-«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας. Μια παράσταση όπου όλα συνυπάρχουν αρμονικά…
-Από ένα βαθύ σκάμμα, δυναμική εκτίναξη σε ποιοτικά ύψη…
***
Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Για το «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», στο βιβλίο του «Εμπειρική θεατρική παιδεία» (Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1972) ο Αλέξης Μινωτής γράφει: «Είναι ένα δραματικό κορύφωμα επικής λογοτεχνίας, μία Saga στη δίνη μιας ακαριαίας πτώσης.
Οι χαρακτήρες του είναι απογυμνωμένοι με ανοικτίρμονα ευθύτητα από κάθε είδους συμβατική αισθηματολογία.
Οι σκηνές είναι στυγνές και δυνατές – ο χρόνος ενιαίος, ο τόπος το ίδιο. Οι διάλογοι αψείς, σχεδόν σκαιοί, καταλυτικοί. Το δράμα προχωρεί από σκηνή σε σκηνή με ανηλεή ρυθμό που φτάνει προς το τέλος σε μια υπνωτισμένη φρενίτιδα, σάμπως η εφιαλτική περιπέτεια να ‘χει συμβεί στο χείλος της λησμοσύνης».
Το Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα (Long Day’s Journey into Night) του Ευγένιου Ο’Νηλ περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Γράφτηκε το 1912, αλλά ο συγγραφέας ζήτησε να παιχτεί 25 χρόνια μετά τον θάνατό του, κερδίζοντας το 4ο του βραβείο Πούλιτζερ για το έργο αυτό, μεταθανάτια το 1957 -είχε πεθάνει το 1953. Ο «πατέρας» του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου αποκάλυπτε όσα σημάδεψαν τη νιότη του και επέδρασαν σ’ όλη τη ζωή του. Η μητέρα του διέφευγε από τα οικογενειακά προβλήματα με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ο εγωιστής, φιλάργυρος ηθοποιός πατέρας του νοιαζόταν μόνο για το χρήμα και όχι για την υγεία, τη μόρφωση, τη ζωή των δύο γιων του. Ο πρωτότοκος γιος, αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας, έβρισκε παρηγοριά στο ποτό και τις πόρνες, πάθη στα οποία ώθησε και τον αδερφό του, Έντμοντ, στο θεατρικό έργο.
Η ζωή του συγγραφέα
Ο Ευγένιος Γκλάντστοουν Ο’Νηλ (Eugene Gladstone O’Neill, Νέα Υόρκη, 16 Οκτωβρίου 1888 – Βοστώνη, 27 Νοεμβρίου 1953) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Βραβεύτηκε για τέσσερα από τα θεατρικά του έργα με Βραβείο Πούλιτζερ και για το σύνολο του έργου του με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1936.
Ο πατέρας του ήταν ηθοποιός που συχνά περιόδευε και ήταν μάλλον αδιάφορος προς τα παιδιά του τα οποία άφηνε εσώκλειστα σε οικοτροφεία. Ο Ευγένιος έγραφε ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε τοπική εφημερίδα, γράφτηκε μεγαλώνοντας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον όμως τον απέβαλλαν κι αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να στραφεί στη θάλασσα. Δεν ήταν χαρούμενος στα καράβια και κατέφευγε στο αλκοόλ, το 1913 προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο. Όσο βρισκόταν κλινήρης αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Τα πρώτα του έργα παίχτηκαν από μικρούς ερασιτεχνικούς θιάσους σε ιδιωτικές αίθουσες, μέχρι που το 1920 έγινε γνωστός κερδίζοντας το πρώτο του βραβείο Πούλιτζερ για το έργο «Πέρα από τον ορίζοντα» (Beyond the Horizon, 1918). Την ίδια περίοδο απεβίωσαν οι γονείς του, ο ένας μετά τον άλλο, καθώς και ο αδελφός του Τζέιμι, που πέθανε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Η ζωή του O’ Nηλ υπήρξε γεμάτη οικογενειακές τραγωδίες από τις οποίες εμπνεόταν για τα έργα του στα οποία κυριαρχούσε η απαισιοδοξία και ο πόνος. Εκτός από τους γονείς του και τον αδερφό του που ήταν εθισμένοι στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τα ίδια μονοπάτια ακολούθησαν και τα παιδιά του. Την κόρη του την αποκλήρωσε όταν στα 18 της παντρεύτηκε τον 36 χρόνια μεγαλύτερό της Τσάρλι Τσάπλιν και δεν την ξαναείδε ποτέ, ενώ είχε άσχημες σχέσεις και με τους γιους του. Ο ένας που ήταν εθισμένος στο αλκοόλ αυτοκτόνησε το 1950, και ο δεύτερος που έκανε χρήση ηρωίνης αυτοκτόνησε το 1977. Ο Ο’ Νηλ παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε πολλές σχέσεις συχνά παράλληλες, με γυναίκες από τους χώρους του θεάματος. Μετά το 1920 έκανε τη μία επιτυχία μετά την άλλη και κέρδιζε συνεχώς χρήματα και φήμη με έργα όπως Άννα Κρίστι (Anna Christie, 1922, Πόθοι κάτω από τις λεύκες (Desire Under the Elms, 1924), Παράξενο Ιντερμέτζο (Strange Interlude, 1928), Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, (Mourning Becomes Electra, 1931). Το 1933 έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ η μοναδική του κωμωδία Ω, Ερημιά! (Ah, Wilderness) και το 1936 τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Κατόπιν έκανε μια παύση 10 χρόνων ώσπου επανήλθε με το «Ο παγοπώλης έρχεται» (The Iceman Cometh, 1946). Την επόμενη χρονιά έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους» (A Moon for the Misbegotten), το οποίο αρχικά θεωρήθηκε αποτυχία αλλά αργότερα αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Ο Ο’ Νηλ ο οποίος πάλευε για χρόνια με την κατάθλιψη και τον αλκοολισμό, όπως τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, σταδιακά αντιμετώπισε συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της νόσου του Πάρκινσον που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν εγκεφαλική ατροφία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του αδυνατούσε να γράφει και προσπάθησε να υπαγορεύει σε άλλους τα έργα του, χωρίς επιτυχία. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του είναι το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» (Long Day’s Journey Into Night) το οποίο έγραψε με σκοπό να παιχθεί 25 έτη μετά τον θάνατό του, καθώς ήταν έντονα αυτοβιογραφικό. Η σύζυγός του δεν σεβάστηκε την επιθυμία του και το έργο ανέβηκε 4 χρόνια μετά τον θάνατό του αποφέροντάς της μεγάλα κέρδη.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται με τη συγγραφή του έργου ακόμη απ’ την αρχή της σταδιοδρομίας του. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, αφιέρωνε ατέλειωτες ώρες αξημέρωτα με προσήλωση. Όσο προχωρούσε την ιστορία τόσο τον βασάνιζε ώσπου στο τέλος της μέρας εμφανιζόταν καταρρακωμένος, κλαίγοντας, με κατακόκκινα μάτια και γηραιότερος κατά δεκαετίες.
Ο Ο’ Νηλ έφυγε από τη ζωή στις 27 Νοεμβρίου του 1953, στο ξενοδοχείο Σέρατον στη Βοστώνη με τις τελευταίες του λέξεις να είναι: «Το ήξερα! Το ήξερα! Γεννήθηκα σε δωμάτιο ξενοδοχείου και ανάθεμά με, πεθαίνω σε δωμάτιο ξενοδοχείου».
Η υπόθεση
Το αυτοβιογραφικό θεατρικό δράμα του Ευγένιου Ο’Νηλ καταπιάνεται με το θεσμό της αμερικανικής οικογένειας στη χειρότερη δυνατή του μορφή. Ο Τζέιμς Ταϊρόν (Ραλφ Ρίτσαρντσον) είναι ένας ηλικιωμένος ηθοποιός και κτηματίας, ο οποίος μέσω της φιλαργυρίας του κατέστρεψε την οικογένειά του. Η σύζυγός του Μαίρη είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, εθισμένη στη μορφίνη από την περίοδο που ακολούθησε τη γέννηση του μικρού της γιου, Έντμοντ.
Ο μεγαλύτερος γιος του ζευγαριού, Τζέιμι είναι ένας αλκοολικός, ο οποίος έχει υποταχθεί στη μοίρα του ήδη από τα 34 του χρόνια, μην έχοντας τη διάθεση να βρει δουλειά, εφόσον αναγκάστηκε να κάνει το επάγγελμα του πατέρα του. Ο εικοσιτετράχρονος Έντμοντ, επέστρεψε από τα καράβια στα οποία δούλευε ως ναυτικός, για να ανακαλύψει ότι πάσχει από φυματίωση. Όλα τα μέλη της οικογένειας, είναι εγωκεντρικά και μεμψίμοιρα με συνέπεια να μην μπορούν να αλληλοβοηθηθούν. Κανείς τους δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς ζητάει από τη ζωή και αυτό καθιστά την κατάστασή τους όλο και πιο ανυπόφορη.
Από τα σημαντικότερα, κατά γενική ομολογία, ψυχολογικά δράματα του 20ού αιώνα, έργο διαποτισμένο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο -βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1936) και τέσσερα Πούλιτζερ- συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει τη δεκαετία του 1930 και το ολοκλήρωσε το 1941.
Στο έργο, που διαδραματίζεται μια καλοκαιρινή ημέρα του 1912 και παρουσιάζει μια τετραμελή αμερικανική οικογένεια να μετεωρίζεται ανάμεσα σε αισθήματα αγάπης και μίσους, ο Αμερικανός δραματουργός, σε πλήρη ωριμότητα, ουσιαστικά αναμοχλεύει όσα σχεδόν τραυματικά έζησε ως παιδί και όσα σημάδευσαν τη νεότητά του.
Τα μέλη της οικογένειας Τάιρον (που στην πραγματικότητα είναι η οικογένεια του συγγραφέα) ξεφλουδίζουν το τραύμα τους, σ’ ένα σκηνικό στο οποίο επικρατούν η ομίχλη και οι ψευδαισθήσεις. Ένα τοπίο γεμάτο αντανακλάσεις επεκτείνεται σε όλο το θέατρο και ανάμεσα στους θεατές. Το τραύμα, τα οικογενειακά τραπέζια, οι εξαρτήσεις και οι εθισμοί αρχίζουν σιγά σιγά να “ξεθολώνουν”, τα πρόσωπα προσεγγίζουν οδυνηρά την αλήθεια και τα φαντάσματα ζωντανεύουν προκειμένου να κλείσουν την πληγή και να συμφιλιωθούν με τις ανεπάρκειές τους.
Η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του έργου πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη, στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο, τον Φεβρουάριο του 1956, με θριαμβευτική υποδοχή, και ακολούθησαν αμέσως νέες παραγωγές του σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και στη Νέα Υόρκη. Το 1962 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με μεγάλη επιτυχία, από τον σκηνοθέτη Sidney Lumet, με πρωταγωνίστρια την Katharine Hepburn, ταινία που είχε επιτυχία και στο Φεστιβάλ των Κανών, με τους τέσσερις πρωταγωνιστές της να βραβεύονται για τις ερμηνείες τους. Στην Ελλάδα το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο το 1965 και ακολούθησαν σημαντικές παραγωγές του σε κρατικά θέατρα και ιδιωτικούς θιάσους.
***
Η παράσταση
Το «Ταξίδι Μεγάλης Μέρας Μέσα στη Νύχτα», η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς και παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, αυτό το λιτό αλλά τόσο κεφαλαιώδους σημασίας και ιστορίας θέατρο, είναι μια παράσταση που πολύ απλά σε μαγεύει.
Η πραγματικότητα, η μνήμη, το όνειρο, το μίσος, η αγάπη, η συγχώρεση, ο θυμός, η ενοχή, ο πόθος, η θλίψη, το αλκοόλ, οι ναρκωτικές ουσίες και η απογοήτευση μπλέκονται αξεδιάλυτα σε αυτό το φασματικό σύμπαν της παράστασης που και δημιουργούν μια υπνωτική, μεθυστική αίσθηση.
Σε έναν κόσμο που θα μπορούσε να βρίσκεται στο πιο βαθύ σημείο ενός ονείρου, σε μια διαδρομή σε ένα χωμάτινο τούνελ κάτω από τη γη, εκεί όπου οι κανόνες δεν ισχύουν, διαδραματίζεται μια υπόθεση που θα σε κρατήσει δέσμιο της ομορφιάς του Ευγένιου Ο’ Νηλ και του υπέροχου κόσμου του, ενός κόσμου γεμάτου πικρό και αντιφατικό μεγαλείο, για πολλή ώρα αφ’ ότου οι εικόνες του έχουν σβήσει απ’ τη σκηνή. Όσο για το έργο κρύβει διαχρονικότητα, αφού και σήμερα οικογένειες έρχονται αντιμέτωπες μ’ αντίστοιχα προβλήματα.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς παρουσιάζει και σ’ αυτή τη συνεργασία του με το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας ένα εξαιρετικό δείγμα του ταλέντου του και του μοναδικού του οράματος.
Οι ρόλοι είναι «ρόλοι – βουνά» για κάθε ηθοποιό, που αυτόματα καλείται να αναμετρηθεί στα όρια της αυτοψυχανάλυσης με δικά του βιώματα. Όσο προχωρά η παράσταση, ένας ένας απογυμνώνεται, καταθέτοντας τον ρόλο του και αποκαλύπτοντας το κουκούτσι από το οποίο είμαστε όλοι φτιαγμένοι. Άνθρωποι που αναζητούν συντροφιά και παρηγοριά για τα βάσανά τους.
Εδώ και χρόνια έχω αποφασίσει ότι οφείλω να παρακολουθώ ό,τι ανεβαίνει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας και να διδάσκομαι από αυτό. Γιατί η Μπέττυ Αρβανίτη είναι μια ηθοποιός συναρπαστική, από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες του θεάτρου σήμερα στον τόπο μας, που ακολουθεί την παράδοση των μεγάλων Ελληνίδων ηθοποιών (Κατίνα Παξινού, Βέρα Ζαβιτσιάνου). Στο «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» υποδύεται τη Μαίρη, τη μορφινομανή μητέρα που ζει μεταξύ της παραίσθησης και της καταστροφής. Η σημαντική μας ηθοποιός ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα τη μοναξιά, την ανεξαρτησία και την υποταγή στα πάθη της με πηγαίο δυναμισμό, βαθιά ελεύθερο πνεύμα, καλλιτεχνική αντίληψη. Η παρουσία της στη σκηνή ένα μάθημα θεάτρου και ζωής.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, μία από τις πιο καθοριστικές μορφές του θεάτρου μας, υπήρξε συναρπαστικός στο ρόλο του Τζέιμς, του φιλάργυρου, συντηρητικού πατέρα που βρίσκεται στοιχειωμένος σε μια παρατεταμένη δύση και που δεν έκανε ποτέ τα όνειρά του πραγματικότητα. Ένα παράδειγμα εμπειρίας και ωριμότητας από τον εκλεκτό μας ηθοποιό.
Οι χαρακτήρες του Τζέιμι και του Έντμοντ ενσαρκώθηκαν θαυμάσια από τον εξαιρετικό Αινεία Τσαμάτη και τον ταλαντούχο Αναστάση Λαουλάκο. Ο αλκοολικός Τζέιμι είναι ο πραγματικός αδερφός του συγγραφέα που πέθανε από τον αλκοολισμό του. Ενώ ο νεαρός Έντμοντ είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Τραγικά γνήσιος, μεστός, στέρεος, σίγουρος και αψεγάδιαστος ο Αινείας Τσαμάτης.
Ευδιάκριτο το ταλέντο, η υπόκρυφη ποιητικότητα και η υποκριτική αλήθεια στον Αναστάση Λαουλάκο.
Η αφελής, συμπονετική, μοναχική, με θάρρος και ευαισθησία, φλύαρη κι ανυπόμονη, Ιρλανδή μετανάστρια Κάθλιν με τις δυνατές σκέψεις, που υπηρετεί το φορτισμένο τοπίο στο εξοχικό των Τάιρον, είναι η μόνη υγιής, φωτεινή και κάποιες στιγμές κωμική νότα του έργου.
Εξαίσια στο ρόλο η λαμπερή Ελίνα Ρίζου. Ηθοποιός με ψυχογραφικό βάθος, ρεαλιστική δύναμη σε μια ευθύβολη ερμηνεία φρεσκάδας και ενέργειας.
Η παράσταση στη διαχρονική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου κοσμείται από τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα καλαίσθητα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και τους μυσταγωγικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.
Ο Δημήτρης Καραντζάς, χωρίς τεχνάσματα, με νεανικό πάθος αλλά και με σεβασμό, με ενότητα χρόνου και χώρου, πήρε τη “μεγάλη μέρα”, πληθωρική, αριστουργηματική και ρηξικέλευθη, έπαιξε μαζί της, την ύφανε μέσα στους ιστούς της νύχτας, έσκαψε ένα βαθύ σκάμμα εντός της, την εκτίναξε από τον ένα ήρωα στον άλλο εξερευνώντας τους, άπλωσε ένα πέπλο ομίχλης γύρω τους, και έφτιαξε μια παράσταση όπου όλα συνυπάρχουν αρμονικά σε μια ατμόσφαιρα που σε βυθίζει ολοκληρωτικά στην προβληματική των ζητημάτων της ταυτότητας και του εαυτού μας. Ο άνθρωπος, η ουσία του, τα πάθη του, τα λάθη του, ο πόνος του, η τραγικότητά του, το πεπρωμένο του…
Όλα αυτά σε ένα χώρο όπου ο σεβασμός, η ευγένεια, η ποιότητα και ο βαθύς ανθρωπισμός του αγγίζουν το θεατή.