Παραθέτουμε εδώ μερικούς από τους στίχους του γνωστού θεατρικού κριτικού και φιλόλογου Κώστα Γεωργουσόπουλου, που έγινε γνωστός ως στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ.Χ. Μύρης.
Στίχοι μελοποιημένοι από τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδισμένοι σε εποχές δύσκολες, πολλές φορές παραλλαγμένοι στη δημόσια εκτέλεση, πάντα ενδεικτικοί του έργου που παράγεται όταν η γραφίδα οδηγείται από την ψυχή και όχι από το λογαριασμό στην τράπεζα…
Ο Κ. Χ. Μύρης (Κώστας Γεωργουσόπουλος) γεννήθηκε στη Λαμία το 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Γιάννη Σιδέρη. Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 ολόκληρα χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Μπήκε στο στίβο της θεατρικής κριτικής το 1971 και εργάστηκε ως κριτικός θεάτρου και επιφυλλιδογράφος, ενώ εκτάκτως συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους εξής τόμους: “Κλειδιά και Κώδικες Θεάτρου: Ι. Αρχαίο Δράμα (1982) ΙΙ. Ελληνικό θέατρο (1984)”, “Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου” (1984), “Τα μετά το θέατρο” (1985) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), “Προσωπολατρία” (1992), “Θίασος Ποικιλιών” (1993), “Το νήμα της στάθμης” (1996), “Παγκόσμιο θέατρο: Ι. Από τον Μένανδρο στον Ίψεν (1998) ΙΙ. Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ (1999) (Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) ΙΙΙ. Από τον Μίλλερ στον Μύλλερ (2000)”. Με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή “Αμήχανον Τέχνημα” (1971 & 1980), “Παράβαση” (1980), τα διηγήματα “Καμπάνα και Οδάξ” (1985), και τη συλλογή τραγουδιών, τα οποία έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες (“Χρονικό”, “Ιθαγένεια”, “Η μεγάλη αγρυπνία”, “Ανεξάρτητα Τραγούδια”, “Μεταφυσική Τοπολογία”). Κύριος άξονας του μεταφραστικού του έργου είναι το αρχαίο δράμα. Έχει μεταφράσει τα ακόλουθα έργα: “Ικέτιδες”, “Ορέστεια”, “Προμηθεύς Δεσμώτης”, “Επτά επί Θήβας” (Αισχύλου), “Ηλέκτρα”, “Αντιγόνη”, “Αίας”, “Τραχίνιες”, “Οιδίπους Τύραννος”, “Οιδίπους επί Κολωνώ” (Σοφοκλή), “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, “Ιφιγένεια εν Ταύροις”, “Βάκχες”, “Ηλέκτρα”, “Ορέστης”, “Εκάβη”, “Κύκλωψ”, “Τρωάδες”, “Ελένη”, “Ανδρομάχη”, “Φοίνισσες” (Ευριπίδη), “Λυσιστράτη”, “Πλούτος”, “Νεφέλες”, “Εκκλησιάζουσες”, “Θεσμοφοριάζουσες”, “Ιππής”, “Όρνιθες” (Αριστοφάνη), “Ταρτούφος”, “Ασυλλόγιστος”, “Γιατρός με το ζόρι” (Μολιέρου). Συνέπραξε και συνεργάστηκε, επίσης, με τον καθηγητή – αρχαιολόγο κ. Σάββα Γώγο και ομάδα θεατρολόγων για τη συγγραφή του λευκώματος “Επίδαυρος: το αρχαίο θέατρο, οι παραστάσεις” (2002). Ακόμα, το σχολικό εγχειρίδιο “Δραματική Ποίηση” διδάχθηκε επί 25 έτη στα ελληνικά Γυμνάσια, ενώ διδακτέα ύλη σε σχολικά βιβλία του Λυκείου είναι οι μεταφράσεις του της “Αντιγόνης” και του “Οιδίποδα Τυράννου”. Από το 1990 διδάσκει ως Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών. Έχει διατελέσει μέλος, αλλά και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και επί μία εικοσαετία Πρόεδρος της Επιτροπής Επιχορηγήσεων Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού. Είναι ιδρυτικό μέλος του “Κέντρου Έρευνας & Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος ΔΕΣΜΟΙ”, του οποίου σήμερα είναι Πρόεδρος του Δ.Σ., είναι Αντιπρόεδρος της “Εταιρείας Συγγραφέων”, μέλος της “Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων” και από τον Νοέμβριο του 2003 Πρόεδρος του Δ.Σ. του “Κέντρου Μελέτης & Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικού Μουσείου”. Το 2000 του απενεμήθη το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών, ενώ τον Ιούνιο του 2006 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το Μάρτιο του 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2008, από το Υπουργείο Πολιτισμού για το συνολικό του έργο. Πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 2024.
π.Χ. (Ο Γίγαντας)
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιάν αυγή, μια Κυριακή
μια ‘πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του ‘λεγαν: Στοχάσου.
1922 (Στους χρόνους της καταστροφής)
Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα
1940 (Πόσα χρόνια δίσεχτα)
Πόσα χρόνια δίσεχτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά
1944 (Ήταν ο τόπος μου)
Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα ήλιος και μαύρο κρασί
Όργωνα θέριζα και με τον Όμηρο σε τραγουδούσα, λαέ μου
Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες
σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου
με μια φυσαρμόνικα
τα ξελογιάζανε.
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερνό.
Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ’ αγόρια μου
παίζουν το θάνατο
στα χαρακώματα.
1946 (Ο γερο-δάσκαλος)
Ο γερο-δάσκαλος ποιος τον θυμάται
τον ανεξύπνητο ύπνο κοιμάται
τον ξενυχτάνε δυο χωριανοί.
Οι νέοι σκόρπισαν στα καφενεία
δυο τρεις που πήγανε στην εκκλησία
δε βγάλαν λόγο για τη θανή.
Ο ψάλτης βιάζονταν είχε βαφτίσια
βουβά τον θάψανε στα κυπαρίσσια
και τον ξεχάσανε πολύ καιρό.
Ο δασοφύλακας τον άλλο χρόνο
κάρφωσε κάγκελα κι έφτιαξε μόνο
με δυο σανίδια ένα σταυρό.
Κάποιος αργόσχολος ειρηνοδίκης
βρήκε το κείμενο της διαθήκης
όπου διαβάσαμε το λόγο αυτό:
Στον τάφο θά ‘θελα σαν θα πεθάνω
πως ήμουν δάσκαλος να γράψουν πάνω
και δίχως λάθη παρακαλώ.
1950 ( Καφενείον “Η Ελλάς” )
Στο καφενείον “Η ΕΛΛΑΣ” ο σαλτιμπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές χωρίς σκοινιά
…περάστε κόσμε.
Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές
χορεύει με τα μάτια, δυο δραχμές, ποιος θα τη δει;
…περάστε κόσμε.
Στο καφενείον “Η ΕΛΛΑΣ” οι θεατρίνοι
μ’ ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά και τρεις δραχμές
…περάστε κόσμε
Γεννήθηκα
Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.
Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Είδα τον παππούλη μου
Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη
με γυμνή πατούσα να μετράει τον ήλιο
να διαβαίνει ποταμούς μ’ απλωτές οργιές
σαν την λαγωνίκα ψάχνοντας τον ʼδη
να ζητάει το δρόμο
πότε με τον ύπνο
πότε με τον ξύπνο
να κερδάει τον κόσμο,
με ζαριές.
Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη
άκρη άκρη στο ποτάμι, τυλιγμένος με προβειές.
Σπαραγμένος από μέδουσες
σκυλιά, πλήθος όρνεα,
αρμαθειές γύρω τριγύρω σερπετά.
Έφυγε ξαρμάτωτος ούτε που μετάλαβε
έφυγε ξαρμάτωτος λίγο πριν μπαρκάρει
για μακρύ ταξίδι
στους μικρούς μπαξέδες
του καρασεβντά.
Ο καλόγερος
Ο τρελός καλόγερος απ’ τη Καππαδοκία
ήρθε κάποια νύχτα στην αγρύπνια μας.
Στάχτη στα γένια στάχτη στα μαλλιά
και μια φωτίτσα ζωντανή στο κούτελο.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
Θά ‘ρθει καιρός και για την άγια νύστα.
Όταν πεινάσει το παιδί, χορτάσει το σκουλήκι,
όταν τα φίδια ρίξουνε φαρμάκι στα νερά,
τότες η γης θ’ ανοίξει να φανερωθώ,
θα με γνωρίσεις και θα σε γνωρίσω,
στου πηγαδιού την άκρη θ’ ανταμώσουμε
και θ’ ανεβούμε συντροφιά την ανηφόρα.
Τότες η γης θ’ ανοίξει να φανερωθώ.
θα με γνωρίσεις και θα σε γνωρίσω.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
Αιώνες μακρινοί και θεοσκότεινοι,
στη ρίζα του βουνού σε κάποια πέτρα,
κρυφά μαστόρευα και φύλαγα για
σένα το ράσο, το ραβδί και το ταγάρι.
Ο τρελός καλόγερος απ’ τη Καππαδοκία
ήρθε κάποια νύχτα στην αγρύπνια μας.
Στάχτη στα γένια στάχτη στα μαλλιά
και μια φωτούλα ζωντανή στο κούτελο.
Ω μη κοιμάστε, ω μη νυστάζετε.
Χίλια μύρια κύματα
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ’ αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά
Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα
το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Ώρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας
δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
- Μάνα
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ’ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ’ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.Κι όταν στην έρμη ρεματιά
φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.
Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,
λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.
Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ’ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ’ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.