15.9 C
Athens
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

«Ρομπέρτο Τσούκο», βία και ρομαντισμός στο Υπόγειο από την Άντζελα Μπρούσκου

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Ποιος είναι ο Τσούκο; Ένας δραπέτης ή ένας μυστικός πράκτορας; Ένας εραστής ή ένας βιαστής; Ένας χαμαιλέοντας ή ένας ρινόκερος; Ένας φιλειρηνικός νεαρός ή ένας κατά συρροήν δολοφόνος;
Η Άντζελα Μπρούσκου, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, ανεβάζει τον «Ρομπέρτο Τσούκο» σε μια σειρά από γρήγορες, ατμοσφαιρικές σκηνές. Ένα έργο για τη βία, τον φόβο και την ανάγκη των ανθρώπων να βάλουν τη σφραγίδα τους, να γίνουν ορατοί από τους συνανθρώπους τους έστω και για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, δοσμένο μέσα από τη ματιά ενός νεαρού δολοφόνου.
Στην παράστασή της παρακολουθούμε τον ήρωα του Μπερνάρ Μαρί Κολτές στο μυθικό του ταξίδι μέσα από ένα τοπίο παράξενης και βίαιης ομορφιάς. Παράσταση ισορροπημένη, υγρή, υπόγεια, βαθιά ζωντανή και αρμονική.

Ο Κολτές έγραφε για τον εαυτό του: «Στα 18 μου ξέσπασα. Πολύ γρήγορα έφτασα στο Στρασβούργο, πολύ γρήγορα στο Παρίσι και πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη, το ’68. Κι εκεί, ξαφνικά, η ζωή χίμηξε πάνω μου. Δεν υπήρξαν λοιπόν ενδιάμεσα στάδια, δεν είχα το χρόνο για να ονειρευτώ το Παρίσι, ονειρεύτηκα αμέσως τη Νέα Υόρκη. Και η Νέα Υόρκη το ’68, ήταν πραγματικά ένας άλλος κόσμος».

Μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές δημιουργούς μας, η Άντζελα Μπρούσκου, σκηνοθετώντας τον «Ρομπέρτο Τσούκο» του Κολτές, φτιάχνει ένα κομψοτέχνημα παροξυσμικού πάθους, σινεφιλικών αναφορών και αποδόμησης, ικανό όχι μόνο να σε συγκλονίσει αλλά και να σε πλημμυρίσει υπαρξιακά ερωτήματα.

Η Άντζελα Μπρούσκου δεν συμβιβάζεται με τους εύκολους θεατές, αυτούς που πιστεύουν ότι μια παράσταση είναι φτιαγμένη μόνο για τη δική τους διασκέδαση και δεν γνωρίζουν τίποτα για την ύπαρξή τους. Έχει μια ιδιαίτερη δική της αισθητική και δημιουργεί με πάθος μια δική της θεατρική ηθική.

Μια πραγματική ιστορία

Το έργο έχει σαν αφορμή την πραγματική ιστορία του κατά συρροήν νεαρού δολοφόνου που σκότωσε τους γονείς του, έναν επιθεωρητή, ένα παιδί και πολλούς άλλους, όπως ο ίδιος ομολογεί στο τέλος… Παρακολουθούμε τη σύντομη ζωή του, καθώς περιπλανιέται σε μία απρόσωπη και αφιλόξενη πόλη, που αναρωτιέται συνέχεια πώς μοιάζει ένας δολοφόνος. Αντιμέτωπος με μια κοινωνία που ο μεγαλύτερος φόβος της είναι ότι ποτέ δεν νιώθει ασφαλής παρόλο που λατρεύει το αίμα, τα δάκρυα και τη βία σαν θέαμα. Το αίμα είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, λέει ο Ρομπέρτο Τσούκο. Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας το διαπράττει.
Στο εμβληματικό έργο του Κολτές, το αληθινό πρότυπο του συγγραφέα για τη δημιουργία του ήρωά του, ο Ρομπέρτο Σούκο (που μετονομάζεται στο ποιητικό δημιούργημα σε Ρομπέρτο Τσούκο, όνομα που παραπέμπει σε κάτι γλυκό), φυλακίστηκε το 1981. Ήταν μια σπαρακτική ύπαρξη που περιφερόταν σε αλλόφρονες συνθήκες. Πέντε χρόνια αργότερα απέδρασε από την ψυχιατρική κλινική όπου είχε εγκλεισθεί και κατευθύνθηκε στη Γαλλία σιδηροδρομικώς. Έκλεψε, εκβίασε, απήγαγε και βίασε, επικηρύχθηκε στα εδάφη της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελβετίας και συνελήφθη, τελικά, στο Mestre της Βενετίας. Τον Μάρτιο του 1988 σκαρφάλωσε στην οροφή της φυλακής όπου εκρατείτο για να απειλήσει δημοσίως τους δεσμοφύλακές του και κατόπιν, ένα μήνα μετά, αυτοκτόνησε στο κελί του. Την ίδια χρονιά ο Κολτές έγραψε το τελευταίο του θεατρικό έργο, εμπνευσμένο από την υπόθεση αυτήν.

Ο “βολταδόρος”

Στην προσέγγιση του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα, ο Τσούκο είναι ρευστός και διαυγής σαν το νερό, χωρίς υλική υπόσταση, ενώ το μοναδικό πράγμα που τον συγκινεί είναι το αίμα των θυμάτων του να ρέει. «Καλύτερα να έχεις αίμα στα χέρια σου παρά νερό», όπως έγραφε κι ο Γκράχαμ Γκριν. Καταλύοντας τους μεγάλους δυνάστες της ύπαρξής του, ο «βολταδόρος» αυτός του Κολτές (όπως τον αποκάλεσε η ηθοποιός Μαρία Καζαρές) πληρώνει όλο το τίμημα χωρίς να διέλθει το στάδιο της ενδοσκόπησης, όπως ο Άμλετ του Σαίξπηρ, κι επιχειρεί να κατακτήσει την απόλυτη υπαρξιακή ελευθερία αποποιούμενος τους φραγμούς οιουδήποτε ηθικού συστήματος αναφοράς.
Η ιστορία βασίζεται στα εξής πραγματικά γεγονότα: Ο Ιταλός Ρομπέρτο Σούκο δολοφονεί τη μητέρα του (επειδή δεν του έδινε τα κλειδιά του οικογενειακού αυτοκινήτου), στη συνέχεια σκοτώνει τον πατέρα του (για να μη στενοχωριέται που πέθανε η γυναίκα του), συλλαμβάνεται, κλείνεται στη φυλακή, όπου σπουδάζει πολιτικές επιστήμες, δραπετεύει έπειτα από πέντε χρόνια, βιάζει και σκοτώνει δύο κορίτσια, σκοτώνει έναν γιατρό και δύο αστυνομικούς, απάγει και τρομοκρατεί κόσμο σε τέσσερις χώρες. Συλλαμβάνεται ξανά, αποπειράται μία ακόμα απόδραση, δίνοντας στο πλαίσιο αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα στη στέγη της φυλακής με ένα τελετουργικό στριπτίζ, αλλά πέφτει στο έδαφος και τραυματίζεται. Λίγο καιρό αργότερα, αυτοκτονεί στο κελί του, τυλίγοντας το κεφάλι του με μια νάιλον σακούλα – έτσι όπως σκότωσε τον πατέρα του. Η τρομερή αυτή ιστορία ξεκίνησε το 1981 κι έληξε το 1988.

Η άβυσσος του κακού

Ο συγγραφέας, προσπαθώντας να φωτίσει τις δύσβατες επιλογές του νεαρού δολοφόνου, μας προσφέρει την αυτοπροσωπογραφία ενός μικρού θεού που βυθομετρά τις αβύσσους του κακού. Μια απίστευτη διαδρομή, ένα μυθικό πρόσωπο σαν τον Σαμψών ή τον Γολιάθ, ένα τέρας δύναμης και ρομαντισμού, που τελικά σωριάζεται καταγής από ένα χαλικάκι ή από μια γυναίκα.

Ζούμε και πεθαίνουμε εντελώς διαφορετικά απ’ ό, τι θα θέλαμε, χωρίς ελπίδα οποιασδήποτε ανταμοιβής… «Ευτυχώς που αυτή η ζωή είναι η μόνη, και μόνο αυτό είναι σίγουρo», έγραφε ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο «ποιητής της εξέγερσης», ένας από τους κύριους εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση.

Η φράση αυτή του Ρεμπώ συναντιέται με το αδιανόητο της ζωής μας, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει τις απαντήσεις που θα θέλαμε, για να κατανοήσουμε τα ανεξιχνίαστα κίνητρα του δολοφόνου Ρομπέρτο Τσούκο. Ένα φυσιολογικό αγόρι που εκτροχιάζεται χωρίς λόγο και μετατρέπεται σε εγκληματία, ενώ το μόνο που θέλει κατά βάθος είναι να γίνει «διάφανος». Το έργο δεν είναι ούτε ευνόητο ούτε εύπεπτο. Πολλά από τα νοήματά του είναι κρυμμένα και το προφανές σχεδόν πάντα λειτουργεί παραπλανητικά.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο Ρομπέρτο Τσούκο; Μια επαναστατική φύση έτοιμη να εκραγεί και τελικά εκρήγνυται, μια φύση που αποδύεται στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας;

Οι σκηνές

Το έργο διαρθρώνεται σε δεκαπέντε σκηνές:
Σκηνή πρώτη – Η απόδραση
Σκηνή δεύτερη- Η δολοφονία της μητέρας
Σκηνή τρίτη – Κάτω από το τραπέζι
Σκηνή τέταρτη – Η μελαγχολία του επιθεωρητή
Σκηνή πέμπτη – Ο αδελφούλης
Σκηνή έκτη – Μετρό
Σκηνή έβδομη – Δυο αδελφές
Σκηνή όγδοη – Λίγο πριν πεθάνει
Σκηνή ένατη – Δαλιδά
Σκηνή δέκατη – Ο όμηρος
Σκηνή εντέκατη – Το ντηλ
Σκηνή δωδέκατη – Ο σταθμός
Σκηνή δέκατη τρίτη – Οφηλία
Σκηνή δέκατη τέταρτη – Η σύλληψη
Σκηνή δέκατη Πέμπτη – Ο Τσούκο στον ήλιο

Μια μυστηριώδης ψυχή

Ο Κολτές αντικρίζει, στον Ρομπέρτο Τσούκο, που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του, το αγγελικό και ταυτόχρονα διαβολικό πρόσωπο ενός ωραίου νέου ο οποίος, έχοντας υπάρξει καλός μαθητής και γιος, προβαίνει στα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων και διαπραγματεύεται τη μοίρα του στη βάση της φονικής βίας.
Ένας απόβλητος, αποσυνάγωγος είναι ο Ρομπέρτο, ένας γοητευτικός υποχθόνιος με μυστηριώδη ψυχή, που θα επιδοθεί σε μια δολοφονική φρενίτιδα, επιδιώκοντας μάταια τον εξαγνισμό ενός παράλογου κόσμου.
Στην παράσταση σκιαγραφείται ένας ολόκληρο μικρόκοσμος από χαμένες ψυχές: αλκοολικούς και τοξικομανείς, παραστρατημένα κορίτσια, αποτυχημένους και ματαιόδοξους χαρακτήρες, διεφθαρμένους αστυνομικούς, αδίστακτους κακοποιούς και πόρνες. Πρόθεση να ακουστεί η φωνή του δολοφόνου. Το ένδοξο τραγούδι του κι όχι τα γογγυτά του. Ο Ρομπέρτο, όπως και ο Ρεμπώ, είναι το εκθαμβωτικό παιδί, που έχει όλα τα χαρίσματα και τα περιφρονεί, και που ξαφνικά κόβει τη ζωή του στα δύο.

«Ο Τσούκο βρίσκεται πέρα από την κατανόηση των θεατών: ενσαρκώνει την κοσμική σκληρότητα που έχει ως γνώρισμα την αδιαφορία», γράφει ο Άγγλος μελετητής Ντέιβιντ Μπράντλι.

Ο δε Peter Stein, που πρωτοανέβασε το έργο στην Schaubuhne του Βερολίνου, λέει: “Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του θεάτρου ή της λογοτεχνίας που εισάγεται ένας “εγκληματίας ηθοποιός” χωρίς κίνητρο. Αλλά είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται χωρίς ηθική. Προγόνους του Ρομπέρτο βρίσκουμε πολλούς, κυρίως στον Ζενέ, εκείνοι όμως είναι πολύ πιο συναισθηματικοί και, κατά μία έννοια, πολύ πιο ηθικοί. Στον Ζενέ βρίσκουμε ακόμα τον συναισθηματισμό και την ηθικολογία του 19ου αιώνα. Ο Κολτές αφηγείται την ιστορία αυτού του ξεμοναχιασμένου πλάσματος, αυτού του κακομοίρη με τις ανεξήγητες και μη εξηγήσιμες πράξεις που έχουν μία απόλυτη ανηθικότητα, κι αυτό χωρίς να παράγει το παραμικρότερο ηθικό επιμύθιο. Αντιθέτως, υπάρχουν στο έργο συνεχείς βολές εναντίον όλων των στερεοτύπων, των αισθημάτων και των αξιών”.

Σαν φάντασμα

Ο Τσούκο «περιπλανιέται» από φόνο σε φόνο. Μεταξύ χάρης και μυστηρίου, μεταξύ αλητείας και έμπνευσης.
Εξαφανίζεται σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα, συνεχίζει την πορεία του εν μέσω συναντήσεων και δολοφονιών, χωρίς κανείς να ξέρει ακριβώς τι προκαλεί αυτό τον κύκλο του εγκλήματος.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί τον Ρομπέρτο Τσούκο, όπως θα ακολουθούσε μία τίγρη που πρόκειται να συλληφθεί προκειμένου να ενταχθεί σ’ ένα ζωολογικό κήπο. Πανέμορφος γιος, σκοτώνει τη μητέρα του με έναν τρυφερό κι οριστικό εναγκαλισμό και πίνει αδιάφορος το γάλα από το ποτήρι που εκείνη κρατούσε. Μια δολοφονία αγάπης; Μια χειρονομία κοινωνικής ευθανασίας;
Ας υπερασπιστούμε την ομορφιά, ακόμη κι όταν δεν είναι και τόσο ηθική. Γιατί ο Τσούκο θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς, θα μπορούσε να είναι παιδί μας, αδελφός μας, γιος μας και εγγονός μας. Ο Τσούκο είναι σίγουρα μια φιγούρα που από τις πράξεις του και μόνο παίρνει αρνητικό πρόσημο, όμως είναι τόσο γλυκά σπαρακτικός που καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου ο θεατής πρέπει να καταβάλει προσπάθεια ώστε να θυμάται πως δεν πρέπει να ταυτίζεται μαζί του. Να θυμάται ότι ο Τσούκο είναι ο «κακός» της ιστορίας.

Οι σκηνές είναι δυνατές και αδυσώπητες. Η δολοφονία της μητέρας, που μοιάζει σαν να της ανταποδίδει την υπερβολική και ασφυκτική αγάπη που εκείνη του έδινε. Η εναλλαγή αγκαλιάς και πάλης με την παιδούλα. Η σκηνή που ο νεαρός δείχνει τον καλύτερο εαυτό του στο μόνο άνθρωπο που ασχολήθηκε μαζί του, τον γέρο. Η αγοραπωλησία της κοπέλας. Η κωμικοτραγικότητα του σπιτιού των δύο αδελφών. Το τραγούδι της Δαλιδάς, η κατάθεση – κατάδοση. Η κομψή μητέρα και το παιδί – όμηρος. Ο Τσούκο σκοτώνει το παιδί γιατί αντιπροσωπεύει όλα αυτά που δεν μπόρεσε ο ίδιος να γίνει και επειδή ενδεχομένως θεωρεί πως το γλιτώνει μια ώρα αρχύτερα πριν γνωρίσει την ασχήμια και τη ματαιότητα του κόσμου. Μέσα από τον πρωταγωνιστή, ο συγγραφέας κατηγορεί το σύγχρονο άνθρωπο ως υποκριτή, αδιάφορο και αδίστακτο.

«Σημασία έχει ν’ αγαπάς»

Η Άντζελα Μπρούσκου στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μας φέρνει στη σκηνή λέξεις και έννοιες όπως άπειρο, ευσπλαχνία, μοναξιά, αγωνία, φως, ήλιος, αγάπη, ομορφιά, ανήκουστο, οίκτος, δαίμονας, άγγελος, μέθη, παράδεισος, κόλαση.

Η σκηνοθέτις δεν προδίδει την τραχύτητα του τόνου, την ανατριχιαστική σκληρότητα του έργου, και αποδίδει το συναίσθημά του μαζί με την αλήθεια του. Με την κάμερά της επί σκηνής επιδίδεται σε ιλιγγιώδεις στροβιλισμούς, και μας ξεδιψά με σταγόνες φωτιάς σε ένα σκοτεινό πηγάδι γεμάτο αλληγορισμούς. Χρησιμοποιεί τα μέσα της κινηματογραφικής γραφής προκειμένου να αφηγηθεί την ξέφρενη πορεία του Ρομπέρτο Τσούκο προς το τέλος.

Η χρήση του video και των διαφόρων εφέ που αυτό προσφέρει είναι πράγματι πολύ αποτελεσματική και συνεισφέρει στην επί σκηνής δραματοποίηση της ψυχικής διαταραχής ενός κατά συρροήν δολοφόνου και της κοινωνικής κατάστασης του υποκόσμου και των ανθρώπων του περιθωρίου. Η παράσταση απογειώνεται μ’ έναν καταιγισμό από πλάνα και σκηνές της ταινίας «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» του Andrzej Zulawski, που η σύνδεσή τους με τον κεντρικό άξονα της θεατρικής δράσης είναι πάρα πολύ ισχυρή.

Ερμηνείες

Ο Ρομπέρτο Τσούκο πλαισιώνεται από μια ολόκληρη χορεία προσώπων που εμπλουτίζουν την πλοκή του δράματος και δημιουργούν μια μοναδική τοιχογραφία από δολοφόνους, εραστές, τυχάρπαστους και τυχοδιώκτες, σοφούς γέροντες που εμφανίζονται στο διάβα του, φύλακες και φυλακισμένους, αρνούμενος να υποταχτεί, ξεγλιστρώντας διαρκώς από την τάξη.

Η Παρθενόπη Μπουζούρη (Μάνα του Τσούκο, Αδερφή της Παιδούλας, Πατρόνα, Κομψή Κυρία) επιτέλεσε έναν άθλο υποκριτικής. Σ’ ένα παιχνίδι αλλαγής των ρόλων καταπιεστή – καταπιεζόμενου, αστής κυρίας – υστερικής γεροντοκόρης, μάνας και πόρνης, φλέγεται μέσα σε μια κοινωνία ταξική, νοσηρή και παράλογη. Η εσωτερική της μουσικότητα, η εκφορά του λόγου της, το βλέμμα της, το σώμα της, όλα συνηγορούν ότι πρόκειται για μια μεγάλη ηθοποιό, για μια εμβληματική πρωταγωνίστρια.

Η Γεωργιάννα Νταλάρα υποδύεται το μικρό ανίδεο κορίτσι, μέλος μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, που αποπλανεί ο Τσούκο. Τον ερωτεύεται αλλά και τον προδίδει. Μια ηθοποιός με άπειρες δυνατότητες, με μέλλον, που προχωρά ώριμα και ανέρχεται σταθερά. Έδωσε έντονο ενδιαφέρον στο ρόλο της με φυσικά μέσα, με σκηνική άνεση, με δυναμική ρεαλιστική κίνηση και ένα εξαίρετο κράμα τόλμης και αθωότητας.
Ο Στράτος Τζώρτζογλου επανήλθε στο Υπόγειο, ύστερα από τριάντα χρόνια. Δεν ξεχνώ ότι στον ίδιο χώρο τον είχα πρωτοδεί στον «Ήχο του όπλου» (1987-1988) της Λούλας Αναγνωστάκη. Σε αυτή την παράσταση νομίζεις ότι ο δάσκαλός του Κάρολος Κουν έρχεται για δεύτερη φορά στη ζωή του να του δώσει πάλι ένα κίνητρο και είναι σαν να ξαναγεννιέται. Ενσάρκωσε αξιοθαύμαστα τύπους κυνικούς, πωρωμένους, απεχθείς με μέτρο και ποιότητα, αποδεικνύοντας περίτρανα για άλλη μια φορά την έμπειρη και έμφυτη υποκριτική του ευχέρεια. Η σκηνή στο μετρό είναι μακράν από τις συνταρακτικότερες που έχουμε δει τελευταία. Ως γέροντας είναι ο μόνος που βλέπει καθαρά τον Τσούκο και του λέει πως υπάρχει ακόμα χρόνος για να διορθώσει τα πράγματα. Αντιλαμβάνεται τι κρύβει μέσα του και όμως συνεχίζει να κάθεται δίπλα του. Όχι μόνο δεν τον φοβάται αλλά ζητάει και την προστασία του. Καθαρή συγκίνηση.
Καθαρή συγκίνηση όμως μας δίνει και ο πρωτοεμφανιζόμενος στο θέατρο Κώστας Νικούλι, που είναι σαφώς αξιέπαινος για το εκπληκτικό του ξεκίνημα και στο θέατρο, όπως και στον κινηματογράφο. Ως Τσούκο έχει μια πολύ φυσική ζωτικότητα. Μια ζωτικότητα που ταλαντεύεται ανάμεσα στη βία και στην ποίηση. Δίνει το μέγεθος της απελπισίας και του μίσους, λιτά και σπαρακτικά με κινήσεις άγριου αιλουροειδούς. Ο ρόλος είναι δύσκολος και απαιτεί χρωματισμούς φωνής, έκφρασης και κίνησης, σκηνική ενσάρκωση έμπειρη. Ο Νικούλι κάλυψε πλήρως τις απαιτήσεις του. Θεωρώ πως συνέλαβε το ρόλο στο ρεαλιστικό του πυρήνα και ύστερα προχώρησε στην αφαίρεση, δημιουργώντας ένα σύμβολο ριζωμένο στην αλήθεια.
Στο τέλος στρέφει προς τον παντάνακτα ήλιο που σαν παντεπόπτης οφθαλμός γνωρίζει όλα του τα εγκλήματα και είναι ο μόνος που μπορεί ή να τον συγχωρέσει ή να τον καταδικάσει.

