H διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, κ. Ελένη Σπ. Μπάνου, και ο υπεύθυνος του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Κεραμεικού, κ. Λεωνίδας Κ. Μπουρνιάς, γράφουν για το εύρημα από τον τάφο του ηθοποιού Μακαρέα:
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, στην αρχή της συμβατικά καλουμένης «Οδού των τάφων» με τα πανέμορφα επιτύμβια γλυπτά και σε μικρή απόσταση από τον εμβληματικό ναΐσκο του Δεξίλεω, αναπτύσσεται ένα πλάτωμα, στη συμβολή με τη «Νότια Οδό», με πέντε ταφικούς περιβόλους, γνωστό ως «γωνιακό άνδηρο». Στην προνομιακή αυτή θέση ‒μέσα σε έναν αιώνα περίπου (από τα μέσα του 4ου ως λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.)‒ είχαν ενταφιαστεί τουλάχιστον τρεις ηθοποιοί και ένας κωμικός ποιητής.
Ένας από αυτούς ήταν ο Μακαρεύς από τον δήμο των Λακιαδών (στην περιοχή όπου εκτείνεται ο σύγχρονος Βοτανικός, κατά μήκος της Ιεράς Οδού). Υπήρξε ταλαντούχος ηθοποιός της τραγωδίας, που «εάν η τύχη τον ευνοούσε και του επέτρεπε να ωριμάσει… θα είχαν βρει στο πρόσωπό του οι Έλληνες έναν μεγάλο καλλιτέχνη της τραγικής τέχνης», σύμφωνα με το επίγραμμα στη βάση του ταφικού ναΐσκου του. Ο μαρμάρινος ναΐσκος για τον Μακαρέα ανιδρύθηκε στο γωνιακό άνδηρο μετά το 338 π.Χ. και πριν ισχύσει στην Αθήνα η απαγόρευση των πολυτελών ταφών (το 317/307 π.Χ.). Ο χαμένος σήμερα οπισθότοιχος του ναΐσκου έφερε κάποια ‒σχετική με τον νεκρό‒ ζωγραφική παράσταση, όπως αντίστοιχα η επιτύμβια στήλη για τον επίσης ηθοποιό Αριστίωνα από την Τροιζήνα που «εξασκούσε την κωμική τέχνη» ήταν διακοσμημένη με ένα γραπτό προσωπείο κωμωδίας. Ο Αριστίων επίσης χάθηκε πρὸ ὥρας… οὐκ εἰς γῆρας ἐλθών,[1] λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Ήταν σαράντα ετών και άτεκνος, όπως μας πληροφορεί το επίγραμμα κάτω από το προσωπείο.
Ορισμένα ευρήματα που σχετίζονται με την ταφή του Μακαρέως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, μέσα στην πώρινη σαρκοφάγο, μεταξύ άλλων σημαντικών κτερισμάτων, βρέθηκαν δύο μικρές λεκανίδες (αρ. ευρ. 10538, 10539) και μία μικρή πυξίδα με πώμα (αρ. ευρ. 10537 ‒ όλα εκτίθενται στην προθήκη αρ. 13 του Μουσείου του Κεραμεικού) που ανήκουν σε έναν τύπο αγγείου οικείο στην Κόρινθο και στη Βοιωτία. Η συνήθης χρήση τους ήταν ως κοσμηματοθήκες ή σκεύη καλλωπισμού που περιείχαν δισκία ψιμυθίου (πούδρας) και απαντώνται κατά κανόνα σε γυναικείες ταφές. Εν προκειμένω, οι δύο λεκανίδες περιείχαν δισκία λευκού και η πυξίδα δισκία ροζ ψιμυθίου με κύριο συστατικό, όπως έδειξαν οι φυσικοχημικές αναλύσεις,[2] τον ουδέτερο ανθρακικό μόλυβδο (γνωστό ως κερουσίτη, ή ψιμύθιο, ή λευκό του μολύβδου, ή στουπέτσι). Το ροζ χρώμα οφείλεται στην παρουσία μικρής ποσότητας κιννάβαρης (θειούχος υδράργυρος). Το ομοιόμορφο μέγεθος των δισκίων οφείλεται στη χρήση μήτρας, γεγονός που υποδεικνύει μια προτυποποιημένη διαδικασία παραγωγής και πώλησης, όπως καταγράφεται από αντίστοιχα ευρήματα εντός και εκτός Αθηνών.
Η μέθοδος παραγωγής των συγκεκριμένων χρωστικών ουσιών στην αρχαιότητα, η φαρμακευτική και η καλλυντική χρήση τους μνημονεύεται από αρκετούς αρχαίους και Λατίνους συγγραφείς, συχνά μάλιστα με τρόπο απαξιωτικό, τόσο για τη γυναικεία αυταρέσκεια όσο και σε (σπάνιες αναφορές σε) περιπτώσεις ανδρικής θηλυπρέπειας. Ωστόσο, παραμένει σχετικά μικρός ο αριθμός των διαφόρων σκευών που έχουν βρεθεί να περιέχουν ψιμύθιο, τόσο στην Αττική όσο και στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το πλήθος των αναφορών στις αρχαίες πηγές και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Τέλος, η τοξικότητα των συστατικών που περιέχουν οι χρωστικές για τον ανθρώπινο οργανισμό ‒ιδίως ο μόλυβδος‒, παρότι ήταν ήδη γνωστή στον Ιπποκράτη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο, δεδομένου ότι η συμπτωματολογία της οξείας δηλητηρίασης από μόλυβδο περιγράφεται για πρώτη φορά στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., ενώ της χρόνιας τον 7ο αι. μ.Χ.
Συμπερασματικά, το εύρημα από τον τάφο του ηθοποιού Μακαρέα στον Κεραμεικό χαρακτηρίζεται μοναδικό, διότι, αντίθετα με τα παράλληλά του, σχετίζεται με μια ανδρική ταφή και στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό περιβάλλον μπορεί να ερμηνευτεί πειστικά ως βοήθημα κατά τη μίμηση γυναικείων ρόλων παρά ως μέσο καλλωπισμού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην αρχαία τραγωδία οι ακόλουθοι του Θέσπιδος ερμήνευαν τους ανδρικούς και τους γυναικείους ρόλους φορώντας μάσκες (έχουν βρεθεί ομοιώματα μασκών στον Κεραμεικό, καθώς και μικρά ειδώλια μασκοφόρων ηθοποιών από τερακότα) και επιπλέον μακριά, χειριδωτά ενδύματα και υποδήματα (κοθόρνους), τα χέρια θα απέμεναν τα μόνα ορατά, γυμνά μέρη που θα έπρεπε να αλλάξουν χρώμα για να παρασταθούν οι γυναικείοι ρόλοι, χρησιμοποιώντας όμως επικίνδυνη χρωστική ουσία. Είναι γνωστό ότι η λευκή επιδερμίδα θνητών και αθάνατων γυναικών υμνείται ήδη στα ομηρικά έπη, ενώ η γυμνή γυναικεία σάρκα αποδίδεται κατά σύμβαση με λευκό επίθετο χρώμα στην αγγειογραφία και σε τερακότες γυναικών και ηθοποιών που παριστάνουν γυναίκες ως την Ύστερη Αρχαιότητα.
Ίσως για τον Μακαρέα, και πιθανόν και για άλλους ηθοποιούς του καιρού του, η αγάπη για την υποκριτική τέχνη να απέβη μοιραία…
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
T. Katsaros, I. Liritzis, N. Laskaris, «Identification of Theophrastus’ pigments egyptios yanos and psimythion from archaeological excavations». ArcheoSciences 34 (2010), 69-80. Online στο: https://doi.org/10.4000/archeosciences.2632.
W. Kovacsovics, Kerameikos XIV: Die Eckterrasse an der Gräberstraße des Kerameikos. Berlin, New York, 1990.
Ε. Μπάνου και Λ. Μπουρνιάς, Κεραμεικός. Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Αθήνα 2014, 240.
E. Photos-Jones, P. Bots, E. Oikonomou, A. Hamilton, C.W. Knapp, On metal and spoiled wine: psimythion (synthetic cerussite) making and the modelling of gas-metal reactions within a Greek pot (5th-4th c BC). (Yπό δημοσίευση. Ευχαριστούμε θερμά τη δρα Ε. Οικονόμου για την επισήμανση της δημοσίευσης).
F.P. Retief και L. Cilliers, «Lead poisoning in ancient Rome». Acta Theologica 7 (2015), 147-164. Online στο: http://journals.ufs.ac.za/index.php/at/article/view/2086.
J. Stroszeck, Der Kerameikos in Athen, Geschichte, Bauten und Denkmäler im archäologischen Park. Bibliopolis, Αθήνα 2014, και στα ελληνικά: Ο Κεραμεικός των Αθηνών. Ιστορία και Μνημεία εντός του αρχαιολογικού χώρου, 2017.
Ελένη Σπ. Μπάνου
Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών Αρχαιολόγος, PhD
Λεωνίδας Κ. Μπουρνιάς
Υπεύθυνος του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Κεραμεικού Αρχαιολόγος, MPhil.
Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού
Το Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού στεγάζει εκθέματα, σχεδόν αποκλειστικά ταφικού χαρακτήρα, που προέρχονται από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, εκτάσεως 38.500 τ.μ. Το μουσείο βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο και η πρόσβασή του γίνεται από στον πεζόδρομο της οδού Ερμού (Ερμού 148), πλησίον της οδού Πειραιώς. Πρόκειται για ένα λιτό ισόγειο τετράγωνο κτήριο, η πρόσοψη του οποίου πλαισιώνεται από στεγασμένη εξωτερική στοά, σχήματος Γ. Εσωτερικά υπάρχουν τέσσερις εκθεσιακοί χώροι που περιβάλλουν το στεγασμένο αίθριο, διαμορφωμένο με ελιές και δάφνες ως μικρός εσωτερικός κήπος. Στον πρώτο χώρο και το αίθριο φιλοξενούνται τα έργα της γλυπτικής, που καλύπτουν όλες τις εποχές της αρχαιότητας, ενώ στις υπόλοιπες τρεις αίθουσες εκτίθεται κεραμική και άλλα ευρήματα που προέρχονται κυρίως, από την νεκρόπολη του Κεραμεικού.
[1] ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ Περὶ πένθους, 13.
[2] Ανάλυση από τους Éléonore Welcomm, Philippe Walter και Georges Tsoucaris στο Centre de Recherche et de Restauration des Musées de France.
***
Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο οι ηθοποιοί ονομάζονταν υποκριτές. Πρώτος υποκριτής και ο πρώτος που εισήγαγε αυτήν την καινοτομία η οποία προκάλεσε τη γέννηση της τραγωδίας και του θεάτρου γενικότερα, θεωρείται ο Θέσπις, όταν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών αφιερωμένων στον Διόνυσο διέκοψε τον διθύραμβο του χορού και αποκρίθηκε σε πεζό λόγο. Αρχικά υπήρχε μόνο ένας υποκριτής, που συνδιαλεγόταν με τον Χορό και στη συνέχεια, με την εξέλιξη του αρχαίου δράματος, ο Αισχύλος προσέθεσε έναν δεύτερο και ο Σοφοκλής τον τρίτο. Κατά την αρχαιότητα οι ρόλοι ερμηνεύονταν με χρήση μάσκας και αποκλειστικά από άνδρες, παράδοση η οποία ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα.
***
Στην αρχαιότητα μια πειστική ομιλία ενός ρήτορα δεν εξαρτιόταν μόνον από το περιεχόμενο, αλλά και από την εκφορά του. Γι’ αυτό, σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία των ομιλητών έπαιξαν και οι άνθρωποι του θεάτρου. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πως οι μεγαλύτεροι ρήτορες εξασκούνταν με διακεκριμένους ηθοποιούς για δασκάλους. Λέγεται πως ο Δημοσθένης μυήθηκε στη δημόσια ομιλία από τον ηθοποιό Ανδρόνικο ή, κατά άλλους, από τον Πώλο, τον μεγαλύτερο της αρχαιότητας. Από την άλλη, είναι γνωστό πως ορισμένοι ηθοποιοί -με γνωστότερο τον Αισχίνη- ακολούθησαν πολιτική σταδιοδρομία, και μάλιστα με επιτυχία, κεφαλαιοποιώντας στον πολιτικό στίβο την άνεση που είχαν αποκτήσει στη σκηνή.
Αυτές οι πρακτικές δεν έμειναν ασχολίαστες από τον πνευματικό κόσμο. Ο Πλάτων στον Φαίδρο και στον Γοργία αποδοκίμασε όσους επεξεργάζονταν γραπτώς τους λόγους τους, υποστηρίζοντας πως η σύνδεση της ρητορικής με τη σοφιστική την απομάκρυνε από την αλήθεια, δίνοντας έμφαση στην πειθώ και την αληθοφάνεια. Και ο σοφιστής Αλκιδάμας, υπερασπιζόμενος την αξία του προφορικού λόγου και του ρητορικού αυτοσχεδιασμού, έγραψε ένα έργο με τίτλο «Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή περί σοφιστών».
Μα η καθαρότητα αυτών των θέσεων, των βασισμένων στην αλήθεια, δεν έβρισκε πάντοτε πρόσφορο έδαφος στον κόσμο. Φαίνεται πως στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., η καθεστυκυία άποψη είχε απομακρυνθεί σημαντικά από το Ομηρικό ιδεώδες του άνδρα που έπρεπε να είναι «μύθων τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ», να διαπρέπει δηλαδή με τον λόγο στην αγορά όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο (Ιλιάς I, 443). Αυτό μαρτυρούν τα Αριστοφανικά έργα που σατιρίζουν την αμορφωσιά και την ανηθικότητα των δημαγωγών που παρασύρουν τον Δήμο και πασχίζουν να τον κάνουν όργανό τους με κολακείες και υποσχέσεις (βλ. ενδεικτικά Ιππής 730-1253). Στο ίδιο παραπέμπουν και άλλες πηγές που μαρτυρούν πως οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για να δημαγωγούν στις συνελεύσεις και να στρεψοδικούν στα δικαστήρια.
***
Κατά βάση η ερμηνεία των ρόλων ανήκε σε επαγγελματίες ηθοποιούς· πολλών μάλιστα γνωρίζουμε και τα ονόματα, όπως του Θεοδώρου, πρωταγωνιστή της Αντιγόνης, ή του γνωστού ρήτορα Αισχίνη.
Κατά την παράσταση η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη σκευή (ενδυμασία). Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (ἀγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα.
Φορούσαν ακόμη οι ηθοποιοί υψηλά υποδήματα που αργότερα ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα, κάτω από τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο.
Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τους θεατές πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων έπειτα ο θεατής, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν και υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλόπρεπη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική των ηθοποιών στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα γυναίκες ηθοποιοί δεν υπήρχαν. Τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με τη συνοδεία ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Τα λυρικά μέρη του δράματος τα τραγουδούσε ο χορός.
- Πηγές πληροφοριών: M. Hulot, LiFO, anaskafi.blogspot.com, www.huffingtonpost.gr, ebooks.edu.gr
∼
- Αρχική εικόνα: Πυξίδα με πώμα και δισκία ροζ χρωστικής (ψιμύθιο) στο εσωτερικό. Αρ. ευρ.: 10537. Φωτογραφία: Σ. Μαυρομμάτης.