Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Δέχθηκα ένα τηλεφώνημα όταν εργαζόμουν ως γελοιογράφος στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Ήταν μια κυρία με λίγο βραχνή φωνή, μάλλον από το τσιγάρο. Είχε μια σπάνια ευγένεια.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Κατάλαβα ποιά είναι και μου εξήγησε τι θέλει. Στο τέλος μου ζήτησε να πάω στο σπίτι της στην Κυψέλη. Θα με περίμενε εκεί με την κόρη της.
Κλείσαμε το ραντεβού για τη συνάντηση και ένα πρωινό Σαββάτου πήγα στην οδό Φυλής, στον αριθμό 43. Ήταν μια αριστοκρατική πολυκατοικία της δεκαετίας του ’60 με καλλιτεχνική καγκελωτή πόρτα. Ανέβηκα στον 5ο όροφο. Ήταν Νοέμβριος του 1979, πριν από 40 χρόνια. Μητέρα και κόρη με περίμεναν στο σαλόνι ενώ η μυρωδιά από το αχνιστό τσάι ήταν μεθυστική.
Στους τοίχους πολλές φωτογραφίες από μέρες χαρά και από μέρες λύπης. Η βασική φωτογραφία του θέματος και η τελευταία ήταν από την εποχή που η Καίτη Ντιριντάουα έλαμπε στις επιθεωρήσεις του ελληνικού θεάτρου.
Η δεύτερη φωτογραφία, (η παραπάνω…) ήταν επιμελώς κρυμμένη. Ήταν εκεί μόνο για να θυμίζει κάτι που είχε οριστικά τελειώσει 4 χρόνια πριν από αυτή τη συνάντησή μας.
***
Μου έδωσαν κάποια χειρόγραφα πρώτα στα χέρια μου, πριν πιω λίγο τσάι. Διάβασα και είδα πως ήταν ένα παραμύθι. Μου είπε τότε η Καίτη Ντιριντάουα πως θα ήθελε να εικονογραφήσω αυτό το παραμύθι που επρόκειτο στη συνέχεια να εκδοθεί από έναν γνωστό εκδοτικό οίκο. Συμφωνήσαμε να παραδώσω τη δουλειά μου ύστερα από 15 ημέρες. Έτσι κι έγινε. Το υλικό για το βιβλίο – παραμύθι της Μαριαλένας Χατζηχρήστου ήταν έτοιμο έτσι ώστε στη συνέχεια να βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Όλα πήγαν πολύ καλά με την πρώτη συνεργασία μας. Ένα χρόνο αργότερα επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Τηλεφώνημα στην εφημερίδα. Κλείσιμο ραντεβού. Επίσκεψη στην οδό Φυλής 43. Άνοδος στον 5ο όροφο. Η Καίτη Ντιριντάουα, η κόρη της, το τσάι και τα χειρόγραφα. Φαντάστηκα πως θα ήταν παραμύθι. Όμως είχα κάνει λάθος…
«Μετά το παραμύθι, θέλω και σκυλάκια για τη Μαριαλένα μου»… είπε η κυρία Καίτη. Πήρα τα χειρόγραφα και είδα πως ήταν κείμενα που αναφέρονταν στις διάφορες ράτσες σκύλων. Κείμενα γραμμένα με ευφάνταστο τρόπο για τους αγαπημένους και πιστούς φίλους του ανθρώπου. Εκεί λοιπόν «τα βρήκα μπαστούνια». Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα τα κατάφερνα και με ευγενικό τρόπο εξήγησα αυτή μου την αδυναμία. Έτσι η συνεργασία με την Καίτη Ντιριντάουα έμεινε μόνο στο πρώτο βιβλίο και δεν συνεχίστηκε…
***
Η Καίτη Οικονόμου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αικατερίνη Οικονόμου. Σε παιδική ηλικία έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Αθήνα όπου από το 1935 δούλευε στο «Μικρό Ζάππειο» και αργότερα σε διάφορα βαριετέ και μπουλούκια. Ο Αττίκ, διακρίνοντας το ταλέντο της, την εντάσσει στην περίφημη «Μάνδρα» του. Σε μια περιοδεία στην Αίγυπτο ο σκηνοθέτης και ποιητής Ορέστης Λάσκος και ο Αττίκ τη «βάφτισαν» Ντιριντάουα. Όπως έλεγε η ίδια: «Είχε τελειώσει ο πόλεμος των Ιταλών στην Αβησσυνία και οι μάχες στην πόλη Ντιριντάουα. Ήμουνα μικρή, ακόμα, ευλύγιστη και μαυροτσούκαλο και μ’ έβγαλαν …Ντιριντάουα». Μετά την επιστροφή της, με το νέο όνομα πια, συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Αττίκ αλλά σύντομα γίνεται πρωταγωνίστρια στο θίασο του θεατρικού επιχειρηματία της εποχής Ανδρέα Μακέδου. Εκεί δούλεψε μέχρι το 1942.
Νωρίτερα γνώρισε τον Κώστα Πετρουτσόπουλο, ο οποίος όπως αποδείχθηκε είχε μια περίεργη δεύτερη σκοτεινή ζωή. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο Πετρουτσόπουλος υπηρέτησε στο Β’ Γραφείο του Α’ Σώματος Στρατού λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο. Φεύγοντας οι Άγγλοι τον Απρίλιο του 1941, άφησαν πίσω τους ορισμένους πυρήνες για να κάνουν σαμποτάζ και κατασκοπεία εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών. Μεταξύ αυτών, ήταν ο υπολοχαγός Πρέστον που τον σκότωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι στη συμπλοκή που έγινε στην οδό Ακομινάτου, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, όταν πήγαν να τον συλλάβουν. Μαζί με τον Πρέστον ήταν οι αξιωματικοί Μακ Ναμπ και Ρίκετ, που είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του ο Πετρουτσόπουλος. Με τους δύο αξιωματικούς συνελήφθησαν άλλοι 32 Άγγλοι στρατιωτικοί κι αρκετοί Έλληνες που συνεργάζονταν μαζί τους. Για τις συλλήψεις αυτές θεωρήθηκε υπεύθυνη τότε και η Ντιριντάουα.
Μάλιστα, Αθηναίοι που γέμιζαν κάθε φορά το θέατρο «Αλκαζάρ» (απέναντι από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης) το καλοκαίρι του 1942, δημιουργούσαν σε βάρος της επεισόδια και κάθε εμφάνισή της, τη συνόδευαν με σφυρίγματα αποδοκιμασίας στέλνοντας παράλληλα και υβριστικές επιστολές. Ένα βράδυ, καθώς εκτελούσε κάποιο νούμερο στη σκηνή, ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες και η λέξη «Βουλγάρα»
Η Καίτη Οικονόμου αμέσως διέκοψε την σκηνή και φώναξε δυνατά: «Είμαι Ελληνίδα. Ζήτω η Αγγλία!»
Το ίδιο βράδυ συνελήφθη από τους Ιταλούς. Δικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου και μπήκε φυλακή.
Στη φυλακή έμεινε τελικά για έξι μήνες. Μετά την κατάρρευση των Ιταλών ξανάρχισε να παίζει, αλλά και να αγωνίζεται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά τα Δεκεμβριανά βρέθηκε σ’ έναν ΕΑΜίτικο θίασο – μπουλούκι με τους: Γιάννη Γιαννίδη, Αιμίλιο Βεάκη, Ασπασία Παπαθανασίου, Αλέκα Παΐζη, Φραγκίσκο Μανέλη, Άλκη Ζέη, Γιώργο Οικονομίδη, που γύριζε την Ελλάδα. Με τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» γύρισαν στην Αθήνα και εξαφανίστηκαν όλοι από προσώπου γης.
Η Καίτη Ντιριντάουα κρυβόταν επτά μήνες, μέχρι που ο επιχειρηματίας του θεάτρου «Ερμής» – το σημερινό «Βέμπο» – της πρότεινε να δουλέψει μαζί του. Από εκείνη την περίοδο η ηθοποιός, πάντα συγκινημένη, θυμόταν την επίθεση των χιτών μέρα πρεμιέρας.
«Μπαίνοντας στο θέατρο, αντί για καλή επιτυχία, άκουγα να μου λένε καλή ψυχή».
Η Καίτη Ντιριντάουα εκείνο το βράδυ, από σκηνής, για δεύτερη φορά μετά την Κατοχή – οπότε και συνελήφθη από τους κατακτητές – είπε το μεγάλο «Όχι» όταν κάποιοι θεατές την αποκάλεσαν «Βουλγάρα». Αφού σταμάτησε την παράσταση φωνάζοντας δυνατά για να «σκεπάσει» αυτούς που την έβριζαν τους είπε:
«Είμαι Ελληνίδα πολύ περισσότερο από σας».
Στη συνέχεια άρχισαν οι διώξεις και η Ντιριντάουα βγήκε στην παρανομία. Το 1947, τη Μεγάλη Εβδομάδα, βρέθηκε στο Μεταγωγών. Υπήρξε αγωνίστρια στο ΕΑΜ. Καταδικάστηκε από τους Γερμανούς σε φυλάκιση 3 ετών. Για τη συμμετοχή της στην Αντίσταση εξορίστηκε μαζί με άλλους αντιστασιακούς στη Μακρόνησο, μετά στη Χίο και έπειτα στο Τρίκερι. Εκεί τα πόδια της σακατεύτηκαν. Έπαθε οξεία ρευματική αρθρίτιδα και για αρκετά χρόνια δεν μπορούσε να παίξει παρά τις προσπάθειές της.
***
Το 1953 επανέρχεται στο θέατρο και συνεργάζεται στον Θίασο Κούλη Στολίγκα – Κώστα Χατζηχρήστου. Με τον διάσημο «Θύμιο» παντρεύτηκε το 1955 και απέκτησε μια κόρη, τη Μαριαλένα. Η Καίτη Ντιριντάουα συνέχισε τις εμφανίσεις και μετά τη γέννηση της κόρης της, ως συνθιασάρχης, μέχρι το 1966 οπότε αποσύρεται από το σανίδι, έχοντας και προβλήματα υγείας λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης στις εξορίες.
Το τελευταίο θεατρικό που πρωταγωνίστησε ήταν η επιθεώρηση «Γελάτε Ανένδοτα», καλοκαίρι του 1965, μαζί με τους Κώστα Χατζηχρήστο, Βασίλη Αυλωνίτη και Νίκο Σταυρίδη.
Με τον Κώστα Χατζηχρήστο χώρισε και τυπικά το 1975.
***
Τον Απρίλιο του 1988 στην πρώτη, μετά τη μακρόχρονη απουσία της από τη σκηνή, σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» είχε δηλώσει: «Είμαι ευχαριστημένη που μπόρεσα να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στον αγώνα του λαού μας για τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία που πιστεύουμε εμείς, την πραγματική. Είμαι περήφανη που κάτι πρόσφερα σ’ αυτό τον αγώνα».
Στην ίδια συνέντευξη είχε πει: «Είναι η μοίρα του ηθοποιού να τον λησμονούν όταν αποσύρεται. Βγήκα στη σκηνή 6 – 7 χρονών παιδί και πέρασα τόσα και τόσα… Κάποιοι έκαναν πολύ θόρυβο γύρω από το όνομά μου. Ήταν οι αντίπαλοι του αγώνα του λαού μας. Όμως εγώ αγάπησα τον αγώνα περισσότερο απ’ το θέατρο».
***
Ταλαιπωρούμενη από αναπνευστικά προβλήματα, η Καίτη Ντιριντάουα έφυγε από τη ζωή στα 76 της από ανακοπή της καρδιάς.
***
Το παραπάνω κείμενο με αφορμή την επέτειο του θανάτου (Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 1996) της λαϊκής αγωνίστριας, ηθοποιού και εξαιρετικής μητέρας Καίτης Ντιριντάουα.