Συγκινήθηκε και συγκινεί ο ηθοποιός Σπύρος Μπιμπίλας με την απώλεια της αγαπημένης συναδέλφου του και συγγραφέως Χρύσας Σπηλιώτη. Η σεμνή, ευαίσθητη, δημιουργική Χρύσα, που αγαπούσε με πάθος τη συγγραφή και το θέατρο, ήταν ένα από τα θύματα της φονικής πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου 2018, στο Μάτι Αττικής.
Ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο οποίος από την πρώτη μέρα αγωνιούσε για την τύχη της φίλης και συνάδελφου του, είχε ανεβάσει στα μέσα δικτύωσης και μια κοινή τους φωτογραφία και ένα μήνυμα αγάπης και αποχαιρετισμού, ενθυμούμενος τη συνεργασία τους πριν από 38 χρόνια στη “Θαυμαστή Μπαλωματού” του Λόρκα:
«Αντίο αγαπημένη μου Χρύσα για πάντα… Πόσο άδικα και πόσο νωρίς χωριζόμαστε… Χάθηκες μαζί με τόσους άλλους Έλληνες τόσο απάνθρωπα… Σ’ ευχαριστώ για την αγάπη και για τη φιλία σου χρυσό μας κορίτσι… Θα σου ξανατραγουδήσω το τραγούδι που σου ‘λεγα στη Θαυμαστή Μπαλωματού του Λόρκα πριν 38 χρόνια… Πεταλούδα μικρή πεταλούδα χρυσή τι ψηλά που πετάς κι από κει μ’ αγαπάς…. Κι έτσι έγινε… Πέταξες ψηλά… Σ’ αγαπωωωωώ», έγραψε στο instagram του.
Επί τη ευκαιρία, σαν ένα κεράκι στη μνήμη της Χρύσας, ας θυμηθούμε τη ζωή ενός άλλου μεγάλου δημιουργού που έφυγε άδικα από τη ζωή όταν τον εκτέλεσαν οι φασίστες στον ισπανικό Εμφύλιο.
***
Ο Λόρκα οφείλει την παγκόσμια φήμη του κυρίως στο θέατρό του, και ιδιαίτερα στα δράματα: «Ματωμένος γάμος», «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», που έγραψε τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς, και αν, αφού επιβίωνε του Εμφυλίου, δεν αυτοεξοριζόταν, όπως οι περισσότεροι φίλοι του, στην Αμερική, παρά σε κάποιο μεγάλο ευρωπαϊκό κέντρο, λ.χ. στο Παρίσι, σίγουρα θα γινόταν ένας απ’ τους σπουδαιότερους -ίσως κι ο σπουδαιότερος- δραματουργούς του «θεάτρου του παραλόγου» και μάλιστα του λυρικού παραλόγου, όπως μαρτυρούν τα μακρά και μεγάλα δείγματά του αυτού του είδους, τα γραμμένα στην περίοδο 1928 έως 1933.
Οι απόψεις του για το θέατρο φαίνονται καθαρά στην ομιλία του ίδιου του Φ. Γκαρθία Λόρκα στους ηθοποιούς της Μαδρίτης στην ειδική γι’ αυτούς παράσταση της «Γέρμα», 18 Μαρτίου 1935.
«Ένα θέατρο ευαίσθητο και καλά προσανατολισμένο σ’ όλα τα είδη του, από την τραγωδία ως το κωμειδύλλιο, μπορεί ν’ αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια την ευαισθησία του λαού· κ’ ένα θέατρο εξαρθρωμένο, που αντί να ’χει φτερά φοράει τσόκαρα, μπορεί να εξαχρειώσει και ν’ αποκοιμίσει ένα ολόκληρο έθνος. Το θέατρο είναι ένα σχολείο θρήνου και γέλιου κ’ ένα βήμα ελεύθερο όπου οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν ηθικά συστήματα παλιά ή με περιεχόμενο αμφίλογο και να εξηγούν με ζωντανά παραδείγματα, τους αιώνιους κανόνες που κυβερνάνε την ψυχή και το αίσθημα του ανθρώπου. Ένας λαός που δε βοηθάει και δεν υποστηρίζει το θέατρό του, αν δεν είναι νεκρός, είναι ετοιμοθάνατος, όπως και το θέατρο που δεν αποδίδει τον κοινωνικό παλμό, τον ιστορικό παλμό, το δράμα των ανθρώπων και το ειδικό χρώμα της πατρίδας και του πνεύματός της με το γέλιο ή με το δάκρυ, δεν έχει δικαίωμα να λέγεται Θέατρο».
Πάνω: Σκίτσα του Λόρκα για τη “Θαυμαστή μπαλωματού”
***
«Το θέατρο είναι Τέχνη πάνω απ’ όλα. Τέχνη ευγενέστατη· κ’ εσείς αγαπητοί ηθοποιοί, καλλιτέχνες πάνω απ’ όλα. Καλλιτέχνες απ’ την κορφή ως τα νύχια, ιδιότητα που αποκτήσατε από αγάπη και κλίση ανεβαίνοντας στο γεμάτο από προσποίηση και πόνο κόσμο της σκηνής. Καλλιτέχνες επαγγελματίες μα και σπρωγμένοι από ανησυχίες. Σ’ όλα τα θέατρα απ’ το πιο φτωχικό ως το πιο μεγαλόπρεπο θα πρέπει να γραφτεί η λέξη Τέχνη στην αίθουσα και στα καμαρίνια. Γιατί αν δε γίνει αυτό, το μόνο που μένει είναι να βάλουμε τη λέξη Εμπόριο ή κάποια άλλη που δεν τολμώ να πω. Και να σέβεστε την ιεραρχία, να ’χετε πειθαρχία, να κάνετε θυσίες και να νιώθετε αγάπη».
***
Ο Λόρκα σε συνέντευξη στον Felipe Morales («Heraldo de Madrid»), στις 8 Απριλίου 1936, έλεγε:
«Έχω μια προσωπική και κατά κάποιο τρόπο αγωνιστική αντίληψη για το θέατρο. Θέατρο είναι η ποίηση που βγαίνει από το βιβλίο και γίνεται κάτι το ανθρώπινο. Και τότε μιλάει και φωνάζει, κλαίει κι απελπίζεται. Το θέατρο απαιτεί απ’ τα πρόσωπα που βγαίνουν στη σκηνή να ’χουν «ένδυμα ποιητικό» και ταυτόχρονα ν’ αφήνουν να φαίνονται τα κόκαλά τους, το αίμα τους. Πρέπει να ’ναι τόσο ανθρώπινα, τόσο φρικτά τραγικά, προσκολλημένα στη ζωή και στο φως της μέρας με τόση δύναμη που ν’ αποκαλύπτουν τις προδοσίες τους, ν’ αναμετρούν τα βάσανά τους και ν’ αναβλύζει απ’ τα χείλη τους όλη η λεβεντιά που ’χουν τα γεμάτα αγάπη ή αηδία λόγια τους. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχιστεί, είν’ η επιβίωση των θεατρικών προσώπων που φτάνουν στη σκηνή στηριγμένα στα χέρια των δημιουργών τους. Είναι πρόσωπα κούφια, ολότελα άδεια· μέσα από το ύφασμα του γιλέκου τους δεν μπορείς να δεις παρά ένα σταματημένο ρολόι, ένα ψεύτικο κόκαλο ή ακαθαρσίες γάτας όπως στις παλιές σοφίτες. Σήμερα, στην Ισπανία, η πλειονότητα των συγγραφέων και των ηθοποιών κατέχει μια ενδιάμεση ζώνη. Γράφουν θέατρο για την πλατεία, περιφρονώντας τους εξώστες και τη γαλαρία. Το πιο θλιβερό πράμα στον κόσμο είναι να γράφεις για την πλατεία».
***
Η “Θαυμαστή μπαλωματού” είναι ο ελληνικός τίτλος του θεατρικού έργου “La zapatera prodigiosa” του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Το έργο που χαρακτηρίζεται ως λαϊκή κωμωδία, γιατί ενσωματώνει στοιχεία του λαϊκού ισπανικού θεάτρου όπως οι χοροί, τα τραγούδια και το κουκλοθέατρο, έγραψε ο Λόρκα το 1930 και παραστάθηκε για πρώτη φορά σε επιμέλεια του ίδιου το 1931.
Η θαυμαστή μπαλωματού – La zapatera prodigiosa
Φάρσα βίαιη, σε δυο πράξεις κι έναν πρόλογο, 1930.
«Η θαυμαστή μπαλωματού» είναι η γυναίκα ενός τσαγκάρη που άτολμος και υποχωρητικός από χαρακτήρα παντρεύεται στα πενήντα του χρόνια, επειδή ως τώρα φοβόταν τις γυναίκες και το γάμο. Η κοπέλα όμως που παίρνει για σύντροφο της ζωής του, μια δεκαοχτάχρονη και καλοφτιαγμένη χωριατοπούλα, είναι το άκρως αντίθετό του: ζωηρή και κοινωνική, ιδιαίτερα όταν νταραβερίζεται με τους άντρες, φτάνει στην πιο άγρια επιθετικότητα όταν πρόκειται να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Αποτέλεσμα: ο φουκαράς ο τσαγκάρης, με τον οποίο έρχεται σε προστριβή κάθε μέρα, παίρνει των ομματιών του, εγκαταλείποντας την, ενώ το χωριό, ιδιαίτερα οι γυναίκες, τα βάζει μ’ εκείνην γι’ αυτή την εγκατάλειψη.
Ύστερα από καιρό, κι ενώ «Η θαυμαστή μπαλωματού» έχει μετανιώσει για τη συμπεριφορά της απέναντι στον άντρα της – απόδειξη πως έχει μετατρέψει το τσαγκαράδικο σε πανδοχείο για να επιζήσει – ένας περαστικός κουκλοθεατρο-παίχτης δίνει μια παράσταση στο πανδοχείο, σχετική με το αταίριαστο ζευγάρι, και στο τέλος της παράστασης, αφού βεβαιωθεί για το μετάνιωμα της μπαλωματούς, της αποκαλύπτει πως είναι ο τσαγκάρης μεταμφιεσμένος, και ζουν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
“Πεταλούδα ομορφούλα, χρυσοπράσινη μικρούλα, στον αγέρα πώς πετά! Πεταλούδα ομορφούλα, πουθενά δε σταματά! Κοίτα να… κοίτα να… κοίτα, κοίτα πώς πετά!… Πού ‘σαι, πού ‘σαι, πεταλούδα, χρυσοπράσινη ομορφούλα; Πες μου πού ‘σαι να σε δω… Είσαι κει; Είσαι δω;”. Αυτούς τους στίχους της τραγουδά το Παιδί, που είναι ο ρόλος τον οποίο είχε ενσαρκώσει ο Σπύρος Μπιμπίλας στην παράσταση με τη Χρύσα Σπηλιώτη.
***
Ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας και η μητέρα του δασκάλα. Από τους πρώτους μήνες της ζωής του υπέστη την ταλαιπωρία σοβαρής ασθένειας, η οποία μάλιστα θα του αφήσει και μια μικρή χωλότητα. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στον τόπο που γεννήθηκε: στο Φουέντε Βακέρος της Γρανάδας. Ο Λόρκα θα φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας όπου θα σπουδάσει Φιλοσοφία και Δίκαιο, ενώ παράλληλα παίρνει μαθήματα κιθάρας και πιάνου με δάσκαλο τον Μανουέλ ντε Φάλια. Το 1918 εγκαθίσταται στη Μαδρίτη. Μένει στη Φοιτητική Εστία και εκεί έχει την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Λουίς Μπουνιουέλ, Σαλβαδόρ Νταλί, Μιγέλ Ουναμούνο και άλλους. Το 1920 ανεβαίνει στη Μαδρίτη το έργο του “Τα μάγια της πεταλούδας”. Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή και την επομένη κυκλοφορεί στη Μαδρίτη η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Βιβλίο ποιημάτων”, ενώ παράλληλα γράφει το “Ποίημα του Κάντε Χόντο”. Το 1922 δίνει διάλεξη για το κάντε χόντο (λαϊκό ανδαλουσιάνικο τραγούδι) και οργανώνει μαζί με τον ντε Φάλια τη “Γιορτή του Κάντε Χόντο”. Σε συνεργασία πάλι με τον ντε Φάλια θα οργανώσει παραστάσεις του “Ανδαλουσιάνικου Κουκλοθέατρου Κατσιπόρα”. Το 1925 ο θίασος της Μαργαρίτας Σίργκου ανεβάζει στη Βαρκελώνη το έργο “Μαριάνα Πινέδα” με σκηνικά του Σαλβαδόρ Νταλί. Το 1928 εκδίδει μαζί με φίλους του από τη Γρανάδα το περιοδικό “El Gallo” (“O πετεινός”), όπου και δημοσιεύονται τα μονόπρακτα του “Η παρθένος, ο ναύτης και ο σπουδαστής” και “Ο περίπατος του Μπάστερ Κίτον”. Την ίδια χρονιά εκδίδει το πρώτο μέρος του “Ρομανθέρο Χιτάνο” με ποιήματα της περιόδου 1924-1927. Μετά τα ταξίδια του στη Νέα Υόρκη και την Κούβα ο Λόρκα επιστρέφει το 1930 στη Μαδρίτη, όπου ανεβαίνει στο θέατρο Εσπανιόλ το έργο του “Η θαυμαστή μπαλωματού”. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στην Ισπανία, ο Λόρκα εκδίδει το “Ποίημα του Κάντε Χόντο” και το 1932 ιδρύει και διευθύνει, μαζί με τον Εντουάρντο Ουγκάρτε, τον πανεπιστημιακό θίασο “Λα Μπαράκα” (“Η Παράγκα”), ο οποίος περιοδεύει στην ισπανική επαρχία παρουσιάζοντας έργα του κλασικού ισπανικού θεάτρου. Το 1933 ανεβαίνουν στη Μαδρίτη τα έργα “Ματωμένος γάμος” και “Δον Περλιμπλίν”, ενώ την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στο Τεάτρο Εσπανιόλ η “Γέρμα” με τη Μαργκαρίτα Σίργου. Το θέατρο “Λα Μπαράκα” δίνει παραστάσεις στη Νότια Αμερική, και ο Λόρκα γράφει το “Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας”. Τον επόμενο χρόνο θα παιχτούν τα έργα του “Η παραστασούλα του Δον Κριστόμπαλ” και “Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη”. Το 1936 ο Λόρκα διαβάζει στη Μαδρίτη τη διακήρυξη των Ισπανών συγγραφέων κατά του φασισμού, στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης για τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και στις 16 Ιουλίου αναχωρεί για τη Γρανάδα. Την επομένη μέρα ξεσπά το πραξικόπημα του Φράνκο και τρεις μέρες αργότερα οι φαλαγγίτες καταλαμβάνουν τη Γρανάδα. Στις 3 Αυγούστου ο κουνιάδος του Λόρκα Μοντεσίνος, σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας, συλλαμβάνεται και εκτελείται. Ο Λόρκα καταφεύγει στο σπίτι ενός φίλου του, του ποιητή Λουίς Ροσάλες, του οποίου τα αδέλφια ήταν φαλαγγίτες. Συλλαμβάνεται τη νύχτα 17 προς 18 Αυγούστου και κρατείται στο Κυβερνείο της Γρανάδας. Στις 19 Αυγούστου τα χαράματα εκτελείται στο χωριό Βιθνάρ.
***
Και λίγα λόγια για τον Σπύρο Μπιμπίλα, που με την αναφορά του μας ενέπνευσε αυτό το άρθρο.
Ο Σπύρος Μπιμπίλας είναι Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και ηθοποιός φωνής.
Γεννήθηκε στον Πειραιά και έχει δύο αδέλφια. Ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν σε ηλικία 10 χρόνων και έτσι αναγκάστηκε να εργαστεί από τα 15 του. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, επειδή δεχόταν πίεση από συγγενικά πρόσωπα, που ασκούσαν επίσης το επάγγελμα του δικηγόρου. Ωστόσο, από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός και έτσι σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.Η πρώτη του θεατρική παράσταση, Η Αυλή των Θαυμάτων, έγινε με την Πειραματική Σκηνή της σχολής του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Έπαιξε στην αμερικανική μίνι σειρά του NBC The First Olympics: Athens 1896. Το 1993 υποδύθηκε τον Γρηγόρη Μολφέδο στην τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1, Κωστής Παλαμάς.
Έχει κάνει πολλές guest εμφανίσεις στην τηλεόραση, μερικές από τις οποίες έγιναν στις σειρές Η Λάμψη, Καλημέρα Ζωή, Οι Μεν Και Οι Δεν, Τμήμα Ηθών, Αγνοημένοι, Κάζα ντι Μακαρόνι, Επτά Θανάσιμες Πεθερές και Λόλα.
Εμφανίστηκε στην τηλεοπτική σειρά Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου υποδύθηκε τον χασάπη Λάκη Φουρτουνάκη. Το 2009 έπαιξε στη σειρά Καρυωτάκης.
Το 2016, έκανε ξανά guest εμφάνιση στον δεύτερο κύκλο της σειράς Το σόι σου, υποδυόμενος τον γκαλερίστα Μόσχο Αμπεριάδη. Το ίδιο έτος, έπαιξε στη θεατρική παράσταση Άννα Καρένινα στο Εθνικό Θέατρο.
Έχει δώσει τη φωνή του, μεταξύ άλλων, στους χαρακτήρες: Bugs Bunny, Χαχανούλης/Γκρινιάρης/Σκουντούφλης (Στρουμφάκια), Τουίτι, Κέρμιτ ο Βάτραχος (The Muppet Show), Μεγάλος Δούκας (Σταχτοπούτα, Σταχτοπούτα ΙΙ και ΙΙΙ), Ρήγας Κούπα και Μπιλ η Σαύρα (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων), Γουρουνάκι (Γουίνι το Αρκουδάκι), Ζάζου (Ο Βασιλιάς των Λιονταριών), Ιάγκο (Αλαντίν, Η Επιστροφή του Τζαφάρ, Ο Αλαντίν και ο Βασιλιάς των Κλεφτών), Ντόλυ (Λούκυ Λουκ), Μπισκοτούλης (Σρεκ, Σρεκ 2, Σρεκ ο Τρίτος, Σρεκ κι Εμείς Καλύτερα). Συμμετείχε με ρόλους στα: Νιλς Χόλγκερσον, Τεντέν, Τάο Τάο, Η Πεντάμορφη και το Τέρας 3: Ο μαγικός κόσμος της Μπελ, Αστερίξ, Φλίνστοουνς και άλλες.
Είναι ταμίας στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στον Οργανισμό Εταιρικών Θιάσων και του Οργανισμού Διονύσου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Η Αννέτα Παπαθανασίου αποχαιρετά τη Χρύσα
Η τελευταία της παράσταση / “Νικόλαος Μάντζαρος”
“Πόρτες” / Κριτική για έργο της Χρύσας Σπηλιώτη από το catisart.gr