W. B. Yeats, «Τρελό κορίτσι»
«Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
Και κρύβεται σ` ενός ατμόπλοιου τ` αμπάρι
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.
Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».
(W, B. Yeats, Μυθολογίες και οράματα, μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος, Γαβριηλίδης)
Ο Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γιέητς (William Butler Yeats), θεωρείται από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές του 20ού αι.. Ασχολήθηκε με τη ποίηση, τη πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο και τη μελέτη. Επηρεάστηκε από το γαλλικό συμβολισμό, κατόρθωσε να συγκεράσει το ρομαντισμό με το ρεαλισμό, ενώ στο έργο του διαφαίνεται η αγάπη του για τους μύθους και τις παραδόσεις για τη πατρίδα του, Ιρλανδία, καθιερώνοντας το κελτικό στυλ, με θέματα από τη κελτική μυθολογία, τη μελαγχολία και το μυστικισμό. Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Yeats γιος του Ιρλανδού ζωγράφου John Butler Yeats και της Susan Pollexfen, γεννήθηκε στο Δουβλίνο, στις 13 Ιουνίου 1865. Ο πατέρας του, που είχε σπουδάσει νομικά αλλά έγινε ζωγράφος, ήτανε σκεπτικιστής διανοούμενος οπαδός του ορθολογισμού του John Stuart Mill και λαμπρός συνομιλητής. Η μητέρα του ήταν απλή θρησκευόμενη γυναίκα που της άρεσε να ακούει και να λέει ιστορίες για ξωτικά και για φαντάσματα.
Το 1877, πηγαίνει στη Σχολή Γκόντολφιν, όπου έχει μέτριες σχολικές επιδόσεις. Ξυπνά μέσα του ο ιρλανδικός πατριωτισμός. Για οικονομικούς λόγους, η οικογένεια επιστρέφει στο Δουβλίνο στα τέλη της 10ετίας του 1880, αρχικά διαμένοντας στο κέντρο της πόλης κι έπειτα μετακομίζοντας στο προάστιο Χωθ. Στα έτη 1881-1883, τελειώνει το Λύκειο, ενώ περνά αρκετό χρόνο στο ατελιέ του πατέρα του, όπου κι έρχεται σε επαφή με πληθώρα καλλιτεχνών και συγγραφέων του Δουβλίνου. Στα 1884-6, φοιτά στο Metropolitan School of Art. Αυτή την περίοδο ξεκινά να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα και το 1885 τα εκδίδει, μαζί με ένα δοκίμιο Η ποίηση του Σερ Σάμιουελ Φέργκιουσον στο Dublin University Review. Τα πρώτα αυτά ποιήματά του έχουν επηρεαστεί έντονα από το στυλ των Προραφαηλιτών ποιητών και την ποίηση του Πέρσι Σέλλεϊ, ενώ λίγο αργότερα στρέφεται στους μύθους, στη λαϊκή ιρλανδική παράδοση και στην ποίηση του Ουίλλιαμ Μπλέικ.
Τα πράματα ήταν αρκετά δύσκολα γι’ αυτόν. Όντας ονειροπόλος, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του κι οι συμμαθητές του τον κοροϊδεύανε, γιατί δεν ήτανε δυνατός και δεν ήταν Άγγλος. Το 1880 επιστρέψανε στην Ιρλανδία. Παρακολούθησε μαθήματα στο Erasmus High School, ως τα 18 κι η συμπεριφορά του άρχισε τότε να γίνεται χαρακτηριστική. Προσπαθώντας να καλύψει τη μεγάλη δειλία του, άρχισε ν’ αποκτά μια βυρωνική πόζα και να μιμείται το ηρωικό βάδισμα του Irving στον “‘Αμλετ” (είχε δει τη παράσταση με τον πατέρα του). Αν στο προηγούμενο σχολείο στο Λονδίνο είχε υποφέρει αρκετά απ’ τις κοροϊδίες των συμμαθητών του, τώρα περνούσε στην αντεπίθεση και γινότανε δύσκολος νεαρός. Προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα, που ‘θελε ν’ ακολουθήσει οικογενειακή παράδοση και να σπουδάσει στο Trinity College, γράφεται κι ακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στο Metropolitan School of Art του Δουβλίνου. Εκεί γνωρίστηκε μ’ ένα συμφοιτητή του George Russel (ποιητή που ‘γραφε με ψευδώνυμο ΑΕ), που συμμερίζεται κι ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του για το υπερφυσικό και το απόκρυφο. Σ’ αυτό τον παράξενο άνθρωπο βρίσκει έναν άξιο αντίπαλο του πατέρα, πνευματική κι ηθική στάση που αψηφούσε τον ορθολογισμό. Μαζί αφοσιώνονται σε μελέτες ανατολικών θρησκειών κι ευρωπαϊκής μαγείας και μάλιστα ιδρύουνε μαζί μ’ άλλους, τον Ερμητικό Σύλλογο Δουβλίνου, που συνεδριάζει 1η φορά το 1885 με πρόεδρο τον Yeats.
Αρχίζει να γράφει ποίηση ενώ συγχρόνως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το ποιητικό θέατρο. Το 1885 δημοσιεύονται 1η φορά 2 λυρικά ποιήματά του: “Song Of The Faeries” & “Voices” και το λυρικό δράμα “The Island Of Status” στο Dublin University Review. Η ποίησή του αρχικά, φανερώνει διάφορες επιδράσεις (π.χ. Shelley ή Προραφαηλιτών ποιητών, που ‘χε γνωρίσει απ’ τον πατέρα του), αυτός όμως είχε συγκεκριμένη κατεύθυνση: ήθελε να γράψει για τους Ιρλανδούς και για τη πατρίδα του. Έτσι δανείστηκε στοιχεία από τα παραμύθια και τους θρύλους του τόπου του, χρησιμοποιώντας και τη μορφή της μπαλάντας (“Crossways“, 1889, “The Rose“, 1893) ή γράφοντας αφηγηματική ποίηση (“The Wanderings Of Oisin“, 1889), όπου το ιρλανδικό υλικό παρουσιάζεται με προραφαηλιτικό ύφος και συμβολιστική μέθοδο. Με τη δημοσίευση μιας άλλης ποιητικής συλλογής (“The Wind Among The Reeds“, 1899), η ποίησή του είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο πολύπλοκη.
Εν τω μεταξύ το 1889 γνώρισε την ηθοποιό, φεμινίστρια, επαναστάτρια, εθνικίστρια κι ακτιβίστρια Μοντ Γκον (Maud Gonne), γυναίκα που, όπως τελικά παραδέχτηκε κι ο ίδιος, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του κι επηρέασε σημαντικά την ποίησή του από κει κι έπειτα. Την ερωτεύτηκε και σαγηνεύτηκε απ’ αυτή κι εκείνη επίσης είχε μαγευτεί από μερικά ποιήματά του, ωστόσο δεν ενέδωσε στον έρωτά του. Το 1895 της ζήτησε να τον παντρευτεί κι αρνήθηκε. Τον επόμενο χρόνο σύνηψε δεσμό με την Olivia Shakespear ίσως στη προσπάθειά του να ξεφύγει. Ο δεσμός αυτός κράτησε ένα χρόνο. Μετά, μάλιστα τρεις διαφορετικές διαδοχικές ακόμα χρονικές στιγμές (1899, 1900, 1901), ξαναζήτησε σε γάμο τη Μοντ, που τις αρνήθηκε όλες!
Το 1903 και προς μεγάλη του φρίκη κείνη παντρεύτηκε τον σημαντικό Ιρλανδό εθνικιστή, ακτιβιστή John MacBride, στο Παρίσι και μαζί του έκανε ένα γιο. Ωστόσο μετά ένα χρόνο πήρε διαζύγιο και γύρισε στην Ιρλανδία. Η φιλία τους συνεχίστηκε και τελικά το 1908 κατάφερε να ολοκληρωθεί ο έρωτας του για κείνη, πλην όμως όχι με τ’ αναμενόμενα για κείνον αποτελέσματα, μια κι εκείνη δε θέλησε να του προσφέρει άλλη νύχτα. Είναι γνωστό πως υπήρξε η μούσα του και πως τον ενέπνευσε σε πολλά ποιήματα, μεταξύ των οποίων και το “Επιθυμεί Τα Υφάσματα Του Ουρανού” (που υπάρχει παρακάτω). Χαρακτηριστικός ο στίχος που κλείνει το ποίημα:
“…Περπάτα απαλά, γιατί πατάς στα όνειρά μου…”
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, ο καλλιτέχνης ανακάλεσε ποιητικά και τη νύχτα κείνη που περάσανε μαζί, με το ποίημά του:
Ένας Άντρας Γέρος Και Νέος
Τα όπλα μου είναι σαν αυτό το βέλος που συρίζει
και την ομορφιά τήνε ξαπλώνει καταγής.
Πρώτα τη φυλή ολάκερη εσύντριψε
και πήρε τη μεγάλην ευχαρίστηση,
που γκρέμισε τον Έκτορα τον μέγιστο
και σκόρπισε τη Τροία σε συντρίμματα…
Ο Γιέιτς είχε γνωρισθεί επίσης με τον Arthur Symons, που, με δική του βοήθεια, κείνος έγραψε “Το Συμβολιστικό Κίνημα Στη Λογοτεχνία” (1899). O Symons έφερε τον Yeats σ’ επαφή με το κίνημα του Mallarme, χωρίς όμως να πάψει να ενδιαφέρεται για καθαρά ιρλανδική καλλιτεχνική παραγωγή. Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση του Ιρλανδικού Θεατρικού Συλλόγου, του ιρλανδικού εθνικού θεάτρου που αργότερα έγινε γνωστό ως Abbey Theatre. Σ’ αυτή την προσπάθεια είχε τη συνεργασία του Edward Martyn, του George Moore και της Augusta Gregory. Από το 1903 κι έπειτα, όντας αναγνωρισμένος πλέον, ξεκινά σειρά επισκέψεων στις ΗΠΑ, δίνοντας διαλέξεις. Το 1914 και το 1919 δημοσιεύονται οι ποιητικές του συλλογές “Responsibilities” και “The Wild Swans At Coole” αντίστοιχα.
στη μέση η Maud Gonne το 1900
Το 1911, στα 46 του, γνωρίζει την Georgie (George) Hyde Lees (1892–1968) και συνάπτουνε σχέση, που τελικά, στις 20 Οκτώβρη 1917 καταλήγει σε γάμο. Η Τζόρτζι του χάρισε δύο παιδιά, την Anne (1919) και τον Michael (1921). Για την κόρη του θα γράψει την “Προσευχή Για Την Κόρη Μου” και για τον γιο την “Προσευχή Για Τον Γιο Μου“. Η Τζόρτζι βοήθησε τον Γιέητς, καθώς μοιράστηκε μαζί του μυστικισμό κι εσωτερισμό και τον ώθησε ν’ αυτοματοποιήσει τη γραφή του.
Το 1923 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1925 δημοσίευσε έργο με τίτλο “A Vision“, αλλά τελικά το απέσυρε, το ξανάγραψε και το 1937 το εξέδωσε με τη νέα του μορφή. Πρόκειται για ένα ημι-αστρολογικό σύστημα που εξηγεί τους ανθρώπινους τύπους, την ιστορία και τη μετά θάνατο πορεία της ψυχής, χρησιμοποιώντας κεντρικό σημείο αναφοράς την κυκλική αντίληψη του χρόνου και τις 28 φάσεις της σελήνης. Επίσης, στο έργο αυτό θεωρείται ως εμπνεύστρια κι αρωγός η Τζόρτζι. Το 1928 δημοσιεύει την συλλογή “The Tower” και το 1930 γράφει το θεατρικό “The Words Upon The Window-Pane“. Έγραψε επίσης τα έργα: “The King Of The Great Clock Tower“, “The Winding Stair“, “Wheels & Butterflies“, “A Full Moon In March“, “Essays 1931-1936“, “Purgatory“, “The Death Of Cuchulain” κ.ά.
“Τώρα που χάθηκαν τα σκαλοπάτια μου
πρέπει να πάω να ξαπλώσω εκεί
που ξεκινάν όλες οι σκάλες,
στο μαγαζί οστών
και λερωμένων κουρελιών,
της καρδιάς...”
Πέθανε στο Roquebrune-Cap-Martin στη Γαλλία, στις 28 Γενάρη 1939, σ’ ηλικία 74 ετών, πιστεύοντας ότι, αν ο άνθρωπος δε μπορεί να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια, μπορεί τουλάχιστον να την ενσαρκώσει. Η μέρα του θανάτου του ήταν, όπως λέει ο W.H. Auden, “μια σκοτεινή και κρύα μέρα το ιρλανδικό αγγείο έμεινε άδειο από τη ποίησή του“. Στο έργο του, ωστόσο, ο Yeats είχε αμφισβητήσει την εξουσία του θανάτου:
“Καιρός πια τη διαθήκη μου να γράψω… κι εδώ την πίστη μου δηλώνω: θάνατο και ζωή κι όλα, τα δημιούργησε ένας άνθρωπος απ’ την πικρή ψυχή του, όλα, ναι, και ήλιο και σελήνη κι άστρα κι ακόμη πρόσθεσε αυτό, πως οι νεκροί ανασταίνονται κι ονειρεύονται...”
Ο William Butler Yeats ήταν αυτός που προσπάθησε να θυμίσει στους συμπατριώτες του και να διδάξει τους ξένους την αξία και τον πλούτο της κέλτικης και δη ιρλανδικής παράδοσης, έχοντας ως έδρα την πατρίδα του, τη στιγμή που άλλοι Ιρλανδοί συγγραφείς την εγκατέλειψαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα της ζωής τους, όπως οι Joyce, Shaw & Beckett.
Θάφτηκε αρχικά στο μέρος που ‘χε πεθάνει βάσει της επιθυμίας του, μα το 1948 μεταφέρθηκε η σορός του στο κοιμητήρι του παρεκκλησιού Drumcliff, στο Σλίγκο στην Ιρλανδία και στην πλάκα του πάνω γράφει:
Με παγωμένο Βλέμμα
στη Ζωή στο Θάνατο
πέρασε Καβαλλάρη
Το Μνήμα του Γιέιτς στο Drumcliff County Sligo
(Σημ.: Αυτό το κομμάτι ολάκερο, δε θα μπορούσε ν’ ανεβεί δίχως την πολύτιμη βοήθεια του φίλου και συνοδοιπόρου Χρήστου Σωτηρόπουλου, τον οποίον ευχαριστώ μες απ’ τη καρδιά μου και του εύχομαι καλή συνέχεια σε τούτο το μακρύ ταξίδι της μέρας μες στη νύχτα).
___________________
___________________
Δεν Υπάρχει Άλλη Τροία
Γιατί να τη κατηγορήσω ότι γέμισε τις μέρες μου μιζέρια,
Ή ότι δίδαξε με κάποια καθυστέρηση
σ’ ανίδεους άνδρες, τους πιο βίαιους τρόπους,
Ή ότι έβαλε σοκάκια πάνω από λεωφόρους.
Είχε τίποτ’ άλλο πέρ’ από θάρρος, ίσο μ’ επιθυμία;
Tί θα μπορούσε να της φέρει την ειρήνη, μ’ έναν νου,
που η αριστοκρατία το απλοποίησε σα φωτιά,
με ομορφιά σαν τεντωμένου τόξου,
είδος αφύσικο σε μια τέτοιαν εποχή,
όντας ψηλά, απόμερα και τόσον αυστηρή;
Γιατί, τί άλλο θα μπορούσε να ‘χε κάνει, έτσι που ‘ναι;
Υπήρχε τάχα άλλη Τροία για να κάψει;
Νησί Της Λίμνης Ινισφρί
μονάχος μες των μελισσιών τον βόμβο νά περνάω.
η εσπέρα σπαρταράει εκεί με τις φτερούγες σπίνων.
ακούω της λίμνης τις φωνές, τα φυλλοκάρδια μου να σμίγουν.
Πλέοντας Προς Βυζάντιο
Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός.
Οι νέοι αγκαλιασμένοι, πουλιά στα δέντρα,
-οι γενιές αυτές που σβήνουν- στο τραγούδι τους,
θάλασσες σμάρια τα σκουμπριά,
ποτάμια σμάρια οι σολομοί,
το θήραμα το ψάρι και η σάρκα,
όσο βαστά το καλοκαίρι ψάλλουνε το κάθε τι
που σπέρνεται, γεννιέται και πεθαίνει.
Αλλοπαρμένοι απ’ τη λάγνα τούτη μουσική
παραμελούνε όλοι τους του νου
τα αειθαλή κι αγέραστα Μνημεια.
Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,
κουρελιασμένο ρούχο πάνω σε μπαστούνι,
εκτός αν η ψυχή χτυπάει παλαμάκια
και τραγουδάει δυνατά, πιο δυνατά,
στο κάθε νιο ξεφτίδι της θνητής της φορεσιάς,
δεν είν’ ωδείο μουσικής, μον’ η σπουδή της,
στα μεγαλόπρεπα του νου της τα μνημεία.
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να ΄ρθω
στην άγια του Βυζάντιου πολιτεία.
Σοφοί που στέκεστε στην άγια φλόγα του Θεού
σαν να ‘στε στο χρυσό ψηφιδωτό του τοίχου,
βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στροβιλιστείιτε,
γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για τη ψυχή μου.
Κάψετε τη καρδιά μου κι αναλώστε τη
που άρρωστη απ’ τον ποθο,
δεμένη σ΄ ένα ζώο που ξεψυχά,
δεν ξέρει τώρα πια τι είναι!
Και δεχτείτε με παρακαλώ
στη Τεχνουργία της Αιωνιότητας.
Κι άπαξ και βγω απ’ τη φύση μου, δε θα κρατήσω
για σωμάτινη ύπαρξή μου, τίποτ’ από δαύτη,
αλλά μια τέτοια που οι Γραικοί χύνουνε χρυσοχόοι,
από σφυρήλατο χρυσό, μαλαματένιο σμάλτο,
για να κρατήσουνε ξυπνό τον νυσταλέο Ρήγα,
ή στήνουν σε χρυσό κλωνί, να τραγουδήσει,
στους Ρήγες και τις Ρήγισσες του Βυζαντίου,
τά που περάσαν, που περνάν και που θα ‘ρθουνε.
μτφρ.: Πάτροκλος
Αυτά Είναι Τα Σύννεφα
Αυτά είναι τα σύννεφα του Ήλιου που δύει,
Η μεγαλοσύνη που κλείνει το φλογισμένο μάτι του:
Ο αδύναμος αρπάζει αυτό που ‘χει κάνει ο δυνατός,
Ως ότου καταρρεύσει, ό,τι είχε ανυψωθεί
Κι η διαφωνία επικρατήσει της ομοφωνίας,
Κι όλα τα πράγματα έχουν γίνει ίσα κι όμοια.
Κι επομένως, φίλε, αν η μεγάλη διαδρομή σου διανύθηκε,
κι όλα τούτα έτσι γίναν, τότε ακόμα πιότερο
αν έχεις κάνει τη μεγαλοσύνη σύντροφό σου,
τότε για τα μικρά παιδιά είναι που στενάζεις:
Αυτά είναι τα σύννεφα του Ήλιου που δύει,
Η μεγαλοσύνη που κλείνει το φλογισμένο μάτι του…
Επιθυμεί Τα Υφάσματα Του Ουρανού
Αν είχα τα κεντημένα υφάσματα του ουρανού,
Καλοδουλεμένα με χρυσό κι ασημένιο φως,
Τα γαλάζια και τα μουντά και τα σκοτεινά υφάσματα
Της νύχτας και του φωτός και του ημίφωτος,
Θα τ’ άπλωνα κάτω από τα πόδια σου…
Αλλά είμαι φτωχός κι έχω μονάχα τα όνειρά μου
Και τα όνειρά μου είναι αυτά που έχω απλώσει στα πόδια σου
Περπάτα απαλά, γιατί περπατάς επάνω στα όνειρά μου…
Δευτέρα Παρουσία
Όλα καταρρέουν χωριστά, δίχως το επίκεντρό τους
Επικρατεί παντού μονάχα η αναρχία
Καταπνίγεται η τελετή της αθωότητας
Καλύτερο: πλήρης απουσία πεποίθησης
Χειρότερο: πλήρης επικράτηση της Εμπάθειας
Και τίνος άγριου θηρίου ήρθ’ η ώρα,
να γεννηθεί στης Βηθλεέμ τα μέρη;
Η Μπαλάντα Του Παπα-Κίλιγκαν
Ο γερο-παπάς, ο Πήτερ Κίλιγκαν
νυχτοήμερα, ήτανε πεθαμένος απ’ τη κούραση,
μιας κι οι μισοί απ’ τους ενορίτες του
ή στο κρεβάτι κείτονταν ή στο νωπό το χώμα.
Κάποτε, ενώ στο μούγχρωμα του δειλινού
μισοκοιμότανε πάνω στο κάθισμά του,
κι άλλος φτωχός του μήνυσε να πάει ταχιά κοντά του,
Κι άρχισε κείνος να θρηνεί με πίκρα και να λέει:
“Εγώ ανάπαψη καμιά, μήτ’ ησυχία ή χαρά πια έχω,
μια κι οι άνθρωποι αδιάκοπα πεθαίνουν… και πεθαίνουν“.
Κι ευθύς βάζει φωνή: “Τα λόγια μου αυτά, Θέ μου, συγχώρα!
Δεν είμ’ εγώ αυτός που μίλησε, αλλά το σάρκινό μου στόμα“!
Γονάτισε και γέρνοντας στο κάθισμά του
προσευχήθηκε κι εκεί, αποκοιμήθηκε.
Πάνω απ’ τους αγρούς κύλησε του δειλινού η ώρα.
Να κρυφοφέγγουν άρχισαν τα λίγα αστέρια τώρα,
σιγά-σιγά και πιο πολλά, μύριες φορές το χίλια,
κι ο άνεμος ετάραζε ολόγυρα τα φύλλα.
Ο Κύριος εκάλυψε τον κόσμο με σκοτάδι,
και μίλαγε με ψίθυρους στο γένος των ανθρώπων.
Κι ως το πουλί τιτίβισε, το χάραμα ήρθε πάλι.
Ο γέρο-παπάς, ο Πήτερ Κίλιγκαν,
τινάχθηκε ορθός.
“Κακόμοιρε, κακόμοιρε! Ο άνθρωπος απέθανε
την ώρα που κοιμόμουνα πάνω στο κάθισμά μου“.
Από τον ύπνο τ’ άλογο, πηγαίνει και ξυπνά,
και, με πολλήν αφροντισιά, ταχιά το καβαλά.
Και τρέχει τώρα, όσο ποτέ παλιά δεν είχε τρέξει,
σε καλντερίμια απάτητα κι από τους βάλτους μέσα.
Τη πόρτα του την άνοιξε του άρρωστου η γυναίκα:
-“Παπά μου εδώ ‘σαι πάλι“;
Κι εκείνος τη ρωτά ευθύς:
-“Έχει ο φτωχός πεθάνει“;
-“Ναι, πέθανε μια ώρα πριν“.
Ο γέρο-παπάς, ο Πήτερ Κίλιγκαν,
από τη θλίψη του ένιωσε το σώμα να λυγάει.
“Ταχιά εσύ σαν έφυγες τη πλάτη του γυρνάει,
και σα χαρούμενο πουλί ξεψύχησε και πάει“!
Ο γερο-παπάς, ο Πήτερ Κίλιγκαν,
τ’ ακούει αυτό κι αμέσως γονατίζει:
-“Εκείνος που ‘πλασε τη νύχτα με τ’ αστέρια
γι’ αυτούς που από κούραση νιώθουν να χάνουν αίμα.
Εκείνος, για να βοηθήσει στην ανάγκη μου,
έστειλε ‘Αγγελό Του μέγα.
Εκείνος που πορφυροί μανδύες τον τυλίγουνε,
και τους πλανήτες έχει να φροντίσει,
στον τιποτένιο που κοιμάται στη καρέκλα του,
σπεύδει άμεσα, συμπόνοια για να δείξει”.
Όταν Είσαι Γέρος
Όταν είσαι γκρίζος, γερασμένος
κι από τον ύπνο νικημένος
και θες από τη πυρκαγιά να ξεμακρύνεις
πάραυτα τούτο το βιβλίο σου ν’ ανοίγεις.
Πόσοι λατρέψαν τις στιγμές της ευτυχίας σου,
την ομορφιά σου, αληθινά ή ψεύτικα;
Μα ένας άνθρωπος αγάπησε την ευλαβή ψυχή σου!
Αγάπησε τη θλίψη που ‘βγαινε στη μορφή σου
και περνώντας κάτω απ’ τους καμμένους φράχτες
ψιθύρισε θλιμμένα πως η Αγάπη το ‘βαλε στα πόδια
και πάλλει πάνω απ’ τις κορφές των βουνών
και κρύβεται μέσα στο πλήθος των άστρων…