Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Το εμβληματικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, «Η Παρέλαση» σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Κωνσταντίνου Μάρκελλου και Ελένης Στεργίου ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας – Β’ Σκηνή. Η παράσταση μετά την επιτυχημένη περιοδεία της σε πόλεις της Ελλάδας επιστρέφει στην Αθήνα.
Δύο αδέλφια, ο Άρης και η Ζωή, ζουν απομονωμένα στη σοφίτα του σπιτιού τους. Έξω η Πόλη, ο άγνωστος κόσμος που ζει και αναπνέει πέρα από τους τέσσερις τοίχους ετοιμάζεται να φορέσει τα γιορτινά της, αφού όπως ο Άρης και η Ζωή υποθέτουν, οι ετοιμασίες που λαμβάνουν χώρα στην πλατεία δίπλα στο σπίτι δεν μπορούν παρά να προοιωνίζονται μια κανονική στρατιωτική παρέλαση.
Κι ενώ μέσα στο δωμάτιο η σχέση τους εξελίσσεται σε ένα σκληρό και αδυσώπητο παιχνίδι εξουσίας, ο έξω κόσμος από πιθανός ελευθερωτής θα γίνει -μεταφορικά και κυριολεκτικά- ο δήμιός τους.
Υπαρξιακό θρίλερ ή αλληγορία επώδυνου σουρεαλισμού, «Η Παρέλαση» με την ιλιγγιώδη πλοκή της σκαρφαλώνει ασθμαίνοντας προς την κορυφή: μόλις φθάσει εκεί, το σκοινί θα κοπεί απότομα. Η κάθαρση δεν θα έρθει για κανέναν.
Η «Παρέλαση», όπως και τα άλλα δύο μονόπρακτα της τριλογίας της Πόλης, η «Πόλη» και η «Διανυκτέρευση», τοποθετεί το άτομο απέναντι στο σύνολο, στη βάση μιας διαλεκτικής πάνω στη σχέση Ιδιωτικού και Δημόσιου. Βαπτίζοντας τους ήρωές της στη δεξαμενή του συλλογικού ασυνείδητου της ελληνικής κοινωνίας καταφέρνει να τους μολύνει με τον φόβο και την ανασφάλεια που κουβαλούν τα όνειρα, οι μνήμες και τα τραύματα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος και Ελένη Στεργίου
Σύμβουλος στη Δραματουργία: Βασιλική Δεμερτζή
Σχεδιασμός Σκηνικού Χώρου: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη και Μπάμπης Καμπανόπουλος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Νεφέλη Σταματογιαννοπούλου
Κατασκευή Σκηνικών: Μπάμπης Καμπανόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Παπαγεωργίου
Βίντεο & trailer παράστασης: Κώστας Στάμου και Χάρη Καρακουλίδου / Artlabor Productions
Φωτογραφίες Promo: Γιάννης Μπαριτάκης / Runaway.gr
Φωτογραφίες Παράστασης: Χάρης Καλαμπόκης / dvArt
Γραφιστικά-Αφίσα: Ειρήνη Ματθαίου
Παίζουν: Ελένη Στεργίου, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Πληροφορίες
«Η Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη
Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας/ Β’Σκηνή
Κεφαλληνίας 18 Κυψέλη
Πληροφορίες – κρατήσεις : 210 8838727
Παραστάσεις:
Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 21:00
Διάρκεια: 60 λεπτά
Υπόθεση
Δύο αδέρφια, η Ζωή και ο Άρης, ζουν απομονωμένα από τον έξω κόσμο, εξόριστοι στην ασφάλεια του δωματίου τους. Η μόνη τους επαφή με την πόλη και τους ανθρώπους είναι ένα «παράθυρο». Η ιδέα της παρέλασης που θα λάβει χώρα κάτω από το σπίτι τους, φαντάζει ως η μοναδική διέξοδος από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Από το παράθυρο θα παρακολουθήσουν την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβαση της παρέλασης. Από το παράθυρο θα εισβάλει ο έξω κόσμος, που τόσον καιρό αποφεύγουν, και θα τους συντρίψει.
Απόσπασμα
Ναι… Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν . Θα ‘ναι καμιά εκατοστή… Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο… Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ’ άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή… Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους…
Περίμενε… Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ’ τα σκοινιά… Ήσυχα – ήσυχα… Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα – μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη – πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας… Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο – δε βλέπω καλά – μ’ εμποδίζουν αυτοί πάνω στ’ άλογα. Δεν είναι κάρο!… Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ’ τα κάγκελα… Πάλι αυτοί με τ’ άλογά τους!… Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί!
Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι… Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι… Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει…
Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία… Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ’ τ’ άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ’ τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο…
* Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1930 και είναι μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (“Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη”, “Η παρέλαση”), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της “Η συναναστροφή”, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: “Αντόνιο ή το Μήνυμα” (1972), “Η νίκη” (1978), “Η κασέτα” (1982), “Ο ήχος του όπλου” (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο “Διαμάντια και μπλουζ”, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το “Ταξίδι μακριά” από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο “Ο ουρανός κατακόκκινος” από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο “Σ’ εσάς που με ακούτε” από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
Παντρεύτηκε το συγγραφέα και καθηγητή Ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και είναι μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.
Οι Ελένη Στεργίου και Κωνσταντίνος Μάρκελλος εξηγούν τη σκηνοθετική τους προσέγγιση στην “Παρέλαση”
“Στην “Παρέλαση” η Λούλα Αναγνωστάκη τοποθετεί δύο παιδιά, δύο αδέλφια -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι- μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον ενός μικρού δωματίου γεμίζοντάς τα με τον φόβο και την ανασφάλεια της συνεχώς αναβαλλόμενης επαφής τους με τον έξω κόσμο. Έναν κόσμο ο οποίος υπόσχεται αρχικά μια «…έκθαμβη παρέλαση…». Όσο το έργο εξελίσσεται, μέσα στο δωμάτιο τα παιδιά παίζουν ένα πολύ σκληρό παιχνίδι εξουσίας κι επιβολής, παιχνίδι που το χαρακτηρίζει ο νόμος του ισχυρού, συνθήκη που εικονογραφεί επί της ουσίας αυτό που συμβαίνει και στον έξω κόσμο. Εκεί όπου η παρέλαση, το χαρμόσυνο τοπίο της αρχής θα μετατραπεί σε εκτέλεση και το χαρούμενο πλήθος σε κυνηγημένο κοπάδι. Οι ήρωες και οι φίλοι θα γίνουν δήμιοι κι οι οπαδοί τους θα τρέξουν να κρυφτούν. Τα δύο παιδιά θα έρθουν αντιμέτωπα με τον «ισχυρό» τους εαυτό και με τον έξω κόσμο ο οποίος θα εισβάλει βίαια στον χώρο τους και θα απειλήσει την ελευθερία τους.
Στο σημείο αυτό, που το Συλλογικό τέμνει το Ιδιωτικό τοποθετήσαμε το κέντρο βάρους της παράστασής μας. Η Λούλα Αναγνωστάκη γράφει την «Παρέλαση» το 1965, δύο χρόνια πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Το έργο -παραγγελία του Κουν για να συμπληρωθεί η τριλογία της Πόλης- γράφεται μέσα σε ένα βράδυ. Ο ασθμαίνων λόγος του και οι συμβολικές, σχεδόν αρχετυπικές, του εικόνες μαρτυρούν πως στον πυρήνα του κρύβει βιώματα και μνήμες της συγγραφέως. Μνήμες από την ταραγμένη περίοδο της μετεμφυλιακής Ελλάδας όταν, επισκεπτόμενη στις φυλακές του Επταπυργίου τον καταδικασμένο σε θάνατο (για την πολιτική του δράση) αδελφό της, ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, έζησε μαζί του τη φρίκη και την αγωνία της επερχόμενης εκτέλεσής του. Μνήμες από το σκοτεινό παρακράτος της Θεσσαλονίκης μέσα στο οποίο έζησαν οι δυο τους έπειτα από την απελευθέρωσή του, λόγω της γενικής αμνηστίας του ’51.
Σε απόλυτη σύνδεση και αναλογία με την οικουμενική, ανθρωποκεντρική ποίηση του αδελφού της Μανόλη, η Λούλα Αναγνωστάκη παραδίδει ένα έργο – Ελεγεία για την Ήττα. Για όλες τις μικρές και μεγάλες απογοητεύσεις, τις ανεπούλωτες πληγές και τα αδιέξοδα της σύγχρονης Ιστορίας μας.
Χτίσαμε τους δύο χαρακτήρες και τη μεταξύ των σχέση πάνω σ’ έναν «παραμορφωμένο» χάρτη. Κατασκευάσαμε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους -τους δηλώνει ξεκάθαρα από την αρχή η σκηνογραφία- που αγωνίζονται να συνυπάρξουν. Ένα κοινό σημείο αναφοράς τοποθετημένο ανάμεσά τους, ο μικρός φεγγίτης χωρίζει και ενώνει παράλληλα τους δύο κόσμους αλλά και τον αδιαίρετο έσω κόσμο από τον έξω. Επιλέξαμε να μην υπάρχουν ούτε τοίχοι ούτε πόρτα στο σκηνικό, έτσι ώστε η μόνη πραγματική διέξοδος (;) των δύο παιδιών να είναι ο φεγγίτης. Και το κλειδί…; Ένα παιχνίδι μόνο για να ξεγελούν τους εαυτούς τους, ότι μια μέρα «…θα το πάρουν και θα βγουν έξω…» και μια παιδιάστικη εκτόνωση των πιο βίαιων ενστίκτων τους…
Ήταν καθοριστική για τη σκηνοθεσία η επιλογή μας να κρατήσουμε έναν μόνο από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου, αυτόν με τον φεγγίτη που βλέπει στην πλατεία, και να τον τοποθετήσουμε στο πάτωμα, αποκλείοντας έτσι την ύπαρξη άλλων σταθερών επιπέδων μέσα στον χώρο. Απομονώνοντας φωτιστικά αυτόν τον εύθραυστο και μετέωρο, διαστρεβλωμένο κόσμο ενισχύσαμε την αίσθηση εγκλωβισμού που επιβάλλει το έργο στους χαρακτήρες, προσφέροντάς τους παράλληλα το απαιτούμενο έδαφος πάνω στο οποίο θα υποκινηθούν να ξεδιπλώσουν όλους τους φόβους, τις ανασφάλειες, τις αυταπάτες και τις ελπίδες τους, θα αφεθούν να παίξουν με όλη τη σκληρότητα και την αθωότητα (ή τον στρουθοκαμηλισμό) που το νεαρό της ηλικίας τους, οι ανεπάρκειες της ζωής τους και οι εφιαλτικές μνήμες θα φέρουν αδυσώπητα στην επιφάνεια, δυσχεραίνοντας τις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να επικοινωνήσουν, να συναντηθούν στα όρια του δικού τους μικρού κόσμου.
Αποκαλύφθηκε στην πορεία πως όντας τόσο απομονωμένοι από τον έξω κόσμο ο Άρης και η Ζωή, τόσο αυθύπαρκτοι κι αυτόνομοι, την ίδια στιγμή γίνονται και ομολογητές του, συμβολικά τον καθρεφτίζουν καθώς τον αναζητούν, τον συναντούν και τέλος μετατρέπονται σε θύματά του. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίσαμε το κυρίαρχο ζήτημα του έργου -που είναι και ζήτημα κάθε έργου της Λούλας Αναγνωστάκη: Πώς το ατομικό διασταυρώνεται με το συλλογικό; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο Ιδιωτικό και το Δημόσιο, πώς το ένα εμπεριέχει κι εμπεριέχεται στο άλλο, πώς το επηρεάζει και ποιος ο αντίκτυπος αυτής της συνδιαλλαγής σε κοινωνικό επίπεδο μέσα σε ένα καθεστώς μετατραυματικής κοινής εμπειρίας;
Υπάρχει μία φράση μέσα από την ποιητική συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Εποχές: «Τάχα μιαν έκθαμβη Παρέλαση, στο βάθος όλες οι δικές σου αποτυχίες…». Αυτός ο στίχος κατά κάποιον τρόπο ξεκλείδωσε το έργο και την ερμηνεία του στο επίπεδο που -κατά τη δική μας αντίληψη- αυτή καθιστά ένα έργο ηλικίας 52 χρόνων επίκαιρο και ζωντανό ακόμη και σήμερα. Φαίνεται πως ο αντίκτυπος των οδυνηρών γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας είναι ακόμη ισχυρός πάνω στο πρόσωπο της κοινωνίας. Και σήμερα, σχεδόν 70 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, το πρόσωπο αυτό δείχνει να διατηρεί αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της Ήττας, ατομικής και συλλογικής.
Αποκαλυπτικά είναι, τέλος, τα ζεύγη αντιθετικών φράσεων που ξεστομίζουν οι δύο χαρακτήρες μέσα στο έργο, όταν σε σημεία μιλούν για τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες τους, για όσα ελπίζουν ότι πρόκειται να κάνουν, για να παραδεχτούν (πολύ λίγο) αργότερα την αδυναμία ή τον φόβο τους να πραγματοποιήσουν -έστω- κάτι από όλα αυτά. Αυτή η συνεχής αυτοαναίρεση και ματαίωση λειτουργεί μέσα στο έργο σαν μία «Επωδός της Ήττας»”. (Κωνσταντίνος Μάρκελλος και Ελένη Στεργίου)
* Το Σκηνοθετικό Σημείωμα δημοσιεύεται για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν στην εφημερίδα “Τα Νέα”.
Μανώλης Αναγνωστάκης
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΙΚΗΜΕΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΏΝ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ “ΕΠΟΧΕΣ 2”)
-VΙΙΙ-
Έφυγαν όλοι μακριά. Κι όμως δεν πάει καιρός πολύς
Ή ίσως έμειναν τυραννικά στην ακοή μας τα τελευταία
Σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα τελευταία
Κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα, θάνατοι
Αλλόκοτοι που δε θυμάσαι την πικρή χρονολογία.
Καιρός δεν πάει πολύς. Καιρός δεν πάει πολύς.
Κάποτε το’ χα και τούτο πιστέψει: πάντα είναι αργά για κάθε τι
Προσήλωση στις νεκρωμένες οσμές που μισανοίγουν
Τα χείλη. Στην αφοσίωση που δεν νικά τη φρόνηση
-Θα ξεπηδήσει των μετέπειτα η πολυχρωμία-
Γιατί κι η αγάπη όμως να ’ναι η ίδια παντού;
Στα γκρεμισμένα σπίτια που ολοφύρεται η βροχή
Στα σάπια κρεβάτια που κοιμίσαν τόσες θύμησες
Στα λιμάνια, στις απόμακρες χαμένες πολιτείες
Στ’ ακρογιάλι με τ’ αχνάρια του παλιού καλοκαιριού.
Κι η γυναίκα πέρασε στο δρόμο, κάποια γυναίκα τι σημασία,
Έβαψε, πόρνη, τα ράκη της στο χρώμα της εγκατάλειψης
Μέτρησε τη μνήμη της: «είναι καιρός» ή «τόσα χρόνια»
Περνώντας τους διαβατικούς, εκλιπαρούν, ξέρει τι θέλει
Τι νοιάζει Σανατόριο, σπίτι στ’ ακροθαλάσσι, συνοικία,
Κορμί χωρίς περίβλημα παρωχημένης πολυτέλειας
Αιώρηση μοναχικής στιγμής στο πριν και το μετά της θυσίας.
Έφυγαν όλοι μακριά. Κι όμως δεν πάει καιρός πολύς.
Αγάπη, Αγάπη μου (Τόσος καιρός!) Ήμουνα τάχα πλασμένος κι εγώ
Να φιλήσω τα χέρια σου ν’ αρωματίσω το κορμί σου
Ν’ αστράψω το σπαθί μου στη θήκη του πάθους σου.
(Και πόσα φώτα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο
Κάπου σε μιαν αυλή. Την αγαπούσε
Και την παντρεύτηκε. Του δόθηκε, της είχαν κάποτε
Μιλήσει: «κάπως έτσι». Είναι όλα τόσο εύκολα! Πού πάει αυτός ο κόσμος.
Σκέφτεται τι θ’ αλλάξει. Προσμένει κάθε βράδυ το παιδί της
Είναι καμπούρης ή κουτσός. Κάποτε αποσταμένος θα γυρίσει
Από τους δρόμους που πουλάει τσιγάρα στους διαβάτες
Αργά το βράδυ -12 ή μια ή δυο. Μέσα στα κέντρα
Και πόσα φώτα! Είναι παιδί, μόνο νυστάζει
Δε νιώθει τίποτα απ’ το μοίρασμα της σάρκας.
Τόσα κορμιά. Τι θέλει αυτός ο κόσμος; Και νυστάζει)
Έφυγαν όλοι. Μακριά. Ποιο να ’ναι τ’ όνομά τους;
Ήταν οι φίλοι, τι τυραννία. Πώς το ζητά
Κανείς, κάπως να ζήσει έτσι χωρίς
Να στερήσει τον ίσκιο τ’ αλλουνού, έτσι χωρίς
Να κλέψει την ισχνή χαριτωμένη του αναζήτηση.
(Και τι ζητούσε ο άνθρωπος; Το βράδυ μιαν εφημερίδα).
Ήταν οι φίλοι. Ασήμαντες απαριθμήσεις ημερών
Τάχα μιαν έκθαμβη παρέλαση, στο βάθος όλες οι δικές σου αποτυχίες
Έφταιγες σ’ όλα –ήταν οι φίλοι. Ποιος δεν αρνήθηκε ποτέ…
Έρημοι δρόμοι με χιόνι όπως στα ξένα καρτ-ποστάλ
Που σ’ όποια γλώσσα λεν κι αυτά «χρόνια πολλά» ή «καλώς ήρθες»
Πάρκα τ’ Αυγούστου γυναίκες χωρίς διάστημα
Τραγούδια γιορτινά όταν γυρνάς στα παιδικά σου χρόνια.
Ήταν οι φίλοι. Δεν πάει καιρός πολύς.
Τα σύννεφα πέφτουν σωρός το ’να πάνω στ’ άλλο
Μια στιγμή θα φωνάξεις «βοήθεια!» κι ύστερα πάλι σιωπή
-«Πάντα είναι αργά για καθετί»- μάλιστα τώρα
Που νιώθεις πως κοιτάζεις πια με δυο γυαλένια μάτια.
Κι εγώ που αγάπησα τόσο τη θάλασσα
Κι εγώ π’ αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινή ομίχλη
Κι εγώ που ήμουνα πάντα ένα μαντίλι στο ψηλότερο κατάρτι
Κι εγώ π’ αγκάλιασα το καθετί που πέρασε μπροστά μου
Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα