Επιμέλεια: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
«Όλοι πιστεύαμε πως η Κατοχή θα σήμαινε το θάνατο του θεάτρου. Τι σημασία είχε άλλωστε, αφού καθημερινά πέθαιναν παιδιά από την πείνα, αφού εκτελούσαν ομαδικά όσους πίστευαν για εχθρούς τους… Αφού… αφού… αφού»…
Αυτό έγραφε η Ελένη Χαλκούση στο βιβλίο της “Θεατρικό Ημερολόγιο” όπου περιγράφει την άνθηση του θεάτρου κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής:
Και συνεχίζει: «Ιδιαίτερα για το Ρεξ, όπου δεν λειτουργούσαν τα ασανσέρ και οι σκοτεινές του σκάλες φωτίζονταν με πυγολαμπίδες ασετυλίνης, χωρίς θέρμανση το χειμώνα, χωρίς εξαερισμό το καλοκαίρι, ποιος τρελός θα ανέβαινε πεινασμένος, με τα ξύλινα χοντροπάπουτσα, τα εκατό σκαλιά για να φύγει μες στο σκοτάδι με κίνδυνο της ζωής του και να γυρίσει στο σπίτι του, σ’ ένα σπίτι κρύο σκοτεινό, χωρίς φαγητό, χωρίς παρηγοριά;
Κι όμως!
Τα θέατρα, όλα τα θέατρα, δούλεψαν καταπληκτικά στην Κατοχή.
Κι όλοι οι θεατρικοί επιχειρηματίες των μαύρων εκείνων χρόνων θησαύρισαν!
Οι καταπληκτικές εισπράξεις γίνονταν αμέσως χρυσές λίρες. Από ώρα σε ώρα πολλαπλασιαζόταν η αξία τους κι έφτανε να καθυστερήσουν τις πληρωμές τους δυο τρεις μέρες (κι αυτό συνέβαινε συστηματικά με τη μισθοδοσία των ηθοποιών) για να τους ξεπληρώσουν με το τίποτα.
Ο πληθωρισμός οργίαζε, το ίδιο και η μαύρη αγορά. Οι μισθοί παρέμεναν οι ίδιοι. Ωσότου γίνουν αναπροσαρμογές και ωσότου πάρουν τα λεφτά τους οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να αγοράσουν τίποτα! Τίποτα! Ευτυχώς που υπήρχε το νερόβραστο συσσίτιο με τα φασόλια και το φασουλόζουμο του «Κουρτουλούζ»…
Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται σήμερα, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς θέρμανση, χωρίς ασανσέρ, με τις σκάλες του Ρεξ μισοσκότεινες, με τη σκηνή φωτισμένη από λάμπες ασετυλίνης, η μεγάλη αίθουσα του Ρεξ γέμιζε ασφυκτικά, τόσο που το καλοκαίρι του 1942 ο θίασος της Μαρίκας χωρίστηκε σε δύο τμήματα.
Το ένα έμεινε στο Ρεξ και θριάμβευε με τις μουσικές κωμωδίες και το άλλο, με επικεφαλής το Βασίλη Λογοθετίδη, μεταφέρθηκε στο θερινό θέατρο Παρκ, στη γωνία των οδών Χέυδεν και Μαυροματαίων.
Οι παραστάσεις στο ύπαιθρο, λόγω συσκότισης, δίνονταν μόνο απόγευμα και πολλές φορές οι σειρήνες και οι αεροπορικές επιδρομές μας ανάγκαζαν να τις διακόψουμε στη μέση.
Πότε συνεχίζονταν μετά τη λήξη του συναγερμού και πότε θεατές και ηθοποιοί παραμέναμε στα καταφύγια ωσότου μας βρει η νύχτα και πάμε στα σπίτια μας.
Και κείνο τον κατοχικό Νοέμβριο ήταν τόσο ανυπόφορο το κρύο στην ανοιχτή σκηνή του Ρεξ που θυμάμαι ότι σ’ ένα δραματικό ντουέτο που είχαμε με τη Μαρίκα χτυπούσαν τόσο τα δόντια μου κι έτρεμαν τα γόνατά μου, που η Μαρίκα με λυπήθηκε και μου ψιθύρισε σε μια στιγμή:
-Μην τα λες όλα! Πήγαινε στο καμαρίνι μου που είναι πιο ζεστά!
ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ «ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
***
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αφήγηση του Λυκούργου Καλλέργη στο βιβλίο του “Στο διάβα του πολυτάραχου 20ου αιώνα”:
Στην καρδιά εκείνου του ανελέητου χειμώνα, με το φοβερό κρύο και το χιόνι, με τη μεγάλη πείνα, την τρομοκρατία, τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις, ο κόσμος παγωμένος και πεινασμένος γέμιζε τα θέατρα, παρακολουθούσε τις επιθεωρήσεις αλλά και το δραματικό και κλασικό θέατρο, σαν μια λύτρωση από τη στέρηση και την ανασφάλεια. Κι εμείς συνεχίζαμε τις παραστάσεις με την ίδια πίστη και το ίδιο πάθος.
Τρομοκρατία, συλλήψεις, εκτελέσεις, ένας μόνιμος εφιάλτης. Τεράστια τανκς, με κανόνια, γυροφέρνανε στην πόλη σαν φαντάσματα, προκαλώντας τρόμο και πανικό. Τα όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δεν περιγράφονται. Ήταν πρωτοφανή για την ανθρωπότητα. Ήταν μια παραφροσύνη. Ένας άγχος ατέλειωτο. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό περιβάλλον της πείνας και του τρόμου, εμείς κάναμε πρόβες στην «Αγριόπαπια». Αυτό είναι ένα γεγονός αποκαλυπτικό. Ο άνθρωπος διαθέτει ασύλληπτες δυνάμεις, ως πνεύμα και ως οργανισμός.
Είχαμε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και τη μανία να προβάλουμε κάποιο φως μέσα από το σκοτάδι. Άλλοι από μας κάτι έβρισκαν να φάνε, άλλοι έμεναν νηστικοί. Θυμάμαι στην πρόβα του θεάτρου Αλίκης: Κάποιος κατάφερνε να βρει και ν’ αγοράσει μισή οκά -όπως μετρούσαν τότε- σταφίδες. Γινόταν διάλειμμα και ριχνόμασταν όλοι πάνω στις σταφίδες. Άλλοι τις καθάριζαν, άλλοι τις έτρωγαν έτσι, όπως ήταν. Ο Κουν τις έτρωγε αφηρημένος, περιμένοντας να αρχίσει η πρόβα. Ήταν μια εικόνα παράξενη και τραγική. Για όλα αυτά οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης στην Κατοχή αποτελούσαν την πιο σημαντική προσφορά, απόλαυση αλλά και ανάταση που η Αθήνα μπορούσε να προσφέρει στο δοκιμαζόμενο θεατρικό κοινό.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
Λυκούργος Καλλέργης (1914-2011)***
Ένα ακόμη ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Χαλκούση είναι και το παρακάτω:
Κάποιο απόγευμα, ενώ η παράσταση είχε αρχίσει και ο διάλογος που είχαμε -ο Βασίλης κι εγώ- προχωρούσε κανονικά, ακούστηκε ξαφνικά μια έντονη συζήτηση στην πόρτα. Φασαρία! Σαν κάποιοι να ήθελαν να μπουν διά της βίας και δεν τους άφηναν! Κι ευθύς αμέσως βαριά σταθερά βήματα κατακτητή, που έκαναν τα χαλίκια να τρίζουν και θόρυβος σιδερικών που ολοένα δυνάμωνε όσο πλησίαζε προς τη σκηνή.
Κοιταχτήκαμε έντονα ο Βασίλης κι εγώ, σαν να ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον: «Τι γίνεται;» κι εξακολουθήσαμε μηχανικά το διάλογο της κωμωδίας, δίχως να τολμούμε να κοιτάξουμε προς την πλατεία του θεάτρου, για να εξακριβώσουμε τι ακριβώς συνέβαινε. Πόσα λεπτά κράτησε αυτή η αβεβαιότητα δεν ξέρω. Πάντως, μας φάνηκε αιώνας!
Όταν ξαφνικά ακούω το Βασίλη να μου ψιθυρίζει ανάμεσα σε δύο φράσεις του κειμένου: «Μαυραγορίτης εν όψει!» και βλέπω το σπαθάτο μάτι του αξέχαστου κωμικού να μου χαμογελάει καθησυχαστικά, ενώ πονηρά μου έγνεφε να κοιτάξω στην πλατεία, ακριβώς στο μεσαίο κάθισμα της πρώτης σειράς.
Ένας καλοθρεμμένος μαυραγορίτης, καθυστερημένος και αναιδής, προσπαθούσε όχι μόνο να στρογγυλοκαθίσει στη θέση του, όπου δύσκολα χωρούσε, αλλά αναστάτωνε και τους διπλανούς του, ωσότου τοποθετήσει, κάτω από την ψάθινη καρέκλα του, μια ζυγαριά σεβαστού μεγέθους, με όλα της τα εξαρτήματα.
Η πλάστιγγα, οι αλυσίδες, το αντίβαρο, τα χαλίκια, η ταραγμένη μας συνείδηση -αν θέλετε- μας είχε κάνει να οραματισθούμε δραματικούς ηρωισμούς, ενώ επρόκειτο απλούστατα, για το «εμπορικό δαιμόνιο» του Έλληνα, ανάμειχτο με …καλλιτεχνικές προτιμήσεις. Ύστερα από το μόχθο και τις επικίνδυνες συναλλαγές της ημέρας, ήρθε να θεατρισθεί! Μετά την «κερδώον» απογευματινή ανάπαυλα, με τον «Λόγιον Ερμήν»…
Στο διάλειμμα, ο Βασίλης Λογοθετίδης κάλεσε το θυρωρό του θεάτρου στο υπαίθριο καμαρίνι του.
-Γιατί αφήνετε αυτούς τους σαλταδόρους και μπαίνουν στο θέατρο μαζί με το μαγαζί τους και μας αναστατώνουν; Δεν μπορούν να το αφήνουν στην πόρτα;
-Του το είπα κι εγώ κυρ-Βασιλάκη, να την αφήσει τη ζυγαριά στο ταμείο, μουρμούρισε ο θυρωρός, αλλά χάλασε τον κόσμο και φώναξε: «Αυτή η μπαλάντζα είναι το ψωμί μου και θα την αφήσω σε ξένα χέρια;». Δεν ήθελε να την αποχωρισθεί!
Το 1942, μέσα στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.
Κάρολος Κουν
«Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της γερμανικής κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας».
«Από το ’38 ως το ’41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της Κατοχής με τον Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο «Αλίκης»… Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν τη βρίσκεις εύκολα».
Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.
Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Σουάνεβιτ (Κύκνος)». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ. Σεβαστίκογλου, «Βρυκόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.
«Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Αλλά περιμέναμε κι άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή».
Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα.
«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ό,τι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια».
Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος» και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’Νιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ, «Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε Φιλίππο.
«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικό-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά».
1940-1956
Το θέατρο της Κατοχής και της Αντίστασης
Το θέατρο στα χρόνια της εθνικής αντίστασης, βρισκόταν πάντα εκεί, αναπόσπαστο κομμάτι τους αγώνα. Τα παρασκήνια των αθηναϊκών θεάτρων χρησίμευσαν συχνά ως κρυψώνες, είτε για έντυπο υλικό είτε για όπλα, αλλά ακόμη ήταν τόπος περίθαλψης των τραυματισμένων από τις συγκρούσεις με τους Γερμανούς στους δρόμους της Αθήνας, πατριωτών.
Το ελληνικό θέατρο όχι μόνο δεν παραδόθηκε στον κατακτητή ανεβάζοντας έργα ναζιστών δραματουργών, αλλά συνέχιζε να παρουσιάζει ακόμη και έργα που η φασιστική λογοκρισία είχε απαγορεύσει, όπως έργα συγγραφέων του συμμαχικού συνασπισμού.
Η ανάγκη της γνωριμίας με τη σοβιετική κουλτούρα και πολιτισμό, γεννιέται σιγά σιγά. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου μεταφράζει την «Προπαίδεια του ηθοποιού» του Στανισλάβσκι για τους ηθοποιούς και μαθητές του Κ. Κουν, καθώς και μελέτες για τους Βαχτάνγκοφ, Τάιροφ, Μέγιερχολντ, πάντα κρυφά ή κεκαλυμμένα με παραπλανητικούς τίτλους και ονόματα.
Μέσα στα χρόνια της Κατοχής, σ’ ένα δωμάτιο του Ωδείου στην οδό Φειδίου, γεννήθηκε και το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, που η συμβολή του στη διαμόρφωση του νεοελληνικού θεάτρου θα σταθεί στη συνέχεια εξαιρετικά σημαντική. Το Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν θα γνωρίσουν για πρώτη φορά στο κοινό έργα πρωτοποριακά μέσα από την παγκόσμια δραματουργία, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για νέα πρότυπα που θα ασπαστούν νέοι Έλληνες συγγραφείς.
Εκτός από το θέατρο που δρα κάπως έτσι στην Αθήνα και στα αστικά κέντρα, σημαντική είναι η παρουσία του θεάτρου στο αντάρτικο, του στρατευμένου θεάτρου της αντίστασης, μέσα στο πλαίσιο του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Εκπρόσωποι είναι ο Βασίλειος Ρώτας και ο Γ. Κοτζιούλας, οι οποίοι με τους ερασιτεχνικούς τους θιάσους, έδιναν παραστάσεις, ο πρώτος στη Θεσσαλία κι ο δεύτερος στην Ήπειρο, με έργα πολιτικού και πατριωτικού περιεχομένου, όπως «Ο Γερμανοτσολιάς», «Τα Ελληνικά Νιάτα», «Το Πιάνο», «Οι Γραμματιζούμενοι» κ.ά.
Ένα είδος θεάτρου, γεννημένο και προορισμένο για να υπηρετήσει τον πατριωτισμό και τις ιδεολογικές θέσεις της συγκεκριμένης περιόδου, αμέσως μετά την απελευθέρωση περνά μοιραία στο περιθώριο.
Από το 1945 κι ύστερα, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μέχρι το 1956, μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από το σύνδρομο της ελληνικότητας, το θέατρο θα βρει έκφραση μέσα από δύο αντίθετες γραμμές πλεύσης για την αναζήτηση της ταυτότητας του ελληνισμού.
Η μία μερίδα είναι εκείνων των συγγραφέων που ως επί το πλείστον είναι ενταγμένοι ιδεολογικά στον χώρο της Αριστεράς, με ονόματα όπως οι Νότης Περγιάλης, Βασίλης Ρώτας, Αλέξης Δαμιανός, Ιάκωβος Καμπανέλλης κ.α. Είναι εκείνοι που αναζητούν την ταυτότητα του ελληνισμού μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα και τις πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες με σημείο αναφοράς, σύμβολο, τον λαό.
Παράλληλα η άλλη μερίδα, των συγγραφέων εκείνων όπως οι Άγγελος Τερζάκης, Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικιελιανός, Μελάς, Θεοτοκάς κ.ά., αναζητά την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, μέσα από την έννοια του έθνους που είναι η συνέχεια του Βυζαντίου και της Αρχαιότητας.
Ντοκουμέντο: «…Μήνες μετά την απελευθέρωση, παίρναμε στην Αθήνα γράμματα, σταλμένα από τα πιο απόμακρα χωριά της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπου τα επονίτικα θέατρα καθενός απ’ αυτά τα χωριά, μας ζητούσαν έργα για το ρεπερτόριό τους, δηλώνοντάς μας τελεσιγραφικά, πως αν αμελούσαμε ή παρααργούσαμε, θα διασκεύαζαν οι ίδιοι για τη σκηνή ό,τι βιβλίο βρίσκονταν στα χέρια τους, στην ανάγκη και αποσπάσματα από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ…». Γ. Σεβαστίκογλου [Περιοδικό Λέξη Σεπ-Οκτ. ’92]
- Ένας από τους μεγάλους θεατράνθρωπους της Ελλάδας υπήρξε ο Αιμίλιος Βεάκης. Το 1941 τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν εννιά μέρες στις Φυλακές Αβέρωφ. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και τον Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ, καταλήγει, ύστερα από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας όπου οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο, από όπου και η βασική φωτογραφία. Το κοινό τους αποτελούσαν οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών.