14.6 C
Athens
Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ… – Η ιστορία του τραγουδιού που χαρακτηρίστηκε «δεύτερος εθνικός ύμνος»

***

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ… Δημιουργοί του περίφημου άσματος ο Μανώλης Ρασούλης και η Βάσω Αλλαγιάννη. Ένα τραγούδι που ορισμένοι -και δικαίως- το χαρακτήρισαν δεύτερο Εθνικό Ύμνο.

Η Βάσω Αλλαγιάννη, συνδημιουργός του τραγουδιού μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη, διηγείται σε συνέντευξή της στον Αλέξανδρο Στεφόπουλο (περιοδικό Δίφωνο, Μάρτιος 2002, τεύχος 78):

Τον Μανώλη μού τον γνώρισε ο Μάνος πριν ακόμη απ’ την Εκδίκηση της Γυφτιάς. Μου έμαθε πολλά πράγματα και του έμαθα επίσης πολλά.

Τα χρόνια που ήμαστε μαζί ήταν ίσως η πιο δημιουργική μας περίοδος. Ο Μανώλης έγραψε καταπληκτικούς στίχους κι εγώ όμορφα τραγούδια. Βγάζαμε μαζί το περιοδικό Αυγό, εκδώσαμε την Κρυμμένη Αρμονία του Ηράκλειτου.

Μια από τις κορυφαίες στιγμές μας αποτυπώνεται στο Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ. Το γράψαμε στην Κρήτη, περπατώντας στο δρόμο, φράση φράση, κατεβαίνοντας για τον Πλακιά με τα πόδια, έχοντας χάσει πριν από λίγο το λεωφορείο. Ήταν ένας διάλογος. Μια μελωδική φράση εγώ, ένα στίχο εκείνος.

«Μήπως φταις κι εσύ καημένη», ο Μανώλης, «Οδυσσέα γύρνα κοντά μου», εγώ. Ήταν μια βαθιά ερωτική επαφή με την ελληνική φύση και τους εαυτούς μας. Φράση φράση, περπατώντας χιλιόμετρα ολόκληρα και παίζοντας σαν παιδιά.

Το τραγουδούσε ο Παπάζογλου επί τρία χρόνια στις συναυλίες του και στο τέλος ηχογραφήθηκε στον Λυκαβηττό…

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ’ άγια χώματα της
πόνος και χαρά

Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Ερμηνευτής: Νίκος Παπάζογλου / Συνθέτης: Αλαγιάννη Βάσω /Στιχουργός:
Μανώλης Ρασούλης

∼•∼

Ανάλυση της Δέσποινας Ειρήνης Κουκουβέ

To τραγούδι “Άχ Ελλάδα” των Μανώλη Ρασούλη και Βάσως Αλαγιάννη ερμηνεύτηκε πρώτη φορά το 1981 από τους δημιουργούς του και κυκλοφόρησε το 1984 στον δίσκο του Ρασούλη «Ναι στο ναι και ναι στο όχι». Το “Άχ Ελλάδα” είναι ένα τραγούδι με έντονο συναίσθημα και ένα μήνυμα που αντηχεί στην ιστορία της Ελλάδας, αυτό της ξενιτιάς, του Έλληνα που οδηγείται στο να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζήσει χωρίς αυτήν. Η
διαχρονικότητα του κομματιού είναι αξιοσημείωτη καθώς όχι μόνο παραμένει
επίκαιρο αλλά ίσως μιλάει για ένα γεγονός ριζωμένο στην ίδια την
ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Ήδη από το παρελθόν βλέπουμε τραγούδια για την
ξενιτιά, για παιδιά που αφήνουν γονείς και δεν ξαναγυρνάνε και που αναζητούν την
πατρίδα τους σε κάθε βήμα τους και ακόμα και τώρα, η εξέλιξη αυτού του
φαινομένου παραμένει το ίδιο σκληρή όπως ήταν και πριν από σαράντα χρόνια.
Μόλις το 2010, ο Νίκος Παπάζογλου “σύστησε” αυτό το τραγούδι ξανά στην
ελληνική νεολαία, που για άλλη μια φορά ταυτίστηκε με τους στίχους του,
αναγνωρίζοντας σε αυτό τη νέα μορφή ξενιτιάς με την οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι.
Πιο συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει αυτό το γεγονός – της
“διαρροής εγκεφάλων” ή του “brain drain” – στον συναισθηματικά έντονο
σχηματισμό των στίχων από φορτισμένες λέξεις, παρομοιώσεις, εικόνες και
υπαινιγμούς. Πρόκειται για ένα τραγούδι που θυμίζει τη συμβολική ποίηση,
καθώς ο συνδυασμός της μουσικότητας, του ρυθμού και των στίχων μαζί με το
νόημά τους δημιουργεί αυτό το έντονο συναίσθημα.
Στο τραγούδι παρατηρείται έλλειψη ομοιομορφίας και ομοιοκαταληξίας
των στίχων. Άλλες στροφές αποτελούνται από τέσσερις στίχους και άλλες από
πέντε ή έξι, ενώ οι στίχοι άλλες φορές ομοιοκαταληκτούν πλεκτά
και άλλες ζευγαρωτά χωρίς να ακολουθείται κάποιο μοτίβο ή να
παρατηρείται κάποια συνέπεια σε μια ρυθμική σταθερότητα. Το γεγονός αυτό
μας υποδηλώνει λοιπόν πως στη μορφή του το τραγούδι κυριαρχείται από
ελεύθερο στίχο.
Παρατηρώντας τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, γίνεται
άμεσα αντιληπτή η προσωποποίηση της Ελλάδας. Η χώρα αποκτά ανθρώπινες συμπεριφορές, έχει κάνει λάθη και κατηγορείται για αυτά. Επιπλέον, δημιουργείται η
εντύπωση συνομιλίας μεταξύ του ερμηνευτή της ανθρωπόμορφης Ελλάδας
όπου χωρίς αμφιβολία ο ίδιος ο ερμηνευτής μιλάει ως εκπρόσωπος – αν όχι και ο
ίδιος μέλος – των ξενιτεμένων Ελλήνων. Εξίσου σημαντική είναι η χρήση της
οριστικής, ιδιαίτερα στο ρεφρέν του κομματιού καθώς παρουσιάζονται όλα τα
προαναφερθέντα συναισθήματα ως βέβαια και πραγματικά, επιβεβαιώνοντας
την αλήθεια που κρύβουν οι λέξεις.

