«Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή», έλεγε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Έλεγε μάλιστα: «Εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις. Όμως αυτό δεν με πειράζει. Πρέπει να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας… Είναι όνειρο ανθρώπινο, όνειρο δικό μας, το να υπάρξει μια κοινωνία ελεύθερη και οι άνθρωποι να ζουν με ισότητα και δικαιοσύνη».
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν διακεκριμένος ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου και δάσκαλος υποκριτικής. Παράλληλα, ήταν γνωστός και για την έντονη συνδικαλιστική και αριστερή του δράση.
***
Γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 στον Πειραιά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν άργησε να τον κερδίσει η υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τον οποίο έκανε και την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν το 1942. Παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης μέχρι το 1949, όπου έπαιξε πάνω από τριάντα ρόλους σε έργα σπουδαίων συγγραφέων όπως «Το φιόρε του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ και «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς.
Λίγο αργότερα έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα που σκηνοθετούσε κυρίως ο Κάρολος Κουν. Το 1958 ίδρυσε με τη σύντροφό του και ηθοποιό Μαρία Αλκαίου το δικό του «Νέο Θέατρο», στο οποίο μέχρι το 1966 ανέβαζε έργα του Ξενόπουλου, Μπρεχτ, Καμπανέλλη, Ντε Φίλιπο και άλλων σπουδαίων συγγραφέων.
Για τη συνεισφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με το «Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Ά». Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση από το κρατικό φορέα της ΕΙΡ το 1966, με το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Αυτός και το παντελόνι του».
Με την επιβολή της δικτατορίας, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος μαζί με τη σύζυγό του αποφασίζουν να αυτοεξοριστούν στο Παρίσι.
Στις αρχές του 1970 επέστρεψε στην Ελλάδα – συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και αργότερα με το «Θέατρο Σάτιρα» και τον ηθοποιό Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Τότε ήταν η αρχή της συνεργασίας του διδύμου που αγαπήθηκε από τον κόσμο λόγω του ρόλου τους στην σειρά «Εκείνος και εκείνος», αφού μετέφεραν στην τηλεόραση τα αντιχουντικά αισθήματα του λαού. Μαζί έκαναν και την πολιτική σάτιρα «Ω, τι κόσμος, μπαμπά», του Κώστα Μουρσελά.
***
Η θεατρική του καριέρα συνεχίστηκε με επιτυχία και τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, έπαιξε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, όπως η «Τελευταία αποστολή» του Τσιφόρου, «Το αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, «Νόμος 4000» του Δαλιανίδη και «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θεόδωρου Μαραγκού, για την οποία τιμήθηκε με το 1981 με βραβείο Ά Ανδρικού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Διαμαντόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές με τις ηθοποιούς Τώνια Κάραλη και Μαρίνα Γεωργίου.
***
Ήδη πέρασαν 20 χρόνια από τότε που «έφυγε» ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Ήταν χαράματα της 5ης Μαΐου του 1999. Από πτώση υπέστη κάταγμα του αριστερού μηριαίου που είχε ως συνέπεια καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Ο ηθοποιός έπασχε από χρόνια, βαριά καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια.
Η σύζυγός του Μαρίνα Γεωργίου δεν δέχθηκε την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης να γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη. Είχε δηλώσει πως «η κηδεία του θα είναι λιτή και απέριττη, όπως ο ίδιος ήθελε».
***
Στη βασική φωτογραφία: «Τέσσα» (1958), Σκηνοθεσία: Αλέξης Σολομός. Εθνικό Θέατρο. Κεντρική Σκηνή. Βάσω Μανωλίδου (Τερέζα Σάνγκερ), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Λιούης Ντοντ).