Του Παναγιώτη Μήλα
Πάντα για τα δύσκολα χρειαζόμαστε κάποιον να εμπνέει και να εμπνέεται, να σχεδιάζει, να οργανώνει, να κατευθύνει, να παρακολουθεί αν όλα γίνονται σωστά και να εκτελεί. Αν έχει έστω και μόνο μία από τις παραπάνω ιδιότητες ο άνθρωπος αυτός θεωρείται ικανός για να δώσει πνοή σε κάθε νέο ξεκίνημα.
Ασφαλώς δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιος πολλά ηγετικά προσόντα. Και μόνον η ήρεμη δύναμη και η θετική ενέργεια πολλές φορές αρκούν για να δώσουν ώθηση.
Οπωσδήποτε η «πρώτη γραμμή» δεν είναι από τις ιδανικές θέσεις για αυτά τα πρόσωπα. Πολλές φορές και από τα «μετόπισθεν» ξέρουν να εμπνέουν και να ενδυναμώνουν. Ξέρουν ακόμα να κάνουν τις όποιες διορθωτικές κινήσεις ώστε όλοι να ακολουθήσουν τη δύσκολη ανοδική πορεία και να φτάσουν με επιτυχία στον τελικό στόχο.
***
Η Σμαράγδα Σμυρναίου έχει πολλά από τα παραπάνω στοιχεία. Πάντα είναι «εμπρός στον αγώνα» έχοντας «φλόγα στην ψυχή». Μπορεί να είναι λεπτή σαν κλαράκι αλλά κανένας άνεμος δεν τη λύγισε ποτέ. Μπορεί να είναι σαν μικρός μίσχος αλλά έχει τεράστια δύναμη για να δίνει ζωή στα φύλλα, στα άνθη και στους καρπούς…
***
Η Σμαράγδα Σμυρναίου είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν την τόλμη τους από την αρχή της ζωής του. Είναι από τους ηθοποιούς που αναζήτησαν και διεκδίκησαν το καινούργιο. Απέφυγε τα εύκολα. Προτίμησε τα δύσκολα και έστελνε πάντα «περήφανο χαιρετισμό»…
***
Στο… νεκρό σήμερα Άλσος Παγκρατίου μάς χάρισε το 1973 μοναδικές στιγμές ζωής στο «Κι εσύ χτενίζεσαι», με το «Ελεύθερο Θέατρο» δίπλα στον Σταμάτη Φασουλή, την Άννα Παναγιωτοπούλου, την Υβόννη Μαλτέζου, τον Κώστα Αρζόγλου, τον Ντίνο Λύρα, τον Γιώργο Σαμπάνη και τον Νίκο Σκυλοδήμο.
Το ίδιο έκανε και ένα χρόνο μετά στο «Μια ζωή Γκόλφω», πάλι με το «Ελεύθερο Θέατρο» στο οποίο συμμετείχε και ο Γιώργος Κοτανίδης και ο Μηνάς Χατζησάββας.
***
Στα προσόντα της δεν είναι μόνο ο νεανικός ενθουσιασμός, είναι και όλα όσα είπα πιο πάνω στον πρόλογο.
Λογικό λοιπόν το 1982 όταν η «Σκηνή» έκανε τα πρώτα της βήματα να είναι μεταξύ των ιδρυτών της δίπλα στον Τίτο Πατρίκιο, τη Ράνια Οικονομίδου, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Τάσο Μπαντή, την Ελένη Καραΐνδρου, την Άννα Κοκκίνου και τον Δημήτρη Καταλειφό.
***
Αν και τα χρόνια περνούν, εντούτοις η «φλόγα στην ψυχή» έχει δυναμώσει.
Το 2019 για τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», στο Θέατρο Τέχνης, διαβάζω στο catisart.gr:
«Η Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της μοχθηρής και χαιρέκακης Γιαγιάς ήταν σημαντική για την παράσταση με την ευθύβολη ερμηνεία της».
Ενώ στη σεζόν 2019 – 2020 για το «Πριν την αποχώρηση», στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, διαβάζω πάλι στο catisart.gr:
«Η ευαίσθητη Σμαράγδα Σμυρναίου, μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς μας σήμερα, είναι συναρπαστική ως Κλάρα».
***
Όλα τα παραπάνω είναι μηδαμινά μπροστά σε μια συνομιλία πρόσωπο με πρόσωπο στο φιλόξενο σπίτι της. Μια συζήτηση – απόλαυση και οπωσδήποτε μια κατάθεση ψυχής που πολλοί μαθητές δραματικών σχολών – εφόσον την παρακολουθούσαν – θα καμάρωναν αν είχαν τη Σμαράγδα Σμυρναίου δασκάλα τους…
***
ΑΝΑΠΟΛΩ
*Είμαι παιδί Μικρασιατών. Γεννήθηκα στη Νέα Ιωνία Αττικής, στην Ελευθεροπούλη, που ήταν μία προσφυγική γειτονιά. Ο πατέρας μου, ο Γαληνός Κιοσόγλου, ήρθε με την Καταστροφή το ’22 τριών χρονών ορφανός από πατέρα και μητέρα με τρεις μεγαλύτερες αδελφές.
Μεγάλωσε στο Εμπειρίκειο Ορφανοτροφείο. Οι αδελφές του παντρευτήκανε. Η μία ήταν ποιήτρια, η άλλη ήταν η μητέρα του ζωγράφου και σκηνογράφου Βασίλη Βασιλειάδη του πρώτου μου ξαδέλφου. Η τρίτη ήταν η «θεία Ακρόπολις» έτσι τη λέγαμε. Είχε ένα φοβερό χιούμορ, με ματάκια που πάντα γελάγανε πονηρά, με μια διάθεση ζωής και ζωντάνιας φοβερής. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που στα παιδικά μου μάτια ήταν όλα γλυκά και όμορφα, παρ’ όλες τις δύσκολες μέρες. Όμως πήρα μία ζεστασιά από όλη αυτή τη γειτονιά. Το ένα σπίτι βοηθούσε το άλλο.
Αναπολώ την εποχή που μεγάλωσα με τους ήχους του χαλιού του χειροποίητου, γιατί η καταγωγή των περισσοτέρων ήταν από τη Σπάρτη της Πισιδίας. Είναι κοντά στο όρος Ταύρος. Δυστυχώς δεν έχω πάει ποτέ μου. Εκεί φτιάχνανε τα Σπαρταλίδικα χαλιά, τις Σπαρταλίδες. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια στη Νέα Ιωνία υπάρχει και η Ένωση Σπάρτης. Οι πατεράδες, τα παιδιά και τα εγγόνια κάνουν διάφορες εκδηλώσεις και θυμούνται τις καλές ημέρες.
Ο πατέρας μου, ο Γαληνός Κιοσόγλου, ήταν μουσικοσυνθέτης. Το ψευδώνυμό του ήταν «Άκης Σμυρναίος». Από αυτό το ψευδώνυμο πήρα κι εγώ το επώνυμό μου…
Ο πατέρας μου έγραψε πολλά τραγούδια στις δεκαετίες του ‘50 και του ’60. Έκανε μεγάλες επιτυχίες με τη Σοφία Βέμπο, τη Μαριάννα Χατζοπούλου, τη Γιώτα Λύδια, τη Μάγια Μελάγια, τον Γιάννη Βογιατζή, τη Ζωίτσα Κουρούκλη…
Αυτό όμως που μάθαμε όταν ήμασταν πια πολύ μεγάλα παιδιά ήταν κάτι που δεν μας το είχε πει ποτέ…
Μάθαμε ότι ήταν στο αντάρτικο με τον Άρη Βελουχιώτη και ότι έγραψε τη μουσική στο περίφημο «Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα», σε στίχους του Νίκου Καρβούνη.
Αυτή ήταν μία πτυχή της ζωής του που εμείς δεν τη γνωρίζαμε, ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτήν. Ήταν κυνηγημένος ο άνθρωπος…
Παρόλη την οικονομική δυσκολία, ποτέ δεν αισθανθήκαμε μιζέρια στο σπίτι. Ήταν πάντα ένα ανοιχτόκαρδο μικρό σπιτάκι, όπου κυριαρχούσε η γενναιοδωρία του πατέρα μου και της μάνας μου. Η φιλοξενία ήταν κάτι το απίστευτο: «Έλα να φάμε, έλα πέρασε»…
Αυτό το πράγμα, συν το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν και λάτρης της τεχνολογίας. Σε ένα μικρό σπιτάκι πλίνθινο είχε εγκαταστήσει το ντους με το θερμοσίφωνα στα κεραμίδια. Είχε πάρει πλυντήριο ρούχων της μάνας μου και στεγνωτήριο δίπλα. Για τα χρόνια εκείνα ήταν κάτι το ασύλληπτο.
Ήταν βέβαια την εποχή που άρχισε να κάνει τις επιτυχίες του, γιατί στην αρχή ήταν με ένα παντελόνι που το μάνταρε η μάνα μου, εργαζόταν ως μουσικός και την άλλη μέρα το πρωί ερχόταν και ήταν λιωμένο και άντε πάλι το μαντάρισμα.
Αυτά ήταν τα πρώτα χρόνια τα δύσκολα. Αυτοδίδακτος ο πατέρας μου. Έμαθε τα βασικά της μουσικής στο Ορφανοτροφείο.
Ήταν όμως και πολυπράγμων… πιάνανε τα χέρια του. Είχε φτιάξει κάτι πτερύγια με λαμαρίνα, αντί για τα πλαστικά πέδιλα θαλάσσης. Ήταν φοβερός κολυμβητής…
Ακόμη ήταν το παιδί – θαύμα στη μαντολινάτα. Είχε γράψει συμφωνία στα 14 του. Σπούδασε μόνος του Σαίξπηρ και Μαρξ στη φυλακή. Μετά πήγε στο Ωδείο, έκανε τα θεωρητικά… Στη συνέχεια όμως στράφηκε στην ελαφρά μουσική γιατί έπρεπε να βιοποριστεί ο άνθρωπος, να ζήσει την οικογένειά του. Βέβαια είχε πάντα μία αγάπη στα δημοτικοφανή, όπως τα χαρακτήριζαν κάποιοι θέλοντας να μειώσουν την αξία τους. Σήμερα έχουν γίνει της μόδας, τότε όμως επικρατούσαν τα ευρωπαϊκά. Ευτυχώς όμως ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός ενορχηστρωτής και γι’ αυτό ήταν πάντα χρήσιμος σε όλους τους συνθέτες.
Μιας και «αναπολώ» την οικογένεια θέλω να πω ότι ο αδελφός μου, ο μικρότερος, έγινε εξαιρετικός μουσικός, κλαρινετίστας. Με υποτροφία σπούδασε στο Παρίσι με τη γυναίκα του που έπαιζε βιόλα και εκείνη με υποτροφία. Ήταν χρόνια στην Κρατική Ορχήστρα. Τώρα είναι συνταξιοδοτημένος και αυτός και η γυναίκα του. Έχω τρία υπέροχα ανίψια, με το επώνυμο Κιοσόγλου. Τα δύο μεγάλα μου ανίψια είναι και αυτοί μουσικοί. Ο ένας είναι κλαρινετίστας εξαιρετικός, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (Κ.Ο.Α.). Η ανιψιά μου η Βαγγελιώ είναι στη Συμφωνική του Δήμου Αθηναίων και παίζει άρπα. Αυτό που ονειρευόταν ο πατέρας μου για μένα, έγινε η ανιψιά μου. Η Βαγγελιώ μας έκανε και δύο υπέροχα μικρανίψια. Τέλος ο μικρός ο ανιψιός μου, ξέφυγε από την καλλιτεχνία αν και είχε αρχίσει με κρουστά. Μετά σπούδασε οινολογία και αυτή τη στιγμή είναι στην Αγγλία.
Αυτά όλα «άνθησαν» από το σπιτάκι της οδού Βρυούλων στη Νέα Ιωνία.
***
Το ’62 ήρθαμε στα Πατήσια. Μου λείψανε οι συμμαθητές μου, οι γείτονές μου και όλο αυτό. Εδώ ήταν πιο απομονωμένα τα πράγματα.
Εκείνη την εποχή δεν ήταν ανεπτυγμένη εδώ η περιοχή. Η οδός Αγίας Λαύρας ήταν ένας χωματόδρομος, χαρακωμένος στη μέση και όταν έβρεχε βάζαμε σανίδα για να περάσουμε απέναντι. Ήταν όλο μονοκατοικίες, δεν υπήρχε πολυκατοικία, ήταν άλλη κατάσταση.
Την ίδια εποχή γνώρισα και έζησα δημιουργικά με τον πρώτο μου εξάδελφο, τον Βασίλη Βασιλειάδη. Ήταν σκηνογράφος και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, γιος της μεγάλης αδελφής του πατέρα μου. Ο Βασίλης βγήκε καλλιτέχνης, ήταν ένα παιδί φτωχό. Ο πατέρας του έκανε τον κουρέα, ήταν όμως και σχεδιαστής χαλιών με αριστουργηματικά σχέδια, μινιατούρες. Η θεία μου ήταν μια γυναίκα που μεγάλωνε τα 6 παιδιά της φτιάχνοντας και πουλώντας πάνινα κουκλάκια. Για τα παιδιά έφτιαχνε και πέδιλα. Ο Βασίλης πήγαινε με τα πόδια από τη Νέα Ιωνία στο Πολυτεχνείο. Ήταν εξαιρετικό ταλέντο και κατάφερε να πάρει υποτροφία για τη Γαλλία. Εκεί σπούδασε και μας γύρισε ζωγράφος και σκηνογράφος. Είχε συμβάσεις ανά έτος και δίδαξε στην έδρα της σκηνογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Αυτός ήταν ο άνθρωπος που με ώθησε να βγω στο θέατρο. Εγώ αντιδρούσα. Έλεγα δεν μπορώ τον ανταγωνισμό. Εγώ θα τελειώσω τα νομικά μου και δεν θα έχω κανένα πρόβλημα. Έκανα φροντιστήριο για τη Νομική. Κατέθεσα τα χαρτιά μου και ήρθε η ημέρα των πρώτων εξετάσεων.
Τώρα δεν θυμάμαι πόσες μέρες, βδομάδες, ή μήνες, μου κλωθογύριζε το τι πάω να κάνω. Το τι επάγγελμα θα διαλέξω. Γιατί ο πατέρας μου πάντα είχε την άποψη πως ό,τι και να κάνω, καλά θα το κάνω. Είχε πολλή εμπιστοσύνη στο μυαλό μου. Ήθελε να γίνω μικροβιολόγος, ή να γίνω μαέστρος, ή να γίνω αρπίστρια. Τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινα. Έτσι την ημέρα που θα πήγαινα να δώσω το πρώτο μάθημα, σηκώνομαι και λέω στη μαμά μου:
«Μαμά, δεν θα πάω να δώσω εξετάσεις, αποφάσισα να γίνω θεατρίνα».
Έτσι πολύ αιχμηρά είπα θεατρίνα και όχι ηθοποιός.
Η μάνα μου με κοίταξε μόνο. Δεν είπε τίποτα η γυναίκα, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά… έμεινε!
Τότε παίρνω τηλέφωνο τον ξάδελφό μου και του λέω: «Βασιλάκη έχω περιθώριο για το Εθνικό Θέατρο»;
Μου λέει: «Έχουμε μια βδομάδα καιρό. Έλα»…
Πάω εκεί και λέω τώρα και τι να κάνω; Εγώ δεν ήξερα καν πώς γίνονται τα μαθήματα στη Σχολή. Μου λέει τότε: «Πάρε τον Φάουστ, διάβασε όλο το έργο και έλα αύριο, διάβασε τον μονόλογο της Μαργαρίτας και έλα να τα πούμε».
Πηγαίνω λοιπόν εκεί και είχαμε το πρώτο μάθημα. Οι πρώτες βάσεις δηλαδή του πώς κανείς πιάνει στα χέρια του ένα κείμενο γραμμένο το οποίο πρέπει να γίνει προφορικός λόγος, αλλά που είναι και ποιητικός συνάμα. Ήταν με τον ξάδελφο μου τον Βασίλη, ο οποίος είχε λατρεία με το θέατρο, είχε τελειώσει το Ωδείο Αθηνών και απήγγειλε πάρα πολύ ωραία ποιήματα, που ξεκίνησα. Ήταν εξαιρετικός. Κάναμε έτσι την αρχή. Μου είπε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να βγάζουμε το νόημα της φράσης. Να μην παίζουμε έτσι γενικώς και αορίστως. Πήγα στο Εθνικό ύστερα από δυο μέρες με μια συμμαθήτριά μου που ήταν πολύ καλή στα… γραφειοκρατικά. Μπήκαμε μέσα για να υποβάλω το απολυτήριο του Γυμνασίου.
Στη Γραμματεία του Εθνικού ήταν ο κ. Οικονομόπουλος και μου είπε:
-«Έχεις το χρυσό κέρατο;»
– Τον ρωτάω: «Τι είναι αυτό»;
-«Έχεις ταλέντο;» μου λέει…
-«Πού να ξέρω εγώ;» του απάντησα…
Και πηγαίνω λοιπόν στο Εθνικό. Ήμασταν περίπου 600 παιδιά και περιμέναμε για να δώσουμε εξετάσεις. Κάτι κοπελάρες δύο μέτρα, έτοιμες για το θέατρο. Εγώ αισθανόμουν σαν επαρχιωτάκι. Με τρακ φοβερό μπαίνω στην αίθουσα «έξι» της οδού Μενάνδρου. Μου φάνηκε τεραστίων διαστάσεων. Ένα τραπέζι μακρόστενο – παράλληλα στον τοίχο – που από πάνω είχε παράθυρα. Εκεί κάρφωσα το βλέμμα μου: Στα παράθυρα.
Μου φάνηκαν εκατοντάδες, χιλιάδες όλοι αυτοί που κάθονταν εκεί στην Επιτροπή για να μας εξετάσουν. Έπρεπε να μιλήσω αλλά με το ζόρι ακούστηκε η φωνή μου και το όνομά μου: Σμαράγδα Κιοσόγλου.
Ξεκίνησα από το «μάνα με τους δυο σου γιους». Ίσα ίσα έβγαινε η φωνούλα μου.
Στην Επιτροπή είχα την τύχη να είναι ο Δημήτρης Χορν. Με όσα μου είπε πήρα θάρρος. Μονολογούσα και ρωτούσα τον εαυτό μου:
«Ποιον θαυμάζεις απ’ όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που κάθονται εκεί στο μακρόστενο τραπέζι;».
Δεν τους ήξερα και όλους.
«Τον Δημήτρη Χορν θαυμάζω», απάντησα στον εαυτό μου…
«Ε! Λοιπόν, αυτός είναι ο θεατής σου. Γι’ αυτόν δώσε κουράγιο στον εαυτό σου».
Και έδωσα κουράγιο, και τέλειωσα, και πέρασα…
***
Είχα όμως και συνέχεια. Είχα και δεύτερη εξέταση. Πήγα πάλι στον ξάδελφό μου και του λέω:
«Βασιλάκη, δεν έχω ρεπερτόριο. Το εξάντλησα. Τι να κάνουμε;».
Διαλέξαμε ένα μονόλογο και για ποίημα τα «γκρίζα μάτια» του Καβάφη.
Με το που μπαίνω μέσα ακούω τη φωνή του Χορν:
«Α! η δεσποινίς Κιοσόγλου»!
Πήρα θάρρος και αρχίζω το μονολογάκι για το κουτί με τα χρυσαφικά. Έκανα κάτι μικρές κινησούλες την ώρα που… φορούσα τα κοσμήματα και κοιτούσα σε έναν υποθετικό καθρέφτη.
Ακούω το σχόλιο του Χορν: «Τι απέριττη! Τι ευαισθησία»!
Ξεθαρρεύω, λέω και τα «γκρίζα μάτια», τελειώνω και φεύγω. Εκείνη τη στιγμή με σταματάει φωνή του Μήτσου Λυγίζου:
«Να σας ρωτήσω κάτι. Όσα είπατε σας τα δίδαξε κάποιος;».
«Ναι, με βοήθησε ο ξάδελφος μου», απάντησα.
Δεν το άντεξε ο κ. Χορν και μου λέει:
«Να σας κάνω και εγώ μια ερώτηση δεσποινίς Κιοσόγλου: Σας τα δίδαξε, σας διόρθωνε, ή σας τα υπέδειξε;».
«Με διόρθωσε», απάντησα.
«Α! ευχαριστώ πάρα πολύ», μου είπε. Προφανώς αυτό ήθελε να ακούσει…
Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Χορν έδωσε μάχη για να με περάσουν, επειδή δεν ήμουν το πρώτο μπόι, ούτε και η «έξω φωνή» που θέλανε στο Εθνικό. Όταν αρχίσαμε τα μαθήματα στη Σχολή τον είχαμε καθηγητή για ένα μήνα. Ήταν ευλογημένο αυτό το διάστημα. Τότε έκανε και τον «Ιβάνοφ», γι’ αυτό σταμάτησε τη διδασκαλία. Εμείς όμως πηγαίναμε κάθε τρεις και λίγο στον δεύτερο εξώστη και χαζεύαμε τις πρόβες. Ήταν μάθημα ζωής…
***
Ύστερα από χρόνια, όταν ιδρύθηκε η «Σκηνή» από τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τη Ράνια Οικονομίδου, τον Τάσο Μπαντή, τον Δημήτρη Καταλειφό, την Άννα Κοκκίνου και εμένα, ο Δημήτρης Χορν μας είχε συμπαρασταθεί με πολλούς τρόπους.
***
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ
*Όταν το 1980 έπαιξα στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Γιάννη Φέρτη, τον Γιώργο Μοσχίδη, τον Γρηγόρη Βαλτινό, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν στο «Θέατρο Αθηνά», ήρθε στα καμαρίνια ένας γκριζομάλλης, κομψός, κύριος με μάτια βουρκωμένα… Συγκινήθηκα κι εγώ… Ήταν ο νεαρός δάσκαλος που είχα στην Τετάρτη Δημοτικού! Τότε όλα τα κορίτσια τον είχαμε ερωτευθεί… Μόλις είχε βγει από την Παιδαγωγική Ακαδημία. Φορούσε κρεπ παπούτσια. Πολύ προχωρημένη εμφάνιση για εκείνη την εποχή. Ήταν ένας φωτισμένος άνθρωπος. Αυτός μου είχε δώσει το ρόλο της Δόξας που στεφάνωνε τους ήρωες στις γιορτές της 28ης Οκτωβρίου. Στις παγωμένες μεγάλες αίθουσες του Σχολείου λέγαμε τα ποιήματα και παίζαμε στα σκετς φορώντας τα παλτουδάκια μας. Δεν υπήρχε καλοριφέρ στη Νέα Ιωνία. Δεν υπήρχαν τα κομφόρ τότε.
Τότε στο Δημοτικό Σχολείο με αυτόν τον δάσκαλο άρχισα να «ανακαλύπτω» την αγάπη μου για τον πολιτισμό και τις τέχνες.
Μετά στο γυμνάσιο αρνιόμουν να πω ποιήματα γιατί υπήρχε ένας ορισμένος τρόπος της απαγγελίας, με τον οποίο εγώ ήμουν τελείως αντίθετη. Όμως πήγαινα και βοηθούσα τις συμμαθήτριές μου. Τους έλεγα πώς να τα πουν, τους έλεγα τι να αποφύγουν, τις διόρθωνα. Αυτή ήταν μόνο η συμμετοχή μου όπως μου θύμισαν – πάλι στα καμαρίνια – συμμαθήτριες εκείνων των χρόνων.
***
Μετά, φθάνουμε στα χρόνια του Εθνικού όπου εκτός από τον Δημήτρη Χορν, είχαμε τον Στέλιο Βόκοβιτς. Έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον πρώτο χρόνο. Είχαμε ακόμη την Ελένη Χαλκούση, η οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα «ντου» και στα «μπου». Ήταν πολύ ωφέλιμο το μάθημά της. Βέβαια εγώ, λόγω μικρασιατικής καταγωγής, είχα πολύ σωστούς αυτούς τους ήχους στο μυαλό μου, γιατί οι Μικρασιάτες μιλούσαν πολύ ορθά τα «ντου» τα «μπου» και όλα αυτά. Από όλους τους δασκάλους μάθαινες κάτι. Αρκεί να το ήθελες.
Εξαιρετική στη διδασκαλία της και η Μιράντα Μυράτ. Μας είχε κάνει ολόκληρο έργο, τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Μου είχε δώσει την τελευταία σκηνή. Ερμήνευσα τη «Νίνα». Δίπλα μου είχα τον Κώστα Αρζόγλου.
Ήμασταν τυχεροί που δάσκαλός μας ήταν και ο Τάκης Μουζενίδης. Εκείνος μας έκανε πιο επαγγελματικό μάθημα. Μας έδωσε ένα σύστημα δουλειάς. Μας είχε στο τρίτο έτος όπου κάναμε και αναλύσεις, και ολόκληρο έργο.
Δάσκαλός μας και ο Άγγελος Τερζάκης. Μας έμαθε πώς να ψάχνουμε τους ρόλους, πώς να διαβάζουμε τα έργα.
Ο Γεώργιος Ζώρας, καθηγητής του Πανεπιστημίου, μας έκανε ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Στην ιστορία του θεάτρου ήταν ο Γιαννάκης Σιδέρης, ο οποίος ήταν και γλυκός και γενναιόδωρος. Μας αγαπούσε πάρα πολύ όλους. Μας κέρναγε ουζάκια στου «Ορφανού» στη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, σε αυτό το delicatessen μπακάλικο με τη λαδόκολλα και τα υπέροχα ζαμπόν…
Πολύ σημαντική δασκάλα και η Μαρία Χορς. Δίδαξε χορό, Εκφραστική κίνηση, χορογραφία και ελληνικό παραδοσιακό χορό.
Ο Αχιλλέας Δρίβας δίδαξε οπλομαχητική. Κοκκίνιζαν οι πατούσες μας επειδή έπρεπε να πατάμε με δύναμη στο πάτωμα. Ήταν ακούραστος. Εμείς όμως κουραζόμαστε και πάντα εφευρίσκαμε διάφορα για να σταματήσουμε το μάθημα…
Είχαμε όμως και τον Σωκράτη Καραντινό ο οποίος με λάτρευε…
Μου έλεγε: «Σμαραγδάκι μου, εσύ παιδί μου έτσι ευαίσθητο που είσαι, θα σε φάνε οι σκύλοι στο θέατρο. Θα σε φάνε οι λύκοι… Να παντρευτείς λοιπόν ένα καλό παιδί και να του μαντάρεις τις κάλτσες. Αλλιώς, θα σε φάνε οι σκύλοι!».
Ευτυχώς δεν τον άκουσα…
Ήμασταν μια τάξη εκρηκτική. Από κει βγήκε το «Ελεύθερο Θέατρο»: Νίκος Σκυλοδήμος, Κώστας Αρζόγλου, Μηνάς Χατζησάββας, Άννα Βαγενά, Κατιάνα Μπαλανίκα, Τιτίκα Στασινοπούλου, Βάσια Τριφύλλη, Νίκος Απέργης, Υβόννη Μαλτέζου, Ηλίας Μενεξές, Μαριάννα – Δημοτάκη Τόλη… Γίναμε όλοι πρωταγωνιστές. Ήμασταν μια τάξη πρωταγωνιστών. Δεν νομίζω να υπήρξε ξανά στο Εθνικό παρόμοια τάξη. Γι’ αυτό ο Σταμάτης Φασουλής που ήταν μία τάξη μεγαλύτερος από μας «έκανε ματάκι» και μας έβλεπε την ώρα του μαθήματος. Ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τα τεκταινόμενα στην τάξη μας. Άκουγε τα πάντα. Είχε το σχέδιό του…
***
ΑΝΑΤΡΕΧΩ
*Τώρα με αυτή τη συζήτηση «ανατρέχω» στα χρόνια της Σχολής. Ήταν ωραία, ήταν διασκέδαση. Με τον Βόκοβιτς μέχρι και ποδόσφαιρο είχαμε παίξει στην τάξη. Κάναμε όμως και αποκριάτικα πάρτι. Φτιάχναμε και επιθεωρήσεις. Έτσι χτίστηκε το «Ελεύθερο Θέατρο». Ο Φασουλής κρυφοκοίταζε, «έκλεβε» και είχε σταμπάρει πρόσωπα. Μαζί με την τάξη μου και την Άννα Παναγιωτοπούλου όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ήταν από τις αλησμόνητες ομαδικές δουλειές αυτή με το «Ελεύθερο Θέατρο». Το ίδιο συνέβη με τον Λευτέρη Βογιατζή και τη «Σκηνή». Τότε πλέον δεν ήμασταν παιδάκια αδαή. Είχε ο καθένας την πορεία του, αλλά θέλαμε να ανοίξουμε έναν καινούριο δρόμο όλοι μαζί.
Προχωρήσαμε αρκετά χρόνια μαζί. Ήταν χρόνια δημιουργικά. Μπορεί να ήταν και δύσκολα, αλλά ήταν και ευχάριστα, μάθαμε πράγματα… Ρίχτηκε ο σπόρος από το κάθε ένα μέλος της ομάδας και στη συνέχεια μεταλαμπαδεύσαμε όλα όσα μπορούσαμε.
***
Φυσικά μεταλαμπαδεύσαμε όσα ήταν δυνατόν, γιατί στο επάγγελμά μας υπάρχει πάντα μια βιασύνη που αποκαλύπτει έτσι τον χειρότερο εαυτό μας.
Εγώ ευτυχώς στα νιάτα μου δεν έπαιρνα είδηση ούτε από αντιζηλίες, ούτε από υπονομεύσεις. Ήμουν τόσο προσηλωμένη στη δουλειά μου. Προσπαθούσα να βελτιώνω τα εκφραστικά μου μέσα και να ψάχνω την αλήθεια, οπότε δεν έβλεπα γύρω μου τι συνέβαινε. Αυτό με βοήθησε, γιατί εκ των υστέρων βγαίνανε κάποια «αγκάθια» που με πλήγωναν όμως εγώ ήδη είχα πάρει την πορεία μου.
***
*Αν συνεχίσω να… «ανατρέχω» στο παρελθόν θα δω ότι δεν έχω πατήσει το πόδι μου στην Επίδαυρο. Δεν έτυχε. Πάντα αφήνω τα πράγματα όπως έρχονται. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένη από αυτό που μου έχει συμβεί στην καλλιτεχνική μου πορεία. Έχει να κάνει με αυτό που είμαι. Δεν προσπαθώ να αρπάξω. Θέλω μόνο να κάνω όσο μπορώ καλύτερα, πιο αληθινά, πιο δημιουργικά, αυτό που μου δίδεται κάθε φορά. Σαφώς όλα έχουν σχέση με τον περίγυρο, γι’ αυτό έχω εμμονή στις ομαδικές δουλειές. Αν και ούτως ή άλλως είναι ομαδική δουλειά το θέατρο, κακά τα ψέματα. Οπότε είτε τη χαρακτηρίζουμε ομαδική, είτε του θιασάρχη, πάντα είσαι μαζί με μια ομάδα ανθρώπων.
***
Αυτό που ανακάλυψα με αυτή την αναδρομή είναι σχετικό με την τόλμη που δεν ήξερα ότι τη διαθέτω. Βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, στην πρώτη μου θεατρική παρουσία, σε περιοδεία με τον θίασο της Κατερίνας Βασιλάκου και του Θανάση Μυλωνά. Παίζαμε «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και την τελευταία ημέρα η Κατερίνα είχε μια ίωση τρομακτική με πυρετό. Βρισκόταν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να σηκωθεί… Ήταν μεσημέρι όταν ήρθε ο Μυλωνάς και μου λέει: «Σώσε μας. Παίξε το ρόλο».
Άρχισα το κλάμα. Δεν είχα μάθει και τα λόγια όλων των ρόλων οπότε όλα ήταν δύσκολα… Το κείμενο έχει να κάνει περισσότερο με μια εσωτερική διαδρομή του ρόλου και όχι με λόγια…
Στη δύσκολη στιγμή παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου…
«Μπαμπά μου, μπαμπάκα μου, με πιέζουν να κάνουμε αυτές τις δύο παραστάσεις απόγευμα και βράδυ. Είναι οι δύο τελευταίες στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια πάμε στον Λαχανά… Τι να κάνω»;
Κι εκείνος μου απαντάει:
«Οπλίσου με θάρρος. Θα τα καταφέρεις. Σου έχω εμπιστοσύνη».
Αυτό ήταν αρκετό…
Όμως τι να μάθω εγώ; Τι να πρωτομάθω από το κείμενο; Από την αρχή μέχρι το τέλος;
***
Όταν άνοιξε η αυλαία βγήκε ο Μυλωνάς να ενημερώσει το κοινό για την αντικατάσταση. Εγώ δίπλα του με την τσαντούλα τη μαθητική, με τα κοτσιδάκια, τέλος πάντων με τα ρούχα της Κατερίνας. Τότε ο Μυλωνάς κομπιάζει και τον πιάνουν τα κλάματα…
Μόλις και πρόλαβα να του πω μεταξύ κλάματος και αναταραχής: «Αντί να μου δώσεις θάρρος, εσύ κλαις»;
Ευτυχώς το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ξεκίνησε η παράσταση κι εγώ έκανα ρεσιτάλ αυτοσχεδιασμού. Ούτε που θυμάμαι τι έγινε… Όμως με την τόλμη μου, έλεγα τα δικά μου και έβγαιναν οι σκηνές…
Η άγνοια του κινδύνου μου δημιούργησε μια υπερδιέγερση στο να αντιδρώ και να αυτοσχεδιάζω στο εδώ και τώρα. Ήταν πολύ ζωντανό και αληθινό αυτό που συνέβαινε και δεν είχε σημασία αν έλεγα την ατάκα κάπως έτσι ή κάπως αλλιώς, υπήρχε επαφή και αλήθεια.
Όταν τελειώσαμε ήρθε ο γιατρός της Κατερίνας και μου είπε:
«Ήσασταν εξαιρετική».
Το βράδυ δυσκολεύτηκα περισσότερο επειδή προσπαθούσα να ακούσω τον υποβολέα. Ζορίστηκα, κουράστηκα. Ήταν δύσκολο να κάνεις σε ένα βράδυ δύο αυτοσχεδιασμούς, γιατί περί αυτοσχεδιασμού επρόκειτο. Αυτό είναι ένα πράγμα που θυμάμαι.
***
Πολλές στιγμές έζησα που ένιωθα ότι δεν κάνω κάτι ξεπατικοτούρα που λέμε. Πάντα απέφευγα να χρησιμοποιώ τις ευκολίες μου. Δεν το θεωρούσα δημιουργικό κάτι τέτοιο. Είχα αυτή τη χαρά και είχα και αυτή την τύχη, να βρεθώ με καλούς συνεργάτες. Μόνος του κανείς δεν μπορεί να κάνει θέατρο, παρά μόνο σε μονόλογο. Μάλιστα αυτό το έκανα και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία – τολμώ να πω – στο «Αγγέλων Βήμα» με σκηνοθέτη τον Κοραή Δαμάτη, και στις «Φωνές», και στο «Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές», και στο «Υπέροχό μου διαζύγιο», σε μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα.
***
Οπωσδήποτε χαιρόμουνα όταν στην πλατεία του θεάτρου ήταν και ο πατέρας μου. Τελευταία φορά με είδε στο «Γλυκό πουλί της νιότης» στο Θέατρο Αθηνά, με τη Μελίνα και τον Φέρτη. Ήταν ακόμη ο Άλκης Παναγιωτίδης, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ο Μηνάς Κωνσταντόπουλος και ο Γρηγόρης Βαλτινός που μόλις είχε τελειώσει τη Σχολή.
Η μητέρα μου με παρακολουθούσε σε όλες τις παραστάσεις, εκτός από τα τελευταία της που δεν μπορούσε να μετακινηθεί…
***
ΑΝΑΘΕΩΡΩ
*Τώρα που το σκέπτομαι μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν έχω το ρήμα «Αναθεωρώ» μέσα στο λεξιλόγιό μου. Δεν έχω μετανιώσει για καμιά από τις αποφάσεις μου. Όλες είχαν τον λόγο τους την ώρα που γίνανε. Δεν πιστεύω στο αλάνθαστο εκατό τοις εκατό. Όλοι κάνουμε και λάθος επιλογές ή επιλογές λόγω ανάγκης. Δεν δίνω κανένα συγχωροχάρτι στον εαυτό μου. Είμαι πολύ σκληρή μαζί μου επειδή πάντα έχω επίγνωση για κάθε μου απόφαση. Αν μη τι άλλο υπήρξα πολύ έντιμη όταν για λόγους οικονομικούς επέλεξα κάποιες πιο εμπορικές δουλειές. Δεν πρόδωσα αυτό που είμαι ως καλλιτέχνης, ούτε χρησιμοποίησα ευτελέστερα μέσα. Κάποια στιγμή έπρεπε να βγω να δώσω «μάχη» με παράταιρα στοιχεία και να δεθώ με ένα ετερόκλητο υλικό. Μπορεί να μην είχα το προστατευτικό κουκούλι της ομαδικής δουλειάς, όμως ήξερα τον τρόπο να προστατεύομαι από τις κακοτοπιές.
Το προστατευτικό κουκούλι είναι καλό σε ένα μωρό. Μετά όμως θα πρέπει να σπάσει. Θα πρέπει να βγεις έξω όπου είναι σκληρή η ζωή. Δεν γίνεται να είσαι σε κουκούλι συνέχεια. Το επάγγελμά μας είναι τόσο ανταγωνιστικό, κρυφά ή φανερά. Στις ομαδικές δουλειές – στην αρχή – αισθάνεσαι προστατευμένος. Μέχρι να βγουν τα προσωπικά «θέλω» του καθένα …χρησιμοποιείται η ομάδα. Στη συνέχεια κάποιοι ξεπηδάνε πολύ έντονα με τα «θέλω» τους ή εκμεταλλεύονται την ομαδικότητα. Αλλά αν το ζητούμενο είναι πώς προχωράει κανείς στην τέχνη και όχι πώς θα ποδοπατήσει τους άλλους, νομίζω ότι είναι κερδισμένος και ας μην έχει πάρει τα εύσημα από την κοινή γνώμη.
Τελικά, τίποτε δεν μένει… Πιο πολύ για μένα μένει μια αγνή συγκίνηση και η ψυχική συμμετοχή κάποιου κόσμου που σε έχει δει και σε θυμάται ακόμα ύστερα από χρόνια.
***
ΑΝΑΜΕΝΩ
Καλλιτεχνικά η αναμονή μου είναι ουδέτερη, δηλαδή δεν έχω ιδιαίτερη επιθυμία για κάτι. Θα ήμουν ψεύτρα. Με ενδιαφέρει με ποιους θα συναντηθώ, παρά με τι θα συνεχίσω. Τώρα όσον αφορά το τοπίο το θεατρικό στον τόπο μας, είναι λίαν επικίνδυνο. Ο κόσμος έχει μάθει στο τσάμπα και ενώ με την αρχή της κρίσης υπήρχε μια άνθηση του θεάτρου, τώρα πια είναι δύσκολα τα πράγματα. Σαν να πρωτομπαίνουμε στην κρίση. Καλομάθαμε με τις προσκλήσεις που μοιράζονται από τα ραδιόφωνα, από τα περιοδικά. Είναι περίεργα τα πράγματα. Εθίζεται ο κόσμος. Πώς θα ζήσουν όμως τα θέατρα; Τι παραστάσεις θα κάνουν;
Είμαστε σε μια φάση που είναι όλα τόσα πολλά πια, που δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Χάνεσαι – και δεν λέω να μη γίνονται δουλειές, προς Θεού – αλλά δεν υπάρχει μπούσουλας. Δεν υπάρχει. Χάνεται ο κόσμος…
***
Αυτό ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια ως καινοτομία από το «Αμόρε» το οποίο όμως είχε κάποιο πρόγραμμα: Έναν κοινό παρονομαστή στο πλουραλιστικό ρεπερτόριο και δύο μήνες το πολύ για κάθε παράσταση. Ήταν αλλιώς τότε. Άλλη φιλοσοφία, άλλη λογική. Από εδώ και πέρα ο χρόνος θα δείξει και ο κόσμος θα κρίνει…
Δεν ξέρω τι μπορώ να «αναμένω» στον χώρο μας. Σίγουρα πρέπει να έχουμε τα μυαλά μας στο κεφάλι μας. Να σκεφτόμαστε. Να μη μας βομβαρδίζουν και μας χαλάνε αυτό το εσωτερικό κύτταρο που έχει ο καθένας μας. Να έχουμε ανοιχτές αντένες αλλά και σε στάση αναμονής. Να έχουμε το νου μας. Να μην περιμένουμε μεσσίες…
***
ΑΝΑΤΡΕΠΩ
*Με την κατάσταση που επικρατεί δεν ξέρω τι θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως «ανατροπή». Ό,τι και να πεις είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί όλα έχουν δύο όψεις. Να πεις λιγότερες σχολές, λιγότεροι ηθοποιοί; Εκεί είναι το πρόβλημα; Δεν είναι! Απλώς χάνεται χρόνος από άχρηστο υλικό, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι, αν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου αυτή τη φρασεολογία να πω για άχρηστο υλικό, ποιος ξέρει ποιο είναι άχρηστο και ποιο χρήσιμο μέχρι να αποδειχθεί κάτι; Δεν ξέρω.
Σίγουρα αυτό που χρειάζεται είναι να γίνουμε πιο ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Να ξέρει ο καθένας μέχρι πού είναι τα όριά του. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ούτε φιλόσοφοι, ούτε μπροστάρηδες. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη» και από κει και πέρα ας κάνει ο καθένας σωστά τη δουλειά του.
***
ΑΝΑΖΗΤΩ
*Για το αύριο δεν έχω σχέδια. Είμαι ηθοποιός που περιμένει. Δεν είμαστε όλοι γεννημένοι για ηγέτες. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με ταλέντο ή με ικανότητες. Έχει να κάνει με κάποιους ειδικούς προσανατολισμούς και ικανότητες μαζί. Δηλαδή κάτι να σε κινεί να είσαι ο μπροστάρης…
***
ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ
*Οι αγωνίες και τα ερωτήματα του σήμερα με βασανίζουν και για την επόμενη ημέρα. Ασφαλώς «αναρωτιέμαι» για το οικολογικό μέλλον του πλανήτη μας. Η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται από την κλιματική αλλαγή, από τις πλημμύρες και από όλα αυτά τα δείγματα που παίρνουμε καθημερινά. Βέβαια οι «μεγάλοι» κωφεύουν, ενώ ο κόσμος περιμένει στη γωνία και παρακολουθεί τα δρώμενα. Όμως δεν υπάρχει ουσιαστική κινητοποίηση. Είναι πολύ σοβαρό το θέμα της κλιματικής αλλαγής.
***
ΑΝΑΛΥΩ
*Μιας και πλησιάζουμε στο τέλος θέλω να μιλήσουμε για το «Πριν την αποχώρηση» που είναι άκρως επίκαιρο αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας με όσα συμβαίνουν στον κόσμο που ζούμε.
Σκηνοθέτης ο Νίκος Μαστοράκης με τον οποίο είχα συνεργαστεί πριν από πολλά χρόνια, πάλι στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» στο έργο «Παλιοί καιροί» του Χάρολντ Πίντερ. Τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα. Το μόνο κοινό σημείο, τρία πρόσωπα τότε, τρία πρόσωπα τώρα. Αυτό είναι το μόνο κοινό.
Βέβαια κάθε φορά που βρίσκομαι στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» έχω πάντα μια πολύ δημιουργική συνεργασία. Με την Μπέττυ γνωριστήκαμε στο θέατρο «Αθηνά» με άλλους αξιόλογους συναδέλφους και σκηνοθέτη τον Λεωνίδα Τριβιζά. Έτσι γίναμε φίλες με την Μπέττυ. Από αληθινή εκτίμηση η μία για την άλλη. Είναι μια φιλία βασισμένη σε σεβασμό και εκτίμηση. Ναι, την αγαπώ πολύ τη φιλενάδα μου και την εκτιμώ γι’ αυτό που είναι και κάθε φορά συνεργάζομαι με όλη μου την καρδιά μαζί της.
Επίσης σημαντικό ήταν που θα συνεργαζόμουν ύστερα από τόσα χρόνια με τον Νίκο Μαστοράκη, που έχουμε περάσει βέβαια σε άλλες ηλικίες, αλλά που παρόλο που ο καθένας κουβαλάει τις εμπειρίες του, ή τέλος πάντων τη διαδρομή του στο θέατρο, αισθάνομαι κάθε φορά να πιάνω το νήμα από την αρχή.
Είναι μια υπέροχη συνεργασία, δημιουργική πιστεύω, με ελευθερία στο ψάξιμο του ηθοποιού, του κάθε ηθοποιού γι’ αυτό που είχε να κάνει, με μια πολύ διακριτική παρέμβασή του, χωρίς να θολώνει, ή να αφήνει κενά. Μια υπόγεια καθοδήγηση θα έλεγα. Τη χάρηκα πολύ αυτή τη συνεργασία.
Χάρηκα τη δυσκολία της σιωπής. Πώς μπορεί να είναι ζωντανό ένα πρόσωπο επί σκηνής χωρίς να μιλάει και χωρίς να κάνει μούτες ας πούμε και να εισπράττει και να περνάει αυτό που σκέφτεται έστω και από το προφίλ του στο θεατή.
Ο Νίκος πάντα με έβαζε να κάνω πράγματα. Να ανοίγομαι και σε άλλα χωράφια. Η συνεργασία με την Μπέττυ είναι μοναδική, είναι υπέροχη, κεντάει, είναι εξαιρετική. Η δε θεατρική μου γνωριμία με τον Περικλή Μουστάκη ήταν μια πολύ γλυκιά συνεργασία. Εμείς το χαρήκαμε πάρα πολύ και ο κόσμος το χαίρεται νομίζω, παρόλο που οι εποχές είναι δύσκολες…
***
ΑΝΑΝΕΩΝΟΜΑΙ
*Όταν ζούσαμε στο προσφυγικό μας σπιτάκι στη Νέα Ιωνία, ο ξάδελφος μου ο Βασίλης Βασιλειάδης μας είχε φέρει μια πανέμορφη σκυλίτσα, τη «Νόρμα» που του την είχε δώσει ο Γιάννης Τσαρούχης. Ήταν την περίοδο που ήταν εδώ η Μαρία Κάλλας και εμείς φιλοξενήσαμε τη «Νόρμα» στο σπίτι. Ήμασταν παιδιά τότε με τον αδελφό μου. Θυμάμαι ότι η «Νόρμα» είχε ως αγαπημένο της φαγητό τον …τραχανά. Όταν έληξε η περίοδος της φιλοξενίας αυτό το υπέροχο ζώο μας έλειψε…
Επίσης στην Κρήτη – όταν ήμουν παντρεμένη – φρόντιζα περίπου 10 γατούλες. Τις τάιζα, τις πότιζα αλλά τις είχα πάντα ελεύθερες στον φυσικό τους χώρο. Η σχέση μου με τα ζώα – παρόλο που δεν έχω – είναι πάρα πολύ καλή. Πάντα όπου και να πάω με πλησιάζουν χωρίς αναστολές και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι πολύ κολακευτικό για μένα επειδή καταλαβαίνουν ότι νοιάζομαι γι’ αυτά. «Ανανεώνομαι» με την παρουσία τους… και ας μην έχω στην κατοχή μου.
***
-Κυρία Σμυρναίου, σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να απολαύσω αυτόν τον μονόλογο.
*Κι εγώ σας ευχαριστώ.
***
ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΦΕΤΟΣ ΤΗ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ
Στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας…
Πληροφορίες για το έργο «Πριν την αποχώρηση»
***
Ακολουθεί…
Κριτική για το έργο «Πριν την αποχώρηση»