Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Μετά τα συνεχόμενα sold out και τις διθυραμβικές κριτικές η θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες» παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο OLVIO το κωμικό διήγημα του Στρατή Μυριβήλη «Οι Κάλπηδες», σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου και παραγωγή «Ξανθίας» ΑΜΚΕ.
Πέρα από τα «σκοτεινά» αντιπολεμικά μυθιστορήματα του Μυριβήλη «Οι Κάλπηδες» είναι ένα παραμύθι του γεμάτο φως, που το παρουσιάζει γλαφυρά, με νεανική δροσιά και έντονη δράση η θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες» οι οποίοι έχουν παρουσιάσει από το 2012 έως σήμερα 8 έργα, αν και απέκτησαν το όνομά τους μόλις φέτος.
Οι Πτωχαλαζόνες ασχολούνται με τη δραματοποίηση της λογοτεχνίας και χρησιμοποιούν μια πρωτότυπη μέθοδο, αυτή της τριτοπρόσωπης αφήγησης, που έχουν επινοήσει και χρησιμοποιήσει κατά κόρον στις παραστάσεις τους: «Οι Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η «Μαζώχτρα» του Αργύρη Εφταλιώτη, ο «Αυτόχειρ» του Μιχαήλ Μητσάκη και το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Γεωργίου Βιζυηνού. H μέθοδος αυτή αντιμετωπίζει όλο το κείμενο ως διάλογο και επιτρέπει στο διήγημα να αποκτήσει θεατρική μορφή, διατηρώντας το όμως αυτούσιο, χωρίς διασκευή.
Το έργο
Πρόκειται για ένα λαϊκό παραμύθι για τη λαμογιά, γύρω από δύο ξακουσμένους κατεργάρηδες, που ζούσαν στο νησί της Λέσβου.
Ο ένας ήταν ο Ψευτοθόδωρος στη Χώρα και ο άλλος ο Καλπομανώλης στη Συκαμιά (το χωριό του Μυριβήλη). Και οι δυο ήταν περήφανοι για τις λαμογιές τους και βέβαιοι ότι δεν τους παράβγαινε κανείς στην κατεργαριά. Το όνομά τους ήταν ξακουστό στα ενενήντα χωριά του νησιού και ακόμα πέρα στα αντικρινά χωριά της Ανατολής.
Την εποχή εκείνη της τουρκοκρατίας, η ψευτιά και η κατεργαριά είχαν περισσέψει ανάμεσα στους ανθρώπους και ο ένας πολεμούσε να γελάσει τον άλλον. Αλλά όμως ποτέ τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Έχει να κάνει μάλλον με τη φύση του ραγιά. Ο ένας από αυτούς τους κατεργάρηδες δεν καταδεχόταν να ακούει τον θαυμασμό για τις κατεργαριές του αλλουνού.
Δεν γνωρίζονταν όποτε αποφάσισαν λοιπόν να γνωρίσουν και οι δυο τον αντίμαχο, τον αντίζηλο που τους έκλεβε ένα μέρος από τη δόξα και όχι μόνο αυτό, αλλά να τον περιπαίξουν και να μείνει στο νησί ο ένας, ο μοναδικός αρχικάλπης, που σαν αυτόν δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο και στον ντουνιά.
Ο Καλπομανώλης μαζεύει από την ακρογιαλιά δυο τσουβάλια στεγνά φύκια, τα πατικώνει καλά, ράβει όμορφα τα σακιά και αποχαιρετά τη γυναίκα του για να πάει στη χώρα να βρει τον αντίζηλό του τον Ψευτοθόδωρο να τον βάλει κάτω γιατί δεν βαστά πια να ακούει γι’ αυτόν σε σύγκριση με εκείνον. Σκοπεύει να του περάσει αυτά τα φύκια για μετάξι.
Η γυναίκα του πίστευε πολύ την αξιοσύνη του. Αλλά και ο Ψευτοθόδωρος σε μια πεδιάδα που μοσχοβολούσαν οι λυγαριές πιάνει και «μαδάει μια κουβάρα τα λυγαροκούκουτσα» γεμίζει δυο σακιά, τα ράβει και αυτός καλά καλά, τα φορτώνει στο ζώο του και ξεκινά για τη Συκαμιά, λέγοντας στην Ψευτοθοδωρίνα ότι πάει να ανταμώσει τον Καλπομανώλη, που το όνομά του ακούστηκε στη Χώρα και ντρέπεται εκείνος να βγει στην πιάτσα.
Θα πάει να τον γνωρίσει χωρίς να του αποκαλύψει ποιος είναι και θα του περάσει αυτά τα λυγαροκούκουτσα για πιπέρι για να μάθει τι θα πει Ψευτοθόδωρος.
Στα μισά της διαδρομής σ’ ένα χάνι όπου κιότευαν όλοι οι στρατοκόποι για να ξεκουράσουν τα ζωντανά τους και να φάνε κάτι και εκείνοι, ανταμώθηκαν οι δυο κάλπηδες, χωρίς να ξέρει ο ένας τον άλλον και έπιασαν κουβέντα.
Ο Ψευτομανώλης του λέει ότι λόγω αναδουλειάς, πήρε αυτό το πιπέρι και βγήκε στα χωριά να το ξεπουλήσει, ενώ ο Καλπομανώλης του λέει ότι έχει ένα φόρτωμα μετάξι. Ο ένας άκουσε τον άλλον και τον πήρε για νοικοκύρη. Τότε ο Ψευτοθόδωρος αποφάσισε να κοροϊδέψει αυτόν τον αφελή καθώς νόμιζε. Σκέφτηκε να του δώσει το πιπέρι και να πάρει το μετάξι του.
Ο Καλπομανώλης έκανε πως το σκέφτηκε βαθιά και του ζήτησε επειδή το μετάξι στοιχίζει περισσότερο να του δώσει μαζί με το πιπέρι και ένα άσπρο επάνω. Το άσπρο ήταν το ένα τρίτο του παρά.
Έκανε ο Ψευτομανώλης ότι συλλογιέται και τελικά συμφώνησε να του το δώσει. Αντάλλαξαν τα φορτία και έγιναν «Λούηδες».
Ο Καλπομανώλης στην κυρά του καυχιέται ότι πήρε ένα σακί πιπέρι και ένα άσπρο από έναν κουτό χωριανό τους. Η γυναίκα ανοίγει τον σάκο και βλέπει τα λυγαροκούκουτσα. Αφού το σκέφτηκε όμως αποφάσισε ότι αυτός ήταν ο γελαστής και ο άλλος ο γελασμένος, αφού είχε το άσπρο.
Τα ίδια και ο Ψευτοθόδωρος. Δεν έκλεινε μάτι, δεν το πίστευε. Η Ψευτοθοδωρίνα του είπε «κάλπικα δίνεις κουρεμένα παίρνεις», όμως το άσπρο που του έδωσε ο Ψευτοθόδωρος το ταύτισε με την τιμή του, την αξιοπρέπειά του. Αποφασίζει να πάει να τον βρει και να πάρει το άσπρο του. Τον βρήκε στο καφενείο της Συκαμινιάς.
Όταν η αλεπού ο Καλπομανώλης τον είδε και κατάλαβε γιατί ήρθε, πάει στη γυναίκα του και της λέει να κάνει ότι εκείνος έχει πεθάνει. Της δίνει οδηγίες πώς να τον πενθήσει, πώς να τον σαβανώσει, πώς να κάνει τα πάντα όπως συνήθως γίνονται.
Μόλις τον θάψει και αφού θα έχει φύγει ο Ψευτοθόδωρος, ο Καλπομανώλης θα σηκωθεί ότι ήταν δήθεν νεκροφάνεια. Ωστόσο ο Ψευτοθόδωρος πονηρεύτηκε, ακολούθησε το πλήθος μέχρι το κοιμητήριο και είδε τη γυναίκα του Καλπομανώλη να παίζει τέλεια τον ρόλο της μοιρολογίστρας.
Ο Ψευτομανώλης πήγε και κρύφτηκε σε ένα σωρό από πατερίτσες που τελούσαν χρέος στασιδιού, μιας και τότε, τον καιρό του υποδουλωμένου γένους, δεν υπήρχαν στασίδια, ούτε καμπαναριά.
«Εδώ μωρέ πεζεβέγκη εδώ θα καθίσω μέχρι το πρωί για να δω θα κουνηθείς ή στα αλήθεια μας άφησες χρόνους». είπε.
Αλλά και ο άλλος δεν έμενε πίσω στην πονηράδα. Τον αντιλήφθηκε ο Καλπομανώλης και δεν κουνήθηκε καθόλου. Αργότερα κάποιοι πλάκωσαν στην εκκλησία του κοιμητηρίου, την Αγιά Σωτήρα και προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα, αλλά τελικά έκαναν τρύπα στη σκεπή και κατέβηκαν μέσα στην εκκλησία είκοσι λεβέντες ηλιοκαμένοι και με μουστάκι, με καδένες, φυσεκλίκια και χαϊμαλιά, πιστόλια και γιαταγάνια.
Μπουλούκι Μοσχονησιώτες και Αϊβαλιώτες ληστοπειρατές, που ερχόμενοι από την Ανατολή και ενώ είχαν λεηλατήσει και κλέψει σπιτικά και ναούς ήρθαν στο εκκλησάκι να κάνουν τη μοιρασιά τους.
Τεράστιος ο θησαυρός και οι καρδιές των δυο κάλπηδων που λαθροκοιτούσαν ο ένας μέσα από τις πατερίτσες και ο άλλος μέσα από τα ματόκλαδα, χτύπαγε σαν την καρδιά του κουνελιού.
Μοίρασαν οι πειρατές με το φέσι τον θησαυρό και αφού πέρασε δυο φορές από τον καθένα το φέσι έμεινε μια δόση που δεν ήξεραν πώς να τη μοιράσουν δίκαια. Ένας είπε να το αφήσουν στην εκκλησιά, όμως μετά σκέφτηκαν ότι δεν ήταν φρόνιμο να κάνουν τον θεό κλεπταποδόχο.
Ο αρχηγός τους τότε είπε ότι αυτός που θα μπορέσει με μια σπαθιά να κόψει το σώμα του πεθαμένου στο κρεβάτι, το νεκροκρέβατο και τα μάρμαρα, αυτός θα είναι ο πιο ανδρειωμένος από όλους και θα πάρει το τελευταίο φέσι, το ρεγάλο που περίσσεψε.
Ο Ψευτοθόδωρος ρίχνει τις πατερίτσες και κάνει μεγάλο θόρυβο, ενώ με τη φωνή σαν να μιλά μέσα από τα βάθη της γης, λέει «Άντε! Οι πεθαμένοι να φάνε τους ζωντανούς».
Ο άλλος μετά, που κατουριόταν κιόλας, πετά τα σάβανά του και φωνάζει «ερχόμαστε, ερχόμαστε όλοι οι πεθαμένοι!».
Οι κλέφτες φοβισμένοι έφυγαν όπου φύγει φύγει. Έτρεξαν νομίζοντας πως τους κυνηγούσαν βρικόλακες και πήγαν στο πλοίο τους μιας και οι βρικόλακες δεν μπαίνουν στο νερό. Και οι δυο κάλπηδες σε ταραχή, συνήλθαν μετά και χαμογέλασαν.
«Ε, πώς σου φάνηκε το κόλπο μου κουμπάρε;» είπε ο Ψευτοθόδωρος και χώρισαν τον θησαυρό, που άφησαν οι ζωντανοί για αυτούς τους πεθαμένους. Ο Καλπομανώλης του είπε ότι του χρωστά τη ζωή του και ο Ψευτοθόδωρος του απάντησε ότι και κάτι ακόμα του χρωστά, εκείνο το άσπρο. Ήθελε και ζήταγε επιτακτικά το άσπρο του. Ήταν θέμα τιμής. Στο πλοίο σχεδόν ο Καπετάνιος των πειρατών σκέφτηκε να τους πει να δουν τι απέγινε το βιός που άφησαν στην εκκλησία και να πάει κάποιος να κοιτάξει. Όμως κανείς δεν ήθελε να τα βάλει με το «ισκιώματα του Άδη».
Πολύ αστεία η σκηνή με τον Καπετάνιο, τον αρχικλέφτη, που πήγε τελικά ο ίδιος να δει τι απέγινε ο θησαυρός και βλέπει τους άλλους κάλπηδες να μαλώνουν και ο Ψευτοθόδωρος να ζητά το άσπρο του, ενώ ο Ψευτομανώλης, καθώς είχε σκύψει από την οροφή για να δει, τραβά το φέσι του Καπετάνιου και το πετά στον Ψευτοθόδωρο αντί του άσπρου του.
Κατατρομαγμένος ο Καπετάνιος διηγείται ότι ήταν μιλιούνια οι νεκροί εκεί μέσα και ο ένας φώναζε «το άσπρο μου θέλω το άσπρο μου!».
Για να λυθεί το ζήτημα οι δυο τους επιλέγουν να πάνε στην Ανατολή να δουλέψουν για άλλο αφεντικό και όποιος γελάσει τον άλλον πρώτος θα πάρει το άσπρο και θα ανακηρυχθεί καλύτερος του άλλου.
Πάνε να δουλέψουν σε έναν μεγάλο Μπέη.
Στον Ψευτοθόδωρο έδωσε να καθαρίσει τον στάβλο, που είχε χρόνια να καθαριστεί. Ο στάβλος είχε ένα παράθυρο και από εκεί πέταγε για ευκολία του ο Ψευτοθόδωρος την κοπριά.
Όμως από κάτω πέρναγε ένα αυλάκι που έδινε νερό στο τσιφλίκι και με το οποίο δούλευε και ο νερόμυλος. Οι μυλωνάδες είδαν να σταματά το νερό και μη γυρίζουν οι μυλόπετρες. Αναζήτησαν την αιτία και βλέποντας τι είχε κάνει ο Ψευτοθόδωρος τον σαπίζουν στο ξύλο.
Του Καλπομανώλη του έδωσε ο Μπέης ένα κοπάδι γελάδια. Η ζέστη αφόρητη, να ψήνεις ψωμί. Πήρε τα γελάδια ο Καλπομανώλης και κάθισε αυτός κάτω από ένα πλατάνι και εκεί στη δροσιά έπεσε για ύπνο. Αφύλακτα τα γελάδια ξεχύθηκαν στα σπαρτά και τα έκαναν όλα γης Μαδιάμ.
Το είδαν οι χωρικοί και τον έκαναν του αλατιού, τον σάπισαν στο ξύλο. «Άτιμε γκιαούρη!».
Όταν τον άφησαν και έφυγαν ο Καλπομανώλης «έβλεπε τα γελάδια να περπατάνε με πέντε πόδια και την ουρά τους στο κούτελο».
Το βράδυ οι δυο τους αντάμωσαν στην καλύβα τους για ξεκούραση. Μετά το τόσο ξύλο, πού όρεξη για φαΐ; Παρ’ όλα αυτά η κοροϊδία, κοροϊδία.
Ο Ψευτοθόδωρος είπε ότι δεν δούλεψε καθόλου γιατί είχαν κάποια γιορτή και την έπεσε στο φαΐ, ενώ περιέγραψε δήθεν πόσο τον περιποιήθηκαν οι μυλωνάδες. Από την «καλοπέραση» δεν έχει κουράγιο να γυρίσει πλευρό.
Ανταπαντά ο Καλπομανώλης ότι νόμιζε πως μόνο αυτός στον κάμπο είχε χαρές, αλλά καθώς φαίνεται είχαν παντού.
Καθώς πονεμένοι προσπαθούσαν να κοιμηθούν σκαρφίζονταν πως θα πείσει ο ένας τον άλλον να πάρει τη θέση του στη δουλειά και το κατάφεραν. Έτσι πήγε το πρωί ο ένας στη δουλειά του αλλουνού. Οι ζευγάδες χτύπησαν τον Ψευτοθόδωρο, το ίδιο και οι μυλωνάδες τον Καλπομανώλη.
Το βράδυ στην καλύβα μελανιασμένοι συμφώνησαν ότι αυτή η δουλειά δεν τους συμφέρει. Αποφάσισαν να φύγουν για να μην αφήσουν εκεί, στην Ανατολή το κορμί τους, αλλά σκέφτηκαν να πάρουν από το αμπάρι παξιμάδια για τον δρόμο.
Ο Καλπομανώλης κατέβηκε δεμένος από τη μέση για να πάρει τα παξιμάδια. Ο Ψευτοθόδωρος έτοιμος να πάρει εκδίκηση για το άσπρο του, πήρε το σακί με το παξιμάδι και τον άφησε, ή έτσι νόμιζε, μέσα στο αμπάρι και έκλεισε και το καπάκι. Έτρεξε γρήγορα με τον σάκο με τα παξιμάδια. Όσο κουραζόταν ο σάκος γινόταν πιο βαρύς. Κάθισε να ξαποστάσει όταν μέσα από τον σάκο ξεπρόβαλε ο Καλπομανώλης.
Ο Ψευτοθόδωρος, που έκανε τόση ώρα το υποζύγιο στον αντίμαχό του, του είπε ότι προσκυνά την τέχνη του. Ο Καλπομανώλης διακήρυξε τον εαυτό του ανώτερο από τον Ψευτοθόδωρο, όμως ο Ψευτοθόδωρος άφησε για το τέλος το καλό. Ενώ είπε ότι είναι ισάξιοι στην τέχνη, του ομολόγησε ότι το άσπρο που του έδωσε ήταν κάλπικο. Έσκασαν στα γέλια και επέστρεψαν στο νησί τους αποφασισμένοι να μην αντιμαχήσουν πλέον. Αυτό έγινε πολύ παλιά, την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Κρίμα που δεν έζησαν αυτοί οι δυο στα χρόνια μας. «Θα μπορούσαν να γίνουν και υπουργοί». Έτσι όμορφα τελειώνει το παραμύθι του ο Μυριβήλης, αφήνοντας αιχμή για τους διαβρωμένους πολιτικούς, που θα μπορούσαν να είναι οι σύγχρονοι κάλπηδες, με μόνο ενδιαφέρον το κέρδος τους και την κοροϊδία για την κοροϊδία.
Η παράσταση
Οι «Κάλπηδες» είναι ένα άκρως κωμικό διήγημα, με έντονη δράση, αλλαγή σκηνικών χώρων, και σπαρταριστές σκηνές. Η παράσταση διακρίνεται από χρώμα, κίνηση, ρυθμό, ταχύτητα.
Σατιρίζει στοιχεία κουλτούρας και συμπεριφοράς που αν και αρνητικά, αποδίδονται ως χαριτωμένα στην ελληνική ράτσα, όπως: το ψέμα, την επιπολαιότητα, την πονηριά, την καπατσοσύνη, την κομπορρημοσύνη, τον εύκολο πλουτισμό.
Οι ηθοποιοί, γίνονται κάλπηδες και πειρατές, με αλλαγή στο κοστούμι τους, στην κίνησή τους και στον λόγο τους. Η διήγησή τους είναι εξαιρετική και κυρίως πολύ ζωντανή και παραστασιακά άψογη. Χρησιμοποιούν με επιτυχία όλες τις τεχνικές του θεατρικού παιχνιδιού, ενώ υπάρχει διάδραση με τους θεατές.
Εξαιρετική η Αγγελική Μαρίνου στο ρόλο και των δυο συζύγων της Ψευτοθοδωρίνας και της Καλπομανώλενας. Ενθαρρυντική για τις αλογισιές του συζύγου της και επικριτική στην αποτυχία του, ενώ είναι σταθερή παραστάτης του και εκτελεστής των οδηγιών του.
Ο Ελισσαίος Βλάχος και ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός είναι αυθεντικοί, γήινοι, ξεκαρδιστικοί. Οι δύο ήρωες είναι σαν ένα πρόσωπο με δύο όψεις. Είναι η πραγματική ενσάρκωση του Καραγκιόζη, του πονηρού ραγιά, που πρέπει να ελιχθεί στους χαλεπούς καιρούς της τουρκοκρατίας.
Η κίνηση που δίδαξε η Μαργαρίτα Τρίκκα, έδωσε στην παράσταση το απαραίτητο vibrato.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ματίνας Μέγκλα και της Φιλάνθης Μπουγάτσου ήταν απλά και λειτουργικά, με χρώμα και σκέρτσο.
Η μουσική του Νίκου Ζουρνή ακολουθεί την επιτυχημένη σκηνοθετική οδηγία του Κώστα Παπακωνσταντίνου που έστησε ένα παραδοσιακό θέαμα μέσα από μοντέρνα, σύγχρονη ματιά, που όμως δεν αλλοιώνει καθόλου το κείμενο του συγγραφέα, απλά προσεγγίζει άμεσα τον σύγχρονο θεατή.
Όλη αυτή η κατεργαριά, η πονηριά, οι ευφάνταστες λύσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το καλό και την πρόοδο του ατόμου και του συνόλου, δημιουργικά και παραγωγικά.
Το γέλιο ελαφραίνει την εμμονική κατεργαριά και τη λάθος αντίληψη της αξιοπρέπειας και της τιμής, ενώ κάνει την παράσταση να απευθύνεται ισότιμα σε μικρούς και μεγάλους.
***
«Οι Κάλπηδες» του Στρατή Μυριβήλη με τους «Πτωχαλαζόνες» φέτος στο θέατρο Olvio