16.4 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Γεωργιάννα Νταλάρα: “Είναι καθησυχαστική η εις βάθος επικοινωνία με συνεργάτες”

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

To 2010 στον Χορό των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, στην Επίδαυρο, βρισκόταν ανάμεσα σε κορυφαίους πρωταγωνιστές του θεάτρου και με δύο μόλις ατάκες της απέσπασε το αυθόρμητο γέλιο του κοινού. Όταν τέλειωσε η παράσταση, όλοι αναρωτηθήκαμε ποια είναι. Στο πρόγραμμα διαβάσαμε το όνομά της: Γεωργιάννα Νταλάρα. Ένα χαριτόβρυτο και ντελικάτο πλάσμα, που άνοιγε για πρώτη φορά τα ταλαντούχα φτερά του όχι μόνο στην Επίδαυρο αλλά και εν γένει στη σκηνή. Την επόμενη χρονιά, με λευκό παιδικό φόρεμα, ήταν η Ερμιόνη στην τραγωδία «Ορέστης» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Μια νεαρή, γλυκόφωνη, μελαχρινή αγριοελαφίνα. Μεσολάβησε μια περίοδος με πανεπιστημιακές σπουδές στην Αγγλία και την Αμερική και το 2015 την ξαναείδαμε, για τρίτη φορά, στο αρχαίο θέατρο του Πολυκλείτου. Ήταν στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, όπου -εκτός από τη συμμετοχή της στο Χορό- με έναν σωματικά καίριο και αριστοτεχνικό τρόπο υποδύθηκε τον Δαίμονα. Ανήκει στη χορεία των ηθοποιών που παρίστανται ολοκληρωτικά στη σκηνή, δίχως συνθηκολογήσεις και αβεβαιότητες, με όχημά της την ακρίβεια, την ενέργεια, την ξεχωριστή αίσθηση της τέχνης της και μια υψηλού επιπέδου τεχνική που διαρκώς εξελίσσει. Συμβαίνει να έχω παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις στις οποίες έχει παίξει αλλά και να τη συναντήσω στα παρασκήνια, όπως και άλλους καλλιτέχνες. Ένα κορίτσι λεπτό, αεικίνητο, με ζεστό χαμόγελο και λαμπερό βλέμμα. Ηθοποιός, ερμηνεύτρια, άνθρωπος, δημιουργός, μητέρα, η Γεωργιάννα Νταλάρα αντιπροσωπεύει το πραγματικό, το ειλικρινές και το αληθινό. Η σεμνότητά της, η διακριτικότητά της, η νεανική της σοβαρότητα, η υπευθυνότητά της, η ευφυΐα της, ο ζήλος της δηλώνουν τη θεμελιώδη και βαθύτερη αξία των πραγμάτων, δηλαδή τι είναι στ’ αλήθεια. Δεν είναι η οφθαλμαπάτη της στιγμής, δεν είναι η παραπλάνηση. Στηρίζεται στη γνώση, στη θέληση, στην περίσκεψη. Βλέπει με την καρδιά και βλέπει κατευθείαν την ουσία. Με μεταπτυχιακό (MA Text and Performance) από τη Βασιλική Ακαδημία του Θεάτρου του Λονδίνου (Royal Academy of Dramatic Art – RADA) (2014) και αριστούχος του Πανεπιστημίου Brown University (Bachelor’s BA Theatre Arts, BA Comparative Literature – Double concentration in three years – Magna Cum Laude) (2009), φέτος μας δίνει μια αξεπέραστη και εκπληκτική ερμηνεία. Ξεδιπλώνει κατάρτιση και ταλέντο στην παράσταση «Ρομπέρτο Τσούκο» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου. Για το έργο και τους χαρακτήρες, για τη σκηνοθέτιδά της και για τους ρόλους της (Παιδούλα, ξετρελαμένη πουτάνα, παιδί, πουτάνα) μιλάει με εμβρίθεια στη συνέντευξη που παραχώρησε στο catisart.gr. «Είναι καθησυχαστική η εις βάθος επικοινωνία με συνεργάτες. Πόσο μάλλον όταν είναι και δάσκαλοι», επισημαίνει. «Υπάρχει κάποιες φορές», μας λέει, «ένα φωτεινό σημείο – καταφύγιο όπου η τεχνική, από την αναπνοή μέχρι τη φόρμα, η υποχρέωση, η φιλοσοφική και θεωρητική αναζήτηση, το κείμενο κι η πράξη κι η ομαδικότητα, όλα ενώνονται». Η Γεωργιάννα είναι ένα από εκείνα τα θαυμάσια, σπάνια υφαντά που δεν φτιάχνονται πια και των οποίων τα υλικά είναι οι πράξεις, το πάθος και η τύχη. Η μια πλευρά φαίνεται να είναι φτιαγμένη μόνο από το υφάδι. Αν όμως τα αντιστρέψεις, τότε βλέπεις καθαρά και το στημόνι…

Διαβάστε τη συνέντευξη.

– Γεωργιάννα, πώς ένα φυσιολογικό αγόρι, όπως ο Ρομπέρτο Τσούκο, μπορεί να ξεφύγει και να μετατραπεί σε στυγνό εγκληματία;

* «Όλοι οι χαρακτήρες του έργου πλην της Παιδούλας, του μόνου προσώπου στο οποίο ο Τσούκο λέει το όνομά του, και του γέρου στο μετρό, οδηγούν τον Τσούκο στην υπέρβαση των κοινώς αποδεκτών ορίων.
Η έννοια του φυσιολογικού είναι εξάλλου σχετική και μεταβλητή:
– Οι φύλακες, κωμικοί και γλοιώδεις υποστηρικτές του συστήματος, που με τη δημοσιοϋπαλληλίστικη και υποτακτική λιμνάζουσα ρουτίνα τους προδίδουν το ίδιο το σύστημα που τους προσέλαβε να το υπηρετούν».

Η μητέρα του Τσούκο

* «Η μάνα που δεν θέλει φασαρία μόνο και μόνο για να μην ακούσουν οι γείτονες, μια καρικατούρα του μικροαστισμού που υπηρετεί το φαίνεσθαι και τον ανούσιο καθωσπρεπισμό που επιτάσσουν οι σαθρές κοινωνικές υποχρεώσεις, συνήθειες και δομές, τα καλούπια μέσα στα οποία το οικονομικό σύστημα προσπαθεί να στριμώξει και να φιμώσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Μια μάνα που μέσα στο πένθος της για τον πατέρα του πατροκτόνου γιου της, βλέπει τηλεόραση πίνοντας γάλα, μια μάνα που συμπεραίνει σε δευτερόλεπτα ότι λεφτά θα θέλει το παιδί της με το που αποδρά από τη φυλακή – τι άλλο να θέλει (!) – που δεν του δίνει τα ρούχα του γιατί δεν είναι σιδερωμένα, γιατί “έχουν τα χάλια τους” – πώς θα μπορούσε άλλωστε να κυκλοφορήσει ένας νέος άνθρωπος με ασιδέρωτα ρούχα!».

Η Παιδούλα

* «Οικογένειες που γεννούν παιδιά σαν τα δύο αδέλφια της Παιδούλας, εργατικής τάξης μεν, πιο λούμπεν από την οικογένεια του Τσούκο, αλλά βαθιά προβληματικές και δυσλειτουργικές, έρμαια των παθών τους και των εύκολων μαστίγων των κατωτέρων και εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων, θύματα αλκοολισμού και πληθώρας άλλων εθισμών, πρακτικών και ψυχολογικών. Η Παιδούλα γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στο ψέμα και την υποκρισία, όπως και ο Τσούκο, σ’ ένα σπίτι αιμομικτικό, σάπιο, βρώμικο και βρωμερό, που την οδηγεί θαρρετά και χωρίς αιδώ στην εκπόρνευση. Μια υποτακτική ομοφοβική μάνα, ένας μέθυσος βίαιος πατέρας, μία αδελφή που της ρουφάει το μεδούλι, που παρασιτεί πάνω της αφού έχει αναπτύξει μια ομοφυλοφιλική πια παθολογική σχέση εξάρτησης μαζί της, κι ένας αδελφός που άνετα θα τη βίαζε πριν την πουλήσει. Που την πουλάει. Η Παιδούλα, αθώα και εν δυνάμει παραβατική κι επαναστατική, φωτεινή κι ελεύθερη, όπως ο Τσούκο, σε μια κοινωνία πρόστυχη, κλειστή και σκοτεινή, δεν καταφέρνει να λυτρωθεί τελικά, γιατί έχει a priori ένα επιπλέον εμπόδιο που ο Τσούκο δεν έχει: είναι γυναίκα. Χάνοντας την παρθενιά της απ’ τον Τσούκο, συμβολικά βρίσκει το εισιτήριο της απόδρασης από τη σαπίλα γύρω της, αλλά αφού ο Τσούκο φεύγει, είναι καταδικασμένη να “λουπάρει”, έμπειρη πουτάνα – Δαλιδά πια, στο Μικρό Σικάγο, στο περιθώριο και στη βρώμα, μονολογώντας σαν σε παιδικό λεύκωμα (με την ειρωνεία που της δίδαξε η ματαιότητα της καταδικασμένης ύπαρξής της) και προβάλλοντας στο μέλλον αυτά που θα μπορούσε να είχε ζήσει αν δεν πρόδιδε τον Τσούκο. Που τον πρόδωσε, όμως. Αφού την πρόδωσε κι αυτός στο ταξίδι της προς την ελευθερία. Για τη μοίρα της μας έχουν προϊδεάσει εξάλλου οι δύο προηγούμενες πουτάνες του έργου, η ξετρελαμένη πουτάνα – ποιητική αγγελιαφόρος του φόνου του επιθεωρητή, και η πουτάνα στο μπαρ, “Λίγο Πριν Πεθάνει” ο Τσούκο».

Οι άλλοι χαρακτήρες

* «Ο επιθεωρητής – λαμόγιο κι άλλα σύμβολα της διεφθαρμένης εξουσίας: η πατρόνα, ο σωματαράς, ο νταβατζής.
– Η πλούσια κυρία στο πάρκο, που θλιβερή μέσα στην ανία της, προκαλεί θρασύτατα και μαζοχιστικά τον δολοφόνο, έστω για να ζήσει μια περιπέτεια, που αποπαίρνει το παιδί της μέσα από το οποίο όμως υπάρχει.
– Ο επιθεωρητής της αστυνομίας που εμφανίζεται στην ανάκριση, με τους δυο αστυνόμους – τσιράκια, όπως οι φύλακες της αρχής κι οι αστυνόμοι του τέλους, της “Σύλληψης”, Μπεκετικοί μέσα στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τη ματαιότητα των καθηκόντων που υπηρετούν ευλαβικά και αναιρούν ταυτόχρονα.
Εκτός όμως από τους παραπάνω χαρακτήρες, είναι και το γαλλικό τοπίο της βρώμικης κι εξαθλιωμένης πόλης, οι κινηματογραφικά απειλητικές γειτονιές, το άδειο μετρό κι οι άδειοι σταθμοί, που ωθούν κι αυτά, όπως στους αδελφούς Dardenne ή στον Kassovitz, στον Λιντς και τον Ζουλάφσκι, τους χαρακτήρες στη μιζέρια και την εξαχρείωση».

Το είναι και το φαίνεσθαι

* «Σ’ ένα πιο συμβολικό όμως επίπεδο, είναι και μια χωροχρονική μεθόριος, σαν τις “Ετεροτοπίες” του Φουκώ, μια σύμβαση μεταξύ κάμερας και ηθοποιών, μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, μεταξύ του εξωτερικού γαλλικού γεωφυσικού αλλά και γεωπολιτικού τοπίου και του εσωτερικού χώρου των χαρακτήρων, μια κατάσταση μέθης μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, που μπερδεύει τα πρόσωπα, μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού, που οδηγεί τους πάντες, άρα και τον Τσούκο, στην ακροβασία μεταξύ της υποτιθέμενης φυσιολογικότητας και της δήθεν ψυχοπαθολογίας του εκτροχιασμένου επαναστάτη, της υποτιθέμενης φρονιμότητας και της εξωφρενικότητας, της κοινωνικής αποδοχής και του φυσικού ενστίκτου».

– Πώς είναι η εμπειρία της παράστασης και των προβών με μια σκηνοθέτιδα, σπουδαία και ιδιοσυγκρασιακή, όπως η Άντζελα Μπρούσκου;

* «Σε όλες τις παραπάνω πιέσεις υπάρχουν πάντα πρόσωπα στην τέχνη αλλά και στη ζωή που επαναστατούν, που προβαίνουν σε κραυγές βοηθείας, αυτοκαταστροφικές μεν, αλλά συνειδητά επαναστατικές, που αυτοπυρπολούνται. Και δεν πειράζει (το λέει κι ο Κολτές κι η Άντζελα Μπρούσκου) αν είναι ο δρόμος τους διαστροφικός. Εξάλλου απορρίπτουνε τον Νόμο και σκοτώνουν συμβολικά και μη τους προπάτορες, που κι αυτοί ήταν απόντες όταν έπρεπε τα πρόσωπα αυτά να ενταχθούν στο κοινωνικό πλαίσιο. Αιωνίως ανένταχτοι και μεθοριακοί, γοητευτικοί για κάποιους, τρελοί για άλλους, απλώς ακατανόητοι ή έστω δυσνόητοι στη σούμα, απαλλάσσουν τον εαυτό τους, κι όποιον βρεθεί στο δρόμο τους, από τα δεσμά της κοινωνικο-οικονομικής απάτης. Τέτοιο πρόσωπο είναι ο Τσούκο, εξ ου και ο Κολτές και η Άντζελα βασίζονται παραπάνω στο τι συμβαίνει γύρω από αυτό το παιδί απ’ ό, τι στο ίδιο το παιδί».

Οι δοκιμές και οι αυτοσχεδιασμοί

* «Για να φωτίσουμε σκηνικά και παικτικά όλες τις παραπάνω σκέψεις, κουβεντιάσαμε με την ομάδα από τον Σεπτέμβριο, κάποιοι νωρίτερα, κάποιοι αργότερα, αυτοσχεδιάσαμε, και δια της δοκιμής και του λάθους μυηθήκαμε σε μια συνθήκη που είναι ακόμα εν εξελίξει και θα είναι μέχρι και την τελευταία παράσταση. Με χιούμορ και ουσιαστική ελευθερία, αναπνεύσαμε τον ποιητικό λόγο του Κολτές. Υπάρχει κάποιες φορές ένα φωτεινό σημείο – καταφύγιο όπου η τεχνική, από την αναπνοή μέχρι τη φόρμα, η υποχρέωση, η φιλοσοφική και θεωρητική αναζήτηση, το κείμενο κι η πράξη κι η ομαδικότητα, όλα ενώνονται. Οφείλεται στην ουσιαστική επικοινωνία και την εμπιστοσύνη μεταξύ συνεργατών καθώς και στην αντιληπτικότητα που ο καθένας έχει ή επιτρέπει στον εαυτό του να τολμά να φτάσει. Κάτω από μια τέτοια αυτοσχέδια στέγη που χτίσαμε για την παράστασή μας, στριφογυρνάμε και εκκρεμούμε με την Άντζελα Μπρούσκου. Και νιώθω τυχερή, καθαρή και ασφαλής, μέσα στην ατυχία και την ανασφάλεια όλων των παραπάνω. Είναι καθησυχαστική η εις βάθος επικοινωνία με συνεργάτες. Πόσο μάλλον όταν είναι και δάσκαλοι».

Βιογραφικό της Γεωργιάννας Νταλάρα

Θέατρο
* Στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν (2016-2017)
– Ρομπέρτο Τσούκο, του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές Παιδούλα, ξετρελαμένη πουτάνα, παιδί, πουτάνα).
Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου
* Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, Πειραιώς 260 (2016)
– Top girls της Κάρυλ Τσέρτσιλ (Lady Nijo, Τζανίν και Win)
Σκηνοθεσία: Αλέξης Ρίγλης
* Εθνικό Θέατρο, Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» και Κεντρική Σκηνή (2015-2016)
– «Το έγκλημα και η τιμωρία», του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Αναστασία και χορός)
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
* Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος και περιοδεία στην Ελλάδα (2015)
– «Τρωάδες» του Ευριπίδη (Δαίμονας και χορός)
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
* Εθνικό Θέατρο, Κεντρική Σκηνή (2011-2012)
– «Η τριλογία του παραθερισμού» (Ροζίνα)
Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης
* Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος και περιοδεία στην Ελλάδα και στην Ιταλία (2010)
– «Ορέστης» (Ερμιόνη)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
* Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Επίδαυρος και περιοδεία στην Ελλάδα (2009)
– «Όρνιθες» (Χορός)
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Σπουδές
* Μεταπτυχιακό (MA Text and Performance) από τη Βασιλική Ακαδημία του Θεάτρου του Λονδίνου (Royal Academy of Dramatic Art – RADA) (2014).
* Αριστούχος του Πανεπιστημίου Brown University (Bachelor’s BA Theatre Arts, BA Comparative Literature – Double concentration in three years – Magna Cum Laude) (2009).

* “Ρομπέρτο Τσούκο” – Οι σκηνές

Το έργο διαρθρώνεται σε δεκαπέντε σκηνές:
Σκηνή πρώτη – Η απόδραση
Σκηνή δεύτερη- Η δολοφονία της μητέρας
Σκηνή τρίτη – Κάτω από το τραπέζι
Σκηνή τέταρτη – Η μελαγχολία του επιθεωρητή
Σκηνή πέμπτη – Ο αδελφούλης
Σκηνή έκτη – Μετρό
Σκηνή έβδομη – Δυο αδελφές
Σκηνή όγδοη – Λίγο πριν πεθάνει
Σκηνή ένατη – Δαλιδά
Σκηνή δέκατη – Ο όμηρος
Σκηνή εντέκατη – Το ντηλ
Σκηνή δωδέκατη – Ο σταθμός
Σκηνή δέκατη τρίτη – Οφηλία
Σκηνή δέκατη τέταρτη – Η σύλληψη
Σκηνή δέκατη Πέμπτη – Ο Τσούκο στον ήλιο

* Ρομπέρτο Τσούκο – κριτική παρουσίαση από το catisart.gr

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -