Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Το βρομερό ψεύδος έχει πάρει την εξουσία σ’ αυτή τη χώρα. Βρυχιέται μέσα στις αίθουσες, μέσα από μεγάφωνα, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, μέσα από τις οθόνες των κινηματογράφων. Ανοίγει το φρικτό του στόμα, και από μέσα βγαίνει η μπόχα της μόλυνσης και της σήψης· μια μπόχα που διώχνει τόσους και τόσους από τη χώρα, ενώ για κείνους που είναι αναγκασμένοι να μείνουν, η χώρα γίνεται φυλακή – ένα φοβερό μπουντρούμι.
Αλίμονο – οι Ιππότες της Αποκαλύψεως είναι ήδη καθ’ οδόν. Και τώρα ξεπέζεψαν εδώ και οικοδόμησαν έναν φρικτό καθεστώς. Ξεκινώντας από εδώ, θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο· γιατί αυτές είναι οι προθέσεις τους. Θέλουν να γίνουν αφέντες της γης και της θάλασσας. Παντού να δοξάζεται και να λατρεύεται το δύσμορφο είδωλό τους. Η ασκήμια τους να θαυμάζεται σαν να είναι η νέα ομορφιά. Κι εκεί που οι άνθρωποι ακόμα γελάνε μαζί τους, οι ίδιοι αύριο θα βρίσκονται στο χώμα. Είναι αποφασισμένοι να ενσκήψουν στον κόσμο, για να τον ταπεινώσουν και να τον καταστρέψουν με τον πόλεμο – όπως ταπεινώνουν και καταστρέφουν σήμερα τη χώρα που διαφεντεύουν: την πατρίδα μας, που από πάνω της ο ουρανός σκοτείνιασε και ο Θεός απέστρεψε θυμωμένος τα μάτια. Έπεσε η νύχτα στην πατρίδα μας. Άνθρωποι κακοί διασχίζουν τις επαρχίες της με μεγάλα αυτοκίνητα, με αεροπλάνα και με τρένα. Ταξιδεύουν παντού. Πάνε στις αγορές και διαδίδουν την απάτη τους. Παντού, όπου κι αν βρεθούν οι ίδιοι και τα τσιράκια τους, σβήνει το φως της λογικής και όλα σκοτεινιάζουν.
KLAUS MANN: ΜΕΦΙΣΤΟ
“Η ορχήστρα έπαιζε ακόμα φανφάρες, εκκωφαντικά και με ζήλο· ακόμα δεν είχαν καταλαγιάσει οι ζητωκραυγές του πλήθους. Στο μεταξύ, η Λόττε και ο χοντρός [Γκαίρινγκ] βρίσκονταν πια δίπλα στον υπουργό Προπαγάνδας και τον Χέφγκεν. Οι τρεις άνδρες ύψωσαν στα γρήγορα το χέρι, σε μια χαλαρή εκδοχή του επίσημου χαιρετισμού. Έπειτα ο Χέφγκεν, με σοβαρό, διακριτικό χαμόγελο, έσκυψε πάνω από το χέρι της μεγάλης κυρίας. Ιδού, οι τέσσερίς τους, έρμαια της φλογερής περιέργειας ενός επιλεγμένου κοινού: τέσσερις ισχυροί αυτής της χώρας, τέσσερις φορείς εξουσίας, τέσσερις θεατρίνοι – το αφεντικό της πληροφόρησης, ο ειδικός στις θανατικές καταδίκες και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, η ευαίσθητη σύζυγος και ο χλομός ραδιούργος. Και το διαλεχτό κοινό να παρατηρεί πώς ο χοντρός χτύπησε φιλικά στον ώμο τον διευθυντή του θεάτρου με τόση θέρμη που αντήχησε παντού, και πώς, γελώντας τραχιά, τον ρώτησε: “Λοιπόν, πώς πάει, Μεφίστο;”.
Το μυθιστόρημα “Μεφίστο” διηγείται την ιστορία του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν, από το ξεκίνημά του στο Θέατρο Τέχνης του Αμβούργου το 1926 μέχρι το 1936 που ο Χέφγκεν αναδείχθηκε λαμπρό αστέρι του νέου Ράιχ.
Όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία στη Γερμανία, εκείνος απαρνείται το κομμουνιστικό παρελθόν του και εγκαταλείπει σύζυγο και ερωμένη για να συνεχίσει να παίζει στο θέατρο. Ο πτέραρχος πρωθυπουργός και ο υπουργός Προπαγάνδας τον πρόσεξαν στην παράσταση του Μεφίστο και ο Χέφγκεν έγινε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου. Συνάπτει λοιπόν συμφωνία με τον Διάβολο προδίδοντας τις αξίες που άλλοτε υποστήριζε. Στο τέλος γίνεται “μαϊμού της εξουσίας”, “παλιάτσος που διασκεδάζει δολοφόνους”. Αλλά οι ηθικές συνέπειες της προδοσίας του αρχίζουν να τον κυνηγούν, μετατρέποντας τον κόσμο των ονείρων του σε εφιάλτη.
Το βιβλίο είναι ένα πανόραμα της κοινωνίας στο Γ’ Ράιχ – με σαφή στοιχεία σάτιρας. Ο Κλάους Μανν βλέπει τον ηθοποιό Χέφγκεν ως το σύμβολο “ενός εξ ολοκλήρου αναληθούς, ανήθικου καθεστώτος”, όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του.
Το Μεφίστο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1936 στο Άμστερνταμ, στον εκδοτικό οίκο Querido, που εξέδιδε βιβλία εξόριστων γερμανόφωνων συγγραφέων, όπως του Alfred Doblin, του Heinrich Mann, του Joseph Roth και της Anna Seghers. Μετά την πρώτη του έκδοση, δημοσιεύτηκε σύντομα σε 19 χώρες. Το 1966, η κυκλοφορία του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαγορεύτηκε με δικαστική απόφαση. Το 1981, παρά την απαγόρευση, κυκλοφόρησε μια νέα έκδοσή του και το βιβλίο απέκτησε φανατικό κοινό.
Η ταινία του Istvan Szabo
Βρισκόμαστε στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Ο Henrik Hoefgen (Klaus Maria Brandauer) είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός που ανήκει σε ένα μικρό και άσημο θίασο της πόλης του Αμβούργου. Παθιασμένος με το επαναστατικό θέατρο και τον μπολσεβικισμό, στα όρια του απόλυτου δογματισμού, ο Henrik φιλοδοξεί να μεταβιβάσει τις πολιτικές του θέσεις στο κοινό μέσα από ριζοσπαστικές θεατρικές φόρμες, αλλά και να ξεφύγει από τη μιζέρια της επαρχίας. Η καταξίωσή του σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ο «βολικός» γάμος του με μια σύζυγο αστικής καταγωγής και φιλελεύθερης ιδεολογίας, θα τον βοηθήσουν να ικανοποιήσει τον μεγαλοϊδεατισμό του και να προσληφθεί στο θέατρο του Βερολίνου, όπου θα έχει την ευκαιρία να υποδυθεί πλήθος ρόλων, με κορυφαία στιγμή του την ερμηνεία του στο ρόλο του Μεφιστοφελή από τον Φάουστ του Γκαίτε. Όταν το ναζιστικό κόμμα θα έχει πλέον καταλάβει την εξουσία, ο Henrik θα κάνει σταδιακά μια σειρά από ιδεολογικές εκπτώσεις, για να εξασφαλίσει την καλλιτεχνική του ανέλιξη μέχρι τη θέση του διευθυντή του θεάτρου, μετατρέποντας όμως έτσι τον εαυτό του σε φερέφωνο της ρατσιστικής χιτλερικής προπαγάνδας. Διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Klaus Mann, ο Istvan Szabo γύρισε μια ταινία σταθμό στη φιλμογραφία του, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στον Klaus Maria Brandauer να δώσει την ερμηνεία της ζωής του στον κεντρικό ρόλο.
- Διαβάστε επίσης:
«Μεφίστο» του Νίκου Μαστοράκη. Δύναμη, σκέψη και απόλυτη πραγματικότητα
***
ΜΕΦΙΣΤΟ
MANN KLAUS
Εκδόσεις Άγρα