Η Καμίλ διασχίζει τη σκηνή. Aκούγεται το γαλλικό τραγούδι «Frou Frou» από τη Mado Robin. Mεταφέρει μικρά γλυπτά από πηλό και σιγοτραγουδά. Ξαφνικά ηχούν δυνατά χτυπήματα της πόρτας που γίνονται όλο και πιο έντονα. Η Καμίλ αιφνιδιάζεται. Αρπάζει τα γλυπτά και τα κρύβει πίσω από ένα παραβάν στο βάθος της σκηνής. Βγάζει ένα σφυρί κάτω από το κρεβάτι. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα διακρίνουμε τη σκιά της πίσω από το παραβάν να σπάει και να θρυμματίζει μετά μανίας τα έργα της. Η μουσική σταματά απότομα. Σκοτάδι ανατριχιαστικό!
Μεσολαβεί η φωνή του παρουσιαστή που ανακοινώνει από το ραδιόφωνο τον εγκλεισμό της γνωστής γλύπτριας Καμίλ Κλοντέλ σε ψυχιατρικό άσυλο.
Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε την Καμίλ στο δωμάτιο του ψυχιατρείου. Από την άλλη άκρη εμφανίζεται η Κονστάνς Πασκάλ. «Καμίλ; Είμαι η γιατρός σας… Φαντάζομαι δεν σας ενοχλεί ότι είμαι γυναίκα ψυχίατρος. Δεν είμαστε πολλές στο Παρίσι», λέει.
Ένας άνδρας γοητεύτηκε από όλες εκείνες τις δαιδαλώδεις γυναίκες, τις ζωηρές, τις ατίθασες, αυτές που χάραξαν δικούς τους δρόμους σε πείσμα των καιρών, των οικογενειών και των ανδρών που τις ήθελαν αλλιώς. Ο Γιάννης Λασπιάς αποφάσισε να γράψει ένα θεατρικό έργο και να κάνει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα μαγεμένος από ανήσυχα πνεύματα και θηλυκά σώματα που επέλεξαν να ζήσουν ελεύθερα και μοναχικά, κόντρα σε ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις πληρώνοντας συχνά πολύ ακριβά το τίμημα της διαφορετικότητάς τους.
Έτσι γεννήθηκε το «Καμίλ Κλοντέλ: Mudness», ένα έργο για δύο ανεξάρτητες, θαρραλέες και σπουδαίες γυναίκες, τη γλύπτρια Camille Claudel και την ψυχίατρο Costance Pascal.
Πρόκειται για την ιστορία δύο γυναικών που διεκδίκησαν το δικαίωμα να ζήσουν όπως εκείνες το επιθυμούσαν, να ακολουθήσουν την κλίση τους, να υπερασπιστούν τα πιστεύω τους, να σπουδάσουν και να εργαστούν, σε μια εποχή που ο ρόλος της γυναίκας περιοριζόταν στο ρόλο της συζύγου και της μάνας. Η Camille και η Constance στην πραγματικότητα δε συναντήθηκαν ποτέ, θα μπορούσαν όμως. Έζησαν και εργάστηκαν στην ίδια πόλη, την ίδια χρονική περίοδο, μοιράστηκαν παρόμοιες εμπειρίες, αντιμετώπισαν κοινές αντιξοότητες και δόθηκαν με το ίδιο πάθος στον έρωτα.
Πρόκειται για ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στη γλύπτρια Camille Claudel και την ψυχίατρο Constance Pascal. Μια συνάντηση που δεν έγινε ποτέ αφορά η παράσταση «Καμίλ Κλοντέλ: Mudness», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λασπιά, που την παρακολούθησα, στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας “Οι Αιρετικοί”, στο θέατρο “Αγγέλων Βήμα”.
Η ασυμβίβαστη, καινοτόμα και παθιασμένη Camille ασκεί το δύσκολο και κοινωνικά στιγματισμένο για μια γυναίκα επάγγελμα της γλύπτριας σ’ έναν κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο και συνάπτει ένα θυελλώδη δεσμό με τον κατά 24 χρόνια μεγαλύτερό της γλύπτη και δάσκαλό της, Rodin. Σταδιακά αρχίζει το ταξίδι της στην τρέλα. Μια τρέλα που όσο ανθεί, ανθεί και η ιδιοφυΐα της στην τέχνη. Τα παθιασμένα γλυπτά που παίρνουν πνοή από τα χέρια της είναι η έκφραση των βαθύτερων συναισθημάτων της. Η οικογένειά της την αφήνει μόνη, αβοήθητη και εγκαταλειμμένη.
Την ίδια εποχή η δυναμική και πρωτοπόρα Κονστάνς καταφέρνει να τελειώσει την ιατρική σχολή του Παρισιού και να γίνει η πρώτη γυναίκα κλινική ψυχίατρος της Γαλλίας. H ιδιωτική της ζωή παραμένει κρυφή και προφυλαγμένη για χρόνια, αφού ο δεσμός της με τον παντρεμένο και πολύ μεγαλύτερό της στρατηγό Justin Mengin αποτελεί σκάνδαλο για την εποχή. Γεννάει μυστικά την εκτός γάμου κόρη της, η οποία δίνεται για υιοθεσία προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι βιολογικοί γονείς της και στη συνέχεια υιοθετείται από την ίδια.
Στην παράσταση διασταυρώνονται οι ζωές της Καμίλ και της Κονστάνς και με ενδιαφέροντα τρόπο προσφέρεται μια αποκαλυπτική ανατομία της ζωής τους στην πάλη τους με τις προκαταλήψεις και την έλλειψη κατανόησης που αντιμετώπισαν. Οι δύο ηθοποιοί που υποδύονται τις ηρωίδες είναι εκπληκτικές. Οι Δάφνη Μανούσου (Καμίλ Κλοντέλ) και η Στέλλα Μπούρου (Κονστάνς Πασκάλ) έχουν φινέτσα, εκφραστικότητα και θεατρική ευπρέπεια.
Το «Καμίλ Κλοντέλ: Mudness», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λασπιά, ήταν μια σωστά στημένη και εκτελεσμένη παράσταση που εξετάζει τον αγώνα των γυναικών ενάντια στις άνισες ευκαιρίες και καταδεικνύει δύο γυναίκες που τα κατάφεραν να δημιουργήσουν, παρά τα αμέτρητα εμπόδια που ορθώνονταν μπροστά τους. Το έργο αυτό με δραματικότητα αποκαλύπτει την ξεχασμένη συνεισφορά των δύο αφοσιωμένων και ευφυέστατων γυναικών. Συνδυάζει την ιστορία, την τέχνη, την επιστήμη και τη βιογραφία. Ο Γιάννης Λασπιάς, ένας σεμνός και αφοσιωμένος θεατράνθρωπος, το αφιερώνει σε όλους εκείνους που συνεχίζουν να αμφισβητούν, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανές την παιδικότητα και τη φαντασία τους, σε όλους εκείνους που επιλέγουν να ζήσουν τη ζωή που εκείνοι θέλουν και όχι τη ζωή που τους ορίζουν οι άλλοι.
«Screaming out loud i demand freedom. / Κραυγάζοντας δυνατά απαιτώ την ελευθερία μου».
Camille Claudel
«Εκείνος που υποφέρει από έρωτα είναι εκείνος που διαθέτει ισχυρή συναισθηματική μνήμη. Υποφέρει γιατί θυμάται».
Costance Pascal
Η δράση
Το έργο διαδραματίζεται στο Παρίσι το 1913, στο ψυχιατρικό άσυλο της Ville Evrard. Η πρώτη γυναίκα ψυχίατρος της Γαλλίας, Constance Pascal, αποφασίζει να αναλάβει την υπόθεση της μεγάλης γλύπτριας Camille Claudel, η οποία έχει μεταφερθεί εκεί παρά τη θέλησή της από την οικογένειά της, κατηγορούμενη για σοβαρή ψυχική διαταραχή. Μέσα από τις συναντήσεις τους ξετυλίγονται οι αντισυμβατικές ζωές των δύο γυναικών και αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός που ξεπερνά τη σχέση γιατρού – ασθενή.
Παρά τις προσπάθειες της γιατρού και τη σταδιακή βελτίωση της ψυχικής υγείας της Camille, η Constance θα έρθει αντιμέτωπη με ένα ολόκληρο σύστημα που καταδικάζει σε εγκλεισμό και απομόνωση τα άτομα που διεκδικούν το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και επιλογής.
Η Camille και η Costance πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της διαφορετικότητάς τους. Η πρώτη τιμωρήθηκε από την οικογένειά της με τον πρωτοφανή εγκλεισμό της για περίπου τριάντα χρόνια στο ψυχιατρικό άσυλο και η δεύτερη έζησε μια διπλή ζωή βυθισμένη στο φόβο, στα ψέματα και στην αγωνία.
«God will take pity on the sad ones, you say.
Where is he, your god, tell me, and who is he. Who?»
«Ο Θεός θα δείξει το έλεός του για τους δυστυχείς, μου είπες.
Πού είναι τώρα ο θεός σου Πωλ; Και ποιος είναι; Ποιoς;».
Συντελεστές
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Γιάννης Λασπιάς
Παίζουν:
Καμίλ Κλοντέλ: Δάφνη Μανούσου, Κονστάνς Πασκάλ: Στέλλα Μπούρου
Σκηνογραφική επιμέλεια – Visual Art: Παντελής Ξηροχειμώνας
Σχεδιασμός φωτισμού: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική: Αλέξανδρος Βούλγαρης – THE BOY
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Επιμέλεια κίνησης: Όλγα Σπυράκη
Art director: Μαγδαληνή Στεφανάτου
Φωτογραφία: Θοδωρής Μάρκου
Επεξεργασία φωτογραφιών: Παντελής Ξηροχειμώνας
Στην παράσταση ακούγονται στα ηχογραφημένα μέρη οι ηθοποιοί:
Στέλιος Μάινας (Ως Ροντέν)
Αγγελική Καρυστινού (Ως μητέρα της Καμίλ Κλοντέλ)
Ιωάννα Σταυροπούλου
Και ο δημοσιογράφος Γιάννης Νένες
Μια συμπαραγωγή της ομάδας square theatre company και του θεάτρου Αγγέλων Βήμα.
Βιογραφικά στοιχεία Constance Pascal και Camille Claudel
Constance Pascal: Στον ιατρικό χώρο το επάγγελμα του γιατρού ήταν καθαρά αντρική υπόθεση. Οι γυναίκες μπορούσαν να είναι νοσοκόμες και μαίες, όχι γιατροί. Η παραβίαση αυτής της παραδοσιακής σειράς φάνταζε αδιανόητη. Μια Ισπανίδα φοιτήτρια λιθοβολήθηκε το 1881, όταν εμφανίστηκε στην ιατρική σχολή, ενώ μια τάξη στη Γαλλία έκαψε το ομοίωμα μιας γυναίκας που είχε το θράσος να κάνει το ίδιο.
Ερευνήτρια
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Costance Pascal, που γεννήθηκε το 1877 λίγο έξω από το Βουκουρέστι, καταφέρνει να τελειώσει την ιατρική σχολή του Παρισιού και λίγο αργότερα να γίνει η πρώτη γυναίκα κλινική ψυχίατρος της Γαλλίας. Η Costance βίωσε μια σειρά από διαφορετικούς και ενίοτε αντικρουόμενους ρόλους. Ήταν μετανάστρια από τη Ρουμανία σε μια ξενοφοβική εκείνη την εποχή Γαλλία. Επιτυχημένη κλινική ψυχίατρος και πρωτοπόρα ερευνήτρια της ψυχικής υγείας. Επίσης ανύπαντρη μητέρα και παιδαγωγός της κόρης σε εποχές που αυτό θεωρούνταν αδιανόητο.
Όσοι τη γνώρισαν μιλούν για μια γυναίκα ψηλή, αριστοκρατική, εντυπωσιακή, καλοντυμένη και περιποιημένη, αυστηρή αλλά εγκάρδια, που δεν περνούσε απαρατήρητη. Έχει μείνει στην ιστορία της ψυχιατρικής για το έργο της σχετικά με την πρώιμη άνοια, καθώς ερεύνησε τις κοινωνικές αλλά και βιολογικές αιτίες της ψυχικής ασθένειας. Ίδρυσε ένα από τα πρώτα ιδρύματα για τη μελέτη της ψυχολογίας και της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών.
Κρυφός δεσμός
Ωστόσο η προσωπική της ζωή παρέμεινε κρυφή και προφυλαγμένη για χρόνια, αφού ο δεσμός της με τον παντρεμένο και κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της στρατηγό Justin Mengin αποτελεί σκάνδαλο για την εποχή. Γνώρισε το γοητευτικό στρατηγό στο άσυλο κατά το χρονικό διάστημα που νοσηλευόταν σ’ αυτό η, πάσχουσα από σχιζοφρένεια, κυρία Mengin.
Η κόρη
Η Costance λίγο αργότερα μένει έγκυος και κόντρα στις συμβάσεις και τα κοινωνικά πρέπει της εποχής αποφασίζει να κρατήσει το μωρό. Έτσι γεννιέται σε πλήρη μυστικότητα η κόρη της, η οποία δίνεται για υιοθεσία προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι βιολογικοί γονείς του παιδιού και υιοθετείται από την ίδια την Pascal λίγα χρόνια αργότερα. Πριν πεθάνει από καρκίνο του μαστού το 1937, φρόντισε να διασφαλίσει οικονομικά το μέλλον της κόρης της, την οποία ο στρατηγός πατέρας της (και νονός της) δεν αναγνώρισε ποτέ επισήμως.
* Camille Claudel: Γεννήθηκε στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ γνωρίζεται με το γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένειά της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881 εγκαθίσταται με τη μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα της αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.
Ο Ροντέν
Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στο διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Ροντέν και Dubois.
Ερωτική σχέση
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριό του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με τη σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.
Ψυχολογικές διαταραχές
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται έπειτα από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στη συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Απομόνωση
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα «La Fronde» φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.
Εγκλεισμός
Το 1913 σημειώνεται ο θάνατος του πατέρα της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, έπειτα από υποκίνηση του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: “[…] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους […]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή”. Η τοπική εφημερίδα «L’ Avenir de L’ Aisne» δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης. Το 1914 ο Ροντέν αποστέλλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Biron» όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.
Η μητέρα της
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.
Το τέλος
Ύστερα από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.
Έργο
Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984.
Πληροφορίες
«Καμίλ Κλοντέλ: Mudness»
του Γιάννη Λασπιά
www.camille-mudness.com
Θεματική Ενότητα: Οι Αιρετικοί
* Παίχτηκε στο “Αγγέλων Βήμα” (2013-14)
Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια
Τηλ. 210-5242211 – 213 Fax: 210-5242212