6.8 C
Athens
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

«Πες μου τ’ όνομά σου» μ’ έναν “Χτύπο”

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Την πρωτοείδα στις μηλόπιτες και την έχασα στο σκοπευτήριο. Την ξαναβρήκα στις μπουκάλες και την έχασα στις κούνιες και… να, που στ’ αλογάκια τη βρήκα και στ’ αλογάκια την έχασα. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά μου, έγερνε το κορμί της γελώντας».
Ζαν Κοκτώ

Πολύς κόσμος πάει στα θέατρα. Απολαμβάνει λαίμαργα τις παραστάσεις, το πανηγύρι τους, τη δροσιά τους. Θαυμάζει, χαίρεται και λυπάται. Γίνεται κοινωνός του ταξιδιού και πολλές φορές αιφνιδιάζεται. Όπως στην παράσταση «Πες μου τ’ όνομά σου», που η ομάδα «Χτύπος» παρουσίασε στο πλαίσιο του φεστιβάλ Off Off Athens, του «Επί Κολωνώ». Η ποίηση μάς μίλησε από τον κήπο του θεάτρου με τους στίχους να μας κερνούν απόκοσμη ομορφιά μέσα στη νύχτα, ανθρώπινη απόγνωση με ντουντούκα και έντυπες διαμαρτυρίες. Σύντομα οι πόρτες της Κεντρικής Σκηνής άνοιξαν διάπλατα και εκεί μας περίμενε μια εμπειρία γόνιμης επικοινωνίας.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης άνοιξε διάλογο με την Κική Δημουλά, ο Αζίζ Νεσίν συνομίλησε τον Οδυσσέα Ελύτη, ο Ζαν Κοκτώ ταυτίστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη. Κι όλοι αυτοί οι σπουδαίοι βρήκαν σημείο επαφής με τον μεγάλο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (“Βασιλιάς Ληρ”, “Δωδέκατη νύχτα”, “Άμλετ”). Εκεί, συνάντησαν ο ένας τον άλλο κι έπειτα χάθηκαν αναζητώντας το νόημα της ζωής.
Το κοινό σώπασε απόλυτα και υποκλίθηκε στο λόγο τον ποιητικό, τον αστραφτερό και κοφτερό, τον αλεσμένο, τον καλλιεργημένο, τον πηγαίο.

Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
(Aπό το “Μυθιστόρημα” του Γιώργου Σεφέρη).

 

Μερικά από τα καλύτερα, τα πιο αντιπροσωπευτικά, τα πιο ρηξικέλευθα ποιήματα των συγκεκριμένων ποιητών διδάχτηκαν στην παράσταση. Μικρά αφηγήματα με ζωηρό θεατρικό περιεχόμενο, γεμάτα μεταφορές κι αναφορές, με γλωσσικά παιχνίδια που δίνουν στο συγκεκριμένο το ρόλο του αφηρημένου και το αντίστροφο. Με το προσωρινό να καθίσταται μόνιμο, με τα όνειρα να γίνονται ναυάγια κι άλλες φορές το λόγο να παίρνει τόνο σπαρακτικό.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το όνομα αυτής της βαθιάς εσωτερικής δύναμης και ανάγκης που ωθεί τον άνθρωπο να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να μιλήσει, να περάσει από την ακινησία στην κίνηση, από τη σιωπή στο λόγο, από το φόβο της ανυπαρξίας στην ευθύνη και στο δικαίωμα της ύπαρξης; Μια λυρική μελαγχολία αλλά ποτέ βλοσυρότητα, ούτε κατήφεια, ένα φρόνημα ελεύθερο, γόνιμο, δημιουργικό.
Ο χώρος διαλεκτικής του ανθρώπου με τον εαυτό του και παράλληλα του ηθοποιού με το υποσυνείδητο και το ρόλο, η ομάδα “Χτύπος” και η σκηνοθέτις της Βέρα Σαββίδη επέλεξαν να είναι η θεατρική σκηνή. Στη σκηνή βρέθηκε το σημείο επαφής, όπου η αναζήτηση της ταυτότητας έρχεται αντιμέτωπη με δισταγμούς και απαγορεύσεις υπαγορεύοντας μια συγκρουσιακή διεργασία γεμάτη ενέργεια.
Το θέατρο, λέει ο Σαίξπηρ στον “Άμλετ”, αποτελεί το κάτοπτρο που «αντανακλά την αρετή και όχι τον ενάρετο, το πέσιμο και όχι τον πεσμένο». Στο θεατρικό πεδίο συντελείται πάντοτε μια μάχη. Άλλοτε με αμεσότητα κι άλλοτε παράπλευρη. Όμως σίγουρα «ο δρόμος περνά από μέσα» και μετουσιώνεται σε έκφραση, σε λόγο, σε δράση, σε αλήθεια. Διεκδικεί, αποκαλύπτει, θέτει ερωτήματα, γιατί το θέατρο διαθέτει τη δική του ευγλωττία και τα δικά του μέσα.
Πολλές φορές η ποίηση έχει ταλαιπωρηθεί σε ανούσιες βραδιές και άχαρες εκδηλώσεις, έχει νοθευτεί, έχει παρερμηνευτεί, έχει υπονομευτεί. Στην παράσταση “Πες μου τ’ όνομά σου” οι συντελεστές αντιπρόσφεραν στην αξία της ποίησης τρυφερότητα, γενναιότητα, αγάπη. Με διαυγή ειλικρίνεια, με ελεύθερη σκέψη, με επίγνωση, με παρήγορη δύναμη, με όχημα τη διαδρομή ενός περιπλανώμενου θιάσου και επιβάτες τον σαιξπηρικό τρελό, τον γελωτοποιό, τον ιδιόρρυθμο, αλλά και άρχοντες ή υποτακτικούς, αυθεντίες ή ταπεινούς, εστεμμένους ή λαϊκούς, χαρακτήρες καθημερινούς ή αρχετυπικούς, άγγιξαν τον εσωτερικό πυρήνα του δημιουργού.
Πολύ προσεγμένη δουλειά στην επιμέλεια φροντιστηρίου από την Αγγελική Στρουμπούλη, καθώς και στη σκηνογραφική και ενδυματολογική μελέτη από την Άννα Μαχαιριανάκη. Με μια ξεθωριασμένη βαλίτσα παλαιική, ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, μια κόκκινη ομπρέλα αισιόδοξη, ένα πολύχρωμο βεστιάριο, μάσκες που παρέπεμπαν στην commedia dell’arte, με όπλο την αθωότητα, με έναν τρόπο γλυκόπικρο αναστήθηκε σαν από θαύμα όλη η ανθρώπινη αδυναμία. 
Οι ηθοποιοί νέοι, πολύτιμοι και αξιέπαινοι, υποστήριξαν άψογα την απλή μεν, πολυσύνθετη δε ιδέα της παράστασης. Η Μαριάνθη Γιαννικοπούλου χαριτωμένη, φρέσκια, σαν άνθος ανοιξιάτικο. Συχνά συγκινητική, με σωστή φωνή και ωραία κίνηση.
Τη Φρόσω Βλάχου και τον Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη τους θυμάμαι από πέρσι, πάλι στο Off Off Athens. Χάρηκα που τους είδα ξανά, επίμονους, σταθερούς και τόσο φιλότιμους να επιμένουν στα ίδια χαρακώματα. Είναι και οι δύο ιδιαίτερα ταλαντούχοι.
Η Φρόσω Βλάχου έχει μια λεπτεπίλεπτη και πολύ εκφραστική σωματικότητα. Στις απαγγελίες πετυχαίνει μια ελεύθερη από μελοδραματισμούς ποιητικότητα, αλώβητη από ευκολίες. Έχει το χάρισμα της επικοινωνίας και της σκηνικής παρουσίας.
Ο Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης πιο ώριμος από πέρσι, με αρκετά βελτιωμένη σωματικότητα, πιο απελευθερωμένος, με λεπτό χιούμορ, ζωντάνια και αμεσότητα.
Για άλλη μια φορά βρήκα ενδιαφέροντες τους φωτισμούς του Πάνου Κουκουρουβλή. Κάθε αχνοφέγγισμα, κάθε φωτοσκίαση, κάθε ελάχιστος τόνος φωτός καλομελετημένος.
Η σκηνοθέτις Βέρα Σαββίδη με υλικό της αυτή τη νεανική ομάδα έφτιαξε μια 45λεπτη παράσταση που θύμιζε φύσημα άχνης ζάχαρης στο πρόσωπο…
Ποίηση και θέατρο λοιπόν, δύο αναμφισβήτητες αγάπες. Από τις λίγες που μας μένουν πιστές. Δύο αξίες που μπορούν να δημιουργήσουν ξέφωτα στη συννεφιά.

* Παρουσιάστηκε την Παρασκευή 27 Ιουνίου στις 20:45 και Σάββατο 28 Ιουνίου στις 22:00

Συντελεστές

Θεατρική Ομάδα Χτύπος
Θεατρικό Κείμενο: Ομάδα Χτύπος (σύνθεση κειμένων των Κοκτώ, Δημουλά, Σαίξπηρ, Ελύτη κ.α.)
Σκηνοθεσία: Βέρα Σαββίδη
Σκηνογραφική και Ενδυματολογική Επιμέλεια: Άννα Μαχαιριανάκη
Επιμέλεια Φροντιστηρίου: Αγγελική Στρουμπούλη
Τεχνική υποστήριξη φώτα/Ήχος: Πάνος Κουκουρουβλής
Φωτογραφία: Δήμητρα Νικολοπούλου

Παίζουν: Φρόσω Βλάχου, Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης, Μαριάνθη Γιαννικοπούλου

Το trailer της παράστασης:
https://www.youtube.com/watch?v=XWF3qugICg0

– Διάρκεια παράστασης: 45 λεπτά

Πληροφορίες

“Επί Κολωνώ”
Τηλ. 210 – 51.38.067
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94
Κολωνός
Στάση μετρό Μεταξουργείο και μετά περίπου 8 λεπτά με τα πόδια.

* Μερικά από τα ποιήματα που ακούστηκαν στην παράσταση:

Ο πληθυντικός αριθμός (Κική Δημουλά)

Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο ονομάτων θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Φωτογραφία 1948 (Κική Δημουλά)

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ό, τι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ άπ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφος μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.

Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ‘χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως οπού να ‘ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.

Μιλῶ… (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.

Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.

Σώπα, μη μιλάς (Αζίζ Νεσίν)

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή ειναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: “σώπα”.

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: “εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!”

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
“κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ… σώπα!”

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε,
“θα βρεις το μπελά σου, σώπα”.

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε “σώπα”.

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
“Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα”
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα”.
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το “Σώπα”.

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες “έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τόλμησεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:

Mίλα!

Δώρο Ασημένιο Ποίημα (Oδυσσέας Ελύτης)

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -