Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία του Μεσοπολέμου δοκιμάζει τις αντοχές, την ιδεολογία και την ηθική των μελών ενός θιάσου. Μέσα στη δίνη καταιγιστικών ιστορικών εξελίξεων, κάποιοι θα αντισταθούν, κάποιοι άλλοι θα αιφνιδιαστούν και άλλοι θα πληρώσουν με τη ζωή τους, καθώς το αβγό του φιδιού σκάει και ο ναζισμός αποκτάει όλο και περισσότερη δύναμη. Ένας από τους ηθοποιούς του θιάσου, ο Χένρικ Χόφγκεν, μπροστά στην αβεβαιότητα και το φόβο, θα επιλέξει να προτάξει την καριέρα του και να συμμαχήσει με τον «διάβολο». Ο Gustav Grudgens (1899 – 1963) υπήρξε ίσως ο κορυφαίος Γερμανός ηθοποιός του 20ού αιώνα. Συνεργάστηκε με τους ναζί για να συνεχίσει τη θεατρική του πορεία και έγινε το κεντρικό πρόσωπο, ο Χένρικ Χέφγκεν (Hendrik Höfgen), στο μυθιστόρημα του πρώην κουνιάδου του, Κλάους Μαν, «Μεφίστο». Εκδόθηκε το 1936 όταν ο Γερμανός συγγραφέας ήταν εξόριστος στο Άμστερνταμ. Σαράντα χρόνια αργότερα ήρθε η θεατρική διασκευή της Αριάν Μνουσκίν, βασισμένη πάντα στο βιβλίο του Κλάους Μαν -γιου ενός κορυφαίου συγγραφέα του 20ου αιώνα, του Τόμας Μαν- που ανέβηκε από το Θέατρο του Ήλιου (1979-80). Γεννημένος στο Ντίσελντορφ, το 1899, ο Γκούσταβ Γκρίντγκενς έμεινε στην Ιστορία ως ένας κορυφαίος ηθοποιός που «πουλήθηκε» στους ναζί για να κάνει σταδιοδρομία. Συνεργάστηκε με την οικογένεια του Τόμας Μαν, παντρεύτηκε (για τρία χρόνια) την κόρη του και αδελφή του Κλάους Μαν, Έρικα Μαν. Άλλωστε μαζί με την κόρη του Φρανκ Βέντεκιντ, Πάμελα, και την Έρικα έπαιξαν στο πρώτο θεατρικό του Κλάους με τον τίτλο «Άνια και Εσθήρ». Από το 1928 που επέστρεψε στο Βερολίνο δούλεψε με τον Μαξ Ράινχαρτ, ενώ έπαιξε και στον κινηματογράφο -η συμμετοχή του στην ταινία του Φριτς Λανγκ «Μ» (1931) συνέβαλε στη δημοφιλία του. Μέλος του Συμβουλίου του Θεάτρου του Ράιχ, συνομιλητής του Γκέρινγκ και του Γκέμπελς, διευθυντής σε θεατρικές σκηνές της Γερμανίας, φυλακίστηκε από τους Σοβιετικούς το 1945 αλλά με τη μεσολάβηση του κομμουνιστή ηθοποιού Ερνστ Μπους αφέθηκε ελεύθερος. Μια κίνηση που ήρθε ως αποτέλεσμα της δικής του προγενέστερης πρωτοβουλίας να σώσει από βέβαια εκτέλεση τον Μπους, όπως είχαν προγραμματίσει οι ναζί. Στα μετέπειτα χρόνια έκανε άλλο έναν (λευκό) γάμο, με τη διάσημη Γερμανίδα ηθοποιό Μάριαν Χόπε. Στις 7 Οκτωβρίου του 1963, και ενώ ταξίδευε, πέθανε στη Μανίλα από εσωτερική αιμορραγία. Ουδέποτε έγιναν σαφείς οι αιτίες του θανάτου του, γι’ αυτό και παραμένει το ερώτημα αν αυτοκτόνησε από μεγάλη δόση υπνωτικών φαρμάκων. Σε ένα φάκελο δίπλα του βρέθηκαν λίγες λέξεις: «Πιστεύω ότι πήρα πολλά υπνωτικά στη ζωή μου. Νιώθω ωραία… Αφήστε με να κοιμηθώ». Είναι θαμμένος στο Νεκροταφείο του Αμβούργου (Ohlsdorf).
Μεφιστοφελής
Πράγματι η σταδιοδρομία του Gustav Grudgens παρουσιάζει εντυπωσιακά ραγδαία άνοδο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας. Την οποία παρακολουθούμε επί σκηνής δια του θεατρικού προσωπείου του Gustav Grudgens, όπως μας το δίνει ο Κλάους Μαν, του Χέντρικ Χέφγκεν. Ερμηνεύοντας τον Μεφιστοφελή διαπρέπει, εξάλλου, ο Γερμανός ηθοποιός Χέντρικ Χέφγκεν, το κεντρικό πρόσωπο στη συναρπαστική πινακοθήκη ηρώων που σκιαγράφησε το 1936 στο «Μεφίστο» (Mephisto – Novel of a Career) ο Κλάους Μαν. Ο Grudgens τίθεται υπό την προστασία του Γκέρινγκ ο οποίος του προσφέρει το -υψηλής σημασίας- αξίωμα του καλλιτεχνικού διευθυντή όλων των θεάτρων της Γερμανίας. Η αποδοχή αυτής της θέσης τον ανεβάζει στο απόγειο της δόξας του εν μέσω των πιο απεχθών χρόνων της ναζιστικής εξουσίας αλλά και τον σώζει. Το ναζιστικό καθεστώς καταδίωξε επίσης και τους ομοφυλόφιλους άντρες, των οποίων η σεξουαλική συμπεριφορά θεωρείτο εμπόδιο για τη διατήρηση του γερμανικού έθνους και στοιχείο διαφθοράς και ανηθικότητας για τη γερμανική κοινωνία. Ασκήθηκε δίωξη σε δεκάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλους για θεωρούμενες ομοφυλοφιλικές πράξεις ή συμπεριφορές. Οι ναζί άσκησαν επίσης διώξεις εις βάρος συγγραφέων και καλλιτεχνών οι οποίοι ή ήταν εβραϊκής καταγωγής ή τα έργα τους θεωρούνταν ανατρεπτικά. Την περίοδο 1933-1934, η κεντρική κυβέρνηση της Γερμανίας και διάφορες τοπικές κυβερνήσεις, καθώς και τοπικά τάγματα των ναζιστικών SA (Sturmabteilungen/ Τάγματα Εφόδου) και των SS (Schutzstaffel/Μοίρες Ασφαλείας) ίδρυσαν στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη τη Γερμανία για την προφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων. Τα SS, τα οποία ανέλαβαν τη γενική επίβλεψη και τον έλεγχο του συστήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης το 1934, είχαν ιδρύσει το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσής τους, το Νταχάου, τον Μάρτιο του 1933.
Η παράσταση
Σε μια έξοχη και συναρπαστική παράσταση, αριστοτεχνικά μελετημένη από τον σκηνοθέτη Νίκο Μαστοράκη, παρουσιάστηκε το έργο στο Εθνικό Θέατρο. Ένα από τα έργα που θέλουμε να ανεβαίνουν συχνά, γιατί είναι αριστουργηματικό και αγαπιέται από τους θεατές που αναζητούν την ποιότητα. Η παράσταση, με καλούς ρυθμούς και με υπέροχους ηθοποιούς, μας έκανε να σκιρτήσουμε, να λιώσουμε και να παγώσουμε στις θέσεις μας. Όσοι θυμούνται την παράσταση του Φλαμανδού σκηνοθέτη Guy Cassiers «Mephisto Forever» (2006) στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2009, καλύτερα να μην τη συγκρίνουν με τον «Μεφίστο» του Νίκου Μαστοράκη για το Εθνικό Θέατρο. Διαφορετική προσέγγιση, διαφορετική ανάγνωση, διαφορετικοί σκηνοθέτες. Αυτή είναι και η γοητεία του θεάτρου, άλλωστε. Κάθε φορά ένα θεατρικό έργο να διδάσκεται κάτω από αλλιώτικη οπτική. Προσωπικά η παράσταση όχι απλώς με κάλυψε αλλά και με συγκίνησε υπέρ το δέον. Ήταν ένας δρόμος γεμάτος αστραφτερές σταγόνες από δάκρυα, σκηνικούς κυματισμούς, ευφυείς σαρκασμούς, οδυνηρά ψηφιδοθετήματα Ιστορίας που δυστυχώς ελάχιστα έχουν μετακινηθεί από τη θέση τους και επανέρχονται στις μέρες μας. Η παράσταση είχε ευρωστία και ευγένεια, σήμανση και αναπάντεχη ταχύτητα που σε κρατούσε σε εγρήγορση. Συμμετείχε σχεδόν όλη η εθνική Ελλάδας των ηθοποιών και οι ερμηνείες τους ήταν εξαιρετικές, τα σκηνικά και τα κοστούμια (Νίκος Μαστοράκης) είχαν μια σαγηνευτική αίσθηση κίνησης, η μουσική (Σταύρος Γασπαράτος)ρομαντισμό και μεγαλείο, οι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) ήταν απαστράπτουσας θεατρικότητας και η επιμέλεια της κίνησης (Αμάλια Μπένετ) με πρέπουσα κομψότητα και υφέρποντα αισθησιασμό.
Απόλαυσα την παράσταση (διάρκειας 3.10΄), βυθισμένη στην πρώτη σειρά του πρώτου εξώστη και θεωρώ τη βραδιά εκείνη εκπληκτική και αξιομνημόνευτη. Μια παράσταση που άφησε στην πλειονότητα του κοινού ένα αίσθημα ταυτόχρονης στάσης και ροής. Περιπετειώδης, μυθιστορηματική, πνευματικής έντασης παράσταση, παράσταση δύναμης και σκέψης, που αφορούσε την τέχνη, την ψυχανάλυση, την ιστορία, την πολιτική, την απόλυτη πραγματικότητα.
Ταυτότητα παράστασης
«Μεφίστο» των Αριάν Μνουσκίν – Κλάους Μαν
• Μετάφραση Λουίζα Μητσάκου
• Σκηνοθεσία Νίκος Μαστοράκης
• Δραματουργική επεξεργασία (σε συνεννόηση με την Αριάν Μνουσκίν) Νίκος Μαστοράκης
• Σκηνικά – Κοστούμια Νίκος Μαστοράκης
• Μουσική Σταύρος Γασπαράτος
• Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης
• Κίνηση Αμάλια Μπένετ
• Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου
• Βοηθός σκηνοθέτη Τόμμυ Σκλάβος
• Βοηθός σκηνογράφου Αμαλία Θεοδωροπούλου
• Βοηθός χορογράφου Χρήστος Πολυμενάκος
Διανομή
• Έρικα Μπρύκνερ – Μαρίνα Ασλάνογλου (φλογερή και σαρωτική)
• Καρόλα Μάρτιν – Βίκυ Βολιώτη (έκσταση και αστραπή)
• Μύριαμ Γκότσαλκ – Μαρία Ζορμπά (απόλυτα αληθινή και τρυφερή)
• Τραγουδίστρια Έμελυν – Δανάη Κατσαμένη (καταπληκτική φωνή και σκηνική εμφάνιση)
• Εκδότης Γιόστινκελ – Θύμιος Κούκιος (ισορροπία και σωστές παύσεις)
• Όττο Ούλριχ – Αλέξανδρος Λογοθέτης (στιβαρός και ουσιαστικός)
• Κυρία Εφόυ – Υβόνη Μαλτέζου (σταθερή και γνήσια πολύτιμη)
• Γιούλιους – Στέφανος Μουαγκιέ (υπέροχη κίνηση αιλουροειδούς)
• Θεόφιλος Σάρντερ – Άλκης Παναγιωτίδης (επιβλητικός και αυθεντικά σαρκαστικός)
• Λούντβιχ – Γιώργος Παπαπαύλου (ορμή, ζωντάνια και ένταση)
• Λορέντζο – Τάσος Πυργιέρης (δράση και εσωτερικότητα)
• Τερέζα φον Χέρτσφελντ – Γιούλικα Σκαφιδά (αυλός και τύμπανο μαζί)
• Κνουρ – Γιάννης Στόλλας (αθόρυβη αξία)
• Πάμελα φον Νίμπουρν – Κωνσταντίνα Τάκαλου (θεατρικός στρόβιλος ταλέντου)
• Χανς Μίκλας – Χάρης Τζωρτζάκης (νέος, ταλαντούχος και αρεστός)
• Χέντρικ Χέφγκεν – Θάνος Τοκάκης (ερμηνεία που μένει αξέχαστη)
• Άλεξ – Ένκε Φεζολλάρι (ευπροσήγορος και ξεχωριστός)
• Κλάους Μπρύκνερ – Χάρης Φραγκούλης (μυστήριο και σκηνική ευφυία)
• Τόμας Μπρύκνερ – Μηνάς Χατζησάββας (φθινοπωρινή ηρεμία)
• Μάγκνους Γκότσαλκ – Νίκος Ψαρράς (απλώς συγκλονιστικός, προσήκουσα τιμή)
• Πιάνο: Λήδα Μανιατάκου (ζεστή μελωδική αχλή)
Μεφίστο – Μυθιστόρημα μιας καριέρας (Mephisto – Novel of a Career)
Το έργο γραμμένο το 1936, εμφανίστηκε πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο από τον εκδοτικό οίκο «Κβέριντο», στο Άμστερνταμ και μάλιστα στα γερμανικά. Ακολούθησαν μεταφράσεις του σε πολλές γλώσσες, μέχρι σήμερα έντεκα συνολικά. Στη Γερμανία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956 από τον οίκο «Ανασυγκρότηση», στο Ανατολικό Βερολίνο. Αργά, το καλοκαίρι του 1963, ο εκδοτικός οίκος «Νύμφενμπουργκερ» ανακοίνωσε την κυκλοφορία των έργων του Κλάους Μαν. Μέσα σ’ αυτά αναφερόταν και το “Μεφίστο”.
Στις 31 Μαρτίου 1964, ο Πέτερ Γκόρσκι, θετός γιος και κληρονόμος του ηθοποιού Γκούσταβ Γκρύντγενς, που είχε πεθάνει μισό χρόνο πριν, ξεκίνησε δικαστικό αγώνα στο Αμβούργο εναντίον του εκδοτικού οίκου, με σκοπό να εμποδίσει την κυκλοφορία του “Μεφίστο” στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Με απόφαση στις 25 Αυγούστου 1965 δεν έγινε δεκτό το αίτημά του. Έτσι ο οίκος εξέδωσε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Ο Πέτερ Γκόρσκι άσκησε έφεση και προσπάθησε να δεσμεύσει την κυκλοφορία. Το ανώτερο δικαστήριο του Αμβούργου αποφάσισε, ότι το βιβλίο μπορεί να κυκλοφορεί ως τη στιγμή που θα διεξαγόταν η εκκρεμούσα κύρια δίκη με τον εξής πρόλογο του εκδότη:
«Για τον αναγνώστη
Ο συγγραφέας Κλάους Μαν αυτοεξορίστηκε το 1933 για ιδιαίτερους λόγους και έγραψε το έργο αυτό το 1936 στο Άμστερνταμ. Από τη σκοπιά του τότε, και από μίσος για τη χιτλερική δικτατορία, δημιούργησε μια χρονικοκριτική εικόνα της ιστορίας του θεάτρου σε μορφή μυθιστορήματος. Και αν ακόμα δεν παραβλέπονται αναφορές σε πρόσωπα εκείνης της εποχής, πάντως αυτός πρωτ’ απ’ όλα έδωσε μορφή στα πρόσωπα του μυθιστορήματος με την ποιητική του φαντασία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κύρια μορφή του έργου. Έργα αι σκέψεις που της αποδίδουν στο μυθιστόρημα, αντιστοιχούν οπωσδήποτε πολύ στη φαντασία του συγγραφέα. Γι’ αυτό πρόσθεσε στο έργο του τη δήλωση: “Όλα το πρόσωπα του έργου παριστάνουν τύπους, όχι πορτρέτα”.
Ο εκδότης».
Το ίδιο δικαστήριο με απόφαση στην κύρια δίκη στις 9 Ιουνίου 1966 απαγόρευσε την κυκλοφορία ολόκληρου του μυθιστορήματος, ακόμα και με τον παραπάνω πρόλογο του εκδοτικού οίκου. Στην αναθεώρηση, στις 20 Μαρτίου 1968, το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε την απαγόρευση. Στα μέσα του 1968 ο οίκος υπέβαλε ένσταση στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η ένσταση έθιγε με πολλά παραδείγματα και θέματα διαδικασίας δημιουργίας, αλλά και ελευθερίας της τέχνης. Η απόφαση βγήκε στις 24 Φεβρουαρίου 1971. Από τους έξι συνταγματικούς δικαστές τρεις βρήκαν την ένσταση ως βάσιμη και τρεις ως αβάσιμη. Σε περιπτώσεις ισοψηφίας η ένσταση απορρίπτεται. Έπειτα από δέκα χρόνια μια μεγάλη προσωπικότητα του θεάτρου, η σκηνοθέτιδα Αριάν Μνούσκιν, ξανάπιασε το κείμενο σε θεατρική μορφή. Το έργο παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία (πάνω από 200.000 θεατές) στο Τεάτρ ντυ Σολέιγ στη Βινσέν, κοντά στο Παρίσι, με μετακλήσεις στο Βερολίνο και τηλεοπτικές μεταδόσεις. Έτσι το έργο έγινε γνωστό σ’ ένα πολύ μεγάλο κοινό.
Η δίκη του “Μεφίστο” θεωρείται η πιο γνωστή λογοτεχνική δίκη της γερμανικής μεταπολεμικής περιόδου. Η σύγκρουση μεταξύ των κάποτε φίλων του Κλάους Μαν και του Γκούσταβ Γκρύντγενς ονομάστηκε «μονομαχία των νεκρών». Η διένεξη προκάλεσε μια μεταθανάτια αίσθηση εξαιτίας της πολιτικής της σημασίας. Η αλήθεια είναι ότι όσο ζούσε ο Γκούσταβ Γκρύντγενς δεν κατέφυγε σε δικαστήριο, αλλά είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια από την εποχή που το έργο πρωτοεκδόθηκε στη Ανατολική Γερμανία το 1956 από τον οίκο «Ανασυγκρότηση», για να εμποδίσει τρεις με τέσσερις εκδοτικούς οίκους να εκδώσουν το βιβλίο στη Δυτική Γερμανία. Αγόρασε επίσης μέσω αντιπροσώπου όλα τα αντίτυπα που πέρασαν τα σύνορα και έφτασαν στη Δυτική Γερμανία. Η κανονική μήνυση έγινε από το θετό γιο του. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι μετά την αυτοκτονία του Κλάους Μαν στις Κάνες το 1949, έξι εκδότες που ήρθαν σε συνεννόηση με την Έρικα Μαν για να εκδώσουν το βιβλίο υπαναχώρησαν αφού απειλήθηκαν από φίλους και δικηγόρους του Γκούσταβ Γκρύντγενς.
Παραθέτουμε εδώ το κείμενο που ο Κλάους Μαν έστειλε το 1936 στην εφημερίδα «Παρισινή Ημερησία», όταν αυτή παρουσίασε το έργο με τον τίτλο “Μυθιστόρημα – κλειδί”.
«Αξιότιμη σύνταξη,
Μεγάλη είναι η χαρά μου, που το πρώτο μυθιστόρημα που εμφανίζεται στην επιφυλλίδα της θαρραλέας, δυνατής και ζωντανής νέας εφημερίδας σας «Παρισινής Ημερησίας», είναι το “Μεφίστο” μου.
Πρέπει όμως να σας βεβαιώσω -και κυρίως τους αναγνώστες μας- ότι η χαρά μου μειώθηκε κάπως από τον ξαφνικό και καθόλου πετυχημένο τρόπο με τον οποίο αναγγέλλετε το μυθιστόρημά μου στην εφημερίδα σας. Όχι δίχως φόβο πρόσεξα την επικεφαλίδα της προαγγελίας σας: «ένα μυθιστόρημα – κλειδί». «Μυθιστόρημα κλειδί»; Πότε κάποιος συγγραφέας, που άξιζε ενός τέτοιου τίτλου έγραψε κάτι, που θα ήθελε να το έβλεπε διακοσμημένο με αυτόν τον όχι τόσο τιμητικό χαρακτηρισμό; Πρέπει να διαμαρτυρηθώ -για το κύρος του φύλλου σας, για τους αναγνώστες μας, που είναι πολύ απαιτητικοί, για να διασκεδάζουν με «μυθιστορήματα – κλειδιά». Τελικά ακόμα και για το δικό μου κύρος. Βρίσκομαι στην ανάγκη να δηλώσω επίσημα: Δεν είχα πρόθεση να διηγηθώ την ιστορία κάποιου συγκεκριμένου ανθρώπου όταν έγραφα το “Μεφίστο”, μυθιστόρημα μιας καριέρας. Ήθελα να παραστήσω έναν τύπο και μαζί του τα διάφορα περιβάλλοντά του (το μυθιστόρημά μου δεν αναφέρεται μόνο στο «φασισμό»), τις κοινωνιολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις, που πρωτ’ απ’ όλα έκαναν δυνατή μια τέτοια άνοδο.
Στην προαγγελία σας γράφετε, δυστυχώς, ότι το “Μεφίστο” μου έχει τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου επιτυχημένου ηθοποιού στη σημερινή Γερμανία. Δεν θα επαναλάβω τ’ όνομά του εδώ. Μα, αυτόν τον ηθοποιό πραγματικά τον ήξερα. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει σήμερα για μένα; Ίσως μια προσωπική απογοήτευση. Ίσως ούτε αυτό… Έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γράφω μυθιστορήματα για ιδιαίτερα πρόσωπα; Η απογοήτευσή μου, ο θυμός μου, ο πόνος μου, είναι τόσο άσκοποι, τόσο «ιδιωτικοί», που ν’ ασχολούμαι με πρόσωπα, που τους κρατάω για τον ένα ή τον άλλο λόγο κακία και εκδικούμαι πάνω τους με τη μορφή μυθιστορήματος – κλειδιού;
Ο πόνος μου, ο θυμός μου, η αγανάκτησή μου, έχουν μεγαλύτερους στόχους απ’ ό, τι ένας ορισμένος ηθοποιός θα μπορούσε να είναι, κι ας έφτασε στο αξίωμα του διευθυντή θεάτρου. Αν τις εμπειρίες και τα συναισθήματα, που συσσώρευσαν τρία πικρά χρόνια για μας, τα συγκέντρωσα σε μια –όπως άλλωστε ελπίζω– όχι μόνο αγωνιστικά φτιαγμένη, μα ακόμα επικά σχηματισμένη μορφή –αν τα συμπυκνώσω σε μια μορφή– τότε αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε μια ποιητική, αντιπροσωπευτική: μόνο σε μια επινοημένη μορφή.
Όχι, ο “Μεφίστο” μου δεν είναι αυτός ή εκείνος. Μέσα του συντρέχουν πολλών ειδών «χαρακτηριστικά» μαζί. Εδώ δε πρόκειται για «πορτρέτο» αλλά για ένα συμβολικό τύπο που ο αναγνώστης θα κρίνει, αν ακόμα αυτός είναι άνθρωπος ζωντανός, θεωρημένος και σχηματισμένος ποιητικά.
Ο αναγνώστης, που του απευθύνω αυτές τις γραμμές με εμπιστοσύνη -θέλω να υποθέσω- θα διαπίστωνε, ακόμα και χωρίς τη δήλωσή μου αυτή, ότι το διηγηματικό μου έργο άστοχα χαρακτηρίζεται σαν «μυθιστόρημα – κλειδί». Παρόλ’ αυτά, έπρεπε να κάνω τη δήλωση. Γιατί πιο σημαντικό από όλες τις εκτιμήσεις τακτικής, πιο ουσιαστικό από όλες τις επιφυλάξεις, μου φαίνεται σήμερα πάρα ποτέ, ότι εμείς -ειδικά εμείς της μετανάστευσης- πρέπει ν’ αγρυπνούμε πάνω από τη συγγραφική και πνευματική μας τιμή και να την υπερασπιζόμαστε με πάθος από κάθε αδεξιότητα –όπως μπορεί να συμβεί σε συντρόφους «πάνω στο ζήλο της μάχης», μια που δεν μπορούμε να την προστατεύσουμε στην πατρίδα μας από την κακοήθεια και τη δυσφήμηση.
Με τους καλύτερους χαιρετισμούς και ευχές για τη δουλειά σας.
Δικός σας
Κ.Μ.».
Το μυθιστόρημα του Κλάους Μαν “Μεφίστο”, κυκλοφόρησε τελικά στη Δυτική Γερμανία το 1981 από τον εκδοτικό οίκο Rowohlt, χωρίς να λείψουν και πάλι οι δικαστικοί αγώνες εναντίον του.
Ο Κλάους Μαν (Klaus Mann), πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν και της Κάτιας Μαν, γεννήθηκε στο Μόναχο στις 18 Νοεμβρίου 1906 και άρχισε να γράφει διηγήματα και νουβέλες ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1925 πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου εργάζεται ως θεατρικός κριτικός, ενώ την ίδια περίοδο συγγράφει και παρουσιάζει μια σειρά πρωτοποριακών και προκλητικών θεατρικών έργων, που δημιουργούν αρκετό θόρυβο. Ταυτόχρονα, σε συνεργασία με την αδελφή του Έρικα, την Πάμελα Βέντεκιντ και τον Γκούσταβ Γκρίντγκενς, ιδρύει ένα θεατρικό οργανισμό, που τον μετατρέπει στη συνέχεια σε λογοτεχνικό «καμπαρέ».
Το 1929 αυτός και η Έρικα ξεκίνησαν μια παγκόσμια περιοδεία, την οποία χρηματοδότησαν οι ίδιοι με τα έσοδα που τους απέφεραν οι διαλέξεις και οι παραστάσεις μονόπρακτων που έγραφαν οι δυο τους. Μετά την περιοδεία η Έρικα και ο Κλάους Μαν έγραψαν μαζί ένα ταξιδιωτικό βιβλίο με τον τίτλο “Ολόγυρα” (Rundherum).
Το 1932 ο Κλάους Μαν δημοσίευσε μια αυτοβιογραφία του, που αναφερόταν στα παιδικά του χρόνια, υπό τον τίτλο “Παιδί αυτής της εποχής” (Kind dieser Zeit). Την άνοιξη του 1933 κατέφυγε ως μετανάστης στο Παρίσι. Εκεί θα μείνει με τον ερωτικό του σύντροφο Ρενέ Κρεβέλ (Rene Crevel), τον γνωστό υπερρεαλιστή συγγραφέα ο οποίος θα αυτοκτονήσει το 1935.
Το 1936 έγραψε το μυθιστόρημα “Μεφίστο” (Mephisto), με το οποίο καταφέρεται κατά του Γ’ Ράιχ, αφού ο κεντρικός του ήρωας, ηθοποιός Χέφκεν, είναι κατά τον Κλάους Μαν το σύμβολο «μιας εξουσίας τελείως κωμικής, απόλυτα ψεύτικης και ανειλικρινούς». Οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που ουδέποτε έκρυψε ή καταπίεσε, τον οδήγησαν συχνά σε σύγκρουση με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε.
Το 1937 θα γνωρίσει τον μετέπειτα ερωτικό του σύντροφο, το γνωστό θεατρικό κριτικό Τόμας Κουίν Κέρτις.
Το Σεπτέμβριο του 1937 ο Κλάους Μαν έφυγε για τις Ηνωμένες πολιτείες και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Εκεί κατατάχτηκε στον αμερικανικό στρατό και έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική και στην Ιταλία. Το 1945 επισκέφτηκε την Αυστρία και τη Γερμανία ως ανταποκριτής της στρατιωτικής εφημερίδας «Stars and Strips». Τις 21 Μαΐου 1949, ενώ βρισκόταν στις Κάνες, ο Κλάους Μαν έθεσε τέρμα στη ζωή του.
Έχουν γράψει για τον Κλάους Μαν:
Τόμας Μαν: «Οι σκέψεις μου διαρκώς επιστρέφουν γεμάτες λύπες στη ζωή του, που τη συντόμευσε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η σχέση μου μαζί του ήταν δύσκολη, και όχι χωρίς συναισθήματα ενοχής, γιατί αυτή καθαυτή η ύπαρξή μου έριχνε από την αρχή μια σκιά πάνω του. Όταν, ωστόσο, ήταν νέος στο Μόναχο, ήταν ένας πρίγκιπας γεμάτος κέφι, που έκανε ένα σωρό προκλητικά πράγματα. Αργότερα, στην εξορία, έγινε πιο σοβαρός, πιο ηθικός και πιο εργατικός. Αλλά δούλευε με τέτοια ευχέρεια και ταχύτητα, που σε αρκετά σημεία στα βιβλία του υπάρχουν λάθη και παραλείψεις. Ποιος μπορεί να πει πότε άρχισε να αναπτύσσεται μέσα του αυτή η επιθυμία για θάνατο, που τόσο μυστηριωδώς συνυπήρχε με την επιφανειακή επιθυμία, την εγκαρδιότητα, την άνεση και τον κοσμοπολιτισμό του; Αδυσώπητα, παρ’ όλη μας την υποστήριξη και την αγάπη, κατέστρεψε το εαυτό του, γιατί στο τέλος είχε σταματήσει πια να σκέφτεται τους άλλους.
Ήταν παρ’ όλα αυτά αξιόλογο ταλέντο. Ο Ζιντ όπως και ο Τσαϊκόφσκι του είναι πολύ καλά βιβλία, το ίδιο και το Ηφαίστειο, αν εξαιρέσουμε μερικά σημεία που θα μπορούσαν αν γίνουν καλύτερα. Το τελευταίο είναι ίσως από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί με θέμα την εξορία. Αν μια μέρα εκδώσουμε συγκεντρωμένα τα καλύτερα έργα του, θα φανεί ότι ο θάνατός του ήταν μεγάλο κρίμα. Τον αδίκησαν τόσο πολύ όσο ζούσε και εξακολουθούν να τον αδικούν μετά θάνατον. Νομίζω ότι, όσον αφορά εμένα, πάντα τον επαινούσα και του έδινα κουράγιο. Πιστεύω ειλικρινά ότι ο Κλάους Μαν ήταν από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της γενιάς του, ίσως ίσως και ο καλύτερος απ’ όλους…».
Κρίστοφερ Ίσεργουντ: «Έζησε από πολύ μικρός στον κύκλο των λαμπρών και των διάσημων. Γνώρισε την επιτυχία και τις απολαύσεις στην πιο κατάλληλη ηλικία. Ταξίδευε συνέχεια και γύρισε πολύ, οπότε η μεγάλη αναστάτωση που φέρνει η εξορία δεν του φάνηκε τίποτα περισσότερο από τη ζωή που είχε συνηθίσει. Κατά τα δεκάξι τελευταία χρόνια της ζωής του παρήγαγε ένα εντυπωσιακών διαστάσεων έργο -μυθιστορήματα, μελέτες και αναρίθμητα άρθρα-, υπό συνθήκες που θα υποχρέωναν άλλους συγγραφείς να κλειστούν σε μιαν ανήμπορη σιωπή. Έλαβε ενεργά μέρος στον πόλεμο εναντίον του ναζισμού…».
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και το «Πραξικόπημα της Μπιραρίας»
Το ερώτημα παραμένει: Η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού ήταν γεγονότα αναπόφευκτα;
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) ήταν το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα στην ιστορία της Γερμανίας. Γεννήθηκε από την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πέθανε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτέλεσε έργο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, Κόμμα του Κέντρου, Φιλελεύθεροι). Αντιμετώπισε την κρυφή ή απροκάλυπτη εχθρότητα των άκρων (ναζί, συντηρητικοί εθνικιστές, κομμουνιστές). Κλήθηκε να διαχειριστεί μια πρωτοφανή οικονομική κρίση υπό έναν ασφυκτικό διεθνή έλεγχο. Προσέφερε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη και την άνθηση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Ως «Πραξικόπημα της Μπιραρίας» έμεινε στην ιστορία η προσπάθεια του Αδόλφου Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία το διήμερο 8 και 9 Νοεμβρίου 1923. Το πραξικόπημα απέτυχε παταγωδώς, αλλά έκανε γνωστό τον εμπνευστή του, τόσο εντός, όσο και εκτός Γερμανίας. Τη δεκαετία του ’20 η πολιτική κατάσταση στη χώρα ήταν εύθραυστη, αν όχι χαοτική. Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ήταν δέσμια των άκρων, με κύριο χαρακτηριστικό της την ακυβερνησία. Η Γερμανία ήταν η μεγάλη ηττημένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι νικητές πίεζαν για την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων, σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός και η ανεργία βασίλευαν. Τις τύχες της Γερμανίας διαφέντευε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φρίντριχ Έμπερτ. Ο πρώην λοχίας Άντολφ Χίτλερ ζούσε στο Μόναχο και ήταν επικεφαλής του ταχέως ανερχόμενου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που ήδη αριθμούσε 35.000 μέλη. Περιφερόταν από μπιραρία σε μπιραρία και στους πύρινους λόγους του τόνιζε συνεχώς την προδοσία των πολιτικών στην ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας.
Η εξαγγελία του Χίτλερ θορύβησε τον συντηρητικό πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Έουχεν Ρίτερ φον Νίλινγκ, ο οποίος κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μία τριμελή επιτροπή από τοπικούς αξιωματούχους με έκτακτες εξουσίες.
Ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου. Πρότυπό του η Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένα χρόνο νωρίτερα. Η ευκαιρία τούς δόθηκε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923. Στη μεγάλη μπιραρία του Μονάχου με το όνομα «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιφανείς πολίτες της Βαυαρίας για να ακούσουν μία ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νίλιγκ.
Ο Χίτλερ, με 600 επίλεκτα μέλη του κόμματός του, αιφνιδιάζει τους συγκεντρωμένους στις 8:30 το βράδυ. Εισβάλλει στην μπιραρία με παρατεταμένο το πιστόλι του και πυροβολεί μια φορά προς την οροφή. Στη συνέχεια ανεβαίνει σε μια καρέκλα και κραυγάζει: «Η εθνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις Βαυαρίας και Βερολίνου κατέρρευσαν. Σε λίγη ώρα θα σχηματίσουμε τη δική μας κυβέρνηση». Τον Χίτλερ πλαισίωναν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Ρούντολφ Ες, ηγετικά στελέχη του ναζισμού τα επόμενα χρόνια. Οι επιδρομείς κράτησαν ως ομήρους τους Βαυαρούς πολιτικούς, ενώ ο Χίτλερ κλείδωσε σ’ ένα δωμάτιο της μπιραρίας τους Καρ, Ζάισερ και Λόσοφ και τους απείλησε ότι αν δεν ενωθούν με τους πραξικοπηματίες θα τους εκτελέσει.
Οι τρεις αξιωματούχοι υπέκυψαν. Επιστρέφοντας στη μεγάλη αίθουσα, το ανακοίνωσαν στους 3.000 παρευρισκόμενους και εξεφώνησαν θερμούς λόγους υπέρ του Χίτλερ. Μόνο τότε τους επετράπη να φύγουν από την μπιραρία. Την ίδια ώρα, στο στρατόπεδο των εξεγερθέντων προσχώρησε ο στρατηγός Λούντεντορφ, ήρωας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έδωσε κύρος στους σχεδόν αγνώστους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος. Αμέσως μετά, ο Χίτλερ εγκατέλειψε την μπιραρία για να επιβλέψει την εξέλιξη της επιχείρησης. Ήταν ένα στρατηγικό λάθος του, καθώς στις 10:30 το βράδυ ο Λούντεντορφ απελευθέρωσε τον Καρ και τους συνεργάτες του.
Η κατάσταση παρέμεινε συγκεχυμένη όλο το βράδυ. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια και να εξοπλιστούν. Γύρω στις 3 το πρωί της 9ης Νοεμβρίου αναφέρθηκαν τα δύο πρώτα θύματα από πλευράς των εξεγερθέντων, όταν προσπάθησαν να επιτεθούν σε στρατώνα στο Μόναχο. Άλλα μέλη των παραστρατιωτικών ομάδων του Χίτλερ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια Εβραίων, σ’ ένα πρελούδιο αυτών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.
Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς το μέρος των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Καρ ανακοίνωσε ότι η υποστήριξή του προς τους πραξικοπηματίες υπήρξε προϊόν βίας και ζήτησε τη νομιμοφροσύνη του κρατικού μηχανισμού. Ο Χίτλερ έβλεπε τα σχέδιά του να αποτυγχάνουν και έπεσε σε απόγνωση.
Σε μια κίνηση απελπισίας, ο Λούνεντορφ ρίχνει την ιδέα να καταλάβουν το Υπουργείο Αμύνης. Δύο χιλιάδες άνδρες υπό τον Χίτλερ αναλαμβάνουν την επίθεση, αλλά αντιμετωπίζουν σθεναρή αντίσταση από τους υπερασπιστές του. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών χάνουν τη ζωή τους 14 πραξικοπηματίες και 4 στρατιώτες. Ο Χίτλερ και ο Γκέριγκ τραυματίζονται ελαφρά και προσπαθούν να διαφύγουν. Το πραξικόπημα έχει αποτύχει.
Το μεγαλύτερο λάθος του Χίτλερ ήταν ότι δεν διέταξε τις δυνάμεις του να καταλάβουν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μονάχου και την Τηλεγραφική Υπηρεσία. Αυτό είχε ως επακόλουθο η κεντρική κυβέρνηση του Βερολίνου να είναι ενήμερη των εξελίξεων και να δώσει τις κατάλληλες διαταγές για τη συντριβή του πραξικοπήματος.
Στις 12 Νοεμβρίου 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Πολλοί από τους συνεργάτες του διέφυγαν στην Αυστρία, ενώ ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος «Λαϊκός Παρατηρητής».
Η δίκη των υπαιτίων για το “Πραξικόπημα της Μπιραρίας” έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Ο Χίτλερ και ο Ες έπεσαν στα μαλακά και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση 5 ετών έκαστος. Εξέτισαν μόλις οκτώ μήνες από την ποινή τους. Ο Χίτλερ πρόλαβε στο διάστημα αυτό να γράψει με τη βοήθεια του Ες, στο άνετο κελί του, το ιδεολογικό μανιφέστο του ναζισμού «Ο Αγών μου» («Mein Kampf»).
Το αποτυχημένο “Πραξικόπημα της Μπιραρίας” άλλαξε τη γνώμη του Χίτλερ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Από εδώ και στο εξής θα προσπαθήσει να κερδίσει τις καρδιές των Γερμανών και να πετύχει τους στόχους του δια της νομίμου οδού. Στρέφει το βλέμμα στις εκλογές…
* Πηγές: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