23.5 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα – Στις 19 Αυγούστου του 1936 εκτελέστηκε από τους φασίστες

*

Μόνο το μυστήριο μας κρατάει ζωντανούς
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

***

Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο.

Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στην Ανδαλουσία. Σχετικά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις και Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.

Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημά του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία.

Με τον Σαλβαδόρ Νταλί

Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

Mε τον Λουί Μπουνιουέλ

***

Αποσπάσματα από τα λόγια του:
Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε!
Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ’ έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν’ αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: «Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!», τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ’ όποιον τον γυρέψει.
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού…
Φ. Γ. Λόρκα

***

Τι έγραψαν στα ποιήματά τους μεγάλοι μας ποιητές για τον Λόρκα:

Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος,
αυτό το άλικο πανί δεν έχει πάντοτες αγαθή βεβαιότητα,
είν’ ο θεός που αμιγής εκτείνεται στο μαύρο
πλήρως απών ή ανεικόνιστος,
όμως εσύ μυρόεσσα Ισπανία-της Ευρώπης θερμότητα
τί δόξα πρόσθεσες απ’ τη λαλιά του την άσπιλη
σ’ ανελέητο ήλιο σ’ έναν ουρανό
που πυρακτώνει διαμπερής αθωότητα..
Ισπανία εσύ αυθεντία στο θάνατο!
Δωρεάν η όραση Φεδερίκο
Γκαρθία Λόρκα δωρεάν η τυφλότητα…
Ν. Καρούζος
*
Απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
Σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
Μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά…
Ν. Καββαδίας

Πέντε ποιήματά του

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ
Δολοφονημένος από τον ουρανό
ανάμεσα σε σχήματα που πάνε προς το φίδι
και σε σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο
θ’ αφήσω να πέσουν τα μαλλιά μου
Με το δέντρο των ακρωτηριασμών που δεν τραγουδά
και το παιδί με το λευκό πρόσωπο του αυγού
Με τα ζωάκια με το ανοιγμένο κεφάλι
και το κουρελιάρικο νερό με τα στεγνά πόδια
Με όλα όσα έχουν κωφάλαλη κόπωση
και πεταλούδα πνιγμένη στο μελανοδοχείο
Σκοντάφτοντας με το διαφορετικό πρόσωπό μου της κάθε ημέρας
Δολοφονημένος από τον ουρανό!

 

Με τον Πάμπλο Νερούντα

 ΨΥΧΗ ΑΠΟΥΣΑ
Δε σε γνωρίζει ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμηση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δει
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.
Κανείς δε σε γνωρίζει. Όχι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Mε τις ανιψιές του

ΓΚΑΣΕΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γεμάτο νιόκοπα λουλούδια,
με τη γλώσσα γεμάτη έρωτα και αγωνία.
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών.

Δεν υπάρχει νύχτα που, δίνοντας ένα φιλί,
να μη νιώθεις το γέλιο των απρόσωπων ανθρώπων,
μήτε υπάρχει κανείς που, χαϊδεύοντας ένα νεογέννητο,
να ξεχνά τα ασάλευτα κρανία των αλόγων.

Γιατί τα ρόδα αναζητούν στο μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο
και τα χέρια του ανθρώπου δεν έχουν άλλο σκοπό
παρά να μιμηθούν τις υπόγειες ρίζες.

Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών,
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό πάω γυρεύοντας
ένα θάνατο από φως που να με αναλώνει.

Με την οικογένειά του

Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
¨Έφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα
Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου
Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;

Ο ποιητής με τη μητέρα του

 ΑΛΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Έσβησε τ’ όνειρο για πάντα!
Στη βροχερή τη νύχτα
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν

Και μες στη γλυκιά θλίψη
του τοπίου που πεθαίνει
κοπήκανε οι φωνές μου
Έσβησε το όνειρο για πάντα.
Για πάντα! Θεέ μου!
Κι όλο πέφτει το χιόνι
στον έρημο κάμπο
της ζωής μου,
κι η πλάνη
που πάει μακριά, φοβάται
μην παγώσει ή μην χαθεί

Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είναι άλλο
παρά η κούραση μόνο του χιονιού.

Ο ρυθμός μου ολοένα τραγουδάει
πως το όνειρο έσβησε για πάντα
Και μες στο αχνό το βράδυ
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν.

Με την ανιψιά του Ιζαμπέλ

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -