16.7 C
Athens
Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», αέρας ποίησης και duente από την Ανδαλουσία στην Πλάκα

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

 

«Ποίηση είναι το αδύνατο που γίνεται δυνατό». Ποίηση είναι να περιδιαβαίνεις την Πλάκα, να κοντοστέκεσαι θαυμάζοντας τη Στοά του Αττάλου, να πλημμυρίζεις από ρομαντισμό και αίφνης να μεταφέρεσαι στην Ανδαλουσία του Λόρκα. Ποίηση είναι μέσα στην παγανιστική ευφορία μιας νύχτας καλοκαιριού εννέα γυναίκες να πλάθουν όνειρα στο αίθριο ενός παλιού ανατολίτικου αθηναϊκού σπιτιού. «Ποίηση είναι η ζωή που περνάμε αγωνιώντας…». Ποίηση είναι ένας νέος σκηνοθέτης, όπως ο Ένκε Φεζολλάρι, να πετυχαίνει τον απόλυτο Λόρκα. Τον Λόρκα του κόκκινου φεγγαριού, του θρήνου και του στεναγμού, της ανάστερης σιγαλιάς, της τσιγγάνικης σαγήνης, της θάλασσας της πνιγμένης μες στην άμμο. Να επεξεργάζεται με χαμόγελο και λυγμό τον «μοναχικό καβαλάρη» της λογοτεχνίας, με αλήθεια γνήσια, με ρυθμό και μουσικότητα σαν καθαρό τρεχούμενο νερό.

Γυναίκες που σφύζουν από ζωή μαραίνονται σαν λουλούδια σε μια σκοτεινή αυλή. Ζωές υποταγμένες στις κοινωνικές προκαταλήψεις και υπόδουλες σε μια απάνθρωπη πραγματικότητα. Η λογοκρισία, oι απαγορεύσεις και η δικτατορία εντός των τειχών. Και πέρα από το βυθισμένο στο πένθος σπίτι, την αφόρητη ζέστη που δοκιμάζει τα όρια της ύπαρξής τους σε εγκλεισμό, η ανδαλουσιανή ζωή να ξεχύνεται με ορμή, με γέλια, χαρές, δέντρα, χωράφια, φωτιές, καντάδες, σχέσεις και κυρίως πάθη. Μια σπιθαμή έξω από το σπίτι – φυλακή, μοιάζει να απλώνεται ένας αέρας υγρός και θερμός από τις αισθησιακές μουσικές και τις οσμές κάθιδρων από το χορό νεανικών σωμάτων, που δεν παύουν ποτέ να ερωτεύονται.

«Οι πιο ερωτικοί άνθρωποι κρύβονται», έλεγε ο Federico Garcia Lorca. Πολλές φορές βρίσκονται μόνοι και είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν να αντισταθούν στην απομόνωση, τη στέρηση και την καταπίεση.

Το σπίτι της Μπερνάρντα βρίσκεται σε ένα χωρίς ποτάμι ισπανικό χωριό, όπου τα πάντα καθορίζονται από την αγωνία της υπόληψης και τον τρόμο της κακογλωσσιάς.

Οι πέντε κόρες ανά πάσα στιγμή είναι πανέτοιμες να αλληλοσπαραχθούν, η σκληρή Μπερνάρντα ρίχνει στα μάτια της το βέλο της περηφάνιας και επιβάλλει τον απόλυτο κανόνα: Ό, τι έχει ο καθένας μέσα του ας το κρατά για λογαριασμό του. Αυτή θέλει την υπόληψη του κόσμου. Οι κόρες ζουν για να πληροφορούνται τις ζωές των άλλων, η Μαρτίριο σπαράσσεται από την επιθυμία να καταστρέψει την ευτυχία των άλλων, η Αδέλα αφήνεται στο δικό της duente. Δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει τελείωση, δεν υπάρχει λύτρωση. Δεν επιθυμώ να το παραβαρύνω, μπορεί να υπάρξει απόδραση από τον ασφυκτικό κόσμο των κοριτσιών αλλά αυτή είναι ο ίδιος ο… θάνατος.

«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» είναι θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα και ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Το τελευταίο έργο που έγραψε, το 1936, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη “Γέρμα” και το “Ματωμένο Γάμο” αποτελούν την τριλογία της “ισπανικής υπαίθρου” του συγγραφέα.

Το έργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της: Ανγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, μια υπηρέτρια κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Ανγκούστιας, δεν φαίνεται. Αν και ποτέ δεν μιλά ή εμφανίζεται στη σκηνή, ο Πέπε Ρομάνο είναι ένας σημαντικός χαρακτήρας, ένα πρόσωπο – κλειδί για το έργο. Ο νεαρός άνδρας από το χωριό που επιδιώκει να βρει την πλούσια νύφη, θέλει όμως να γευτεί και τον έρωτα της νέας και όμορφης αδελφής. Η ύπαρξή του τροφοδοτεί την πικρία και την τρέλα των κοριτσιών.

Το θεατρικό έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού, του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει τη φύση του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, που ήρθε λίγο αφού τελείωσε το έργο του ο Λόρκα. Του πήρε χρόνια για να το σχηματίσει στο μυαλό του, στη συνέχεια όμως ήταν θέμα ολίγων εβδομάδων για να το ολοκληρώσει.

Μετά το θάνατο του δεύτερου συζύγου της, η Μπερνάρντα Άλμπα γίνεται καταναγκαστική και βασανιστική με τις πέντε κόρες της, που σπάνια είχαν οποιαδήποτε επαφή με το άλλο φύλο. Επιβάλλει πένθος 8 χρόνων και τον εγκλεισμό τους μες στο σπίτι, καθώς η ανώτερη τάξη τους δεν τους επιτρέπει να αναμειγνύονται με τους απλούς χωρικούς. Η Ανγκούστιας, η μεγαλύτερη κόρη της Μπερνάρντα από τον πρώτο της γάμο, κληρονομεί την περιουσία του πατέρα της κι έτσι προσελκύει το ενδιαφέρον ενός μνηστήρα, του Πέπε Ρομάνο. Τον Πέπε όμως ποθούν κι η Αδέλα, η μικρότερη κόρη, που αρνείται να υποταχθεί στη μητέρα της και συνάπτει ερωτική σχέση μαζί του, αλλά κι η Μαρτίριο, που τη ζηλεύει γι’ αυτό που η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει, λόγω του παρουσιαστικού της. Η ζήλια της Μαρτίριο θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος της Αδέλα και στη διατήρηση του πένθους στο σπίτι.

Η πρώτη πηγή έμπνευσης για το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» ήταν μια γυναίκα που ζούσε σε ένα από τα χωριά όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε. Αυτή η γυναίκα, το όνομα της οποίας ήταν Frasquita Alba, είχε πέντε άγαμες κόρες που ο Λόρκα παρατηρούσε με λύπη κατά τη διάρκεια των περιπάτων του στο χωριό.  Όπως και με όλες τις εμπνεύσεις που προέρχονται από την πραγματική του ζωή, ο Λόρκα είχε ως στόχο, πέρα από την αναπαραγωγή του ερεθίσματος, να χρησιμοποιήσει την ανακάλυψή του ως αρχέτυπο και σύμβολο. Η αξιοποίηση της έμπνευσης ήταν να διερευνήσει μέσα από τα θέματά του την καταπίεση, τη σεξουαλικότητα και την τυραννία. Στο συγκεκριμένο θεατρικό είχε βάλει τον υπότιτλο “δράμα γυναικών σε χωριά της Ισπανίας» και πραγματικά η δράση μοιάζει με φωτογραφικό ντοκουμέντο. Πέρα όμως από τον καθαρό ρεαλισμό, το έργο ποτίζεται από δροσερές σταγόνες ποίησης και ανάσες ονείρου. Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ο Λόρκα είναι ο δημιουργός ενός ιδιόμορφου, βαθιά τραγικού κόσμου, που εναρμονίζει στοιχεία από τη λαϊκή παράδοση, τη λόγια δημιουργία και την υπερρεαλιστική πρόταση. Οι χαρακτήρες του, περιθωριοποιημένοι ή καταπιεσμένοι, είναι διψασμένοι για ελευθερία. Στα θεατρικά του δράματα αρχέγονα πάθη συγκρούονται με αυταρχικούς ηθικούς κώδικες. Η ποίησή του δίνει φωνή στην πολιτική διαμαρτυρία. Η απελευθερωμένη λυρικότητα αφενός και η τολμηρή μεταφορικότητα της υπερρεαλιστικής γραφής του αφετέρου οπλίζουν το πολιτικό μένος των έργων του. Ως επαναστάτης καλλιτέχνης είχε τη διορατικότητα να μη γίνει ποτέ πολιτικοποιημένος. Όπως έλεγε στο φίλο του ποιητή Ντάμασο Αλόνσο, «δεν θα γίνω ποτέ  πολιτικοποιημένος. Είμαι επαναστάτης, γιατί  δεν  υπάρχουν  αληθινοί  ποιητές που να μην είναι  επαναστάτες. Δε συμφωνείς; Αλλά να γίνω πολιτικοποιημένος; Ποτέ!».

Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο έργο διαχρονικό είναι η τελειότητά του, η χρησιμοποίηση αλληγοριών, ο λόγος που έντεχνα υπηρετεί το θέμα και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ολοένα γίνεται και πιο αποπνικτική.

Ο Ένκε Φεζολλάρι εμβαθύνει σκηνοθετικά με ιδιαίτερη δεινότητα στα κυριότερα θέματα του έργου. Όπως είναι η τραγική μοίρα της γυναίκας που διεκδικεί και δεν συμβιβάζεται και η χειραγώγηση μέσω του εκφοβισμού. Η Αδέλα επαναστατεί ενάντια στον ολοκληρωτισμό της μητέρας της και τελικά το πληρώνει με την ίδια της τη ζωή. Επίσης κυρίαρχη είναι η καταπίεση των γυναικών, που σήμερα μπορούμε να τη μεταφράσουμε σε έλλειψη διεξόδων και στέρηση της οικονομικής ελευθερίας. Ένα άλλο θέμα που θέτει ο Λόρκα είναι η συντηρητική κοινωνία, οι εμμονές με την κοινωνική τάξη, τη θρησκεία, την παρθενία, τα «πρέπει» και τους κανόνες. Ακόμη τίθεται επί τάπητος ο απολυταρχισμός.

Η Μπερνάρντα, στυγνή και πεισματάρα, επικρατεί με αυταρχικό, σκληρό κι άδικο τρόπο στο σπίτι της. Η εξουσία της συμβολίζεται από το μπαστούνι της, με το οποίο επιβάλλει το σεβασμό και την υποταγή όλων στο σπίτι. Η γυναίκα – αρχηγός φυλής που επιμένει στη διατήρηση των δικών της αξιών, των αξιών που διδάχτηκε και είναι ικανή να χρησιμοποιήσει εκβιασμούς, απειλές, καταναγκασμό και βία για να το πετύχει. Η Δώρα Στυλιανέση είναι επιβλητική, υπέροχη και αγέρωχη ως Μπερνάρντα Άλμπα. Μια άψογη ηθοποιός με πλούσιο συγκινησιακό φορτίο, που μας κατακτά.

Η Ανγκούστιας είναι η μεγάλη κόρη της οικογένειας. Τριάντα εννέα ετών. Η κόρη από τον πρώτο γάμο της Μπερνάρντα. Το όνομά της σημαίνει «αγωνία». Μια θλιβερή και άσχημη γυναίκα, αλλά η μόνη κόρη με μεγάλη προίκα. Η Αντιγόνη Κουλουκάκου ερμηνεύει συγκλονιστικά το ρόλο, με υπαινιγμούς, κωμικότητα και σαφή δραματικότητα όπου χρειάζεται.

Η Μαγκνταλένα είναι η δεύτερη κόρη της Μπερνάρντα. Τριάντα χρονών. Μια μοχθηρή και σαρκαστική γυναίκα. Αν και η μόνη κόρη με ρεαλιστική αίσθηση του κόσμου της. Την ερμηνεύει η Αγάπη Παπαθανασίου με γνώση, ισορροπία και μέτρο.

Η Αμέλια είναι η τρίτη κόρη της Μπερνάρντα, είκοσι επτά χρονών. Η πιο φοβισμένη και κουτσομπόλα από τις κόρες. Είναι αυτή που ενδίδει πιο εύκολα στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες της Μπερνάρντα. Η Ξανθή Κρανίδη ως Αμέλια καταθέτει μια ιδανική ερμηνεία. Με ελιγμούς, συνέπεια, συνέχεια και συνοχή.

Η τέταρτη κόρη είναι η εικοσιτετράχρονη Μαρτίριο. Άσχημη και δυστυχισμένη. Το όνομά της αντικατοπτρίζει την επίμονη κατάθλιψή της. Κάποτε επρόκειτο να παντρευτεί έναν χωρικό αλλά η Μπερνάρντα χάλασε το γάμο. Η Δανάη Παπουτσή είναι δεξιοτεχνικά καθηλωτική. Ένα πλάσμα εγκλωβισμένο σε ένα ολοκληρωτικό πάθος, που βουτά στο κενό με μάτια κλειστά, που φλερτάρει απροκάλυπτα με το θάνατο και τον αφανισμό. Συγκλονιστική δουλειά από μια σπάνια ηθοποιό. 

Η Αδέλα, η μικρότερη κόρη, είναι είκοσι χρονών και όμορφη.  Εκείνη η κόρη που περιφρονεί συνειδητά τις μομφές της Μπερνάρντα και δηλώνει τη μοναδικότητά της. Η τραγική ηρωίδα του έργου. Γεμάτη ομορφιά, αγνότητα και αγάπη. Μια νέα γυναίκα που φλέγεται και καίγεται. Η Ελεονώρα Αντωνιάδου μας συγκίνησε βαθιά με την ευαισθησία της και το ταλέντο της.

Η Πόνθια είναι, αναμφισβήτητα, η γυναίκα που γνωρίζει καλύτερα από όλες την Μπερνάρντα.  Στα εξήντα της χρόνια, μιλά με τη φωνή της σύνεσης και της πείρας, δίνοντας φρόνιμες συμβουλές. Αν και η σύνεσή της χρωματίζεται από τη δυσαρέσκεια και το μίσος της για την Μπερνάρντα. Σε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του χαρακτήρα, η Μαρία Σκαφτούρα αποδομεί χιουμοριστικά το ρόλο και δίνει γεύση ευθυμίας στις σκηνές της. Η ίδια ανέλαβε και τη μετάφραση του έργου. Προμηθεύτηκα το βιβλίο και βρήκα γλαφυρή και θεατρικά σύγχρονη την εξαιρετική μετάφρασή της.

Η Φρύνη Θετάκη έπλασε μια υπηρέτρια χυμώδη, αστεία, υπόγεια και πονηρή.

Κατά τη γνώμη μου, η Βέφη Ρέδη ως Μαρία Ζοζέφα ήταν μια αποκάλυψη. Άλλος αέρας, άλλη αντίληψη, διαφορετική πινελιά. Μια στιβαρή και ποιητική Βαλκάνια στο ρόλο της ογδοντάχρονης μητέρας της Μπερνάρντα. Η ηλικιωμένη γυναίκα την οποία η Μπερνάρντα κρατά κλειδωμένη στο πίσω μέρος του σπιτιού. Αν και μοιάζει να κομπάζει ανόητα, εν τούτοις παίζει το ρόλο της προφήτισσας μέσα από τη σοφία που ενσωματώνει στο φαινομενικά ασυνάρτητο λόγο της. Κορυφαίες οι στιγμές της.

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την παράσταση μια ζωηρή φαντασίωση άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γυναικεία υποταγή και τις κοινωνικές συμβάσεις. Ένα γοητευτικό φαντασιοκόπημα βεβαρημένο με έννοιες και συμβολισμούς. Ή μια αλήθεια, που κατακτήθηκε με τόλμη και πόθο ή, ακόμα καλύτερα, duente. Δηλαδή με ρίγος, έκφραση και ψυχή.

Ο Ένκε Φεζολλάρι ταξίδεψε την Μπερνάρντα Άλμπα από το δυτικό άκρο της Μεσογείου, έως τις απότομες ακτές της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας, από τις ορκισμένες παρθένες της Αλβανίας έως τις ηρωίδες του Αλμοδόβαρ κι ως τις αβάσταχτα κουρασμένες γυναίκες της ελληνικής επαρχίας. Από τις καρτερικές μουσουλμάνες ως τις απεγνωσμένες μετανάστριες και τις γυναίκες – θύματα σωματεμπορίου. Με τις ίδιες ακάματες νότες, τις ίδιες βραχνές και μεστές φωνές, τις ίδιες υποσχέσεις και το ίδιο σκληρό παιχνίδι με το θάνατο.

Σε μια δημοκρατία της δυσχέρειας, όπου περισσεύουν τα μνημόνια, η αβεβαιότητα, οι ανισότητες, οι αδυναμίες και οι δογματικές, δίχως καμιά πίστη στο συνάνθρωπο, η παράσταση “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” δεν είναι ένα έργο που απλώς μπορεί να μας αφορά, είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε και παλεύουμε. Με τον πανταχού παρόντα, και γι’ αυτό απόντα, αθέατο και βουβό Πέπε, να είναι σαρξ εκ της σαρκός μας. Σε μια στενή σχέση καταγωγής με μας η Μπερνάρντα, η Αδέλα, η Πόνθια, η Μαρτύριο, η Ανγκούστιας, η Αμέλια, η Μαγκνταλένα, η Προυντένσια μιλούν την αυτολογοκριμένη και περιφρουρημένη γλώσσα μας, ενώ η στεγνή, από τη στέρηση και τον εγκλεισμό, έκφρασή τους μαρτυρά τις αλήθειες που οι λέξεις κρύβουν επιμελώς.

Σκηνοθετημένη καίρια, ριζικά, συναρπαστικά και κάθετα η «Μπερνάρντα Άλμπα» είναι μία βαλκανική τραγωδία εννέα γυναικών, με αέρα αλμοδοβαρικό, σε μία από τις πιο όμορφες αυλές της Αθήνας.  Οι ερμηνείες των έξοχων ηθοποιών είναι μαγικές, με αριστοτεχνική απόδοση των τρυφερών και νευρωτικών υπάρξεων, των γυναικών με τα πεινασμένα βλέμματα, το φλογερό αίμα, τα σφιγμένα χείλη, τα πυρετώδη σώματα, τις σπασμωδικές κινήσεις, τις αλαφιασμένες ψυχές και την κοφτερή γλώσσα. Η άνυδρη και διψασμένη γη καθρεφτίζεται στα στερημένα από έρωτα πρόσωπά τους και αφουγκράζεται στους φοβισμένους παλμούς τους.

 

Στοιχεία Παράστασης

 

Κείμενο: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Μετάφραση: Μαρία Σκαφτούρα

Σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια, φωτισμοί: Ένκε Φεζολλάρι

Δραματολογική Επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη

Κοστούμια και Επιμέλεια Σκηνικού Χώρου: Χριστίνα Κωστέα

Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου

Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου

Κομμώσεις: Τάσος Καστανιάς

Επιμέλεια μακιγιάζ: Make up lab by Yannis Marketakis

Παραγωγή: People Entertainment

 

Ερμηνεύουν:

Δώρα Στυλιανέση, Μαρία Σκαφτούρα, Αντιγόνη Κουλουκάκου, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Δανάη Παπουτσή, Aγάπη Παπαθανασιάδου, Βέφη Ρέδη (Vefi Redhi), Φρύνη Θετάκη, Ξανθή Κρανίδη

 

Πληροφορίες

 

Ημέρες Παραστάσεων: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη

Ώρα Έναρξης: 21.30

Διαρκεια Παράστασης: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Τιμές Εισιτηρίων: 10 € (γενική είσοδος), 5 € (μειωμένο για φοιτητές, σπουδαστές)

Χώρος: Βρυσάκι, Χώρος Τέχνης και Δράσης

Bρυσακίου 17, Πλάκα

Κρατήσεις: 210 3210179

www.vryssaki.gr

www.facebook.com/vryssaki)

e-mail: [email protected]

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -