Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» την Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010 με αφορμή το έργο «Εσύ και τα σύννεφά σου», του Ερίκ Βεστφάλ, στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα», σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη.
***
Του Παναγιώτη Μήλα
Όταν ανάβουν τα φώτα του θεάτρου, την ακούμε να λέει στην πρώτη πράξη, στην πρώτη σκηνή: «Ένα πανεράκι πλέει σιωπηλά, στη γαλάζια λίμνη προχωρεί σιγά. Από πάνω είναι καθάριος ουρανός. Μα ο αγέρας ξάφνου φύσηξε γερά, κυνηγώντας μαύρο σύννεφο μακριά».
– Κυρία Αντιγόνη Βαλάκου, στη ζωή σας συναντήσατε μαύρα σύννεφα και ποιος αγέρας τα κυνήγησε;
* Ποιος δεν τα ‘χει συναντήσει; Φυσικά ναι. Βέβαια, πρωταρχικό ρόλο παίζει η φύση του κάθε ανθρώπου, πώς λειτουργεί, αν αντιστέκεται, τι δυνάμεις διαθέτει… Μπορώ να πω -συνεχίζει η κυρία Βαλάκου- ότι είχα στο πλευρό μου ένα μεγάλο σύννεφο σε τέτοιες ώρες: Το θέατρο. Βοηθός, στυλοβάτης, ελπίδα, όνειρο. Με τέτοια όπλα, κανείς βγαίνει στο κυνήγι των μαύρων σύννεφων πιο εύκολα.
– Η Χαρά Μπακονικόλα, που έκανε τη μετάφραση στο έργο του Ερίκ Βεστφάλ, «Εσύ και τα σύννεφά σου», στο προλογικό της σημείωμα, μιλώντας για την Ερνεστίνα, που υποδύεστε, λέει πως «η γυναίκα αυτή προβάλλει μια επίμονη απαίτηση και διεκδικεί το αντικείμενο της μανίας της με τρόπο απόλυτο και πεισματικό». Εσείς διεκδικήσατε με τον ίδιο τρόπο της Ερνεστίνα;
* Νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό μου. Με εμμονή, με πάθος, αδιάκοπα. Πάντα έχει κανείς να αντιμετωπίσει δυσκολίες και πρέπει να διαθέτει μεγάλη και αστείρευτη δύναμη για να ανταποκρίνεται…
– Αν ταξιδεύαμε στο χρόνο με τις αισθήσεις, τι θα είχατε να μας πείτε…
* Για κάποια εικόνα: Ο κινηματογράφος, θα μπορούσα να πω ότι ήταν για μένα κίνητρο. Στην Καβάλα, όπου γεννήθηκα, με είχε γοητεύσει και ίσως αυτός με έφερε στο χώρο του θεάτρου από πολύ μικρή. Με βοήθησε να αποφασίσω για το δρόμο που θα ακολουθήσω.
* Για έναν ήχο: Εγώ έχω στα αφτιά μου τον ήχο της θάλασσας. Αυτός με έχει προσδιορίσει κιόλας, δηλαδή η θάλασσα μού έδειξε τον ορίζοντα και, βέβαια, μοιραία και το τι κρύβεται πίσω από αυτόν.
* Για τα χρώματα: Η ποικιλία χρωμάτων που έχει η θάλασσα. Η κίνηση που έχει, μιας που ποτέ δεν μένει στάσιμη. Με έχει επηρεάσει βαθιά, γιατί είμαι ταυτισμένη με τα παιδικά μου, τα νεανικά μου χρόνια…
* Για ένα άγγιγμα: Ξεχωριστή στιγμή ασφαλώς ήταν όταν πήρα στα χέρια μου το «Βραβείο Κοτοπούλη», όμως εμένα με επηρεάζει το άγγιγμα του χεριού. Δηλαδή ο τρόπος που θα με χαιρετήσει ένας άνθρωπος, ο τρόπος που θα με αγγίξει ένας συνάδελφος. Αυτόματα επηρεάζομαι. Με προδιαθέτει ευνοϊκά είτε απορριπτικά. Σ’ αυτό το άγγιγμα του χεριού ή σε ένα άγγιγμα παρηγοριάς, έχω μεγάλη ευαισθησία. Λέμε μια χειραψία, αλλά για μένα δεν είναι έτσι. Με επηρεάζει. Έχω μεγάλη συναίσθηση αυτής της αφής. Με το άγγιγμα του άλλου χεριού…
– Για τους παλαιότερους, η ερμηνεία σας στο «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» ήταν ένα φως στο σκοτάδι. Στο δικό σας ημερολόγιο ποια μέρα της ζωής σας θα μείνει ανεξίτηλη;
* Ναι. Υπάρχει μια ξεχωριστή μέρα και αυτή είναι η μέρα που έπαιξα την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, με Ευαγγελάτο, Πάτσα, Τερζάκη και Γεωργουσόπουλο.
Όλοι τότε ήμασταν «πρωτάρηδες» στο αργολικό θέατρο. Μπορώ να πω ότι με σφράγισε. Ήταν καθοριστική στιγμή. Οριακή για μένα, για την καριέρα μου, για την πορεία μου, για ό, τι εγώ ονειρευόμουνα που ξαφνικά είδα να πραγματώνεται. Η ανταπόκριση βέβαια του κόσμου, που ήταν αυθόρμητη και ενθουσιώδης, δεν ξεχνιέται…
– Ο κ. Κώστας Γεωργουσόπουλος στο βιβλίο του «Προσωπολατρία» γράφει: “Η Βαλάκου εγκαινίασε ένα νέο ήθος στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Πρότεινε μια εξπρεσιονιστική άποψη για τις αρχαίες τραγικές μορφές”. Εσείς, σήμερα, από το δικό σας σύννεφο τι θα λέγατε για την Αντιγόνη Βαλάκου; Πώς θα τη σκιαγραφούσατε;
* Θα έλεγα ότι είναι ανήσυχη. Δεν θα την ικανοποιούσε ένας τρόπος δοκιμασμένος πια έστω και με επιτυχία, γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι για να αγγίξει κανείς ένα μεγάλο έργο.
Πάντα μπαίνω στον πειρασμό να δοκιμάζω και όχι μόνο για αλλαγή, αλλά γιατί ο χρόνος αλλάζει, έχει άλλες αξιώσεις σήμερα. Αλλάζει ο τρόπος, τα μηνύματα, οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί και ο τρόπος λειτουργίας μας, ο τρόπος σκέψης.
Γι’ αυτό ευγνωμονώ το θέατρο που μου δίνει αυτή τη δυνατότητα και την ευκαιρία να αντικρίζει κανείς με νέα αντίληψη ένα έργο με αξιώσεις και αξία. Και πίσω πίσω είναι και θέμα χαρακτήρα. Εμένα δεν με ικανοποιεί κάτι που έγινε χτες, όσο κι αν ήταν καλά καμωμένο.
Πάντα πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα που μας διαφεύγουν.
Πάντα πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες να ανακαλύψει κανείς νέα πράγματα και αυτό είναι ένα κίνητρο, όχι εφησυχαστικό, αλλά δίνει μεγάλη διέξοδο στη δική μου ανάγκη για αναζήτηση και δημιουργία.
– Σήμερα, ποιο βήμα θα προτείνατε να κάνουν εκείνοι που σας γνώρισαν και εκείνοι που θέλετε να σας γνωρίσουν;
* Νομίζω ότι ένα στοιχείο για όσους έρθουν είναι να μη διαψευστούν. Ο θεατής μπαίνει στο θέατρο με μια διάθεση να κερδίσει… να αποκομίσει… να βελτιώσει τη διάθεσή του, με την καλή έννοια της ψυχαγωγίας.
Αυτό νομίζω ότι είναι ένα βήμα. Το να τον ικανοποιήσει πρώτα το έργο, να απευθυνθεί στη σκέψη του, στα ερωτηματικά που μπορεί να έχει. Να τον καλύψει αισθητικά η παράσταση. Παρά πολύ σημαντικό το να ευτυχήσει μια παράσταση.
Αυτό νομίζω είναι ένα κίνητρο για να κάνει αυτό το βήμα, έτσι ώστε να αποκομίσει χαρά, συγκίνηση και αισθητική. Υπάρχει μεγάλη επικοινωνία του ηθοποιού και του θεατή.
Είναι ένα πάρε δώσε… Εάν δεν εισπράξει ο θεατής κάτι που να τον γεμίσει, να απαντήσει στα ερωτήματά του, να ικανοποιήσει την ψυχή του, τότε σταματάει… δεν υπάρχει επικοινωνία… έχει μεγάλο χρέος ο ηθοποιός να καλύψει ανάγκες στην ουσία.
Εδώ υπάρχει η αναπνοή, το άκουσμα… και αυτά τα μυστικά νήματα που συνδέουν τις δύο πλευρές. Λοιπόν, νομίζω πως αυτό θα ήταν το βήμα για να παρακινήσει το θεατή να ανέβει στα σκαλιά του θεάτρου μας…
– Φθάνουμε στο φινάλε: Δεύτερη πράξη, σκηνή τρίτη. Η Ερνεστίνα λέει στην αδελφή της: «Ξαναπές το, πώς θα είναι όταν θα μπεις στην κυβέρνηση, όταν δεν θα υπάρχουν παρά μόνο ελεύθερες πόλεις και ευτυχισμένοι άνθρωποι… Διηγήσου το… Όταν οι φτωχοί θα έχουν ωραία διαμερίσματα και αυτοκίνητα με σοφέρ… Όταν θα υπάρχουν μουσικά περίπτερα παντού και κήποι και λουλούδια σε όλα τα σταυροδρόμια… Λέγε… λέγε…». Εσείς τι θα κάνατε για να βλέπετε γύρω σας χαρούμενα και ευτυχισμένα πρόσωπα;
*Δεν πιστεύω ότι είναι εύκολο να το επιτύχει κανείς, βέβαια ατομικά μιλώντας, αυτό σχεδόν ίσως και να είναι ανέφικτο, αλλά πρέπει να υπάρχει η διάθεση…
Εγώ οπωσδήποτε δεν πιστεύω ότι έχω τέτοιες δυνατότητες ή και ευκαιρίες ακόμη να δω πολλά από μένα. Δεν με θεωρώ τόσο άξια.
Οπωσδήποτε το εύχομαι και για να μη θεωρηθώ αρνητική… για να μην εκληφθώ ως αρνητική το επιδιώκω… Αυτός είναι ο στόχος μου. Να παράγω ελπίδα και πίστη…
– Ο Ευριπίδης λέει πως «αυτόν που θέλουν να καταστρέψουν οι θεοί, τον τρελαίνουν». Οι θεοί είναι καλοί μαζί σας;
* Ναι. Πρώτα από όλα μου δίνουν τη δύναμη να αγγίζω τα όνειρά μου. Δεν είμαι αχάριστη. Ακόμη μου δίνουν τη δυνατότητα να ονειρεύομαι. Μου δώσανε αυτό το χάρισμα, που δεν πρέπει να λείπει από κανέναν άνθρωπο. Είμαι ευγνώμων. Έμαθα να σέβομαι και να εκτιμώ αυτά που μου χαρίζονται.
– Είχατε την τύχη να συνεργαστείτε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Με ποιον θα θέλατε σήμερα να χορέψετε «Το βαλς των ονείρων»;
* Δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε ιδανικούς παρτενέρ που έφυγαν. Θα ήθελα αυτό «Το βαλς των ονείρων» να μπορούσα να το χορέψω με ένα νεότερο συνάδελφο, με ένα νέο ηθοποιό, που να διαθέτει φυσικά τα προσόντα και το τάλαντο. Να μοιραστώ αυτά τα βήματα με κάποιον που θα τα πρωτοδοκιμάζει.
-Κυρία Βαλάκου, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου χαρίσατε λίγο πριν ανεβείτε στη σκηνή για να συναντήσετε τα …σύννεφά σας εδω στο «Αγγέλων Βήμα».
* Κι εγώ ευχαριστώ εσάς και τη «Ναυτεμπορική».
***
Στη βασική φωτογραφία, η Αντιγόνη Βαλάκου στην ταινία της Finos Film «Το αμαξάκι» σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, το 1957.
***
Η Αντιγόνη Βαλάκου γεννήθηκε στην Καβάλα τη Δευτέρα 24 Μαρτίου του 1930. «Έφυγε από τη σκηνή» στην Αθήνα λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 11ης Νοεμβρίου 2013.