Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Το πιο ισχυρό φάρμακο είναι το γέλιο.
Μετά τον «Γάμο» του Μάριου Ποντίκα, ο Κώστας Παπακωνσταντίνου σκηνοθετεί ξανά στη σκηνή του «Θεάτρου Σταθμός» μια εκλεκτή ομάδα ηθοποιών στη μαύρη κωμωδία του Ροζέ Βιτράκ «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία».
Αυτό το έργο «Victor ou les enfants au pouvoir» γράφτηκε το 1928 και ανέβηκε για πρώτη φορά το 1933 από τον Αντονέν Αρτώ. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του υπερρεαλιστικού θεάτρου και της αβανγκάρντ σκηνής του Μεσοπολέμου.
Συμπληρώθηκαν ήδη 52 χρόνια από το πρώτο ανέβασμα στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν (5 Δεκεμβρίου 1973) με τους Μίμη Κουγιουμτζή, Γιάννη Μόρτζο, Ρένη Πιττακή. Το κλασικό πλέον έργο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του σουρεαλισμού.
Στο θέατρο «Σταθμός» το έργο ανεβαίνει στην καινούργια μετάφραση που υπογράφει ο Δημήτρης Ντάσκας ο οποίος βραβεύτηκε στο Eurodram 2025 και έχει έναν σύγχρονο ρέοντα λόγο, που ζωντανεύει πάνω στη σκηνή τη σκέψη του συγγραφέα.
Η οικογένεια Πομέλ γιορτάζει τα γενέθλια του μοναχογιού της Βικτόρ. Καλεσμένοι τους είναι οι οικογενειακοί τους φίλοι, ο Αντουάν Μανιώ – ένας αχαλίνωτος στρατηγός – και κατά τύχη μια γοητευτική κυρία με …εντερικά προβλήματα που φτάνει στο σπίτι απρόσκλητη.
Ο Βικτόρ, ενώ κλείνει μόλις τα εννιά του χρόνια, είναι ένα παιδί με υπερφυσική ανάπτυξη, σωματική και διανοητική.
Δεν έχει πια τίποτα να περιμένει, καθώς τα ξέρει ήδη όλα με το καθάριο βλέμμα του παιδιού, που αντιλαμβάνεται τα πάντα ακόμα και όταν πραγματικά δεν έχουν φανερά συζητηθεί, μόνο με την ισχυρή εκείνη ενσυναίσθηση και την οξυμένη εκείνη αγνή διαίσθηση του παιδιού.
Περνώντας από την αθωότητα στην ενοχή, αποφασίζει να αποποιηθεί την ταυτότητα του παιδιού. Μέσα σε λίγες ώρες θα ανακαλύψει και θα αποκαλύψει σε όλους, μαζί με την εξάχρονη φίλη του Εστέρ, το ψέμα και τη φαυλότητα των μεγάλων, τις σάπιες σχέσεις των μελών της μεγαλοαστικής οικογένειας στην οποία ανήκει. Η παιδική αθωότητα συγκρούεται με τη διαφθορά των ενηλίκων.
Εκείνοι, όσο και να προσπαθήσουν να τον καταλάβουν, δεν θα μπορέσουν. Ο Βικτόρ θέλει να τον νιώσουν, να νιώσουν ότι ο τρόπος ζωής τους τον αρρωσταίνει, τον καταστρέφει, καταστρέφει το μέλλον του και το δικό τους, καταστρέφει τη συνέχειά τους, οποιαδήποτε προοπτική.
Η παράσταση
Τα γενέθλια του Βικτόρ ξεκινούν μέσα σε ένα περιβάλλον εφιαλτικής χαράς. Ενώ δείχνουν όλοι να χαίρονται υπάρχει κάτι που σέρνεται και είναι απειλητικό, προς το παρόν αδιευκρίνιστο.
Αυτό εξαρχής επιτυγχάνεται με τη σκηνοθετική ματιά του Κώστα Παπακωνσταντίνου. Οι παύσεις, τα βλέμματα, το ύφος του Βικτόρ είναι σα να εγκυμονεί κινδύνους. Γρήγορα ο Βικτόρ κάνει έκδηλη την ακραία παρουσία του, καθώς άμεσα χρεώνει τη Λιλή (Μαριάννα Ντίρου) με μια εκούσια ζημιά, το σπάσιμο ενός βάζου, αποκαλώντας την «Τσούλα Τσαπατσούλα».
Μέσα από την παιδική του αφέλεια, ασκεί εξουσία με τρόπο που αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τις υπερβολές της γονεϊκής και γενικότερης διδακτικής, εθνικής και στρατιωτικής εξουσίας, προκαλώντας γέλιο αλλά και προβληματισμό.
Στον ρόλο του Βικτόρ ο Μάνος Καρατζογιάννης, που συγκλονίζει από την πρώτη στιγμή, καθώς εμφανίζεται στη σκηνή 9 χρονών αγόρι, που μεταλλάσσεται σταδιακά σε παιδί δικτάτορας.
Δεν αφήνει κανέναν και τίποτα ασχολίαστο και αποδίδει ευθύνες στους ανεύθυνους, επιπόλαιους και εγωιστές ενήλικες.
Μοιάζει με τον Άμλετ, που αν και προέρχεται από άλλη εποχή και πολιτισμικό πλαίσιο, με όπλο την αθωότητα και την ηθική πυρπολεί το νοσηρό, υποκριτικό και αδηφάγο κοινωνικό τους πλαίσιο.
Η μαμά του πιθανόν να απολύσει τη ζημιάρα Λιλή, γιατί έσπασε το βάζο, όμως ο μπαμπάς του θα τη φιλήσει, θα την υπερασπιστεί. Κωμική και περιπαιχτική η σκηνή γύρω από τα τραπέζι, όπου η Λιλή τον παρακαλεί να μην της χρεώσει κάτι που δεν έκανε.
Η Εστέρ, η εξάχρονη φίλη του Βικτόρ (Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη) με κίνηση γκροτέσκο, τον πληροφορεί για την επίσκεψη του μπαμπά του το βράδυ στο σπίτι τους και τις περιπτύξεις με τη μητέρα της.
Ο Αντουάν Μανιώ, ο πατέρας της (Θανάσης Βλαβιανός) είναι χωρίς νιονιό, όπως περιπαικτικά λέει ο Βικτόρ. Έχει μια αίσθηση μεγαλείου, που τη διεκδικεί μέσα από τη διήγησή του.
Η γυναίκα του χαϊδολογιέται με τον πατέρα του Βικτόρ, τον Σαρλ (Θανάσης Χαλκιάς) και εκείνος μανιωδώς και με ένθερμο πάθος διηγείται τα κατορθώματα του στρατηγού Μπαζαίν.
Ο Βικτόρ απαγγέλλει με νόημα ποίημα για την πατρίδα. Έτοιμοι είναι όλοι οι πατριώτες να θυσιάσουν τα παιδιά τους για την πατρίδα.
Απαγγέλλει και η Εστέρ και με ήχο τζαζ χορεύουν τραγουδώντας ότι το παιδάκι μια μέρα θα το κλείσουν μες του σχολείου τη γυάλα.
«Παιδάκι, γλέντα τη ζωή, το βούτυρο, το γάλα μια μέρα θα σε κλείσουνε μες στου σχολειού τη γυάλα. Γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου».
Έτσι ξεκινά η στεγανοποίηση της παιδικής ευφυΐας, η φυλάκιση των συναισθημάτων και η κάμψη του ηθικού.
Η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα επενδύει με επιτυχία το έργο σχολιάζοντας και ενισχύοντας τον λόγο.
Ζητούν από τα παιδιά, τον Βικτόρ και την Εστέρ, να παίξουν τη μαμά και τον μπαμπά και εκείνα βρίσκουν την ευκαιρία να χλευάσουν τον Σαρλ Πωμέλ και την Τερέζ Μανιώ, που χαριεντίζονταν στο σαλόνι.
Ο Βικτόρ θέλει να γίνει σαρκοφάγος. Εξαιρετική η Εμιλί (Τζίνη Παπαδοπούλου), που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και βγάζει όλο τον θυμό της στον άνδρα της Σαρλ, υποτιμώντας τον και υποβαθμίζοντάς τον.
Εμφανίζεται η Ίντα Νεκροβάρ (Αγγελική Μαρίνου), που αναζητά μια παρεμφερή διεύθυνση με αυτή της οικογένειας Μανιώ, γοητευτική μέχρι θανάτου, θανατηφόρα σαγηνευτική.
Παρουσιάζεται ως γνωστή της Τερέζ, αλλά όταν κινεί τα χέρια της οι γύρω της καλύπτονται, σα να απειλούνται. Πέρδεται κάθε τόσο και οι γύρω της δέχονται επίθεση από …θειούχα αέρια.
Μια προσομοίωση θανάτου, ένας ύμνος στον θάνατο. Ο Σαρλ παίζει μουσική με το πριόνι του. Η στάση του είναι κάπως εμβρυακή, σαν εκείνη του αυλητή, αυνανιστική, με υπαινικτικό και ψυχαναλυτικό φορτίο.
Η στάση του μπορεί να εννοεί κυριολεκτικά μια σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση, αλλά και μια ναρκισσιστική, αυτάρεσκη ή αυτάρκη συμπεριφορά, εστιασμένη στον εαυτό του και τις δικές του απολαύσεις ή ανησυχίες, αποκομμένη από τον έξω κόσμο. Αυτός είναι ο Σαρλ και πολύ σωστά έχει αποδοθεί από τον σκηνοθέτη και από τον ηθοποιό ο χαρακτήρας του.
Ο Στρατηγός και καλά υπερασπιστής των παιδιών μιλά για τα υψηλά ιδανικά και γίνεται το αλογάκι του Βικτόρ για να τον κάνει βόλτα γύρω από το τραπέζι. Του λέει ο Βικτόρ ότι αν είναι ανυπάκουο άλογο …«θα το κάνει ντα».
Όλοι ζουν σε μια παραφροσύνη. Ο Βικτόρ στενοχωριέται που την ημέρα των γενεθλίων του και ενώ όλοι έχουν έρθει να τον γιορτάσουν, τους κερνά πικρόχολα σχόλια, αλλά και εκείνοι είναι έτοιμοι να τον τιμωρήσουν όπως και η Τερέζ την κόρη της που την έχει ταράξει στα χαστούκια.
Το στοίχημα της μονομαχίας παιδιών με ενήλικες κερδήθηκε πέρα από λεκτικά, κυρίως κινησιολογικά (Ηλίας Χατζηγεωργίου).
Η ενδοοικογενειακή βία απευθύνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας και είναι καθρέφτης της γενικότερης κοινωνικής βίας, που καλούνται να εισπνεύσουν αδιαμαρτύρητα.
Ο Βικτόρ αρρωσταίνει. «Με πονάει πολύ η κοιλίτσα, μην κάνετε φασαρία, γιατί δεν με παίρνει ο ύπνος και μετά ξαγρυπνάω. Μετά βαριέμαι και μετά φοβάμαι ότι θα σκοτωθείτε στο τέλος, έτσι που όλο βροντοχτυπάτε τα έπιπλα».
Με τα πολλά και ενώ αρχίζουν ίσως να νιώθουν εντελώς ξεμπροστιασμένοι, ο Σαρλ χτυπά τον άρρωστο Βικτόρ για να τον τιμωρήσει. Η Έμιλυ τον χαϊδολογά μετά και τον παρηγορεί.
Ο Σαρλ ομολογεί στη γυναίκα του ότι «η Τερέζ είναι βουρλίδα, κοκοκέτα, τσιχλοκουδουνίστρα, είναι μια καντηλανάφτρα, μια πανωσηκώστρα, μια πυγολαμπιόλα, είναι ένα κατσουρινάκι, ένα πυραίσθητο πεοράπανο, ένα αιδοίον μάχης, είναι η ιερή μου αιδοιάδα. Δηλαδή, κατά βάση μια μοσχάρα είναι, αλλά μια μοσχάρα μοσχομυριστή».
Η Έμιλυ, που μόλις πριν λίγο επιδίωξε να σκοτώσει τον άνδρα της, επιδίδεται σε δοξολογίες και προσευχές, καλώντας σε αυτό και τα παιδιά και την Τερέζ. Η απόλυτη υποκρισία.
Ο Βικτόρ δεν μπορεί να ζει πια σε ένα σπίτι γεμάτο με τα αριστεία του, που όμως τον χρησιμοποιούν σαν τρόπαιο και πολύτιμο απόκτημά τους. Θα πεθάνει από φυσικά αίτια, «όντας θύμα του μοναδικισμού του».
Ανάθεμα στους γονείς που συμπεριφέρονται έτσι στα παιδιά τους, ανάθεμα στην κοινωνία που φροντίζει να κόβει τη φωνή των νέων, γιατί, «αν γλιτώσει το παιδί»… θα υπάρχει ανατροπή, όπως αυτή που επιχείρησε ο Βικτόρ.
«Γελάει γάργαρα η κυρά, τα δάχτυλα ένα-ένα χαϊδεύουνε και γαργαλάν φρούτα απαγορευμένα Γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου. Παιδάκι, γλέντα τη ζωή, το βούτυρο, το γάλα μια μέρα θα σε κλείσουνε μες στου σχολειού τη γυάλα. Γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου γλου».
Όλα θα βρουν θάνατο για να πρυτανεύσει ο σκοταδισμός, η παραπληροφόρηση, το ψέμα, η αδικία, η εκμετάλλευση.
Η μετάφραση του Δημήτρη Ντάσκα είναι πράγματι τόσο ζωντανή, τόσο θεατρική και τόσο κατανοητή και άμεση. Προκαλεί γέλιο και κλάμα την ίδια στιγμή, ό,τι δηλαδή θα επιδίωκε και ο Βιτράκ.
Η σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου είχε άποψη και υπηρετήθηκε απολύτως από τους ηθοποιούς του.
Όλοι εξαιρετικοί:
Θανάσης Βλαβιανός (Αντουάν Μανιώ), χαμένος σε φανταστικές μάχες, έχοντας χάσει τη μάχη της ζωής.
Νεκταρία Γιαννουδάκη (Τερέζ) με τη λαγνεία μιας καθωσπρέπει αστής.
Αγγελική Μαρίνου (Ίντα Νεκροβάρ), ένας πανέμορφος θάνατος, που εκμυστηρεύεται απολαύσεις, που θορυβεί και βρωμά, αλλά που εντέλει εξιλεώνει.
Δημήτρης Φραγκιόγλου (Στρατηγός Ετιέν Λονσεγκούρ) η απλότητα του τριπτύχου πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, με κρυμμένες σκέψεις.
Θανάσης Χαλκιάς (Σαρλ Πωμέλ), ο άνδρας που κοιτά την καλοπέρασή του και τη βολή του.
Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη (Εστέρ), η μικρή που ακολουθεί τον Βίκτορα σε σκέψη και κινήσεις, χωρίς να μπορεί να φτάσει το δικό του επίπεδο προς το παρόν.
Κορύφωση στην παράσταση η Τζίνη Παπαδοπούλου (Εμιλί Πωμέλ), όσο έπρεπε υστερική, μια ένοχη μητέρα, κυρίως γιατί θέλει να ξέρει ό,τι μπορεί να αντέξει και μετά βλέπει μόνο τον εαυτό της και μάλιστα μέσα σε μεταφυσικό σύννεφο.
Η Μαριάννα Ντίρου (Λιλή), η αγαθή υπηρέτρια, που ξέρει να χαριεντίζεται με τον Σαρλ, αλλά και με τον Βικτόρ και που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να υπάρχει.
Και βέβαια ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του αντάρτη Βικτόρ, που απογείωσε την αντίφαση της ηλικίας, με εκείνους τους βαθείς προβληματισμούς για τη χαοτική κατάσταση που βιώνει.
Λειτουργικά τα σκηνικά της Βίκυς Πάντζιου, όπως και οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, χρωματιστά και εξαιρετικά, με γαλλική φινέτσα τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Εξαιρετική η κίνηση που δίδαξε ο Ηλίας Χατζηγεωργίου και η μουσική της παράστασης του Τηλέμαχου Μούσα.
Μια παράσταση που δεν πρέπει κανείς να χάσει. Μπορεί κάποιος να πεθαίνει από υποκρισία, από το δηλητήριο των σκέψεών του, από τη ναρκοθέτηση της ζωής του.
***