Στις 15 Ιουλίου παρακολούθησα την παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό Πελοποννήσου. Το όλο εγχείρημα της καλλιτεχνικής εταιρείας «Επωδός», παρά τις αρχικές απορίες μου, αποδείχτηκε συναρπαστικό και αναπτερωτικό. Ο σταθμός επιλέχθηκε σαν φυσικό σκηνικό όχι μόνο διότι αποτελεί ένα κτήριο αρχιτεκτονικού κάλλους του ιστορικού κέντρου της Αθήνας αλλά γιατί συνάδει απόλυτα με την οπτική της σκηνοθεσίας του Βασίλη Κονταξή, που τοποθετεί την τραγωδία μέσα στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο σταθμός, ένα παραμελημένο σήμερα κόσμημα, στέκει περήφανος και επιβλητικός θυμίζοντας την Ελλάδα που βρίσκει τη δύναμη να σταθεί όρθια ακόμη και μέσα από τις στάχτες της, ακριβώς όπως και η τραγική βασίλισσα της Τροίας που μέσα στα δεινά της βρίσκει τη δύναμη να παλέψει. Ο σταθμός, ο οποίος εγκαινιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, έχει αντικρίσει δύο δικτατορίες, δύο φονικότατους πολέμους και έχει ζήσει τη γερμανική κατοχή αλλά και δεκάδες μεταφορές αιχμαλώτων. Στην αποβάθρα του εκατομμύρια άνθρωποι συναντήθηκαν ή αποχωρίστηκαν φεύγοντας για λίγο ή για πάντα από τη χώρα. Είδε μεταναστεύσεις, μετακινήσεις, αποχωρισμούς, συμφορές και λεηλασίες. Άπειρα τραγικά γεγονότα καταγράφηκαν στη μνήμη του και πότισαν τους τοίχους και τις ράγες του.
Ιδανικός χώρος επομένως για μια τραγωδία, που αιωρείται, θαρρείς, σε χρόνο οριακό, σε στάδιο μεταιχμιακό.
Στην «Εκάβη» οι θεοί αποσύρονται και η ατμόσφαιρα που επικρατεί έχει την αίσθηση της εκκρεμότητας, της μεταβατικότητας, τη γεύση της αστάθειας, της αβεβαιότητας.
Πολύ συνετά ο σκηνοθέτης τοποθέτησε τη δράση σ’ χώρο αναμονής, μεταφορών, αφίξεων και αναχωρήσεων. Με την απουσία μάλιστα σκηνικών και την ανάδειξη του αξιακού υλικού ενός εγκαταλελειμμένου σταθμού, βαθαίνει την ηθική συνείδηση του έργου. Το υπάρχον σκηνικό δείχνει να λειτουργεί συμβολικά σαν νεκρή ζώνη, σαν ενδιάμεση περιοχή, γεμάτη εκτοπισμένους ανερμάτιστους ανθρώπους. Ένας κόσμος χάους, όπως είναι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί σε περιόδους πολέμων αλλά και οικονομικών κρίσεων.
Πολλά και σοβαρά θέματα τίθενται στην τραγωδία του Ευριπίδη και στην παράσταση προσεγγίστηκαν με τρόπο βαθύ και ευαίσθητο:
– Το θέμα του πολέμου, ο οποίος καταρρακώνει ηθικά τους ανθρώπους, καταλύει κάθε ίχνος σεβασμού απέναντι στον ανθρώπινο και το θείο νόμο και αποδομεί απλοϊκές ιδεολογικές σχηματοποιήσεις και στερεότυπα, όπως οι αντιθέσεις Έλληνας – βάρβαρος, πολιτισμένος – θηριώδης.
– Το θέμα της ελευθερίας και της δουλείας και η πικρή διαπίστωση ότι κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Όλοι μας εντέλει είμαστε δυνάμει σκλάβοι απέναντι στη δυστυχία, στην ατυχία, στην ήττα και στην ανάγκη. Ο τρόπος όμως που αντιδρά ο καθένας στις περιστάσεις καθορίζει και το ηθικό του ανάστημα. Η ορθή αντίδραση δεν είναι ανάγκη, είναι επιλογή.
– Το θέμα της ανθρωπιάς και του ελέους. Έλληνες είναι ο Οδυσσέας και ο Αγαμέμνονας αλλά και ο Ταλθύβιος, που δείχνει συμπόνια και συγκινείται από τα δεινά των ηττημένων, Έλληνας είναι κι αυτός.
– Το θέμα της πολιτικής διαπλοκής. Όργανο των πολλών ο Αγαμέμνονας, δεμένος στο πλέγμα των πολιτικών και κοινωνικών περιπλοκών και εξαρτήσεων, όπως στις «Τρωάδες» ο Μενέλαος, όπως ο ίδιος στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν μπορεί, αλλά ούτε και του επιτρέπεται να νιώσει κανέναν οίκτο. Μονάχα το συμφέρον τον οδηγεί.
Η αδιάλειπτη παρουσία όμως της Εκάβης επί σκηνής από τον πρόλογο μέχρι και την έξοδο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η υπόθεση παρουσιάζει, πέρα από οτιδήποτε άλλο, την προσωπική της τραγωδία. Το πρόσωπο της Εκάβης παρέχει στο έργο την κρίσιμη ενότητα της δράσης αλλά και του μύθου.
Ο Ευριπίδης ενισχύει το μύθο και αναδεικνύει την ανθρώπινη βαρβαρότητα, αλλά επίσης τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στην Εκάβη και την κόρη της ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι δύο αντιμετωπίζουν τις σκληρές περιστάσεις στις οποίες έχουν περιέλθει.
Η δε χρονική μετάθεση της θυσίας της Πολυξένης από την ημέρα της άλωσης της Τροίας στην ίδια ημέρα κατά την οποία αποκαλύπτεται το λείψανο του δύστυχου Πολύδωρου, εξασφαλίζει την ενότητα του χρόνου.
Η “Εκάβη” αφηγείται την τραγική μοίρα της γυναίκας του Πριάμου, η οποία από τα ύψη του παλιού βασιλικού της μεγαλείου, τα πλούτη και τις ανέσεις, βυθίζεται στα τάρταρα της πιο σκληρής σκλαβιάς. Η δύσμοιρη Εκάβη από μητέρα πολυάριθμων παιδιών μένει άτεκνη χάνοντας, με τρόπο φρικτό και αδιανόητο, τα δύο τελευταία της σπλάχνα, τον Πολύδωρο και την Πολυξένη. Τότε, από την αξιοπρέπεια, την τιμή και την αρετή του αξιώματός της, έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδα και κάθε ηθικό αντέρεισμα, κατρακυλά στον κυνισμό, στην πιο ωμή και θηριώδη, την πιο δαιμονική αγριότητα, μέχρι που καταλήγει να αποκτηνωθεί και η ίδια, όπως οι θύτες της, τόσο αλληγορικά όσο και κυριολεκτικά.
Με ενάργεια και ανάγλυφα διδάχτηκε στην παράσταση το δίπτυχο των συναισθημάτων της Εκάβης, από τη μια ο πόνος και η οδύνη αρχικά και από την άλλη στη συνέχεια το μίσος και η εκδικητική μανία. Το πρώτο μέρος είναι άκρως δραματικό, γεμάτο υψηλά και ευγενή, αληθινά τραγικά αισθήματα. Το δεύτερο μέρος είναι βίαιο, άγριο, ανηλεές. Η Εκάβη δείχνει να ξεχωρίζει για την απόλυτη αδυναμία της. Είναι μια ανήμπορη ηλικιωμένη γυναίκα, έρμαιο της τύχης και των δεσποτών της. Σύντομα όμως τη βλέπουμε να μετατρέπεται σε γυναίκα αποφασιστική, αδίστακτη και ραδιούργα. Επιτυχώς η σκηνοθετική ανάγνωση έκανε κατανοητά στο κοινό όλα αυτά τα δυσπρόσιτα και λεπτά σημεία.
Πλάι στην Εκάβη λάμπει μέσα στη νεανική της αγνότητα, την ακηλίδωτη ομορφιά της, εσωτερική και εξωτερική, τη γενναία και ασυμβίβαστη αξιοπρέπειά της, η παρθένος κόρη της, η Πολυξένη. Η θυγατέρα που μετατρέπεται σε αθώο σφάγιο, και θεωρώντας πως η μοίρα της σκλαβιάς είναι χειρότερη κι από το θάνατο αρνείται να ικετεύσει να της χαρίσουν τη ζωή οι νέοι, σκληροί δυνάστες της. Κατόπιν τούτου οδεύει εθελουσίως στο βωμό, όπου θυσιάζεται, για να ικανοποιηθεί το καπρίτσιο του νεκρού ήρωα Αχιλλέα. Έτσι, η ηρωική ευγένεια της Πολυξένης καθιστά τη βάρβαρη θανάτωσή της ηθική καταξίωσή της.
Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που ανέβηκε αρχαιοελληνική τραγωδία στην αποβάθρα ενός σταθμού τρένου. Η «Εκάβη» του Ευριπίδη πραγματεύεται τον αφανισμό και τη διαδρομή ενός ξεριζωμένου λαού ο οποίος οδηγείται σε ξένο τόπο, υπόδουλος, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Οι θεατές γίνομε μάρτυρες των γεγονότων που συμβαίνουν σε ένα σταθμό της διαδρομής του. Εκεί που χάνεται και η τελευταία ελπίδα διάσωσής του.
Χάρη στην καλλιτεχνική εταιρεία «Επωδό» και τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδας ξαναδόθηκε, έστω και πρόσκαιρα, ζωή στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό Πελοποννήσου, που φέτος συμπληρώνει 130 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του. Από τις 14 έως τις 24 Ιουλίου παίχτηκε εκεί η «Εκάβη» του Ευριπίδη. Είθε να συνεχιστεί, γιατί επρόκειτο για μια σοβαρή και καλομελετημένη θεατρική προσπάθεια που οφείλουν να παρακολουθήσουν πολλοί θεατρόφιλοι.
Την Εκάβη ερμήνευσε η ηθοποιός Άννα Χατζηχρήστου. Παρουσία ευγενική και αρχοντική. Είχε εκφραστικότητα και βάθος, ωστόσο την πρόδωσε η φωνή της. Την ημέρα που παρακολούθησα την παράσταση δυστυχώς χάθηκε ένα μεγάλο τμήμα του κειμένου, καθότι συλλαβές αλλά και λέξεις ολόκληρες έσβηναν στον αέρα. Ως εκ τούτου επιφυλάσσομαι, καθότι δεν στάθηκε δυνατόν να έχω μια πλήρη εικόνα για την ερμηνεία της. Σημειώνω μόνο την αριστοκρατική μορφή της.
Η Πολυξένη της Νατάσας Παπαδάκη ήταν έξοχη, γεμάτη κοριτσίστικη δροσιά και ακτινοβολία.
Οι Ηλίας Γκογιάννος – Οδυσσέας, Στέργιος Ιωάννου – Αγαμέμνων, Ιορδάνης Καλέσης – Ταλθύβιος, Κική-Γκαρίμα Σαρηγιαννίδη – Θεράπαινα, Κώστας Τραφαλής – Πολύδωρος και στο ρόλο του Πολυμήστορα ο Γιώργος Μάζης έχτισαν τους ρόλους τους με αφοσίωση, γνώση και ταλέντο.
Τα κοστούμια της Βάνας Παπαδημητρίου ήταν λειτουργικά και καλαίσθητα, ειδικά τα γυναικεία. Απέπνεαν έναν αέρα Μεσοπολέμου με τις καμπαρντίνες και τα απλά αλλά κομψά φορέματα.
Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Βασίλη Πλατάκη, έδιναν πάθος και χρώμα στις σκηνές.
Αξιοθαύμαστη θεατρικότητα, πλαστικότητα στην κίνηση και σωστή εκφορά του λόγου είχε ο Χορός. Ένα σύνολο αριστοτεχνικά κουρδισμένο, με ρυθμό, θεατρικότητα και αυθεντικά ωραίες φωνές. Ιδού οι άξιες κυρίες που τον απάρτιζαν: Μαρία Τζανουκάκη, Μαρβίνα Πυτιχούτη, Κατερίνα Οικονομίδη, Χρυσούλα Ζυβοπούλου, Φλώρα Παπαντωνίου, Εύη Καρά.
Πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος της στιβαρότητας της παράστασης δεν θα είχε επιτευχθεί αν οι εσωτερικές ευαίσθητες αντένες του χορογράφου Σίμωνα Πάτροκλου δεν είχαν αναλάβει δράση. Με περίπου σαράντα θεατρικά χρόνια στις πλάτες του, συνοδοιπόρος της Κατίνας Παξινού, του Αλέξη Μινωτή και του Δημήτρη Χορν, ο Σίμωνας Πάτροκλος αποτελεί σήμερα ένα πολύτιμο καλλιτεχνικό κεφάλαιο για τον τόπο μας. Χορευτής και μαθητής της Ραλλούς Μάνου, της Ζουζούς Νικολούδη, του Ντανιέλ Λομέλ, σεμνός και χαμηλών τόνος άνθρωπος, δάσκαλος που φωτίζει και ο ίδιος, είναι μια κιβωτός γνώσης και ήθους που χρήζει αξιοποίησης. Με άπειρη λιτότητα, υψηλή αισθητική και βαθυστόχαστη ισορροπία ενέπνευσε μια άρτια κινησιολογική συμπεριφορά.
Η «Εκάβη» στη μετάφραση του αείμνηστου Νίκου Χουρμουζιάδη, ενδεδυμένη την υπέροχη μουσική του Γεράσιμου Τριανταφύλλου και σκηνοθετημένη από τον Βασίλη Κονταξή, υπήρξε μια δουλειά διαυγής, έντιμη και κλασικής καθαρότητας. Από τα λαμπρότερα επιτεύγματα του φετινού θεατρικού καλοκαιριού.
Συντελεστές
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση είναι του Νίκου Χουρμουζιάδη ενώ τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Βασίλης Κονταξής, τη μουσική ο Γεράσιμος Τριανταφύλλου και τη χορογραφία ο Σίμωνας Πάτροκλος. Τα κοστούμια επιμελήθηκε η Βάνα Παπαδημητρίου και το σχεδιασμό των φωτισμών ο Βασίλης Πλατάκης. Την Εκάβη ερμήνευσε η Άννα Χατζηχρήστου. Συμμετείχαν ακόμα οι ηθοποιοί: Ηλίας Γκογιάννος, Μαρία Τζανουκάκη, Μαρβίνα Πυτιχούτη, Στέργιος Ιωάννου, Ιορδάνης Καλέσης, Κική-Γκαρίμα Σαρηγιαννίδη, Νατάσα Παπαδάκη, Κατερίνα Οικονομίδη, Κώστας Τραφαλής, Χρυσούλα Ζυβοπούλου, Φλώρα Παπαντωνίου, Εύη Καρά. Στο ρόλο του Πολυμήστορα ο Γιώργος Μάζης.
Ο σταθμός
Φέτος συμπληρώνονται, όπως προανέφερα, 130 χρόνια από τα εγκαίνια του παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού Πελοποννήσου ΟΣΕ, γεγονός που συμπίπτει με την ανάληψη της κοινής πρωτοβουλίας ΟΣΕ, Δήμου Αθηναίων και ΓΑΙΑΟΣΕ για τη μετατροπή του σε Σιδηροδρομικό Μουσείο. Το περίτεχνο κτήριο αποτελεί μικρογραφία του σταθμού Chemins de fer Orientaux στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως τον έντονα ανατολίτικο χαρακτήρα εκείνου. Βρισκόταν επί της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά – Πάτρας και εγκαινιάστηκε στις 30 Ιουνίου 1884. Χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης το 1985, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα σιδηροδρομικής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο.
O Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου ΟΣΕ είναι ένα επίμηκες, διαμπερές και συμμετρικό κεντρικό διώροφο κτίριο εκατέρωθεν του οποίου εκτείνονται δύο ισόγειες πτέρυγες. Συνδυάζει τις αρχές του νεοκλασικισμού, υιοθετώντας και πλήθος στοιχείων αρ νουβό, ενώ στην πίσω πλευρά του κτηρίου βρίσκεται η επιμήκης αποβάθρα. Ο αρχικός πυρήνας του Σιδηροδρομικού Σταθμού χτίστηκε κατά την περίοδο 1884-1889, βάσει σχεδίων ομάδας Γάλλων μηχανικών. Την τελική του μορφή, ωστόσο, έλαβε μεταξύ των ετών 1912-1913, σε σχέδια του Έρνστ Τσίλλερ, οπότε και προστέθηκαν οι χαρακτηριστικοί τρούλοι στη θέση των στεγών.
Η δράση
Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Αχαιών, που, γυρνώντας από το Ίλιο στην πατρίδα, έχουν στρατοπεδεύσει σε μια ακρογιαλιά στη Θρακική χερσόνησο, παρουσιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα και μιλάει: Είναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Για να τον φυλάξει από τους κινδύνους του πολέμου τον είχε εμπιστευθεί με θησαυρό μεγάλο ο πατέρας του εδώ στη Θρακική χερσόνησο στο βασιλιά Πολυμήστορα. Μα το Ίλιο έπεσε, οι Αχαιοί έσφαξαν τον Πρίαμο και ο Πολυμήστορας, πατώντας και όρκο και φιλία, σκοτώνει τον Πολύδωρο για να του πάρει τον χρυσό και τη σορό του την πετάει άσπλαχνα στη θάλασσα.
Αλλά της χαροκαμένης της μάνας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράυνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας πρόβαλε επάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του προσφέρουν την κόρη της Πολυξένη στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί -δηλώνει το φάντασμα- και ύστερα θα την παραδώσουν στη μάνα της την Εκάβη, για να τη θάψει. Και η Τρωαδίτισσα που θα σταλεί από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρει νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρει στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κι έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψει σήμερα -προμαντεύει το φάντασμα του Πολύδωρα- δυο βλαστάρια της, αυτόν και την Πολυξένη.
Η Εκάβη προβάλλει. Δυσκολεύεται να σταθεί και την κρατά μια Τρωαδίτισσα για να μην καταρρεύσει. Δεν ξέρει ακόμα για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θεωρεί ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Αλλά είδε στον ύπνο της ότι ένας λύκος της άρπαξε μια ελαφίνα μέσα από την αγκαλιά της. Μήπως αυτό το όνειρο είναι για το γιο της τον Πολύδωρο; Αυτό αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη. Ή μήπως είναι για την κόρη της, την Πολυξένη;
Ικετεύει τους θεούς, γεμάτη ανησυχία και αγωνία, να φύγει μακριά το κακό η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου.
Αυτό όμως που φοβόταν η Εκάβη, δεν θα το αποφύγει. Οι Τρωαδίτισσες αναγγέλλουν τη φρικτή είδηση, ότι οι Αχαιοί πήραν μια φοβερή απόφαση: Θα σφάξουν την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Σε λίγο θα έρθει ο Οδυσσέας να της την πάρει μέσα από την αγκαλιά της.
Η Εκάβη θρηνεί την αβάσταχτη δυστυχία της, την ερημιά της, που έχασε γέροντα και παιδιά, την εγκατάλειψή της από όλους τους θεούς, και απελπισμένη καλεί με φωνή σπαρακτική την Πολυξένη να βγει να ακούσει το ανείπωτο που σχεδιάσανε οι Αχαιοί.
Τρομαγμένη από την κραυγή της μάνας της η Πολυξένη μαθαίνει τι την περιμένει. Δεν κλαίει για το δικό της θάνατο, γιατί έτσι που κατάντησε δεν τη θέλει τη ζωή η υπερήφανη, ευγενική παρθένα, αλλά τη μάνα της κλαίει που σε λίγο θα της αρπάξουν την κόρη, για να τη στείλουν στο σκοτάδι του Άδη. Και μάνα και κόρη πέφτουν με λυγμούς η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Έρχεται βιαστικός ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να σφαχτεί στον τάφο του Αχιλλέα η Πολυξένη. Μάταια τον ικετεύει η Εκάβη και, όταν έμεινε αμετάπειστος, μάταια πάλι του θυμίζει ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη στις ικεσίες του και τον έσωσε, όταν είχε μπει κατάσκοπος στο Ίλιο. Ο Οδυσσέας το παραδέχεται και με κυνικότητα προσθέτει, ότι πολλά σοφίστηκε και της είπε, για να γλιτώσει από το θάνατο.
Αλλά δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα, που τη σέβονται απόλυτα οι Αχαιοί. Ήρθε να πάρει την Πολυξένη και θα την πάρει, δηλώνει ανάλγητα και απερίφραστα.
Η Πολυξένη έχει πάρει την απόφασή της. Δε θέλει να ζήσει στη σκλαβιά και στους εξευτελισμούς της. Προτιμότερος ο θάνατος.
«Σκοτώστε με εμένα», φωνάζει απελπισμένη η Εκάβη, «εγώ γέννησα τον Πάρη, που σκότωσε τον Αχιλλέα». Και όταν δε δέχτηκε την προσφορά της ο Οδυσσέας, «σκοτώστε με κι εμένα», ξαναφωνάζει η Εκάβη, «για να χορτάσει ο νεκρός με το αίμα και των δυο μας».
Αλλά η Πολυξένη άφοβη βαδίζει προς το θάνατο, που ίδιος λυτρωτής θα την προφυλάξει από τις πίκρες και τις προσβολές της σκλαβωμένης γυναίκας.
Τώρα που θα θυσιαστεί η Πολυξένη, η θαλάσσια αύρα θα φέρει τα καράβια των Αχαιών στην πατρίδα. Γι’ αυτό οι ανυπεράσπιστες στα χέρια των Αχαιών γυναίκες του Χορού εκφράζουν την αγωνία τους για την πικρή ζωή της σκλαβιάς που τις περιμένει. Αλλεπάλληλα τα ερωτήματά τους για τον τόπο που θα τις φέρει το ταξίδι πάνω στα κύματα.
Έρχεται ο αγγελιαφόρος των Αχαιών, Ταλθύβιος και, λυπημένος από την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας, που τη βλέπει τώρα ενσαρκωμένη στην πριν καλότυχη βασίλισσα του Ίλιου, καλεί με λόγια συμπόνιας την Εκάβη να σταθεί στα πόδια της.
Για μια στιγμή φαντάστηκε η Εκάβη ότι ο Ταλθύβιος ήρθε να την πάρει κι αυτήν, για να την οδηγήσει στον τάφο του Αχιλλέα, και ότι εκεί την προσμένει λυτρωτικό το μαχαίρι του θύτη. «Τρέχουμε, μην αργούμε! Δείχνε μου το δρόμο…».
Αλλά ο Ταλθύβιος την καλεί να φροντίσει για την ταφή της κόρης της, που έχει πια σφαχτεί. Της εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές της κοπέλας, που όλος ο στρατός των Αχαιών τη θαύμασε, γιατί άφοβα, με αξιοπρέπεια και γεμάτη αυτοσεβασμό αντίκρισε το θάνατο.
Αυτό είναι για την πικραμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου. Και λέει:
«Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό με ελάφρωσες, όταν έμαθα ότι στάθηκε ατρόμητη».
Παραγγέλλει με τον Ταλθύβιο στους Αχαιούς να μην αγγίξει κανένας την Πολυξένη της και στέλνει μια Τρωαδίτισσα να φέρει νερό από τη θάλασσα για το στερνό λουτρό της νεκρής.
Η Τρωαδίτισσα, που είχε πάει να φέρει νερό από τη θάλασσα για να πλυθεί το λείψανο της Πολυξένης, φέρνει τυλιγμένο το κορμί του Πολύδωρου. Το βρήκε στην ακρογιαλιά, όπου το είχαν βγάλει τα κύματα της θάλασσας και με φωνές και κλάματα το δείχνει στην Εκάβη.
Η Εκάβη μαντεύει ποιος είναι ο φονιάς του παιδιού της. Κι ενώ απελπισμένη θρηνεί πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας. Τώρα όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στο πώς θα μπορέσει να πάρει τον Αγαμέμνονα βοηθό στην εκδίκησή της. Το αποφάσισε πια: Θα εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί.
Όλος της ο πόθος είναι να τιμωρήσει τον κακούργο. Αλλά από πουθενά δεν έχει να περιμένει αρωγή. Χάθηκαν και τα παιδιά της, χάθηκε και η πατρίδα. Ας καταφύγει λοιπόν στην Αφροδίτη, δεν είναι καιρός για αξιοπρέπειες.
Την κόρη της την Κασσάνδρα, την αδελφή του Πολύδωρα, τη χαίρεται στο κρεβάτι του ο Αγαμέμνονας. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να δείξει ο τρανός βασιλιάς ότι για τις γλυκές τις νύχτες που του χαρίζει η Κασσάνδρα, έχει κάποιο χατίρι και η μάνα της, η άμοιρη Εκάβη. Ας τη βοηθήσει και για έναν άλλο ακόμα λόγο: Δεν επιτρέπεται στον καλό να αδιαφορεί για τα κακά που γίνονται, πρέπει να τα καταπολεμεί και παντού και πάντα χρέος του είναι να κάνει κακό στον κακό.
Παρά τους δισταγμούς του ο Αγαμέμνονας και με όλους τους φόβους του, μήπως παρεξηγηθεί από το στρατό, αποφασίζει να τηρήσει φιλική ουδετερότητα σε όσα πρόκειται να κάνει η Εκάβη στο φονιά του παιδιού της. Εν τω μεταξύ φεύγει μια Τρωαδίτισσα για να καλέσει τον Πολυμήστορα να έρθει να ανταμώσει την Εκάβη μαζί με τα δυο παιδιά του. Πρέπει να ακούσουν κι εκείνα το σπουδαίο μυστικό που η Εκάβη θα φανερώσει στον πατέρα τους.
Ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του Πολύδωρου, φτάνει με τα δυο παιδιά του. Πώς θα αργούσε αυτός στο κάλεσμα φιλικού προσώπου; Μήπως δε θυμάται τη φιλία που τον έδενε με τον ταλαίπωρο τον Πρίαμο; Γι’ αυτό δέρνεται και χτυπιέται και με φωνή υποκριτικά σπασμένη από τους τάχα ασυγκράτητους λυγμούς, φωνάζει κλαίει και για την καταστροφή του Ίλιου και για την Πολυξένη. Τέτοια είναι, λέει, η μοίρα των ανθρώπων. Αβέβαιη και η δόξα του ευτυχισμένου, αβέβαιη και η ελπίδα του δυστυχισμένου, που κάποτε θα ευτυχήσει. Έλειπε μακριά από τα σύνορα και δεν ήξερε τίποτα. Τώρα που έλαβε το κάλεσμά της, αμέσως έφτασε.
Γεμάτη αηδία η Εκάβη μπροστά σε μια τέτοια σιχαμερή υποκρισία δε χάνει την ψυχραιμία της: Αν δεν μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα, τούτο γίνεται -βεβαιώνει- γιατί τον ντρέπεται που τη βλέπει τώρα τόσο ξεπεσμένη από την αρχοντιά της και γιατί τέτοιος είναι ο νόμος, να μην κοιτάνε οι γυναίκες κατάματα τους άνδρες.
Στο διάλογο Εκάβης και Πολυμήστορα, που ακολουθεί, ο ποιητής συμπληρώνει την εικόνα του χαρακτήρα του Πολυμήστορα, που είναι ένας πολύ κυνικός υποκριτής, ψεύτης και αχόρταγος πλεονέκτης.
Βεβαιώνει τη μάνα του παιδιού, που με τα χέρια του το σκότωσε, ότι είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ότι ο γιος της ζει κοντά του ευτυχισμένος. Ανυπόμονα ζητάει επίσης να μάθει πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Πρίαμου και απροστάτευτος από σωματοφύλακες βαδίζει προς το εσωτερικό της σκηνής, όπου η αδικημένη μάνα την τιμωρία θα του επιβάλει.
Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούγεται. Οι Τρωαδίτισσες τυφλώνουν το φονιά και του σκοτώνουν και τα δυο παιδιά του. Ικανοποιημένη προβάλλει η Εκάβη. Δεν έχουμε πια μπροστά μας ένα ανθρώπινο ράκος. Τη ζωντανεύει η χαρά που της έδωσε η εκδίκηση. Με στητό το κορμί της και με φωνή που δείχνει την αγαλλίαση που γεμίζει την ψυχή της και που θα γέμιζε την ψυχή κάθε μητέρας που θα μπορούσε να κάνει κακό στο φονιά του παιδιού της, αναγγέλλει στο Χορό ότι εκδικήθηκε πια τον αδικητή.
Τυφλωμένος και με το πρόσωπο καταματωμένο προχωράει ψηλαφητά ο Πολυμήστορας. Μέσα στη σκηνή, που άνοιξε πια φαίνονται σφαγμένα τα δυο του τα παιδιά. Ουρλιάζοντας και βογκώντας για το κακό που του έκαναν ψάχνει με τα χέρια απλωμένα να πιάσει την Εκάβη και τις άλλες Τρωαδίτισσες.
Την ώρα αυτή εμφανίζεται ο Αγαμέμνονας και στην παράκληση του Πολυμήστορα, που πάλι δεν ξέχασε την υποκρισία του και δηλώνει στον τρανό βασιλιά ότι από φιλία προς τους Αχαιούς σκότωσε τον Πολύδωρο, εκφέρει την κρίση του για ό, τι έγινε: Δίκιο έχει η Εκάβη, αδικητής είναι ο Πολυμήστορας. Καλά έπαθε, γιατί έπραξε ένα ανόσιο κακούργημα.
Τότε ο Πολυμήστορας θυμάται και λέει μια παλιά προφητεία, που την ξέρει από το μάντη των Θρακών το Διόνυσο, για τη φρικτή τύχη που περιμένει την Εκάβη (θα πέσει στη θάλασσα και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα), για την κόρη της την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα (και οι δυο θα σκοτωθούν στο Άργος από την Κλυταιμνήστρα). Είναι κι η χαιρεκακία μια εκδίκηση και κάθε εκδίκηση είναι γλυκιά. Αγριεμένος ο Αγαμέμνονας, προστάζει τους ακολούθους του να τον πάρουν και να πετάξουν αυτόν τον κακομηνυτή σε κάποιο ερημονήσι.
Στέλνει και τις γυναίκες του Χορού να ετοιμαστούν για το ταξίδι, οι οποίες με θλίψη κι εγκαρτέρηση αποχωρούν από τη σκηνή.
Η τραγωδία
Mεγάλος υπήρξε ο θαυμασμός των αρχαίων προς την «Εκάβη», όμως και οι Βυζαντινοί από απεριόριστο κι αυτοί θαυμασμό την είχαν κάνει σχολικό βιβλίο. Την ενότητα στην τραγωδία αυτή τη δίνει σαφώς το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η Εκάβη. Σε ολόκληρο το έργο δεσπόζει η τραγική μορφή της. Με την εξέλιξη του ρόλου της και με τη διαδρομή των ψυχολογικών της καταστάσεων, από τα πρώτα προμαντέματα των συμφορών της ως την άγρια εκδίκηση, που επέβαλε στον Πολυμήστορα, για να ικανοποιήσει την εκδικητική μανία, που είχε γίνει σκοπός της ζωής της, δημιουργείται ένας χαρακτήρας που ζωντανεύει μπροστά μας με όλη την αλήθεια των ζωντανών πλασμάτων και της ζωής και της λογοτεχνίας. Είναι ο χαρακτήρας της μάνας, που αλλεπάλληλα πέφτουν πάνω της τα χτυπήματα του μίσους των καιρών και της μισαλλοδοξίας των ανθρώπων και τη φέρνουν στα έσχατα όρια μιας ωμής δοκιμασίας. Όσο κι αν ένιωσε την αδυναμία της στις απελπισμένες προσπάθειές της να σώσει το ένα παιδί της, όταν κατόρθωσε να παγιδεύσει το φονιά του άλλου της παιδιού, αυτή η αδικημένη που πριν ήταν συμμαζεμένη και στέναζε ανήμπορη κάτω από τα χτυπήματα του νόμου του πολέμου και του νικητή, εκδικήθηκε με τη μανία λέαινας που βρίσκει μέσα στη φωλιά της τον άρπαγα των μικρών της.
Το πρόσωπο
Η Εκάβη υπήρξε πιστή σύζυγος και φιλόστοργη μητέρα, διάσημη ως πολύτεκνη: Εκτός από τον Έκτορα, απέκτησε άλλα 18 παιδιά, όλα με τον Πρίαμο. Ο Ευριπίδης προχωρεί περισσότερο και το 19 το αυξάνει στο μη πιστευτό 50. Ο Απολλόδωρος απαριθμεί τα εξής 14 (4 κόρες και 10 γιοι):
Έκτορας (ήταν ο πρωτότοκος), Πάρις (γνωστός και ως Αλέξανδρος), Κρέουσα, Λαοδίκη, Κασσάνδρα, Πολυξένη, Δηίφοβος, Έλενος, Πάμμωνας, Πολίτης, Άντιφος, Ιππόνοος, Πολύδωρος, Τρωίλος. Ως δέκατο πέμπτο τέκνο της Εκάβης αναφέρεται ο Πολυδάμας.
Κατά μία παράδοση («Κύπρια έπη»), η Εκάβη είδε ένα παράξενο όνειρο λίγο πριν γεννήσει τον Πάρι: ότι από τα στήθη της πετάχτηκε ένας αναμμένος δαυλός που έβαλε φωτιά σε όλη την Τροία, ακόμα και στα δάση του όρους Ίδη. Οι μάντεις τους οποίους συμβουλεύθηκε της είπαν ότι το παιδί που θα γεννούσε θα κατέστρεφε την πόλη. Η Εκάβη, παρά την ερμηνεία αυτή και σχετικές συμβουλές, δεν δέχθηκε να σκοτώσει το νεογέννητο, αλλά απλώς να εγκαταλειφθεί στους βοσκούς της Ίδης. Ο Πάρις μεγάλωσε και αργότερα βρήκε ποια ήταν η πατρίδα του και επέστρεψε στην Τροία. Μια άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρει ότι οι μάντεις, και ιδίως ο Αίσακος (γιος του Πριάμου από την πρώτη του γυναίκα, την Αρίσβη) ειδοποίησαν τον Πρίαμο ότι μια συγκεκριμένη ημέρα θα γεννιόταν ένα παιδί που θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας. Την προκαθορισμένη ημέρα γεννήθηκαν δύο παιδιά: ο Πάρις και ο Μούνιππος, γιος της Κίλλας και του Θυμοίτη, αδελφού ή γυναικαδελφού του Πριάμου. Ο Πρίαμος σκότωσε τον Μούνιππο και την Κίλλα.
Η καταστροφή
Στον Όμηρο η Εκάβη δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και είναι μάλλον σκιώδες πρόσωπο. Συμπαρίσταται και συμπάσχει με τα παιδιά και τις νύφες της. Αλλά από τα Κύκλια έπη και μετά η Εκάβη μεγαλώνει σε σημασία. Ιδιαίτερα στους τραγικούς παριστάνεται ως μια ηρωίδα γεμάτη μεγαλείο, η οποία έχει φθάσει στα έσχατα όρια της δυστυχίας.
Ο μύθος του Πάρι δημιουργήθηκε για να αποδοθεί στην Εκάβη το κρίμα της καταστροφής της Τροίας, είτε επειδή γέννησε τον Πάρι, είτε επειδή δεν θέλησε να τον σκοτώσει. Μόνο έτσι δικαιολογούνται οι συμφορές που βρίσκουν την Εκάβη. Την εποχή που αλώθηκε η Τροία, η Εκάβη είχε ήδη χάσει σχεδόν όλους τους γιους της. Τον ένα, τον Πολύδωρο, τον είχε εμπιστευθεί ο Πρίαμος στον βασιλέα της Χερσονήσου Πολυμήστορα δίνοντάς του πολύ χρυσάφι για τον Πολύδωρο, έτσι ώστε να σωθεί τουλάχιστον ένας απόγονός τους. Αλλά μετά την άλωση της Τροίας και τον θάνατο του Πριάμου, ο Πολυμήστωρ σκότωσε τον Πολύδωρο για να οικειοποιηθεί τους θησαυρούς του και πέταξε το πτώμα του στη θάλασσα.
Μετά την άλωση η Εκάβη δόθηκε αιχμάλωτη του Οδυσσέα. Μια μέρα, στις ακτές της Τρωάδας ξεβράστηκε το πτώμα του Πολύδωρου. Τότε η τραγική μητέρα αποφάσισε να εκδικηθεί: Προσκάλεσε τον Πολυμήστορα για να του αποκαλύψει δήθεν πού βρίσκεται κρυμμένος κάποιος θησαυρός. Ο Πολυμήστωρ πήγε και η Εκάβη στην κατάλληλη στιγμή τον τύφλωσε. Οι Τρωαδίτισσες τύφλωσαν και τα δύο παιδιά του που συνόδευαν τον πατέρα τους.
Οι Έλληνες για να τιμωρήσουν την Εκάβη αποφάσισαν να τη λιθοβολήσουν. Ως προς το θάνατό της υπάρχουν παραλλαγές, όλες όμως έχουν ως κοινό στοιχείο τη μεταμόρφωση σε σκύλο. Ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του αναφέρει ότι η Εκάβη, αφού πρώτα είδε όλα τα παιδιά της νεκρά ή αρπαγμένα, μεταμορφώθηκε από τους θεούς, που τη λυπήθηκαν, σε σκυλί. Μία παραλλαγή λέει ότι η Εκάβη μεταμορφώθηκε σε σκύλο όταν την κατεδίωξαν για εκδίκηση οι σύντροφοι του Πολυμήστορα. Τρίτη εκδοχή είναι ότι η Εκάβη μεταμορφώθηκε σε σκύλο μέσα στο πλοίο που την οδηγούσε δούλη στην Ελλάδα. Τέλος, στην εκδοχή του λιθοβολισμού, η Εκάβη λιθοβολήθηκε πράγματι από τους Έλληνες, που όμως όταν πήγαν να την τραβήξουν κάτω από τις πέτρες βρήκαν, αντί για το πτώμα της, ένα σκυλί με πύρινα μάτια. Φαίνεται ότι η Εκάβη λατρεύθηκε σαν θεά με ιερό ζώο το σκυλί.
Το «Εκάβης μνημείον»
Στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στο ύψος μεταξύ των πόλεων Άβυδος και Δάρδανος, κοντά στον ποταμό Ρόδιο, βρισκόταν μνημείο που ήταν γνωστό ως «Εκάβης μνημείον», «Κυνός σήμα» ή «Κυνόσημα», και το θεωρούσαν τάφο της Εκάβης.
Εκτός από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η Εκάβη εμφανίζεται ως πρόσωπο και στις Τρωάδες του ίδιου ποιητή. Επίσης, αναφέρεται στην «Κόλαση» του Δάντη (ΧΧΧ 13-20) να παραφρονεί όταν βλέπει τα παιδιά της Πολυξένη και Πολύδωρο νεκρά. Αναφέρεται επίσης από τον Σαίξπηρ στον Άμλετ (πράξη 2, σκηνή 2) και από τον Καντ στο «Κριτική του καθαρού λόγου».
Φωτογραφίες: cat is art