Ο Ανδρέας Αντωνιάδης και ο Αντώνης Τσίλλερ σε αληθινούς τόνους, δυνατοί και πολύ καλοί.

Μυθικό πρόσωπο

Οι φωτισμοί της Στέλλα Κάλτσου σήμαναν το χώρο τελετουργικά και έδωσαν φόρτιση. Η σκηνική εικόνα, σε επινόηση Άντζελας Μπρούσκου (η κουζίνα, η φυλακή, το βίντεο, το τραπέζι με την περίφημη σκηνή του, το ξενοδοχείο, το πάρκο, το μετρό, το μπαρ, το γραφείο του επιθεωρητή) ήταν αριστοτεχνικά στημένη. Με μια ευφυή ιδέα δε, η δεξιά πτέρυγα των καθισμάτων διαμορφώθηκε σε στέγη της φυλακής.

Μια εντυπωσιακή παράσταση με σκηνοθετική γραφή αιχμηρή, με γλώσσα σκληρή και συνάμα βαθιά ποιητική, που εκφράζει το αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι χαρακτήρες χρησιμοποιούν τη βία ως μέσο αναζήτησης της αγάπης. Χρησιμοποιούν τη βία επειδή έτσι τους έμαθαν, επειδή δεν μπορούν αλλιώς. Όμως η ανάγκη να ψάξουν τον άλλο και να συνδεθούν μαζί του, είναι πάντα εκεί, παρούσα και γεμάτη αγωνία.
Ρηξικέλευθη πρόταση από την Άντζελα Μπρούσκου που ενώνει κινηματογράφο και θέατρο με έναν τρόπο δημιουργικό ώστε το ένα να μην επισκιάζει το άλλο.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης

Σκηνοθεσία – εικαστική άποψη – βίντεο: Άντζελα Μπρούσκου

Βοηθός σκηνοθέτη – μουσική επιμέλεια: Στέβη Κουτσοθανάση

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Παίζουν: Ανδρέας Αντωνιάδης, Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου,

Γεωργιάννα Νταλάρα, Κώστας Νικούλι, Στράτος Τζώρτζογλου, Αντώνης Τσίλλερ

* Ο Bernard-Marie Koltes, Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στο Μετζ το 1948. Νεαρός ακόμα έκανε μια πρώτη απόπειρα να ασχοληθεί με τη συγγραφή, αλλά τα εγκατέλειψε. Δεν πάτησε μάλιστα ούτε μια φορά στο θέατρο μέχρι τα είκοσι. Ταξιδεύει στον Καναδά και στις ΗΠΑ (Νέα Υόρκη). Μια παράσταση θα τον κάνει να δεθεί για πάντα με τη θεατρική σκηνή: η Μήδεια, που ερμηνεύει η μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιός Μαρία Καζαρές το 1970, σε σκηνοθεσία Χόρχε Λαβελί.
Αρχίζει έτσι να γράφει σχεδόν αποκλειστικά για το θέατρο και παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα σκηνοθεσίας στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου (1970-71). Έκτοτε η συγγραφική του δραστηριότητα διακόπτεται μόνο από μεγάλα ταξίδια, Ρωσία, ΗΠΑ, Γουατεμάλα, αλλά κυρίως στις χώρες της Αφρικής. Από το 1983 αρχίζει η μεγάλη και στενή του συνεργασία με τον σκηνοθέτη Patrice Chereau, που θα ανεβάσει τα σπουδαιότερα έργα του στο Theatre des Amandiers του παρισινού προαστίου Nanterre: Combat de negre et des chiens [Αγώνας νέγρου και σκύλων] (1983), Quai Ouest [Δυτική αποβάθρα] (1986), Dans la solitude des champs de coton [Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι] (1987), Retour au desert [Επιστροφή στη έρημο] (1988). Ο Bernard-Marie Koltes πέθανε το 1989.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -