Θλιβερά μηνύματα έρχονται από κάθε γωνιά της Ελλάδας για την εικόνα εξαθλίωσης που παρουσιάζουν τα μουσεία μας. Από τη Μυτιλήνη, την Κρήτη, την Ελασσόνα, τη Νάξο. Πλήρης η απαξίωση και η εγκατάλειψη. Ανοίγουμε στο Διαδίκτυο την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και γράφει για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: “Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το πρώτο μουσείο της χώρας, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία αρχαίας ελληνικής τέχνης στον κόσμο”. Ναι, είναι γνωστό. Ναι, έπρεπε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Όμως ποία ειρωνεία, αυτό το μουσείο, “το πρώτο μουσείο της χώρας”, έχει φτάσει σε οδυνηρό σημείο παρακμής. Υπολειτουργεί, είναι απεριποίητο, ένα συντρίμμι μελαγχολικό. “Δέχεται πολυπληθείς επισκέπτες κάθε χρόνο”, υπερηφανεύεται το Υπουργείο Πολιτισμού στο ίδιο κείμενο. Δυστυχώς αυτοί οι “πολυπληθείς επισκέπτες”, Έλληνες και ξένοι, ντρέπονται και διστάζουν σήμερα να το πλησιάσουν. Προβληματίζονται, δυσκολεύονται να πιστέψουν σ’ αυτό που αντικρίζουν τα μάτια τους και, τέλος, αγανακτούν. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς; Για τα σκουπίδια, για τα συνθήματα που είναι γραμμένα στις όψεις του κτηρίου, για την έλλειψη προσωπικού, για τους πλανόδιους πωλητές, για τη χρήση και την εμπορία ναρκωτικών; Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει είναι πλέον στο μη περαιτέρω. Η κιβωτός της ανθρώπινης μνήμης μας και τα τεκμήρια της αρχαιότητάς μας θάβονται κάτω από σωρούς απογοήτευσης, ρύπανσης, αδιαφορίας και αθλιότητας. Υπάρχει κανείς να νιώσει ντροπή, ευαισθησία, ενδιαφέρον και συμπόνια γι’ αυτό το χώρο; Το cat is art φιλοξενεί το κείμενο – κραυγή απόγνωσης των είκοσι επτά αρχαιολόγων που εκπέμπουν σήμα κινδύνου για το μουσείο. Εν συνεχεία παραθέτει ένα σύντομο ιστορικό για τη θεμελίωσή του, τα εκθέματα και τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής.
Είκοσι επτά αρχαιολόγοι κατά της απαξίωσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
«Η αλήθεια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο»
Θέλουμε μουσεία πολιτισμού ή κερδοφόρες ταμειακές μηχανές; Θέλουμε να τα διοικούν αρχαιολόγοι έμπειροι και επιστημονικά καταρτισμένοι ή μάνατζερ; Πρόκειται για ερωτήματα που θέτουν 27 αρχαιολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίου και στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με κείμενό τους, στο οποίο υπερασπίζονται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο λόγος; Η επίθεση, την οποία δέχεται, όπως θεωρούν οι υπογράφοντες, τον τελευταίο καιρό, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μουσείο της χώρας.
«Προκαλεί πραγματικά αλγεινή εντύπωση η ομολογία, ότι τα μουσεία τα χρειαζόμαστε μόνο για να φέρνουν χρήματα στον κρατικό κορβανά και ότι οι αρχαιολόγοι των μουσείων πρέπει να σκέφτονται και να ενεργούν όπως οι καλοί οικονομικοί υπάλληλοι των επιχειρήσεων. Οι αρχαιολόγοι που υπογράφουμε αυτό το κείμενο θέλουμε τα μουσεία μας να έχουν άλλους, υψηλότερους, στόχους. Και αυτούς τους στόχους το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το επιστημονικό προσωπικό του, τους υπηρέτησαν, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που υπήρξαν και υπάρχουν, κατά τον καλύτερο τρόπο», αναφέρουν οι επιστήμονες στο κείμενο με τίτλο «Η αλήθεια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Οι ίδιοι μάλιστα θεωρούν ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό βάλλεται συστηματικά από μερίδα του Τύπου αλλά και από ορισμένους αρχαιολόγους, «με στόχο να απαξιωθεί τόσο, ώστε να διευκολυνθεί ο ερχομός ενός “Μεσσία” που θα το σώσει, ενός ικανού μάνατζερ δηλαδή από το εξωτερικό που θα το κάμει και αυτό επιτέλους μια κερδοφόρα ταμειακή μηχανή, όπως το προβαλλόμενο ως πρότυπο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως. Αλλά οι μάνατζερ στήνουν και διευθύνουν εμπορικά καταστήματα, όχι πνευματικά ιδρύματα», σημειώνεται στο κείμενο.
Η αναδιοργάνωση του Εθνικού Αρχαιολογικού με την επανέκθεση των πολύτιμων θησαυρών του σε 64 αίθουσες με τη σωστή μουσειακή αντίληψη, η παρουσίαση για πρώτη φορά συλλογών που βρίσκονταν στις αποθήκες (πήλινων ειδωλίων, κοσμημάτων, γυάλινων αγγείων και κυπριακών αρχαιοτήτων), οι ειδικές περιοδικές εκθέσεις με συνοδευτικούς καταλόγους, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και ενήλικες συνιστούν το βασικό επιχείρημα της μοναδικότητας αυτού του μουσείου, όπως υπενθυμίζεται από τους υπογράφοντες.
Παράλληλα τονίζεται το επιστημονικό έργο με την ολοκλήρωση του πρώτου τόμου του καταλόγου των γλυπτών του μουσείου (περιλαμβάνει 410 αρχαϊκά γλυπτά από την έκθεση και τις αποθήκες) ενώ στο στάδιο της προετοιμασίας βρίσκονται δύο άλλοι τόμοι για τα αναθηματικά ανάγλυφα και ένας για τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά πορτρέτα, επίσης προχωρούν οι δημοσιεύσεις αγγείων, αιγυπτιακών αρχαιοτήτων και κοσμημάτων, ενώ σημειώνεται και η έκδοση του ενημερωτικού περιοδικού «Μουσείον».
Την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, όπου βρίσκεται η δεύτερη είσοδος του μουσείου αλλά και η μία και μοναδική του Επιγραφικού, όπου ως γνωστόν γίνεται διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, θέτουν εξάλλου οι αρχαιολόγοι ζητώντας την αποκατάσταση της ηρεμίας και ασφάλειας στο χώρο. Όπως καταγγέλλουν, «είναι προκλητικό το κράτος να διαθέτει μια διμοιρία της αστυνομίας για τη φύλαξη του υπουργείου Πολιτισμού στην οδό Μπουμπουλίνας και να αδιαφορεί για την κιβωτό του ελληνικού πολιτισμού, που βρίσκεται από την άλλη μεριά του δρόμου».
Τέλος, θίγεται το οικονομικό πρόβλημα λόγω της ανεπαρκούς χρηματοδότησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το ΥΠΠΟ: «Είναι απορίας άξιον σήμερα, που δεν υπάρχουν χρήματα, να χρηματοδοτούνται από το υπουργείο Πολιτισμού με σημαντικά ποσά ιδιωτικά μουσεία της Αθήνας και το Μουσείο της Ακρόπολης, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να βρουν χρήματα από άλλες πηγές, ενώ το Εθνικό να στερείται ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα. Μεγάλη είναι και η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού. Φταίει το προσωπικό του μουσείου που κλείνουν αίθουσες, όταν δεν υπάρχουν φύλακες;».
Το κείμενο υπογράφουν οι:
Βαλαβάνης Πάνος, καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Βικέλα Ευγ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Βουτυράς Εμμ., καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δαμάσκος Δ. επ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δεσπίνης Γ., ομ. καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δεσποίνη Αικ., τ. έφορος Αρχαιοτήτων, Καράγιωργα Θεοδώρα, επίτιμη έφορος Αρχαιοτήτων, Καραναστάση Π., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης. Κατσικούδης Ν., επ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κοκκορού Αλευρά Γ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Λεμπέση Α. επίτ. έφορος Αρχαιοτήτων, Μαραγκού Λίλα, ομότ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Μουστάκα Α., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παλαγγιά Ολγα, καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Παπαποστόλου Ι., ομ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Παππά Β., επ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Πετράκος Β., ακαδημαϊκός. Πετρόχειλος Ι., αν. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Πλάντζος Δ., επίκουρος καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ρωμιοπούλου Αικ., επ. έφορος Αρχαιοτήτων, Σμπόνιας Κ., επίκουρος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Στεφανίδου Τιβερίου Θ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τιβέριος Μ., καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τουλούπα Εβη, επ. έφορος Αρχαιοτήτων, Τριάντη Ισμήνη, ομ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Χανιώτης Αγγελος, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου Πρίνστον ΗΠΑ, Walter – Καρύδη Ε., ομ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Saarbrόcken.
“Εθνικό Μουσείο”, η θεμελίωση
H ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ξεκινά στην πραγματικότητα πολύ πριν από τη θεμελίωση του σημερινού κτηρίου όπου αυτό στεγάζεται. Υπήρξε δε μέριμνα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, που φρόντισε, λίγο μετά τη δημιουργία του, να εξαγγείλει την ίδρυση του «Εθνικού Μουσείου». Η φυσιογνωμία του, επομένως, συνδέεται με την ιστορία του ελληνικού κράτους.
Από την Αίγινα στην Αθήνα
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και της πρώτης δεκαετίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), κυρίαρχη ιδεολογία είναι ο Διαφωτισμός, ο οποίος προσδιόριζε την ελληνική ταυτότητα με βάση την άμεση διασύνδεσή του με τον αρχαίο Ελληνισμό και τα πολιτειακά του ιδεώδη (Κιτρομηλίδης 1991, σ. 65). Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων στηρίχθηκε στον άμεσο δεσμό με την κλασική αρχαιότητα. Απόδειξη αυτού του δεσμού είναι οι αρχαιότητες, που ήδη από την εποχή της Αναγέννησης έχαιραν τεράστιας αίγλης στην Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ιδρύεται με ψήφισμα του Καποδίστρια της 21ης Οκτωβρίου 1829 το «Εθνικόν Μουσείον», που στεγάστηκε στο κτίριο του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Η ίδρυση μουσείου κρίνεται απαραίτητη για την προστασία και διαφύλαξη των μνημείων της εθνικής κληρονομιάς από τις λεηλασίες, τις αρπαγές αλλά και τις αγοραπωλησίες, που οδηγούσαν πλήθος αρχαιοτήτων σε συλλογές και μουσεία του εξωτερικού (Βουδούρη 2003, 15).
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 και με το νόμο της 10/22 Μαΐου 1834 ιδρύεται το «Κεντρικόν Δημόσιον Μουσείον διά τας αρχαιότητας» στη νέα πρωτεύουσα (Βουδούρη 2003, 19-20). Συγκεκριμένα, με βασιλικό διάταγμα από 13/11/1834 ορίζεται ως κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο το Θησείο και το 1837 μεταφέρεται εκεί από την Αίγινα το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου (Βουδούρη 2003, 29). Αργότερα, λόγω στενότητας χώρου, χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι χώροι, όπως η Στοά του Αδριανού και διάφορα δημόσια κτήρια (Καρούζου 1999, 6).
Η νέα στέγη
Όμως ο αριθμός των αρχαιοτήτων που αυξάνονταν ολοένα, τόσο από τις ανασκαφές, όσο και από τις οικοδομήσεις νέων κτιρίων στην πρωτεύουσα, οι οποίες αποκάλυπταν ευρήματα στα θεμέλιά τους, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για την οικοδόμηση ενός μεγάλου κτιρίου. Ήδη την ίδια εποχή ο Leo von Klenze, αρχιτέκτονας της Γλυπτοθήκης και της Παλαιάς Πινακοθήκης του Μονάχου, ετοίμασε τα σχέδια ενός μουσείου, ονομαζόμενου «Παντεχνείον» και τοποθετημένου στον Κεραμεικό. Το κτίριο δεν έγινε ποτέ λόγω έλλειψης πόρων.
Η κυβέρνηση εγγράφει τα έτη 1854 και 1855 ένα μικρό ποσό στον κρατικό προϋπολογισμό για την ίδρυση κτιρίου, ενώ καθοριστική είναι η χορηγία του Έλληνα ευεργέτη ομογενούς από την Αγία Πετρούπολη, του Δημητρίου Βερναρδάκη, ο οποίος προσέφερε τότε, το 1858, το ποσό των 200.000 δρχ. για την ανέγερση του Μουσείου (Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 2005, σ. 6).
Αρχικά, το 1865, εγκρίνεται η ανέγερση Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βάσει του σχεδίου του μέλους της Ακαδημίας του Μονάχου, Ludwig Lange, στη συνέχεια όμως εκφράζονται αντιρρήσεις και ως προς το σχέδιο και ως προς την επιλογή της θέσης του Μουσείου στο λόφο του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό.
Τελικά το οικοδόμημα χτίστηκε στο μεγάλο οικόπεδο που δώρισε η Ελένη Τοσίτσα και που σήμερα περιβάλλεται από τις οδούς Πατησίων, Βασιλέως Ηρακλείου, Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. Τον Οκτώβριο του 1866 έγινε η θεμελίωση, ενώ η αποπεράτωση του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1889, με αρχιτέκτονα τον Ερνέστο Τσίλερ και με την οικονομική ενίσχυση του υιού Βερναρδάκη, Νικόλαου, που χορήγησε 100.000 φράγκα γι’ αυτόν τον σκοπό το 1871 (Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 2005, 6).
Βασιλικά διατάγματα καθορίζουν το σκοπό και τη λειτουργία του Μουσείου, που εκθέτει αντικείμενα στη δυτική πτέρυγα από το 1874, δηλαδή πριν ακόμη ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Στο καινούργιο κτίριο της οδού Πατησίων μεταφέρονται αρχαιότητες που μέχρι τότε φυλάσσονταν σε άλλα κτίρια, όπως στο Θησείο και τη Στοά του Αδριανού, στον Πύργο των Ανέμων, στο Βαρβάκειο, στο Πολυτεχνείο. Με βασιλικό διάταγμα του 1888 το «Κεντρικόν Δημόσιον Μουσείον διά τας αρχαιότητας» μετονομάζεται σε «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». Ο προσδιορισμός «Εθνικό» συνδέεται όχι μόνο με τη γεωγραφική προέλευση και τη σπουδαιότητα των συλλογών του, αλλά και με την αποστολή του ως θεματοφύλακα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, που, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελεί θεμελιώδη λίθο της εθνικής συνείδησης των Νεοελλήνων (Βουδούρη 2003, σ. 365).
Τα εκθέματα και η διάταξή τους
Όσον αφορά τη μουσειογραφική πλευρά του Εθνικού Αρχαιολογικού σε αυτά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, αξίζει να σημειωθεί ότι έγινε προσπάθεια να συνοδεύονται τα αντικείμενα και από κάποιο πληροφοριακό υλικό. Οι προθήκες είχαν τίτλους και πολλά εκθέματα συνοδεύονταν από λεζάντες, ενώ στον τοίχο κάθε αίθουσας ήταν γραμμένη η ονομασία της και τα ονόματα των δωρητών. Τα αντικείμενα εξετίθεντο με χρονολογική και τυπολογική διάταξη, ακολουθώντας την κλασικιστική παράδοση, που κυριαρχούσε στην έκθεση αρχαιοτήτων στην Ευρώπη (Γκαζή 1999, σ. 49). Και αυτό είναι λογικό, καθώς οι αρχαιολόγοι που έστησαν τότε την έκθεση σπούδασαν σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι απόψεις του Winckelmann, που συνέδεαν στενά την κλασική αρχαιολογία με την ιστορία της τέχνης, ήταν κυρίαρχες (Μούλιου 1999, 57).
Η στενότητα του χώρου επέβαλλε επέκταση του κτιρίου στα ανατολικά. Στις αρχές του αιώνα προστέθηκε μία πτέρυγα σε σχέδια Αναστασίου Μεταξά και στην περίοδο 1932-1939 ανεγέρθηκε ένα διώροφο κτίριο σε σχέδια Γ. Νομικού. Η μεταφορά αντικειμένων σε αυτό το νέο τμήμα του μουσείου δέν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί γιατί ξέσπασε ο πόλεμος τον Οκτώβριο του 1940.
Τα δύσκολα χρόνια
Προκειμένου να προστατευθούν τα αρχαία από τους εισβολείς και τους βομβαρδισμούς άρχισαν μεγάλες εργασίες απόκρυψης, που κράτησαν έξι μήνες. Στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσα σε κιβώτια, φυλάχτηκαν πολύτιμα αντικείμενα μικρού μεγέθους, όπως κοσμήματα και νομίσματα.
Σε κρησφύγετα εκτός Αθηνών μεταφέρθηκαν αρκετά γλυπτά, ενώ περισσότερα γλυπτά και αγγεία προστατεύθηκαν στα υπόγεια του Μουσείου.
Κάτω από τους εκθεσιακούς χώρους ανοίχθηκαν μεγάλοι λάκκοι, στους οποίους τοποθετήθηκαν τα μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα, καταστρέφοντας τα μαρμάρινα δάπεδα του κτιρίου. Σάκκοι άμμου τοποθετήθηκαν κατά μήκος όλων των παραθύρων του υπογείου, για προστασία από τους βομβαρδισμούς, ενώ μεγάλες ποσότητες άμμου σκέπασαν τα αρχαία που είχαν τοποθετηθεί στα υπόγεια της νέας πτέρυγας.
Μετά τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου το κτήριο λειτούργησε και ως χώρος κρατουμένων.
Βιβλιογραφία
Βουδούρη, Δ., (2003): «Κράτος και Μουσεία. Το θεσμικό πλαίσιο των αρχαιολογικών μουσείων», Αθήνα, Σάκκουλας.
Γκαζή, Α., (1999): «Η έκθεση των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα (1829-1909). Ιδεολογικές αφετηρίες-Πρακτικές προσεγγίσεις», Αρχαιολογία και Τέχνες, 73, σελ. 45-53
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (2005), Υπουργείο Πολιτισμού– Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Καπούζου, Σ., (1999), «Εθνικό Μουσείο. Γενικός οδηγός», Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών.
Κιτρομηλίδης, Π., (1991): «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα» στο Γ. Β. Δερτιλής–Κ. Κωστής (επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα, Σάκκουλας.
Μούλιου, Μ., (1999): «Από την ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης στην ανάγνωση μουσειακών εκθέσεων του παρελθόντος», Αρχαιολογία και Τέχνες, 73, σελ. 53-59.