κάτι που χρειάστηκε μέχρι το θάνατό του.
Συνέχισε ωστόσο να ζωγραφίζει, παράγοντας έργα που ήταν πρωτοπόρα και ριζοσπαστικά όπως τη σειρά «Μπλε Γυμνά» και το βιβλίο με πολύχρωμα κολλάζ «Jazz» (1947). Ο ίδιος απόλυτα εκτός της πολιτικής, συγκλονίστηκε από τη φυλάκιση και τον βασανισμό της αντιστασιακής κόρης του Marguerite στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück.
Το 1951 ολοκλήρωσε τον σχεδιασμό του εσωτερικού, των παραθύρων και της διακόσμησης του παρεκκλησίου, κάτι που έκανε λόγω της στενής φιλίας του με τη δομινικανή καλόγρια Jacques-Marie, ενώ το 1952 ίδρυσε ένα μουσείο για το έργο του στη γενέθλια πόλη του.
Ο Matisse έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, το 1954, ύστερα από καρδιακή προσβολή. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Notre Dame de Cimiez, κοντά στη Νίκαια.