Πίνακας του Αλέκου Φασιανού (Μουσείο Γουλανδρή).

Ακολουθώντας τη θεωρία της πλησίας προσέγγισης μπορεί κανείς να
καταλάβει περαιτέρω τα νοήματα του τραγουδιού. Πρώτα, η ευρεία χρήση του α’
προσώπου εντείνει την οικειότητα μεταξύ των ίδιων των ομιλητών (ερμηνευτής Ελλάδα) αλλά και των όσων λέγονται από την πλευρά του ερμηνευτή, καθώς
και την αίσθηση της συνομιλίας με την Ελλάδα. Εξίσου σημαντικό στο γενικό
συναίσθημα του τραγουδιού είναι ο υπαινιγμός στην λέξη πατρίδα, που όπως
φαίνεται στην τέταρτη στροφή με τους στίχους “η πιο γλυκιά πατρίδα, είναι η
καρδιά” ο οποίος ακολουθεί το ρεφρέν (“..γιατί με έμαθες και ξέρω, να ανασαίνω
όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ”) δεν πρόκειται για την ίδια την Ελλάδα
αλλά πως η ίδια η χώρα ωθεί τους ξενιτεμένους της να κάνουν πατρίδα τους τη
χώρα στην οποία βρίσκεται ο κάθε Έλληνας της διασποράς.
Ίσως το σημαντικότερο μέρος του τραγουδιού είναι οι εικόνες που
παρουσιάζει, οι οποίες εκτός από την έντονη συναισθηματική τους φόρτιση
λειτουργούν και ως παρομοιώσεις. Η αναφορά στον Οδυσσέα έχει διττό σκοπό,
καθώς εκτός από την ενίσχυση του ελληνικού συναισθήματος αποσκοπεί κυρίως
στην παρομοίωση του χαρακτήρα του Οδυσσέα με τους Έλληνες του εξωτερικού,
της ξενιτιάς, που ψάχνουν ίσως τρόπο επιστροφής στην Ιθάκη τους – στην εν
προκειμένω περίπτωση την Ελλάδα – μπορεί και ολόκληρη τη ζωή τους. Η
επόμενη εικόνα είναι αυτή που αναφέρεται στον χριστιανισμό. Σε αυτό το
σημείο παρομοιάζεται η ανθρωποποιημένη Ελλάδα με τον Πέτρο, και όπως ο
τελευταίος αρνήθηκε τον Ιησού, έτσι παρομοιάζεται πως η Ελλάδα απαρνιέται
τους ξενιτεμένους της, ανήμπορη να τους δεχτεί πίσω στα σύνορά της, αλλά να
εξακολουθεί να καταπιάνεται από τα επιτεύγματά τους στο εξωτερικό και να τα
οικειοποιείται ως δικά της.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθούμε και στον τόνο του τραγουδιού.
Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ερειστικό, ίσως ακόμα και θλιμμένο.
Ο τόνος κατέχει καθοριστικό ρόλο στο πώς εκλαμβάνουμε το νόημα του
τραγουδιού καθώς από αυτόν περνιέται κυρίως το συναίσθημα της θλίψης ή και
απογοήτευσης γύρω από την κατάσταση. Τα ρήματα “σ’ αγαπώ”, “σ’ ευχαριστώ”
και “να μη σε υποφέρω” είναι τα κυρίαρχα του ρεφρέν και αυτά που σε
συνδυασμό με την ερμηνεία περνάνε το συναίσθημα μεγάλης αγάπης για τη
χώρα, την πατρίδα αλλά και πόνο για την αδυναμία ή και αδιαφορία ίσως
επιστροφής σε αυτή.
Φυσικά το φαινόμενο της ξενιτιάς, όπως και προαναφέρθηκε έχει
ελαφρώς αλλάξει καθώς νέα μυαλά κάθε χρόνο εγκαταλείπουν την χώρα για
σπουδές ή δουλειά σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, και δεν την
εγκαταλείπουν μόνο για λόγους φτώχειας όπως γινόταν στο παρελθόν. Ίσως ο λόγος
για τον οποίο αυτό το τραγούδι είναι γνωστό σε διαφορετικές γενιές Ελλήνων και φαίνεται τόσο οικείο είναι η θεματολογία του, που μας ταξιδεύει στο
παρελθόν των Ελλήνων και στο σχεδόν ταυτόσημο παρόν, με την ελπίδα ότι
κάποια στιγμή η Ελλάδα θα αλλάξει και θα παλέψει για τους ανθρώπους της.

(https://lyricstranslate.com)

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -