13.5 C
Athens
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Απόσπασμα από το «Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ

Είχαν περάσει δύο περίπου χιλιετίες από τη Δημιουργία του Κόσμου, σύμφωνα με το Δεκαδικό Σύστημα ταξινόμησης των βιβλίων, το οποίο είχε επικρατήσει σε όλο το σπίτι, εκτός από το γραφείο του πατέρα, όπου δεν είχε εισχωρήσει πλήρως. Ο Αντριά είχε αφήσει το τρίτο συρτάρι του τραπεζιού με τα χειρόγραφα για να τακτοποιεί, κλεισμένα σε φακέλους, τα χαρτιά του πατέρα που δεν γινόταν να ταξινομηθούν, καθώς δεν σχετίζονταν με το μαγαζί ούτε είχαν θέση στο αρχείο αγορών, γιατί ο κύριος Αρντέβολ είχε αρχείο για κάθε πολύτιμο χειρόγραφο που αποκτούσε, αφού έτσι άρχιζε να απολαμβάνει το αντικείμενο που κυνηγούσε για μέρες, ή ακόμα και χρόνια. Τα πάντα στη βιβλιοθήκη ήταν σε τάξη. Ή σχεδόν τα πάντα. Μόνο τα αταξινόμητα έγγραφα δεν είχαν τακτοποιηθεί, αλλά ήταν όλα μαζί. Ο Αντριά τα είχε συγκεντρώσει στο τρίτο συρτάρι και υποσχέθηκε στον εαυτό του να τους ξαναρίξει μια ματιά, όταν ευκαιρούσε. Πέρασαν μερικά χρόνια, και φαίνεται πως ο Αντριά δεν ευκαίρησε.
Ανάμεσα στα διάφορα χαρτιά του τρίτου συρταριού, υπήρχε και η αλληλογραφία. Ήταν περίεργο που ένας τόσο σχολαστικός άνθρωπος σαν τον πατέρα θεωρούσε την αλληλογραφία αταξινόμητο υλικό και δεν κρατούσε αντίγραφα των επιστολών που έστελνε· είχε φυλάξει μόνο αυτές που λάμβανε, σε δύο παραγεμισμένα, φθαρμένα ντοσιέ. Υπήρχαν οι απαντήσεις κάποιου Μορλάν σε ερωτήσεις επαγγελματικής, υποθέτω, φύσεως του πατέρα. Υπήρχαν επίσης πέντε πολύ παράξενες επιστολές γραμμένες σε άψογα λατινικά και γεμάτες δυσνόητες αναφορές, ενός μοσέν που ονομαζόταν Γκράντνικ. Ήταν από τη Λιουμπλιάνα και αναφερόταν διεξοδικά στην ανυπόφορη κρίση πίστης που τον βασάνιζε από χρόνια. Απ’ ό,τι έλεγε, ήταν συμμαθητής του πατέρα στο Γρηγοριανό και του ζητούσε επειγόντως τη γνώμη του σε κάποια θεολογικά θέματα. Στο τελευταίο γράμμα άλλαζε ύφος. Είχε σταλεί από το Γεσενίτσε το φθινόπωρο του 1941, και ξεκινούσε λέγοντας είναι πολύ πιθανό να μη λάβεις αυτό το γράμμα, αλλά δεν μπορώ να πάψω να σου γράφω. Είσαι ο μόνος που μου απαντούσε πάντα, ακόμα κι όταν έζησα την απόλυτη μοναξιά, δουλεύοντας ως παπάς και νεκροθάφτης μέσα στο χιόνι και τον πάγο ενός μικρού χωριού κοντά στο Κάμνικ, το όνομα του οποίου προσπάθησα να ξεχάσω για πάντα. Ίσως είναι το τελευταίο μου γράμμα, διότι είναι πολύ πιθανό να πεθάνω σύντομα. Εδώ κι έναν χρόνο, έχω κρεμάσει τα ράσα. Δεν υπάρχει γυναίκα στη μέση. Για όλα ευθύνεται απλώς το γεγονός ότι έχω χάσει την πίστη μου. Την έχασα σταλιά σταλιά και δεν στάθηκα ικανός να τη διατηρήσω. Είμαι υπεύθυνος: confiteor. Απ’ την τελευταία φορά που σου έγραψα, και αφού έλαβα τα παρηγορητικά σου λόγια, που με βοήθησαν πολύ, μπορώ να δω τα πράγματα πιο αντικειμενικά. Σταδιακά, συνειδητοποίησα πως ό,τι έκανα δεν είχε νόημα. Εσύ χρειάστηκε να επιλέξεις ανάμεσα σ’ έναν έρωτα, στον οποίο ήταν αδύνατο να αντισταθείς, και την ιεροσύνη. Εγώ δεν συνάντησα καμία γυναίκα που να με ξετρελάνει. Όλα τα προβλήματα βρίσκονται στο μυαλό μου. Πάει ένας χρόνος τώρα που πήρα τη μεγάλη απόφαση. Σήμερα που όλη η Ευρώπη είναι σε πόλεμο, διαπιστώνω ότι είχα δίκιο. Τίποτα δεν έχει νόημα. Θεός δεν υπάρχει, κι οι άνθρωποι πρέπει να αμυνθούν όπως όπως ενάντια στις καταστροφές της Ιστορίας. Να ξέρεις πολυαγαπημένε μου φίλε: είμαι τόσο σίγουρος για την απόφασή μου, που προχώρησα ακόμα περισσότερο μπαίνοντας στον λαϊκό στρατό πριν από μερικές βδομάδες. Εν ολίγοις, θα έλεγα ότι αντάλλαξα το ράσο με το τουφέκι. Είμαι πιο χρήσιμος προσπαθώντας να σώσω τη χώρα μου από το Κακό. Οι αμφιβολίες μου έσβησαν, φίλε Αρντέβολ. Χρόνια τώρα, μιλούσα για το Κακό, τον Σατανά, τον Διάβολο… ήμουν ανίκανος να κατανοήσω τη φύση του Κακού και επιδιδόμουν σε εικασίες για το ηθικό κακό, το κακό του πόνου, το μεταφυσικό κακό, το φυσικό κακό, το απόλυτο κακό, το σχετικό κακό και, κυρίως, το ποιητικό αίτιο του κακού. Έπειτα από τόσες μελέτες, κι αφού ανέλυσα το ζήτημα από όλες τις πλευρές, βρέθηκα να εξομολογώ τις θεούσες της ενορίας μου, το τρομερό παράπτωμα των οποίων ήταν ότι δεν είχαν τηρήσει αυστηρά τη νηστεία μετά τα μεσάνυχτα, πριν κοινωνήσουν. Θεέ μου, έλεγα από μέσα μου, δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν. Ντράγκο, δεν έχεις πια λόγο ύπαρξης, αν βέβαια θέλεις ακόμα να είσαι χρήσιμος για την ανθρωπότητα. Οι τελευταίες μου αμφιβολίες διαλύθηκαν όταν μια μητέρα με ρώτησε πώς γίνεται να επιτρέπει ο Θεός να πεθαίνει η κορούλα μου με τόσους πόνους, μοσέν. Πώς γίνεται να μην επεμβαίνει ο Θεός για να το εμποδίσει. Εγώ δεν είχα απάντηση, και άρχισα να της κάνω κήρυγμα για το ποιητικό αίτιο του κακού, μέχρι που σώπασα ντροπιασμένος, της ζήτησα συγγνώμη και της είπα ότι δεν ήξερα, Της είπα δεν ξέρω, Αντρέγια, συγχωρεσέ με, αλλά δεν ξέρω. Ίσως σε κάνω να γελάς, αγαπητέ Φελίξ Αρντέβολ, εσύ που μου γράφεις ολόκληρες επιστολές υπερασπιζόμενος τον εγωιστικό κυνισμό ο οποίος χαρακτηρίζει τώρα τη ζωή σου, όπως λες. Οι αμφιβολίες με έπνιγαν, διότι αισθανόμουν ανυπεράσπιστος μπροστά στα δάκρυα· αλλά όχι πια. Σήμερα ξέρω πού βρίσκεται το Κακό. Και μάλιστα το απόλυτο Κακό. Ονομάζεται Χίμλερ. Ονομάζεται Χίτλερ. Ονομάζεται Πάβελιτς. Ονομάζεται Λούμπουριτς και το μακάβριο δημιούργημά του, Γιασένοβατς. Ονομάζεται Schutzstaffel και Abwehr. Ο πόλεμος φέρνει στην επιφάνεια την τερατώδη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Όμως το Κακό προϋπάρχει του πολέμου και δεν εξαρτάται από καμία εντελέχεια, αλλά απ’ τα ανθρώπινα όντα. Γι’ αυτό, αχώριστος σύντροφός μου, εδώ και μερικές βδομάδες, είναι ένα τουφέκι με τηλεσκοπικό στόχαστρο, καθώς ο διοικητής αποφάσισε ότι είμαι καλός σκοπευτής. Σύντομα θα ριχτούμε στη μάχη. Θα αποκεφαλίσω, λοιπόν, το Κακό πυροβολώντας το, και αυτή η σκέψη δεν με αναστατώνει καθόλου, αφού εκείνος που θα έχω ως στόχο είναι ναζιστής, ουστάσι ή, ο Θεός να με συγχωρέσει, απλός στρατιώτης των εχθρών. Το Κακό χρησιμοποιεί τον Φόβο και την Απόλυτη Σκληρότητα. Προφανώς για να μας εξαγριώσουν, οι αξιωματικοί μάς διηγιούνται φρικιαστικά πράγματα για τον εχθρό, και όλοι επιθυμούμε να βρεθούμε αντιμέτωποι μαζί του. Μια μέρα θα σκοτώσω άνθρωπο, κι ελπίζω να μη νιώσω καμία λύπη. Μπήκα σε μια ομάδα γεμάτη Σέρβους που ζουν σε κροατικά χωριά, αλλά αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή με τον φόβο των ουστάσι· οι Σλοβένοι είμαστε τέσσερις, κι έχουμε και κάποιους απ’ τους πολλούς Κροάτες που πιστεύουν στην ελευθερία. Παρόλο που δεν έχω στρατιωτικό βαθμό, ορισμένοι με φωνάζουν λοχία, γιατί ξεχωρίζω από μακριά· ναι, παραμένβ το ίδιο ψηλός και χοντρός. Και οι Σλοβένοι με φωνάζουν μοσέν, γιατί μια μέρα μέθυσα και μάλλον είπα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε· καλά να πάθω. Είμαι έτοιμος να σκοτώσω πριν με σκοτώσουν. Δεν αισθάνομαι καμία ενοχή, ούτε μετανιώνω για ό,τι κάνω. Είναι πιθανό να πεθάνω στις αψιμαχίες, τώρα που ο γερμανικός στρατός προελαύνει προς το Νότο, σύμφωνα με τις φήμες. Όλοι γνωρίζουμε πως κάθε στρατιωτική επιχείρηση αφήνει πίσω της πολλούς νεκρούς και από τη δική μας πλευρά, επίσης. Στον πόλεμο αποφεύγουμε να πιάνουμε φιλίες: είμαστε ένα, γιατί όλοι εξαρτιόμαστε από όλους, και θρηνώ τον θάνατο εκείνου που χθες έτρωγε δίπλα μου και δεν πρόλαβα καν να ρωτήσω το όνομά του. Ας πέσουν οι μάσκες, λοιπόν: με πιάνει πανικός στην ιδέα να σκοτώσω κάποιον. Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να το κάνω. Αλλά το Κακό ενσαρκώνεται στους ανθρώπους. Ελπίζω να δείξω θάρρος και να μπορέσω να πατήσω τη σκανδάλη δίχως να τρέμει υπερβολικά η καρδιά μου.
Σου γράφω από ένα σλοβενικό χωριό που λέγεται Γεσενίτσε. Θα βάλω να σφραγίσουν το γράμμα, σαν να μην έχουμε πόλεμο· έπειτα θα το πάρω με το φορτηγό μας, που σήμερα είναι φορτωμένο με τους σάκους της αλληλογραφίας, γιατί, όσο δεν ξεκινούν για τα καλά οι συγκρούσεις, δεν θέλουν να καθόμαστε άπραγοι και μας βάζουν να εκτελούμε χρήσιμες εργασίες. Αυτό το γράμμα όμως θα το εμπιστευτώ στον Γιαντσάρ, το μοναδικό άτομο που μπορεί να κάνει ό,τι χρειαστεί για να το λάβεις. Ο Θεός, στον οποίο δεν πιστεύω πια, ας τον βοηθήσει. Σε παρακαλώ να μου απαντήσεις, ως συνήθως, στο ταχυδρομείο του Μάριμπορ. Αν δεν με σκοτώσουν, θα περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Αισθάνομαι τόσο μόνος, αγαπητέ Φελίξ Αρντέβολ. Ο θάνατος σε παγώνει, και με διαπερνούν ρίγη όλο και πιο συχνά. Ο φίλος σου Ντράγκο Γκράντνικ, πρώην κληρικός, πρώην θεολόγος, που απαρνήθηκε μια λαμπρή καριέρα στο ιερατείο της επισκοπής της Λιουμπλιάνας, ίσως και της Ρώμης. Ο φίλος σου, που τώρα ανήκει στην ελίτ των παρτιζάνων σκοπευτών και αδημονεί να ξεριζώσει το Κακό…

(μτφ. Ευρυβιάδη Σοφού, εκδ. Πόλις, 2016)

 

 

Ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια.
Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων το 1974 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του ο Καμπρέ, έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και το εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το “Οι φωνές του ποταμού Παμάνο” τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Για το “Confiteor” έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -