30.6 C
Athens
Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Σοφία Σεϊρλή: Το θέατρο θέλει αφοσίωση, θυσία και αγάπη…

Του Παναγιώτη Μήλα

«Η Σοφία Σεϊρλή μας έδωσε τις ζωντανές και πλούσιες εικόνες του «Σεληνόφωτος» και την ψυχολογική φόρτιση. Μας έδωσε επίσης το γεμάτο φωνές της ζωής και της συνείδησης χαρακτήρα μιας γυναίκας που νιώθει και εκφράζεται και υποφέρει με αξιοπρέπεια».
Αυτό είχε γράψει, τον Νοέμβριο του 2016 η Ειρήνη Αϊβαλιώτου στο catisart για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», του Γιάννη Ρίτσου, που μας δίδαξε σε μια απέριττη και μαγευτική παράσταση η Σοφία Σεϊρλή με τη σύμπραξη της νεαρής ηθοποιού Ιώβης Φραγκάτου που έπαιξε και πιάνο.

-Το 1991, γράφτηκαν ύμνοι για τον μονόλογο που ερμήνευσε στις «Δύσκολες Νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα, στο Θέατρο «Αμόρε».

-Το ίδιο συνέβη και το 2011 για τον ίδιο μονόλογο στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου.

-Τον Δεκέμβριο του 2017 για «Το χελιδόνι» του Γκιλιέμ Κλούα, σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη Μαυρογεωργίου είχα γράψει στο Catisart:

«Πρωταγωνίστρια η Σοφία Σεϊρλή, ως Αμέλια. Εδώ τι να πω; Ούτε ο Μπαμπινιώτης δεν με σώζει: Δυναμική, γοητευτική, θαρραλέα, ρομαντική, ικανή, θελκτική, με τακτ, επιδέξια, μυστηριώδης, χαρούμενη, αισιόδοξη, ορμητική, επιβλητική, σεμνή. Της πρέπουν κι άλλα. Σίγουρα το πρώτο που σκέφτηκα με το που έσβησαν τα φώτα ήταν πως της αξίζει ένα βραβείο ερμηνείας».

Θυμήθηκα όλες αυτές τις αναφορές πηγαίνοντας να συναντήσω την κυρία Σοφία Σεϊρλή για μια συνέντευξη.

Όταν όμως βρέθηκα απέναντι στην ηθοποιό σκέφτηκα πως θα ήταν μοναδική ευκαιρία και για το catisart – αλλά και για μένα – αν αντί για συνέντευξη ζήσουμε μια διαφορετική εμπειρία μαζί της…

Ας «ακούσουμε» λοιπόν την κυρία Σεϊρλή σε έναν εντελώς διαφορετικό μονόλογο ο οποίος στηρίζεται σε 7+1 ρήματα με πρώτο συνθετικό την πρόθεση ΣΥΝ…

***

ΣΥΝΔΕΩ…

Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια. Παππούδες και γιαγιάδες με καταγωγή από τη Σάμο συναντήθηκαν και στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Ο πατέρας μου έβλεπε τη μαμά μου μικρούλα, όταν ερχόταν τα καλοκαίρια οικογενειακώς στο νησί από την Αίγυπτο. Την ερωτεύτηκε και παντρευτήκανε. Την περίμενε να τελειώσει και το σχολείο γιατί ήταν πολύ μικρή. Έτσι γεννήθηκα στην Αίγυπτο, έζησα εκεί τα πρώτα μου χρόνια και ήρθα μόνιμα στην Ελλάδα από τα τέσσερα, πέντε χρόνια μου.
Ζήσαμε στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Στη θάλασσα. Εγώ με τη θάλασσα από τότε έχω πολύ μεγάλη λατρεία. Με ξεκουράζει, είτε τη βλέπω, είτε ακόμα περισσότερο όταν μπω για κολύμπι. Το στοιχείο της θάλασσας έχει μπει μέσα μου.
Στα δεκαπέντε μου περίπου, ανεβήκαμε στην Αθήνα. Όμορφη ζωή, πολλές αναμνήσεις. Κανείς από την οικογένεια δεν είχε κάποια σχέση με τον χώρο των τεχνών. Δεν με επηρέασε κάποιος. Τους άρεσε βέβαια και το θέατρο και όλα τα άλλα. Μόνο αυτό…
Παρ’ όλα αυτά εγώ ασχολήθηκα με το θέατρο και η αδελφή μου η Μάρω έγινε πολύ σπουδαία ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Επίσης η ανιψιά μου, η κόρη της αδελφής μου, είναι εξαιρετική δασκάλα στο πιάνο.
Η δεύτερη και η τρίτη γενιά της οικογένειας ασχολήθηκε με τις Τέχνες. Βέβαια ο μπαμπάς μου στην αρχή δεν ήταν και πολύ ευτυχής για λόγους πρακτικούς. Δεν με άφησε αμέσως να σπουδάσω σε Δραματική Σχολή. Έκανα λίγο καιρό υπομονή. Είχα πάει στο Λονδίνο δύο χρόνια και μετά πήρα τη μεγάλη απόφαση: Είπα τέρμα. Θα πάω…
Βέβαια εκείνος προσπαθούσε να με αποτρέψει λέγοντας πως θα αρρωστήσει και άλλα παρόμοια, όμως τελικά το δέχτηκε και μετά ήταν πολύ περήφανος.
Το ίδιο έκανε και με την αδελφή μου, που την προόριζε για αρχιτέκτονα. Κι εκείνη όμως τελικά έκανε αυτό που ήθελε. Μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Φυσικά ο πατέρας μου δεν κράτησε αυτή τη στάση από παραξενιά. Φοβότανε μήπως και δεν θα τα βγάλουμε πέρα, οικονομικά. Ασφαλώς, σαν πατέρας, είχε δίκιο…

***

Έτσι άνοιξε για μένα ο δρόμος για τη Δραματική Σχολή. Εκείνη την εποχή ήτανε οι Σχολές του Εθνικού, του Θεάτρου Τέχνης και του Πέλου Κατσέλη. Έδωσα στις δύο πρώτες. Πέτυχα και στις δύο. Γνωστοί και φίλοι όμως με συμβούλευσαν να πάω στο Εθνικό όπου είχα μπει και πρώτη.
Δεν ξέρω ακόμη, αν έκανα καλά και αν έπρεπε να ‘χα πάει στο Τέχνης. Ίσως άλλη καριέρα θα είχα, ίσως άλλο δρόμο… Πάντως αν και στο Τέχνης προτιμούν πάντα τους δικούς τους αποφοίτους εγώ είχα την τύχη να παίξω εκεί δύο φορές: Το 2007 στο «Νόρντοστ» του Μπούχσταϊνερ Τόρστεν σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου και το 2011 στο «Ανώνυμη Αγία ή μια κοινότατη ιστορία» του Γιάννη Ρίτσου, σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Και τις δύο φορές στο ιστορικό Υπόγειο.
Όπως βλέπετε με την πορεία μου ΣΥΝΔΕΩ την Αίγυπτο με την Ελλάδα, την οικογένειά μου με τις Τέχνες, το «Εθνικό με το «Τέχνης»…

ΣΥΝΑΝΤΩ…

Αυτό το ρήμα, το ΣΥΝΑΝΤΩ, με αναγκάζει να σταθώ στα χρόνια του Γυμνασίου – στο ΣΤ’ Θηλέων Κυψέλης, Επτανήσου 40 – και στον φιλόλογό μας, στον κύριο Ντόκα. Μας δίδασκε Αρχαία και Νέα Ελληνικά. Με επηρέασε πάρα πολύ. Με έμαθε πώς να αγαπήσω την ποίηση, τους ποιητές και το έργο τους.

Βέβαια όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να απαγγέλλω ποιήματα. Αυτό όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στο σπίτι. Με βάζανε και κάθονταν όλοι γύρω γύρω. Οι θείοι και οι θείες έκλαιγαν ακούγοντάς με να απαγγέλλω διάφορα συγκινητικά ποιήματα. Τέλος πάντων…
Ο καθηγητής μου λοιπόν κατάλαβε πως έχω μια κάποια κλίση προς τον καλλιτεχνικό δρόμο τον οποίο τελικά ακολούθησα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο μάθημά του, έφευγε από την έδρα, καθότανε σε κάποιο θρανίο και μου παραχωρούσε τη θέση του για να απαγγείλω.

Μάλιστα όταν έμαθε πως υπήρχαν διαφωνίες με την επιλογή μου για τη Δραματική Σχολή είχε έρθει στο σπίτι μας και είπε στον πατέρα μου: «Κάνετε έγκλημα, κύριε Σεϊρλή»… και τα λοιπά και τα λοιπά.
Θυμάμαι πως όταν τελικά πήγα στη Σχολή, έσπευσα να τον ενημερώσω μιας και ήταν ο πρώτος και ο μόνος που από την αρχή με κατάλαβε, με πίστεψε και με παρότρυνε να συνεχίσω. Του το είπα, ότι τώρα τελικά πηγαίνω, επειδή ήταν ο πρώτος που με κατάλαβε και που με πίστεψε.

Από εκείνη την εποχή θυμάμαι και τη μεγάλη εκδρομή την τελευταία χρονιά. Είχαμε πάει στη Ζάκυνθο και τρώγαμε ένα βράδυ, όλη η τάξη και οι καθηγητές. Πέρασε τότε μια χορωδία που τραγουδούσε την «Ξανθούλα» του Σολωμού σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου παίζοντας με κιθάρες και μαντολίνα. Ο φιλόλογος τότε μου ζήτησε να απαγγείλω την «Ξανθούλα». Κανονική παράσταση. Μεγάλο χειροκρότημα…

Για το ρήμα ΣΥΝΑΝΤΩ θα κάνω στάση για να τιμήσω και τους καθηγητές μου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Ήταν άνθρωποι που με επηρέασαν, με έμαθαν να δουλεύω σκληρά και να αγαπώ το Θέατρο: Ο Στέλιος Βόκοβιτς, ο Νίκος Τζόγιας, η Ελένη Χατζηαργύρη, ο Στρατής Καρράς…
Όμως αυτή που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η Μαρία Χορς. Με έμαθε για τον χώρο που καταλαμβάνω όταν υπάρχω πάνω στην σκηνή. Με έμαθε για τη σχέση που έχει το σώμα μου με τον χώρο, το χέρι μου με τον χώρο, το κεφάλι μου… Αυτό που με δίδαξε – και το συναντώ ακόμη και σήμερα – δεν είναι μόνο η κίνηση αλλά και η όλη μου παρουσία πάνω στη σκηνή.
Άλλη μια δασκάλα που πάντα θυμάμαι είναι η Μαίρη Αρώνη, που την είχαμε στο τελευταίο έτος. Στην αρχή εγώ δεν την ήθελα καθόλου, γιατί μου φαινόταν πολύ αυστηρή… Όμως εκείνη κατάλαβε τον δισταγμό μου και φρόντισε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Μου είπε πως κατάλαβε ότι έχω πολύ το κωμικό στοιχείο. Απ’ αυτήν έμαθα πώς να χειρίζομαι την ατάκα. Πώς να αντιδρώ στη σωστή στιγμή με τον σωστό τρόπο. Μου έμαθε αυτό που σήμερα το λέμε …timing.
Βέβαια σήμερα οι διδασκαλίες στις Σχολές έχουν προχωρήσει πάρα πολύ. Τότε ήταν πολύ πιο ακαδημαϊκά τα πράγματα και έπρεπε εσύ σιγά σιγά να βρεις τον τρόπο σου και τη μέθοδο για να πλησιάσεις ένα κείμενο και να το κάνεις κτήμα σου. Τώρα, είναι λίγο πιο συστηματικά τα μαθήματα. Οι νεότεροι καθηγητές ας πούμε προσφέρουν σημαντική βοήθεια στους σπουδαστές έτσι ώστε να συνεχίσουν με περισσότερη ευκολία την πορεία τους.

ΣΥΝΕΧΙΖΩ…

Όπως στο ξεκίνημά μου, έτσι και τώρα ΣΥΝΕΧΙΖΩ να επιλέγω στις δουλειές μου ο ποιητικός λόγος να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Πάντα με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει πολύ. Μάλιστα έχω κάνει μέσα στα χρόνια κάποια πράγματα που ήταν αλλά και θεωρήθηκαν πολύ καλά. Ένα από αυτά ήταν οι «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη. Ένας μονόλογος ο οποίος άρεσε πάρα πολύ και ακόμα μέχρι τώρα τον ζητούν… Ο λόγος της δεν ήταν ένας ρεαλιστικός λόγος. Είχε μια ποίηση…

Μετά επίσης έκανα την «Ομορφάσχημη» του Νίκου Καχτίτση. Έκανα ακόμη τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου. Έκανα αρκετές ποιητικές βραδιές, γιατί συνεργαζόμουν κάποτε με το «Μικρό Πολυτεχνείο» και τον Θράσο Καμινάκη. Κάναμε τότε μια βραδιά για το καλοκαίρι, για τη θάλασσα, τον έρωτα και το φεγγάρι με συνοδεία κιθάρας. Ήταν όλα μαγικά…

Βέβαια μπορεί να υπάρχει η άποψη ότι η ποίηση είναι λίγο μακριά από τις συνήθειες του Έλληνα αναγνώστη, παρόλο που δεν θα έπρεπε γιατί οι ποιητές μας είναι μεγάλοι. Είναι πολύ σπουδαίοι, καταπληκτικοί. Αυτό το έβλεπα και στους μαθητές μου σε δραματικές Σχολές. Καταλάβαινα ότι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον ποιητικό λόγο ο οποίος όμως δεν παύει να είναι πάρα πολύ ζωντανός και πάρα πολύ άμεσος.

Ο λόγος αυτός μπορεί να μεταφέρει τις εικόνες και το αίσθημα, όχι το συναίσθημα… Κάθε λέξη είναι ένας θησαυρός επειδή την έχει επιλέξει ο ποιητής με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Είμαι σίγουρη ότι πολλοί ακροατές και μαθητές μου έχουν έρθει πιο κοντά στον ποιητικό λόγο ύστερα από αυτές τις βραδιές και τα μαθήματα.

ΣΥΝΘΕΤΩ…

Τώρα που μίλησα για εικόνες θυμήθηκα και τον κινηματογράφο. Αυτή η Τέχνη έχει μεγάλη σχέση με το Θέατρο. Έχει όμως και μεγάλες διαφορές. Μια από αυτές είναι το ότι σε μια ταινία μπορεί να είναι εξαιρετικός και κάποιος που δεν έχει ξαναπαίξει ποτέ του. Διότι ο σκηνοθέτης πλάνο, πλάνο, το οποίο επαναλαμβάνει και επαναλαμβάνει, θα του κλέψει το καλύτερο και έτσι θα τελειώσει. Ενώ στο θέατρο επαναλαμβάνεσαι κάθε νύχτα και πρέπει να είναι σαν να μην είναι, σαν να είναι τώρα. Σαν να μην έχει ξαναγίνει μια παράσταση, ένα κείμενο, ένας ρόλος. Αυτή είναι τεράστια διαφορά.

Και φυσικά όλα αυτά ζωντανά χωρίς περιθώρια για επανάληψη έτσι ώστε να το πεις πιο σωστά. Δηλαδή, στο Θέατρο αυτή η επανάληψη πρέπει να είναι κάθε φορά ζωντανή και άμεση και να έχει σχέση με το κοινό σου, το οποίο αλλάζει κάθε φορά. Έτσι δεν είναι; Μια μέρα λες: «Α, τι ωραίο κοινό» και μια μέρα λες: «Βρε παιδί μου, περίεργο απόψε το κοινό». Αυτό το διαφορετικό κοινό σε επηρεάζει αλλά κι εσύ πρέπει να τους επηρεάσεις επειδή υπάρχει μια ζωντανή σχέση πάνω στη σκηνή. Εντελώς διαφορετική με αυτή μέσω της κάμερας του σκηνοθέτη.

Αλλά, θέλω ακόμη να πω, και το επαναλαμβάνω, πως ένας ερασιτέχνης μπορεί μια χαρά να κάνει καταπληκτική ερμηνεία. Μάλιστα αν έχει και φωτογένεια – που αυτό το έχεις ή δεν το έχεις – τότε όλα είναι σχετικά πιο εύκολα. Ενώ στο θέατρο; Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Ασφαλώς πρέπει να έχεις μια παρουσία, αλλά δεν αρκεί. Στο θέατρο πρέπει «να σε θέλει η σκηνή». Όπως και στο σινεμά «να σε θέλει ο φακός».

Υπάρχουν πρόσωπα, που «δεν γράφουν καθόλου». Θυμάμαι στην τελευταία τάξη του Εθνικού, που ο διευθυντής μας, ο Αλέξης Διαμαντόπουλος, έλεγε: «Αυτή ναι, αυτή όχι, αυτή»…

Τον ρώτησα λοιπόν: «Τι σημαίνει αυτή ναι, αυτός όχι»;

Μου απάντησε λοιπόν: «Αυτό σημαίνει πώς… γράφεις πάνω στη σκηνή. Αν η σκηνή σε θέλει ή όχι»…
-Πρώτη φορά την είχα ακούσει αυτή τη φράση. Το πώς γράφεις. Το αν σε θέλει η σκηνή ή δεν σε θέλει. Αυτός είχε την εμπειρία στο μάτι και μπορούσε να εντοπίσει και το παραμικρό ψεγάδι.

***

ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΩ…

Το θέατρο είναι ένα τεράστιο πολύπλοκο και πολυσύνθετο παζλ. Το θέατρο είναι ένα σύνολο, είναι μια ομαδική δουλειά. Μόνο αν στο σύνολο ο ένας έχει συνδεθεί με τον άλλο, μόνο τότε θα βγει εξαιρετικό αποτέλεσμα. Δηλαδή πρέπει ο σκηνοθέτης να έχει καταπληκτική συνεργασία με τον ενδυματολόγο, με τον σκηνογράφο, με τον μουσικό, με τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί να συνεργάζονται αρμονικά και αναμεταξύ τους και με τον σκηνοθέτη. Αν συμβαίνουν όλα αυτά τότε θα υπάρξει μια ευτυχής στιγμή για όλους. Αποτέλεσμα θα είναι μια ιδανική παράσταση που όλοι μαζί την έχουν φτιάξει. Ο καθένας στον τομέα του, στο δικό του κομμάτι. Θα είναι μια αξιοπρεπής δουλειά που δεν κοίταξε ο ένας να βγει πιο μπροστά από τον άλλο. Που ο ένας ήταν για τον άλλον. Αυτό είναι για μένα. Είμαι υπέρ αυτής της ομαδικής δουλειάς.
Τώρα, η ομαδική δουλειά με την έννοια που όλοι μαζί μιλάμε, όλοι μαζί σκηνοθετούμε, δεν έχει τελικά παρόμοιο αποτέλεσμα.
Πολύ σπάνια συμβαίνει κάτι καλό κάτω από αυτές τις συνθήκες… Κι εγώ σε μια τέτοια ομάδα, ξεκίνησα, στο «Ελεύθερο Θέατρο». Εντάξει; Που μετά έγινε «Ελεύθερη Σκηνή». Που δεν ήταν όπως στο ξεκίνημα. Μετά υπήρχε και σκηνοθέτης και κείμενα και όλα… Η πρώτη περίοδος, τότε που ήταν ομάδα, τότε που μαζί γράφανε, τότε που είχε λόγο ο καθένας, αυτή η περίοδος κάποια στιγμή σταμάτησε. Είναι δύσκολη αυτή η συμβίωση και στην Ελλάδα ακόμα πιο δύσκολη. Δεν ξέρω τι συμβαίνει έξω… Εδώ ο καθένας θέλει τον εαυτό του. Το «εγώ» του είναι πολύ ανεπτυγμένο.
Όμως θέλω να υπογραμμίσω ότι ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΩ την ομαδική δουλειά, έτσι όπως την περιέγραψα στην αρχή. «Ναι», είμαι υπέρ αυτής της Σχολής και υπέρ αυτής της διάθεσης…

ΣΥΝΙΣΤΩ

Σε γενικές γραμμές δεν είμαι υπέρ των συμβουλών. Αποφεύγω να λέω: «Παιδί μου κάνε αυτό και κάνε εκείνο»… Πιστεύω ότι ο καθένας έχει ένα προσωπικό τρόπο για να συνδεθεί με αυτό που λέγεται υποκριτική. Αυτό που λέω εγώ, είναι ότι πρέπει να θέλεις πάρα πολύ, να αγαπάς πάρα πολύ. Να μην μπορείς παρά να κάνεις μόνο αυτό.
Ο δρόμος είναι ανηφορικός και δύσβατος. Κυρίως τα τελευταία χρόνια που όλα είναι ακόμα χειρότερα. Τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα. Που δεν υπάρχουν λεφτά, που δεν… που δεν… που δεν… Κρίση δηλαδή… Το λέω, γιατί θέλει τρομερή αφοσίωση και θυσία το θέατρο. Αυτές οι δύο λέξεις είναι το «άλφα» και το «ωμέγα». Θα πρέπει να είσαι ερωτευμένος με αυτή τη δουλειά. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να είσαι συνδεδεμένος, πρέπει να το ψάχνεις. Χρειάζεται θελημός, χρειάζεται γνώση. Χρειάζεται συνεχής ενημέρωση, τριβή και αναζήτηση πάνω σε αυτό που κάνεις.
Με τους νέους έχω πολύ καλή σχέση. Με τους νέους ηθοποιούς που βλέπουν τις παραστάσεις μου. Συνεργάζομαι με νέους, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και με σκηνοθέτες νεότερους μου και πολύ νεότερους μου συναδέλφους. Είμαι κατά κάποιον τρόπο «στρατιώτης» όπως, για παράδειγμα, τώρα στο «Χελιδόνι» που το σκηνοθετεί μια νέα, η Ελένη Γκασούκα. Είμαι «στρατιώτης» με την έννοια της αφοσίωσης, της προσήλωσης, της πειθαρχίας. Εδώ δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει.
Εντάξει με την Ελένη είχα συνεργαστεί άλλη μια φορά πριν. Με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου όμως πρώτη φορά. Ούτε τον ήξερα, ούτε με ήξερε. Όπως μου είπε αργότερα είχε ενδοιασμούς, όμως είχαμε αμέσως μια καταπληκτική σχέση. Εντάξει αυτό δεν σου συμβαίνει εύκολα και πάντα.
Μάλιστα αν πω ότι «εγώ έχω πιο πολλά χρόνια, έχω πιο μεγάλη εμπειρία» και «τι είναι αυτά που λες», τότε εκεί αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Τότε νομίζω ότι σταματάς και να προχωράς.
Όμως με τον Βασίλη είχαμε πολύ καλή επαφή στη σκηνή. Όλοι εκτός των άλλων, λέγανε: «Πω, πω, πω, τι ωραία χημεία μεταξύ σας»… ΣΥΝΙΣΤΩ λοιπόν να έχουμε όλοι καλή διάθεση για συνεργασία και πάθος για δουλειά.
Λοιπόν, αυτή είναι η συνταγή! Έτσι έρχονται και έτσι δημιουργούνται οι ευτυχισμένες στιγμές του θεάτρου. Οι μέρες τις οποίες απολαμβάνουν και οι θεατές οι οποίοι είναι τελικά και οι κερδισμένοι. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο πως «Το χελιδόνι» θα «πετάξει» φέτος για τρίτο χειμώνα.

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ

Μετά «Το Χελιδόνι» σειρά έχει μια «Βασίλισσα». Φέτος λοιπόν ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ με την Ελένη Σκότη στη «Βασίλισσα της ομορφιάς», το έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα.

Αυτό το έργο είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και αυτός είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Ίσως από τους πιο γερούς αγγλόφωνους, σίγουρα. Είναι ένα έργο που γράφτηκε και πρωτοπαίχτηκε, τη δεκαετία του ’90.

Στη «Βασίλισσα» κάνω μια πάρα, πάρα, πάρα πολύ κακιά γυναίκα. Δεν το έχω ξανακάνει. Τόσο κακιά γυναίκα. Τόσο χειριστική, τόσο μοχθηρή. Ύπουλη και τρελή. Όλα μαζί δηλαδή, μια κακομαθημένη και φοβισμένη μάνα. Μια μάνα που θέλει να την εξυπηρετεί η κόρη της. Μια μάνα που φοβάται τον θάνατο και το γήρας.

Αυτό λοιπόν το έργο έχει και μια επικαιρότητα, με την έννοια, ότι τώρα είναι πάλι ανοιχτό το θέμα της Αγγλίας με την Ιρλανδία. Μέσα από τη φοβερή σχέση μάνας και κόρης παρακολουθούμε και τη διαμάχη των δύο λαών και περιμένουμε την εξέλιξη αυτής της θανατερής σχέσης. Βεβαίως είναι γραμμένο στη δεκαετία του ’90 οπότε αφορά την εποχή εκείνη…

***

ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ…

Σας είπα για τη «Βασίλισσα» και την κυρία Μαγκ Φόλαν. Σας είπα για την Αμέλια στο «Χελιδόνι», για τη Μαρία Χορς, τη Μαίρη Αρώνη και τη Μέλπω Αξιώτη. Ώρα είναι να σας πω και τη «Μιτσούκο», τη φοβερή μου γάτα.
Έζησα μαζί της δώδεκα χρόνια. Την έχασα το 1999. Ήτανε πολύ μεγάλη συντροφιά. Τη βλέπω ακόμα στον ύπνο μου. Ένα φοβερό γατί. Πανέξυπνο. Τρομερό. Χοντρό. Ήταν εννιά κιλά… «Πρόβατο», όπως έλεγε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, όταν την είχε δει. Είχαμε τρομερή σχέση. Πόνεσα τόσο πολύ, πρώτον και δεύτερον ήταν τόσο μεγάλο το δέσιμό μου μαζί της.
Πόναγε όμως και η «Μιτσούκο» όταν έλειπα. Το γατί αυτό έπασχε λόγω της απουσίας μου μιας και υπήρχανε μέρες που έπρεπε να λείπω από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Το ωράριό μου σήμερα δεν μου επιτρέπει να ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ με κάποια άλλη γατούλα. Δεν ξέρω… Αργότερα ίσως να το ξανακάνω…

***

Ο μονόλογος της κυρίας Σοφίας Σεϊρλή ολοκληρώθηκε εδώ. Ήταν απόλαυση. Ήταν μάθημα. Ήταν κατάθεση ψυχής. Την ευχαριστούμε…

***

Πού μπορούμε να δούμε τη Σοφία Σεϊρλή

***

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ

Του Μάρτιν ΜακΝτόνα
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Ερμηνεύουν:
Σοφία Σεϊρλή, Αγορίτσα Οικονόμου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Γιώργος Κατσής.
Στο «Σύγχρονο Θέατρο»

«Η Βασίλισσα της Ομορφιάς» φέτος στο «Σύγχρονο Θέατρο»

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ «ΚΛΙΚ»

*Πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης την 3η Οκτωβρίου 2019 με αφορμή την «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2019, στο θέατρο «Επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη με συμπαίκτες την Αγορίτσα Οικονόμου, τον Αντώνη Τσιοτσόπουλο και τον Γιώργο Κατσή.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
705ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -