Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
«Ο καπιταλισμός έχει ένα μόνιμο ελάττωμα: την άνιση κατανομή του πλούτου. Ο σοσιαλισμός αντίθετα έχει ένα σταθερό προτέρημα: την ίση κατανομή της φτώχειας». Ουίνστον Τσώρτσιλ
***
Η Ιστορία έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται στο βαθμό που δεν διδασκόμαστε από τα γεγονότα της και η συσσωρευμένη αυτή γνώση δεν αποθησαυρίζεται επαρκώς στην παγκόσμια πανανθρώπινη συλλογική συνειδητότητα.
Έτσι λοιπόν τα έργα λόγου και τέχνης σκοπό έχουν να μας διδάξουν μέσω τής αναγκαστικά διαμεσολαβημένης εμπειρίας.
Αυτή τη γόνιμη διαμεσολάβηση βιώσαμε ως θεατές παρακολουθώντας το νέο έργο του Κωνσταντίνου Μάρκελλου «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα» που παίζεται με επιτυχία στο θέατρο «Εν Αθήναις» μέχρι και τις 8 Απριλίου.
Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος (συγγραφέας των έργων «Η Απαγωγή της Τασούλας», «Χορευτική Πανούκλα», «Η Ίτσα του Σάσμα») και η ηθοποιός Ελένη Στεργίου, ιδρυτικά μέλη των This Famous Tiny Circus theater group, ταξίδεψαν με τον συνεργάτη τους Πέτρο Μακρή στο Βουκουρέστι όπου και κατέγραψαν, στην κάμερα και στο χαρτί, μαρτυρίες πολιτών που έζησαν τις στερήσεις, τον φόβο, την ανασφάλεια και τη λογοκρισία του καθεστώτος Τσαουσέσκου.
Οι συγκλονιστικές αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων, έγιναν το έδαφος για να γεννηθεί το τέταρτο θεατρικό έργο του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, το οποίο, όπως και τα τρία προηγούμενα, ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στο ιστορικό ντοκουμέντο και τη μυθοπλασία.
Στα «Δύο πορτοκάλια» πραγματικότητα και μυθοπλασία δείχνουν να παύουν να έχουν μεταξύ τους διαχωριστικές γραμμές. Δουλειά της λογοτεχνίας άλλωστε, αναρωτιέμαι, δεν είναι ακριβώς να τις γκρεμίζει;
Λίγο πριν ο Τσαουσέσκου μετατραπεί από στυγνό δικτάτορα σε απελπισμένο φυγάδα, κάτι που σχεδόν κανείς δεν φανταζόταν πως θα συμβεί τόσο γρήγορα, οι ζωές τριών ανθρώπων της ρουμανικής πρωτεύουσας διασταυρώνονται απρόοπτα. Και σχεδόν όλων τα προβλήματα αλλά και τα διλήμματα έχουν να κάνουν με τη στάση τους απέναντι στο καθεστώς. Θα φοβηθούν και θα συμβιβαστούν ή θα σηκώσουν κεφάλι;
Ο Βλαντ, που πυροβολήθηκε στα επεισόδια που ακολούθησαν την ανατροπή του δικτάτορα ζει, ακόμη και σήμερα, με δύο σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί του κι έχει μια ιστορία να αφηγηθεί. Ο Λουτσιάν, με το αινιγματικό και ένοχο παρελθόν του, διευθύνει έναν εκδοτικό οίκο και αναζητά μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στα περιθώρια της Ιστορίας και «φαντασιώθηκαν την επανάσταση».
Η Αντρία, που μόλις έχασε τη μητέρα της, αναζητά -ως πολιτική επιστήμονας και ως κόρη- απαντήσεις. Αποτολμά να ανοίξει τον φάκελο των Μυστικών Υπηρεσιών που αφορά τους γονείς της κι έρχεται αντιμέτωπη με αλήθειες που θα κλονίσουν κάθε της βεβαιότητα.
Το έργο μάς αφηγείται με βιτριολικό χιούμορ και αδιάπτωτη αγωνία, μέσα από μια σειρά αποκαλύψεων και ανατροπών, πώς οι ζωές των τριών θα διασταυρωθούν.
Σύντομα, τα πρόσωπα θα συνειδητοποιήσουν πως οι τραγικές επιπτώσεις της πολιτικής στον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο και οι κληρονομημένες ενοχές, δεν θα τους επιτρέψουν να συνυπάρξουν αρμονικά σε μία κοινωνία που θέλει να αποκαλείται «ελεύθερη», αν και φέρει ακόμη ανοιχτά τα τραύματα του παρελθόντος, ατομικά και συλλογικά.
Ο Νικολάε Τσαουσέσκου
Απαίδευτος, αλλά έξυπνος χωρικός με ευστροφία και ετοιμότητα λόγου, με αυτοπειθαρχία και χωρίς αίσθηση χιούμορ, ο Τσαουσέσκου έδωσε νωρίς δείγματα της προσωπολατρίας του. Στις 24 Μαρτίου 1965, αμέσως μετά την κηδεία, το όνομα του προκατόχου του στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γκέοργκε Γκεοργκίου-Ντεζ σβήστηκε από τη δημοσιότητα και τα πορτρέτα του ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν από τους δημόσιους χώρους.
Το 9ο Συνέδριο του ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (19-24 Ιουλίου 1965) επικύρωσε την εκλογή του Τσαουσέσκου. Στον λόγο του τόνισε την ανάγκη της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ρουμανίας και δεν παρέλειψε να καταγγείλει το καθεστώς του Ντεζ για καταχρήσεις.
Ηταν προφανώς η εκδικητική του μανία για το γεγονός ότι ο Ντεζ δεν τον είχε προτείνει ως διάδοχο. Τον Αύγουστο του 1965 ο Τσαουσέσκου τροποποίησε το ρουμανικό Σύνταγμα μετονομάζοντας τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας» σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία» για να καταδειχθεί η ωρίμανση του ρουμανικού Σοσιαλισμού.
Στην πρώτη του επίσκεψη στη Μόσχα, τον Σεπτέμβριο του 1965, έδωσε το προφίλ ενός ισότιμου εταίρου με τον Μπρέζνιεφ, απαιτώντας την επιστροφή του ρουμανικού χρυσού που οι Μπολσεβίκοι είχαν δημεύσει το 1918.
Όταν η σοβιετική πλευρά απαίτησε την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων, ο Τσαουσέσκου πάγωσε το θέμα.
Στον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 δεν διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, σε αντίθεση με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη.
Τον Αύγουστο του 1968 καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και το επακόλουθο δόγμα Μπρέζνιεφ για την περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών, ικανοποιώντας τον δυτικό κόσμο.
Στην αρχή είχε καταφέρει να συνεργάζεται, τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με την Κίνα, οπότε από τη μία άνηκε στη σοσιαλιστική κοινότητα, αλλά ήταν και απ’ τα «αγαπημένα παιδιά» της Δύσης, παρουσιάζοντας φυγόκεντρες τάσεις απ’ το σοβιετικό κέντρο.
Όλη η ερωτοτροπία του με τη Δύση, οι διακηρύξεις του ότι τα έθνη και όχι οι τάξεις είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας και ότι το εθνικό κράτος θα παρέμενε η βάση στη σοσιαλιστική κοινωνία αποσκοπούσαν στη εξασφάλιση δυτικών δανείων για την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής ρουμανικής βιομηχανίας. Ο στόχος δεν επιτεύχθηκε.
Το 1982 οι Δυτικοί δανειστές απαίτησαν την εξόφληση του χρέους. Με πρωτοφανή μέτρα λιτότητας ο Τσαουσέσκου κατάφερε (;) το 1987 να εξοφλήσει το εξωτερικό χρέος, αλλά το κόστος ήταν η εξαθλίωση των Ρουμάνων. Ίσως έτσι εξηγείται μερικώς και η εκτέλεσή του μαζί με τη γυναίκα του Ελένα που τον επηρέαζε δραστικά, όταν στη δίνη του 1989 το κομμουνιστικό καθεστώς της Ρουμανίας κατέρρευσε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επιθυμώντας να προσδώσει αυτοκρατορικό μεγαλείο στο Βουκουρέστι, τη δεκαετία του 1980 δεν δίστασε να καταστρέψει μεγάλο μέρος του αξιόλογης αρχιτεκτονικής ιστορικού κέντρου της πόλης προκειμένου να χτίσει το «Παλάτι του Λαού» και την επιβλητική «Λεωφόρο του Σοσιαλισμού» και να εξασφαλίσει την υστεροφημία του. Η αυτοκρατορική μεγαλομανία του Τσαουσέσκου, βέβαια, συνοδευόταν πάντα από τη ματαιοδοξία της συζύγου του Ελένα.
Οι Ρουμάνοι έπρεπε να προσαρμοστούν σε μια ζωή γεμάτη απαγορεύσεις και στερήσεις. Στα χρόνια που θα κρατήσει η κομμουνιστική κατοχή στη χώρα, κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να πλουτίσουν και άλλοι θα ξεπουλήσουν τα πάντα για να επιβιώσουν. Κάποιοι θα αντισταθούν στο καθεστώς και άλλοι θα συνεργαστούν μαζί του. Υπάρχουν και αυτοί που θα χαθούν για πάντα.
Εκείνο που εξόργισε μερίδα του ρουμανικού λαού ήταν οι σπατάλες του Τσαουσέσκου και της ηγετικής ομάδας που τον περιέβαλλε.
Το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε μοιάζει με εκείνο που περιγράφεται στην κινηματογραφική και θεατρική εκδοχή τού ανατολικογερμανικού δραματικού έργου «Οι ζωές των άλλων».
Όργουελ και Κάφκα, διάφορες δυστοπίες επαληθεύονται κυκλικά κατά διαστήματα σε ιστορικά πειράματα που ευαγγελίζονται την παραδείσια ευτοπία. Ούτως ή άλλως ο πνευματικός ορίζοντας της χώρας έχει μολυνθεί ή εμπλουτιστεί με σουρεαλιστικές ουτοπίες, όμορφες, ελκυστικές, σαγηνευτικές στη θεωρία και δύσκολες στην εφαρμογή.
Ρίγος διαπερνάει τη σπονδυλική στήλη κάθε Ρουμάνου που τυχαίνει να διατηρεί μνήμες από εκείνη την περίοδο. Μόνο στο άκουσμα του ονόματος Τσαουσέσκου μία αίσθηση τρόμου αποτυπώνεται στα μάτια του απλού πολίτη που βίωσε στο πετσί του την υποδούλωση σε αυτή την ιδιότυπη φεουδαρχία. Ενας πραγματικός μεσαίωνας είχε εγκατασταθεί στην καρδιά της Ευρώπης, στη Ρουμανία, επί δεκαετίες ολόκληρες, χωρίς να συγκινηθεί κανείς για το δράμα του ρουμανικού λαού.
Χριστούγεννα και Ανάσταση
Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της ζωής. Στο Βουκουρέστι, πριν από ακριβώς 36 χρόνια, στη γιορτή προστέθηκε και ο θάνατος. Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου του 1989 ένα στρατιωτικό δικαστήριο ύστερα από δίωρη δίκη, καταδίκασε σε θάνατο τον ως τότε δικτάτορα της χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου και τη σύζυγό του Ελένα. Η απόφαση εκτελέστηκε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας.
Λίγες ώρες αργότερα, καθισμένοι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, οι Ρουμάνοι παρακολουθούσαν τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης από την τηλεόραση. Ενα ετεροχρονισμένο ριάλιτι σόου, από αυτά που δεν είχε δείξει ούτε και ξανάδειξε από τότε η τηλεόραση.
Για τους Ρουμάνους βέβαια τα Χριστούγεννα αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό και Ανάσταση, έξοδος από τη «ζωή εν τάφω» στην οποία τους είχε υποβάλει για δεκαετίες το εθνικοσταλινικό καθεστώς του Τσαουσέσκου.
Η λαϊκή εξέγερση ξέσπασε στα μέσα Δεκεμβρίου στην πόλη Τιμισοάρα και ολοκληρώθηκε στις 23 Δεκεμβρίου με τη σύλληψη του δικτάτορα και τη συγκρότηση της κυβέρνησης του Μετώπου για τη Σωτηρία της Πατρίδας. Οι ξένοι ανταποκριτές αλλά και οι Έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν εκείνο τον καιρό στο ρουμανικό πανεπιστήμιο και παρακολούθησαν από κοντά τα γεγονότα τα ματωμένα εκείνα Χριστούγεννα στη Ρουμανία έχουν ακόμα και σήμερα να θυμούνται.
Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι Ανδρέας Νάτσιος, Γιώργος Παπαπαύλου, Ελένη Στεργίου, οι οποίοι μαζί με τον μουσικό – ηχητικό σχεδιασμό του Γιώργου Χρυσικού δημιουργούν με τις ερμηνείες τους την ατμόσφαιρα που χρειάζεται ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος για να κεντήσει τους χαρακτήρες των ηρώων και τη σκοτεινή εποχή που περιγράφει.
Δίπλα στους ικανότατους ηθοποιούς (Γιώργος Παπαπαύλου, Ελένη Στεργίου) συναντήσαμε, στο ρόλο του Βλαντ έναν κορυφαίο του θεάτρου μας, τον καθηλωτικό Ανδρέα Νάτσιο, ο οποίος και μόνο με τη σκηνική του παρουσία έδωσε ένα μάθημα υψηλής υποκριτικής τέχνης.
Η παράσταση βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που η έρευνα του σκηνοθέτη-συγγραφέα -σε αρχεία, ντοκουμέντα και επαφή με αυτόπτες μάρτυρες- έφερε στο φως (όχι πως δεν τα υποψιαζόμαστε, αλλά…) και έδωσε το υλικό για να γραφούν αυτές οι συγκλονιστικές και βαθύτατα ανθρώπινες ιστορίες.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος -συνεπικουρούμενος από τους άξιους συνεργάτες του (ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Αργύρη Θέου, μέσα στο κλίμα του έργου τα
εξαιρετικά σκηνικά-κοστούμια της Αρετής Μουστάκα) επιλέγει ν’ αφηγηθεί τη δραματική ιστορία του διανθίζοντάς τη με χιούμορ, με σπιρτάδα και με μια ελαφρότητα που τις περισσότερες φορές λειτουργεί και απολαυστικά και λυτρωτικά.
Οι ήρωές του θα κάνουν λάθη, θα ερωτευτούν ή θα χωρίσουν, θα θυμηθούν ή θα κλάψουν, θα οργιστούν ή θα γελάσουν αψηφώντας την παγωνιά, την έλλειψη θέρμανσης, την ανέχεια και τους καταδότες, μ’ αυτό το συνδυασμό θλίψης και γέλιου που χαρακτηρίζει τη ζωή στο όριο της αντοχής, την ανθρώπινη αντίδραση στην καταπίεση που κάποιες φορές είναι ηρωική, κάποιες αστεία, όλες όμως αληθινή.
Ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος η παράσταση απογειώνεται συναρπαστικά και συγκινητικά. Τα πάντα βγάζουν νόημα, τα πρόσωπα συναντιούνται, αν όχι στο δρόμο, σίγουρα στις προθέσεις, κι η κάθαρση πλησιάζει βροντερά, ενώ οι θεατές (ειδικά όσοι έχουν διαβάσει -έστω και λίγο- την ιστορία) χαμογελούν ή βουρκώνουν, γνωρίζοντας γιατί αυτά τα Χριστούγεννα κι αυτά τα «δύο πορτοκάλια» δεν ήρθαν ποτέ ή, τουλάχιστον, δεν ήρθαν με τον τρόπο που αναμενόταν. Ενα πανέξυπνο και πανέμορφο έργο, μια παράσταση που κάθεται στην καρδιά σαν ζουμερό πορτοκάλι μέσα στο καταχείμωνο.
Ένα έργο που υμνεί τη δύναμη της προσωπικής ταυτότητας και της αφοσίωσης στην αλήθεια.
***
Τα «Δύο πορτοκάλια» του Κωνσταντίνου Μάρκελλου συνεχίζονται μέχρι 8 Απριλίου