Το “No Woman, No Cry” είναι ένας πίνακας που φιλοτέχνησε ο Chris Ofili το 1998. Ήταν ένα από τα έργα που περιλαμβάνονταν στην έκθεση που του έδωσε το Βραβείο Turner εκείνη τη χρονιά (ο πρώτος ζωγράφος που κέρδισε το βραβείο από τον Howard Hodgkin). Οι Financial Times περιέγραψαν το έργο ως “αριστούργημα”.
Ο πίνακας είναι σε μικτά υλικά, όπως ακρυλικό χρώμα, λαδομπογιά και πολυεστερική ρητίνη. Σε χρυσό φόντο, απεικονίζεται η προσωπογραφία μιας μαύρης γυναίκας με τα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες, η οποία κλαίει. Κάθε δάκρυ σχηματίζει μια κολλάζ εικόνα του Stephen Lawrence, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1993 σε μία ρατσιστική επίθεση και του οποίου η μητέρα, Doreen, ηγήθηκε μιας εκστρατείας έρευνας το 1998 σχετικά με τα ρατσιστικά κίνητρα της δολοφονίας.
Ο πίνακας περιγράφεται μερικές φορές ως πορτρέτο της Ντόρεν Λόρενς. Ορατές σε φωσφορίζον χρώμα είναι οι λέξεις “RIP Stephen Lawrence 1974-1993”.
Ο καμβάς έχει ύψος 243,8 εκατοστά (96 ίντσες), πλάτος 182,8 εκατοστά (72 ίντσες) και εμφανίζεται υποστηριζόμενος από δύο αποξηραμένα, βερνικωμένα κομμάτια κοπριάς ελέφαντα. Ένα τρίτο κομμάτι της ίδιας κοπριάς σχηματίζει το μενταγιόν του κολιέ.
Ο πίνακας αποτελεί ένα αφιέρωμα του Chris Ofili στον Stephen Lawrence. Ο Ofili εμπνεύστηκε από την αξιοπρέπεια της μητέρας του Stephen, Doreen Lawrence, απέναντι στην προσωπική της τραγωδία. Προτίθεται επίσης να θεωρηθεί ως μια πιο γενική απεικόνιση της μελαγχολίας και της θλίψης. Οι Financial Times το περιέγραψαν ως «μια σύγχρονη Pietà». Πήρε το όνομά του από τον Bob Marley και το reggae τραγούδι του, “No Woman, No Cry”.
Το έργο αγοράστηκε από την Tate Gallery το 1999 και συμπεριλήφθηκε σε μια αναδρομική έκθεση του έργου του Ofili στην Tate Britain το 2010.
Η υπόθεση Stephen Lawrence
Στις 22 Απριλίου 1993, ενώ περίμενε το λεωφορείο μαζί με έναν φίλο του στο Έλθαμ του νοτιοανατολικού Λονδίνου, ο 18χρονος μαύρος φοιτητής αρχιτεκτονικής Stephen Lawrence δέχτηκε απρόκλητα επίθεση από πέντε λευκούς νέους που τον μαχαίρωσαν και τον σκότωσαν. Η δολοφονία αυτή σόκαρε την εποχή εκείνη τη χώρα και την παγκόσμια κοινή γνώμη.
«Η έρευνα έχει τώρα περάσει σε ανενεργή φάση, όμως διαβεβαίωσα την οικογένεια του Στίβεν ότι θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε κάθε νέα πληροφορία», είπε η αρχηγός της Σκότλαντ Γιαρντ, η Κρεσίντα Ντικ το 2020. «Η υπόθεση θα επανεξετάζεται τακτικά, για να μελετάμε κάθε άλλη πιθανότητα (εξεύρεσης στοιχείων) που θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον, για παράδειγμα με την πρόοδο της τεχνολογίας», πρόσθεσε.
Την εποχή εκείνη η αστυνομία ταυτοποίησε πολύ γρήγορα πέντε υπόπτους για τον φόνο αλλά η έρευνα που ακολούθησε έβριθε από λάθη. Δύο από τους υπόπτους, ο Γκάρι Ντόμπσον και ο Ντέιβιντ Νόρις, καταδικάστηκαν τελικά το 2012, όμως οι άλλοι τρεις παραμένουν ασύλληπτοι. «Είναι πασίγνωστο ότι και άλλοι ύποπτοι ενεπλάκησαν στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εκείνη τη νύχτα και είναι πολύ αποθαρρυντικό ότι δεν καταφέραμε να τους οδηγήσουμε ενώπιον της δικαιοσύνης», είπε η Ντικ.
Χάρη στις ακάματες προσπάθειες των γονέων του Λόρενς, της Ντορίν και του Νέβιλ Λόρενς, διενεργήθηκε έρευνα για την προχειροδουλειά που έκανε η αστυνομία στην υπόθεση του γιου τους. Τα αποτελέσματά της, που δημοσιοποιήθηκαν το 1999, ήταν ένα χαστούκι για τη Σκότλαντ Γιαρντ, αφού η Μητροπολιτική Αστυνομία χαρακτηριζόταν «θεσμικά ρατσιστική». Προτάθηκε επίσης να προχωρήσουν οι αστυνομικές και άλλες υπηρεσίες σε 70 μεταρρυθμίσεις για να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός στην κοινωνία συνολικά. Καταργήθηκε επίσης η νομική αρχή του δεδικασμένου, με βάση την οποία ένας ύποπτος δεν μπορούσε να δικαστεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
Από το 2013, η αστυνομία ξεκίνησε μια νέα φάση στην έρευνά της για τους άλλους τρεις υπόπτους, πέραν των δύο που είχαν καταδικαστεί έναν χρόνο νωρίτερα.
Ο Chris Ofili
Ο ζωγράφος Chris Ofili γεννήθηκε στο Manchester το 1968 από Νιγηριανούς γονείς. Σπούδασε στο Λονδίνο, στο Chelsea School of Art από το 1988 έως το 1991 και στο Royal College of Art από το 1991 έως το 1993, αποκτώντας μεταπτυχιακό τίτλο στις καλές τέχνες. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1998, τιμήθηκε με το Turner Prize.
Ήδη από το 2000, έργα του συγκαταλέγονταν στις μόνιμες συλλογές του Victoria and Albert Museum και της Tate Modern του Λονδίνου, καθώς και του Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης.
Το 2003 εκπροσώπησε τη Βρετανία στην 50η Μπιενάλε της Βενετίας. Τα έργα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια εντυπωσιακή ποικιλία εικαστικών μέσων –χρώμα, glitter, στοιχεία κολλάζ, ρητίνη, ακόμη και περιττώματα ελέφαντα–, πραγματεύονται έννοιες όπως το φύλο, τη θρησκεία, τα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα ή τη φυλετική ταυτότητα, γεφυρώνοντας συχνά το χάσμα ανάμεσα στην «υψηλή» τέχνη και στη μαζική κουλτούρα.
Δύο έργα του Chris Ofili, ενός καλλιτέχνη με διεθνή αναγνώριση που συγκαταλέγεται στους σημαντικούς εκπρόσωπους της γενιάς του, εκτέθηκαν στη Λεβέντειο Πινακοθήκη, στη Λευκωσία, το 2015, στο πλαίσιο μιας προσωρινής έκθεσης. Με θέμα “Όραμα και Δημιουργία – Α. Γ. Λεβέντης & Δυτική Αφρική” η έκθεση αυτή πρόσφερε την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει το έργο αυτού του προκλητικού δημιουργού, να αφουγκραστεί τους προβληματισμούς του για την έννοια της φυλετικής ταυτότητας, ενώ μέσα από το έργο του προβάλει τις απόψεις μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών που οραματίζονται έναν κόσμο αλλιώτικο.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κρις Οφίλι, νικητής του βραβείου Τέρνερ το 1998, έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο σε μια μέρα. Ήταν η μέρα κατά την οποία ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, στη διάρκεια της καθημερινής του επικοινωνίας με τους δημοσιογράφους, αποφάσισε να κάνει και τον κριτικό τέχνης. Χωρίς να έχει δει το έργο του Οφίλι, «Αγία Παρθένος Μαρία», μια προσωπογραφία της Παναγίας διακοσμημένη με αποκόμματα πορνοπεριοδικών και περιττώματα ελέφαντα, ανέλαβε δράση για λογαριασμό όλων των πιστών και όλων των δογμάτων. Όχι μόνο αρνήθηκε δημοσίως να καταβάλει την οφειλόμενη δόση της ετήσιας επιχορήγησης στο μουσείο του Μπρούκλιν στο οποίο είχε εκτεθεί ο πίνακας, αλλά απείλησε να αποσύρει διά παντός την επιχορήγηση και να απολύσει το διοικητικό συμβούλιο αν το μουσείο δεν δεχόταν να αποκαθηλώσει τον πίνακα. Τη χαρακτήρισε άρρωστη και αηδιαστική ζωγραφική. Το μουσείο του Μπρούκλιν εκείνη την περίοδο σημείωσε ρεκόρ επισκεπτών ενώ ακολούθησε ένα παραλήρημα δημόσιου διαλόγου στον οποίο πήραν μέρος από τον Καρδινάλιο Τζον Κόνορ μέχρι την τότε πρώτη κυρία Χίλαρι Κλίντον. Τελικά ένας 72χρονος συνταξιούχος δάσκαλος από το Μανχάταν αποφάσισε να καταστρέψει τη ζωγραφική. Γλιστρώντας πίσω από την προστατευτική ασπίδα από πλεξιγκλάς, έβαψε τον πίνακα με λευκό χρώμα γιατί τον θεώρησε και αυτός με τη σειρά του «βλάσφημο». Ανάμεσα στα άλλα που είπε τότε ο Τζουλιάνι ξεχώρισε το περίφημο «να έρθει ο διευθυντής του μουσείου στα συγκαλά του». Το έργο του Οφίλι εκτέθηκε ξανά στη Νέα Υόρκη το 2014.
***