Μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού

«Κάποια μέρα ίσως καταλάβουμε πως υπάρχει μόνο μία φυλή, η ανθρώπινη»

ΣΕΙΡΗΝΑ ΠΟΥ ΚΛΩΣΑΕΙ ΤΑ ΑΒΓΑ ΤΗΣ

Πόσο περίεργοι είναι οι άνθρωποι. Αναρωτιούνται
τι τραγούδι τραγουδούσαμε
και παρασύραμε τόσους ναυτικούς,
στον θάνατό τους, αλήθεια είναι,

αλλά τι είδους; Θάνατο,
εννοώ. Αιχμηρά νύχια
στα αχαμνά, η σάρκα να σκίζεται στα δύο, κοφτερά
δόντια στο λαιμό; Ή μια τελευταία ανάσα
ανακούφισης, όπως αυτή
που βγάζουν τ’ αρσενικά αλογάκια της παναγίας;

Κάθομαι εδώ στη βρομερή φωλιά μου
από γραβάτες, τριμηνιαίες
εκθέσεις και ανδρικά εσώρουχα
ανακατεμένα με κόκαλα και μολύβια,
και χτενίζω τα στήθη και τα φτερά μου. Κοιμηθείτε,

μικροί μου μύθοι εσείς, πεινασμένα μου αβγουλάκια,
που ονειρεύεστε μέσα στο αστραφτερό σας κέλυφος
το εφτασφράγιστο κοριτσίστικο μυστικό μας.
Η μαμά είναι εδώ, πλάι σας
και ο μπαμπάς πρέπει να σας αγαπούσε:
Σας έδωσε όλες τις πρωτεΐνες του!

Σας κλωσάω τώρα. Να είστε δυνατά!
Σύντομα θ’ ακούσω ένα κρακ-κρακ-κρακ, και ΝΑ!
θα πεταχτείτε έξω, μωρά μου,
καλυμμένα με πούπουλα, ροδαλά, υπέροχα
σαν μια πιρουέτα, χείλη επιδεικτικά προτεταμένα
μια ζαχαρωμένη βιολέτα,
χτυπώντας τα λεπτεπίλεπτα φτερά σας
αδημονώντας να πείτε το τραγούδι σας.


ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αυτά είναι τ’ αργοπορημένα ποιήματα.
Τα περισσότερα ποιήματα είναι βέβαια
αργοπορημένα: πολύ αργοπορημένα
όπως το γράμμα του ναύτη
που φθάνει αφού αυτός έχει πνιγεί.

Πολύ αργοπορημένα για να προσφέρουν βοήθεια, τα γράμματα αυτά,
μοιάζουν με τ’ αργοπορημένα ποιήματα.
Λες και φτάνουν μέσα απ’ το νερό.

Ό,τι ήταν να συμβεί συνέβη:
η μάχη, η ηλιόλουστη μέρα, το φεγγαρόφωτο
που γλιστράει μέσα στον πόθο, το αποχαιρετιστήριο φιλί. Το ποίημα
ξεβράζεται στην ακτή σαν τα αντικείμενα ενός ναυαγίου.

Ή αργοπορημένα, όπως ήρθε στο δείπνο αργοπορημένα:
όλες οι λέξεις είναι κρύες ή φαγωμένες.

Αχρείος, μπλεγμένος, κατακτητής,
ή μείνε, περίμενε, για λίγο,
εγκαταλελειμμένος, δακρυσμένος, έρημος.
Αγάπη και χαρά, ή: τραγούδια χιλιοφαγωμένα.
Σκουριασμένα ξόρκια. Φθαρμένα ρεφρέν.

Είναι αργά, πολύ αργά·
πολύ αργά για να χορέψουμε.
Τραγούδησε ωστόσο ό,τι μπορείς.
Άναψε το φως: συνέχισε να τραγουδάς,
τραγούδησε: μη σταματάς.


ΑΛΑΣ

Ήταν καλά τα πράγματα τότε;
Ναι. Ήταν καλά.
Ήξερες ότι ήταν καλά;
Εκείνη την εποχή; Τη δική σου εποχή;

Όχι, γιατί ανησυχούσα
ή ίσως πεινούσα
ή κοιμόμουν, τις μισές από αυτές τις ώρες.
Μια στο τόσο υπήρχε ένα αχλάδι ή ένα δαμάσκηνο
ή ένα φλιτζάνι με κάτι μέσα,
ή μια λευκή κουρτίνα που κυμάτιζε,
ή ένα χέρι.
Επίσης το απαλό φως της λάμπας
σ’ εκείνη τη φθαρμένη σκηνή,
που πέφτει πάνω στην ομορφιά, την πληρότητα,
σώματα μπλεγμένα μες στην τρυφερότητα,
που ύστερα φουντώνουν και στη συνέχεια χάνονται.

Ψευδαισθήσεις; Εσύ αποφασίζεις:
Ποτέ δεν ήταν τα πάντα.
Κοίταξε όμως πάνω απ’ τον ώμο σου:
ο χρόνος σου απλωμένος σαν πικνίκ
στον ήλιο, ακόμα λάμπει,
παρόλο που είναι νύχτα.

Μην κοιτάς πίσω, λένε:
Θα γίνεις στήλη άλατος.
Γιατί όχι; Γιατί να μην κοιτάξεις;
Δεν είναι αστραφτερό;
Δεν είναι όμορφο ό,τι βρίσκεται εκεί πίσω;

[ Από τη συλλογή Dearly, 2020 ]