Δεν είναι απλώς μια καλή ηθοποιός αλλά μια αυθεντική και στιβαρή δημιουργός στον απαιτητικό κόσμο του θεάματος. Ήταν, για παράδειγμα, εντυπωσιακός ο τρόπος που η Μαρία Πρωτόπαππα είχε επιλέξει να παίξει τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, έναν μονόλογο όχημα και φορτίο, ένα χείμαρρο λέξεων και συνειρμών, μια έκρηξη ειρωνείας και σάτιρας που σου έκοβε την ανάσα. To ίδιο εκπληκτικός και ο τρόπος που φόρεσε το φωτοστέφανο της ψυχικά ευάλωτης Ρόζας στο «Χαίρε Νύμφη» του Ξενόπουλου. Με υπόγειο σαρκασμό, πικρό χιούμορ, εσωτερική συνείδηση, απόκρυφη συγκίνηση και ισορροπία. Αξιοθαύμαστη και η ερμηνεία τής ψυχρά αινιγματικής Κριστίν στο αριστουργηματικό «Δεσποινίς Τζούλια» του August Strindberg, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών 2012. Η Μαρία Πρωτόπαππα είναι μια λεπτοκαμωμένη, καλόγουστη νέα γυναίκα, ανεπιτήδευτη, απέριττη, με καλή προαίρεση και δίχως κανέναν κομπασμό. Διακριτική, φιλαλήθης, ευθύς, γνήσια, απλή, αυθόρμητη και φυσική. Στις διασταυρώσεις της με τη μικρή οθόνη δικαίωσε πραγματικά την έννοια του φωτισμένου και αφοσιωμένου καλλιτέχνη. Το ταξίδι είναι γι’ αυτήν πάντα ταξίδι και τις προκλήσεις τις αντιμετώπισε με αυτοπεποίθηση και σεβασμό. Άφησε εποχή με την αβρή και τυραννισμένη Ευγενία Καπετανάκη στο «Νησί» (φωτογραφία) και την πικραμένη και τρυφερή Δέσποινα του «Δέκα». Μακράν μέσα στις καλύτερες ερμηνείες από καταβολής ελληνικής τηλεόρασης. Πιστεύω πως η ελεύθερη και ασυμβίβαστη Μαρία διαθέτει επίσης μια χρυσή κωμική φλέβα με την οποία σύντομα θα συμφιλιωθεί και θα την αναδείξει. Τη φαντάζομαι να παίζει το χαμίνι, το αυθάδικο παιδί που ονειρεύεται και σαν τον εξερευνητή να πάλλεται από συγκίνηση εν όψει της αναμέτρησης, να ανυπομονεί με την προσδοκία κι αυτής της περιπέτειας. Άλλωστε «τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει»; Ουδείς! Όσο τέτοια μάτια εκφραστικά ωραία θα μας κοιτούν και χέρια αστραφτερά θα απλώνονται προς το μέρος μας…
Διαβάστε τη συνέντευξη.
* Γεννήθηκα στον Κορυδαλλό, προάστιο του Πειραιά. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στον Πειραιά, επίσης. Οι παππούδες έχουν διάφορες πατρίδες, θαλασσινές και μη… Δεν αναπολώ, γενικά, την παιδική ηλικία, είναι περίοδος ανελευθερίας και εξάρτησης. Δεν με ευχαριστεί η ιδέα. Μου φαινότανε, αρκετά χαμένος χρόνος.
Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη φορά που παρακολουθήσατε θέατρο;
* Όχι ακριβώς. Θυμάμαι μια παράσταση των “Τριών Aδελφών” στο Εθνικό Θέατρο, η Άννυ Πασπάτη έπαιζε Μάσα. Ζήτησα να με πάει η μαμά μου στα καμαρίνια πρώτη φορά. Άλλη παράσταση, στο Θέατρο Τέχνης, με τον Γιώργο Αρμένη, το “Αχ, αυτά τα φαντάσματα” του ντε Φίλιππο, με την οποία είχα μείνει άναυδη.
Πότε συνειδητοποιήσατε την ανάγκη σας να ασχοληθείτε με την τέχνη;
* Δεν θα μπορούσα να ορίσω πότε. Ξέρω ότι χαιρόμουν να «είμαι» στο σώμα μου μόνο όταν αυτό χόρευε ή τραγουδούσε. (Δεξιά, Κριστίν στο θεατρικό έργο “Δεσποινίς Τζούλια” σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη).
Με ποιο ρόλο κάνατε την πρώτη σας εμφάνιση και πώς νιώσατε την πρώτη φορά που πατήσατε επίσημα το σανίδι;
* Στον ερασιτεχνικό θίασο του Δήμου Κορυδαλλού, με δάσκαλο τον αγαπημένο μου “πατέρα” Δημήτρη Μητσούλα. Το έργο ήταν “Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού”, του Ιάκωβου Καμπανέλη. Μου έδωσαν να παίξω τη γριά θεία. Ήμουν 14. Ντρεπόμουν μέχρι θανάτου και για να το ξεχάσω βυθίστηκα. Ο κόσμος γελούσε, αλλά δεν ήξερα αν ήμουν αστεία ή γελοία. Και δεν έμαθα ποτέ.
Αγαπάτε να παίζετε σε κωμωδίες στο θέατρο;
* Δεν έχω την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται. Σε κωμικές στιγμές ρόλων το ‘χω ευχαριστηθεί, αλλά δεν πιστεύω στον εαυτό μου.
Ποιους ηθοποιούς, Έλληνες ή ξένους, εκτιμάτε για την υποκριτική τους και για τη στάση τους απέναντι στη ζωή;
* Ουουουουου πάρα πολλούς. Έχουμε πολλούς ηθοποιούς δυνατοτήτων, όπως και σκηνοθέτες. Παιδεία μας λείπει και συγκρότηση. Των ξένων τεράτων που έχω δει, δε θυμάμαι τα ονόματά τους, είναι δύσκολα. Για τη στάση ζωής δεν μπορώ να ξέρω. (Στη φωτογραφία, με τον Δημήτρη Καταλειφό στην τηλεοπτική σειρά “10” του Καραγάτση).
Τι σας πρόσφερε η τηλεόραση;
* Ανάσα οικονομική, εμπειρίες και τριβή υπό δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες.
Πιστεύετε ότι στη χώρα μας οι απλοί άνθρωποι είναι αποκλεισμένοι από την τέχνη και το θέατρο;
* Ναι. Κυρίως εξαιτίας της έλλειψης κουλτούρας και της υπερκατανάλωσης προϊόντων υποκουλτούρας. Λιγότερο, επειδή είναι ακριβό. (Πάνω, με τη Λένα Κιτσοπούλου στο “Χαίρε Νύμφη” του Ξενόπουλου).
Με τη Λένα Κιτσοπούλου συνεργαστήκατε φέτος με το “Χαίρε Νύμφη” αλλά έχετε συνεργαστεί και στο παρελθόν με τη “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.”. Έχετε κάποιους κοινούς κώδικες που σας ωθούν σ’ αυτή την αγαστή συνεργασία;
* Φαντάζομαι πως ναι. Κάποιες στιγμές έχουμε θαυμάσει τις ίδιες αρετές σε ένα θέαμα, αυτομάτως λοιπόν, έχουμε ένα σύνολο κοινών στόχων, χωρίς να ταυτιζόμαστε. Νομίζω κάποια στιγμή ψάχναμε την ελευθερία του ανεπιτήδευτου.
Όταν ερμηνεύετε ένα ρόλο, κρατάτε κατόπιν κάτι από το χαρακτήρα; Ή σβήνει τελείως για σας;
Η τέχνη μπορεί να αλλάξει κάτι στη ζωή μας;
* Τον τρόπο σκέψης. Την αισθητική. Το βλέμμα. Το βάθος της κατανόησης.
Ποιους ρόλους θέλετε να υποδυθείτε, είτε γυναικείους είτε ανδρικούς;
* Ένα μικρό χαμίνι θέλω να παίξω, αυτό είναι το απωθημένο μου, ένα φίλο του Όλιβερ Τουίστ.
Έχετε έρθει ποτέ αντιμέτωπη με την καχυποψία στη δουλειά σας;
* Με την έλλειψη εμπιστοσύνης συνεχώς, με την καχυποψία όχι, δε νομίζω.
Τι σας απασχολεί περισσότερο αυτή την εποχή;
* Πάντα η σχέση μου με τους Άλλους. Οι εναλλακτικοί τρόποι και ιδέες για διαβίωση με νόημα και σεβασμό. Ο χαρακτήρας μου.
Αδημονείτε για κάτι;
* Ναι, για κάτι αόριστο, επειδή δεν ξέρω να απολαμβάνω αυτό που έχω.
Αξίζει να ρισκάρει κανείς, κατά τη γνώμη σας;
* Εννοείται. Εάν δεν βλάπτει τους άλλους…
Ποια όνειρα θέλετε να κυνηγήσετε;
* Εδώ αγωνιούμε να φτιάξουμε όνειρα… (Κάτω, με τον Γιώργο Χωραφά στην ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου “Η Υπογραφή”).
Πώς είναι η καθημερινότητά σας;
* Ξέρω γω… Άλλοτε αξιολύπητη, άλλοτε πυκνά ευχάριστη.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;
* Τον Παπαδιαμάντη θα πω.
Ο κόσμος μας είναι ένα απέραντο θέατρο;
* Ναι, μα όχι με “δραματικό” φορτίο. Κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά, η «υπόκριση» και τα σχήματα συμπεριφοράς είναι απαραίτητα συστατικά της επικοινωνίας, με στόχο τη συνύπαρξη των ατόμων σε μια κοινωνία. Η ποιότητα της επικοινωνίας και οι προθέσεις, είναι το ζήτημα. (Πάνω, από την παράσταση “Ρομπέρτο Τσούκο” του Μπερνάρ – Μαρί Κολτές, σκηνοθεσία Έφη Θεοδώρου, Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή).
Ποιο στίχο μπορείτε με ευκολία να θυμηθείτε;
* Κανέναν.
Τι μπορεί να σας κάνει να αγανακτήσετε;
* Η άγνοια που κομπάζει. Ο τραμπουκισμός. Η κλεψιά. Ο ατομισμός. Η βία. Η αναισθησία. Η ηλιθιότητα. Η αγένεια. Η επικράτηση του παραλόγου λόγω πλειοψηφίας. Η ανευθυνότητα.
Τι σας πληγώνει;
* Η πιθανότητα της ματαιότητας. (Στη φωτογραφία πάνω, με τον Γιώργο Νούσια στο “Νησί”).
Η σχέση σας με τα ζώα ποια είναι; Έχετε κατοικίδιο;
* Είχα, δεν έχω πια. Δεν ξέρω αν είμαι άξια.